Τι είναι η
Αποστολική Διαδοχή;
«Ας μας δείξουν την αρχή των εκκλησιών
τους, ας ξεδιπλώσουν μπροστά μας τους καταλόγους των επισκόπων που ακολουθούν
διαδοχικά από την αρχή, ώστε ο πρώτος τους επίσκοπος θα έχει ως προστάτη και
προκάτοχο του κάποιον από τους Αποστόλους ή τους αποστολικούς άνδρες, οι οποίοι
συνδέονται σταθερά με τους Αποστόλους. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο οι
αποστολικές Εκκλησίες μεταβιβάζουν τους επισκοπικούς καταλόγους τους».
(Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum).
Α) Τι είναι η Αποστολική Διαδοχή.
Ο
Χριστός έκλεξε και απέστειλε τους αποστόλους. Εκείνοι αργότερα μετέδωσαν την
χάρη αναφορικά με την διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, όπως για
παράδειγμα την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, το βάπτισμα, το κήρυγμα και, σε
άλλους πιστούς δια της επιθέσεως των χειρών τους. Αυτά φαίνονται καθαρά στις
ποιμαντικές επιστολές του απ Παύλου (Α, Β Τιμοθέου, και προς Τίτον).
Ενδεικτικά χωρία:
«Μη
αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των
χειρών του πρεσβυτερίου...» (Α' Τιμοθέου, δ 14). «δι΄ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε
αναζωπυρείν το χάρισμα του θεού ο εστιν εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών
μου» (Β Τιμοθέου, α 6). «τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα
επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην»
(Τίτος, α 5). «χειροτονήσαντες αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και
προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις όν πεπιστεύκασι»
(Πράξεις, ιδ 23).
Οι
πρεσβύτεροι τίθενται διαχειριστές των πραγμάτων της Εκκλησίας με χειροτονία που
είναι επίθεση χειρών (πράξη τελετουργική) και συνοδεύεται με νηστεία και
προσευχή για αφιέρωση!
Εκείνοι μετέδωσαν την ίδια ευλογία σε
άλλους και εκείνοι σε άλλους, δημιουργώντας μια αδιάσπαστη αλυσίδα και σειρά
αλληλοδιαδόχων. Η Αποστολική Διαδοχή βρίσκεται και τους τρεις βαθμούς της
ειδικής ιεροσύνης. Η διαδοχή φανερώνει την ιστορική συνέχεια της εκκλησίας από
τους αποστόλους, και αποδεικνύεται με τους σωζόμενους επισκοπικούς καταλόγους.
Δεν είναι διαδοχή του Ααρών στην ειδική
ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, διότι εκείνη η ιεροσύνη καταργήθηκε. Δεν
είναι
ούτε διαδοχή του Χριστού, διότι ο Χριστός έχει αμετάθετη την ιεροσύνη η
οποία προτυπώνεται από την ιεροσύνη του Μελχισεδέκ (ψαλμός ρι 4).
«ὤμοσεν κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ
τὴν τάξιν Μελχισεδεκ». Είναι αντιπροσώπευση. Όπως ένας βασιλιάς έχει
πρεσβευτές του και αντιπροσώπους του σε διάφορα μέρη. Το ίδιο συμβαίνει
και με το «Διδάσκαλος». Ενώ διδάσκαλος είναι μόνο ο Χριστός, («εἷς γὰρ
ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός·» Ματθαίος κγ, ο ίδιος έδωσε
αντιπροσώπους διδασκάλους («καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ
προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους»
Εφεσίους δ
11).
Ο πρώτος που μίλησε για Αποστολική
Διαδοχή, είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Εκείνος, σύστησε την Εκκλησία Του,
της έδωσε επαγγελίες ότι οι Πύλες του Άδη ποτέ δεν θα την νικούσαν (Ματθαίος,
ιστ' 18) και της υποσχέθηκε ότι θα είναι μαζί της δια του Αγίου Πνεύματος όλες
τις ημέρες από το 33 μ.Χ μέχρι την συντέλεια (Ματθαίος κη 20), οδηγώντας την
‘’εις πάσαν την αλήθεια» (Ιωάννης ιστ 13), χωρίς αυτή να διασπαστεί ή να
αποστατήσει.
Β)
Ανάξιοι λειτουργοί στην Αποστολική Διαδοχή.
Ο
Επίσκοπος πρέπει να έχει ορθή πίστη, καθώς γράφει ο απ. Παύλος στον Τιμόθεο, «Ω Τιμόθεε την
παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της
ψευδωνύμου γνώσεως, ήν τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α
Τιμοθέου, στ 20-21). Η αποστολική διαδοχή και η ορθή πίστη αλληλοστηρίζονται
και αλληλοπροϋποθέτονται. Οι χειροτονίες των αναξίων λειτουργών, σε περίπτωση
που δεν έχουν καθαιρεθεί, ισχύουν όπως και τα μυστήρια που τελούν. Απόδειξη, ο
αρχιερέας Καιάφας ο οποίος είχε διαδοχή στην Ααρωνική ιεροσύνη και που
πρωτοστάτησε στην δίκη κατά του Χριστού. Η Γραφή λέει ότι προφήτευσε μόνο και
μόνο επειδή ήταν αρχιερέας, αν και ήταν αντίχριστος.
«τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν» (Ιωάννης, ια
51).
Ο
ιερός Χρυσόστομος, παρατηρεί σχετικά με τον Καϊάφα: «Βλέπεις πόση είναι η
δύναμις της αρχιερατικής εξουσίας; Διότι, επειδή είχεν αξιωθεί της αρχιεροσύνης
εν γένει, αν και ήτο ανάξιος αυτής, προεφήτευσε, χωρίς να γνωρίζει αυτά που
έλεγεν η χάρις εχρησιμοποίησεν μόνο το στόμα, χωρίς να εγγίσει την μιαράν
καρδίαν» (Ομιλία 65, Εις το Κατά Ιωάννην). Σε άλλη ομιλία του πάλι από το Κατά
Ιωάννην Ευαγγέλιο, αναφέρει ο ιερός πατέρας: «Και αυτά τα λέγω όχι επιδοκιμάζων
εκείνους που ασκούν ανάξια την ιεροσύνην, αλλά και ευσπλαχνιζόμενος αυτούς πάρα
πολύ και δακρύζων δι’ αυτούς δεν λέγω όμως ότι είναι δίκαιον δι’ αυτό να
κρίνωνται από τους αρχομένους και μάλιστα από τους πάρα πολύ αφελείς, διότι και
αν ακόμη ο βίος αυτών είναι πάρα πολύ διεφθαρμένος, συ όμως έαν προσέχης τον
εαυτόν σου, δεν θα ζημιωθής ως προς τίποτε σχετικά με εκείνα που παρεδόθησαν
εις αυτόν από τον Θεόν διότι, εάν έκαμε την όνον να ομιλήση και εχάρισε μέσω
του μάντεως πνευματικάς ευλογίας και ενήργησε χάριν των Ιουδαίων που εξέκλινον
με το ανόητον στόμα και την ακάθαρτον γλώσσαν του Βαλαάμ, πολύ περισσότερο δια
σας που είσθε ευγνώμονες απέναντί του, και αν ακόμη οι ιερείς είναι πάρα πολύ
φαύλοι, θα κάμη όλα εκείνα που θέλει και θα στείλει το Άγιον Πνεύμα, διότι ούτε
ο καθαρός προσελκύει το Πνεύμα εξ αιτίας της καθαρότητός του, αλλά η χάρις
είναι εκείνη που επιτελεί το παν […] Ο δε ιερεύς δανείζει την γλώσσαν του και
δίδει το χέρι του καθόσον δεν θα ήτο δίκαιον εξ αιτίας της κακίας του άλλου να
παραβλάπτωνται εκείνοι που προσέρχονται με πίστιν εις τα σύμβολα της σωτηρίας
μας» (Ομιλία 86).
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφέρει
στο Πηδάλιο, «πάντες οι παρά Κανόνας και αναξίως χειροτονηθέντες, προ του να
καθαιρεθούν υπό Συνόδου, αληθώς ιερείς εισίν. Επειδή καθώς λέγει ο θείος
Χρυσόστομος,«Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε αυτός ενεργεί, ει
και αυτοί είεν ανάξιοι, δια το σωθήναι τον λαόν […] Επειδή και δι’ αναξίων η
χάρις ενεργεί ου δι’ αυτούς, αλλά δια τους μέλλοντας ωφελήσθαι» […] Ο δε Συμεών
ο Θεσσαλονίκης λέγει, «δια την χειροτονίαν ενεργεί η χάρις εις αυτούς, είτε
αρχιερείς είναι, είτε ιερείς, δια την σωτηρίαν των προσερχομένων, και όσα
μυστήρια εκτελέσουν, είναι τη αληθεία μυστήρια» (σελ. 135, υποσημ. 3).
Το μυστήριο δεν εξαρτάται από τον βίο
του λειτουργού. Μόνο σε περίπτωση συνοδικής καθαίρεσης, τότε δεν ισχύει τίποτα.
Και τούτο, διότι ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την εξουσία του «δεσμείν και λύειν»
στους αποστόλους και στους επισκόπους που τους διαδέχτηκαν δια της χειροτονίας.
Η Γραφή αναφέρει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς,
ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ,
καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς,
ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθαίος, ιη
18).
Ο έγκυρος θεολόγος Π. Τρεμπέλας,
αναφέρει στο υπόμνημά του το εξής σχόλιο για το χωρίο: «Η εκκλησία έχει την
εξουσία του αφορισμού ή του αναθέματος, ο εστί χωρισμός από της κοινωνίας των
Μυστηρίων και των πιστών, ένεκα βαρέων αμαρτημάτων ή αιρέσεως» (Υπόμνημα Εις το
Κατά Ματθαίον, σελ. 336).
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Ανδρούτσος
στην Δογματική του, «[…] ο απεργαζόμενος τα μυστήρια δεν είναι ο ιερεύς αλλά ο
ιδρυτής αυτών Ιησούς Χριστός, όστις παραμένει εν τω μυστικώ Αυτού σώματι, τη
Εκκλησία, ακριβώς καθόσον ενεργεί την απολυτρωτικήν αυτού δύναμιν […]», και
συνεχίζει, «[…] εν τη πράξει της Εκκλησίας απεδοκιμάσθη πάντοτε η εξάρτησις της
μυστηριακής πράξεως εκ της προσωπικής πίστεως και εκ της αγιότητος του
τελούντος ιερέως […]» (σελ. 301).
Η αποστολική διαδοχή έχει, βέβαια, πάντα
νόημα εντός της Εκκλησίας, και όχι η προσωπική εγγύηση του επισκόπου ή του
πρεσβυτέρου όταν εκείνος δεν συμβαδίζει με το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας. Για
παράδειγμα, εάν κάποιος Επίσκοπος έπεφτε σε κακοδοξίες, το θέμα του θα το
εξέταζε η Ιερά Σύνοδος, και αν έκρινε ότι όντως έπεσε από το αξίωμά του, θα
θέτονταν εκτός Σώματος και δεν θα είχε ισχύ η διαδοχή του.
«Η αδιάκοπη αποστολική διαδοχή των
επισκόπων δήλωνε βεβαίως όχι την προσωπική κατά κάποιο τρόπο εγγύηση για την
μεταβίβαση ανόθευτης της αποστολικής παραδόσεως, αφού στην περίπτωση αυτή η
αποστολική διαδοχή θα εννοείτο ως μια αδιάκοπη διαδοχή χειροτονούντων
επισκόπων. Αντιθέτως κατενοείτο ως διασφάλιση από τους επισκόπους της
αυθεντικής αποστολικής παραδόσεως στην συνέχεια της λειτουργίας του όλου
σώματος της τοπικής Εκκλησίας όχι όμως και χωρίς αυτό. Φορέας της αποστολικής
διαδοχής είναι το όλο σώμα της τοπικής Εκκλησίας σε ενότητα με τον Επίσκοπο,
όπως και ο Επίσκοπος είναι φορέας της αποστολικής διαδοχής σε άρρηκτη ενότητα
με την τοπική του Εκκλησία, για αυτό και έχουμε αδιάκοπη αποστολική διαδοχή
επισκόπων στην ίδια Εκκλησία, η οποία βιώνει ως σώμα την αποστολική παράδοση
και την διαφυλάσσει σε άρρηκτη πάντοτε ενότητα με την ορατή της κεφαλή, τον
Επίσκοπο». (Εκκλ. Ιστορία Βλ. Φειδά, Α τόμος, σελ. 183-184).
Γ)
Η Αποστολική Διαδοχή, κριτήριο διαχωρισμού Εκκλησίας και αιρέσεως.
Ανάμεσα
στα μέτρα που πήρε η Εκκλησία για να προστατεύσει το ποίμνιο από τα ποικίλα
Γνωστικά κινήματα και τις υπόλοιπες αιρέσεις και ψευτοδιδασκαλίες κατά τους
πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, ήταν (και) το κριτήριο της Αποστολικής
Διαδοχής.
α) Παραθέτουμε από τον καθηγητή Βλ.
Φειδά:
«Το γεγονός ότι ο
φιλοσοφικό-θρησκευτικός συγκρητισμός των συρο-αιγυπτιακών γνωστικών συστημάτων
δεν περιορίστηκε μόνο στο θεωρητικό πεδίο, αλλά αναπτύχθηκε και σε οργανωμένες
κοινότητες με ιδιαίτερη ιεραρχία, λατρεία, μυστηριακές πράξεις, τελετές,
μουσική, άσμα, ποίηση, σκηνική τέχνη κα, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη
οργανώσεως της άμυνας της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον της επικίνδυνης αυτής
απειλής. Πέρα από την ενίσχυση των εκκλησιολογικών δομών ή των θεολογικών
κριτηρίων, η αποστολική διαδοχή, τα βαπτιστήρια σύμβολα και ο κανόνας της Αγίας
Γραφής αναφέρονται κυρίως στην πληρέστερη οργάνωση της αυθεντικής ενότητας όχι
μόνο κάθε τοπικής εκκλησίας, αλλά και της ανά την οικουμένη Καθολικής
Εκκλησίας». (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 224-225).
Τα ίδια αναφέρει και σε άλλο σημείο της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γενικότερα για τις αιρέσεις.
«Η λειτουργία του συνοδικού συστήματος
είτε για τη χειροτονία επισκόπου ή και για την αντιμετώπιση σοβαρών
εκκλησιαστικών ζητημάτων ευνόησε και την προβολή της ιδιαίτερης αυθεντίας
ορισμένων τοπικών εκκλησιών ως προς τη γνησιότητα της αποστολικής παραδόσεως, η
οποία είχε διαφυλαχθεί από αυτές. Αυτό ήταν ευνόητο, αφού οι αιρετικοί νόθευαν
την αποστολική παράδοση. Ορισμένες τοπικές εκκλησίες μπορούσαν ευχερώς να
αποδείξουν τη νοθεία αυτή τόσο με την αντιπαράθεση των γραπτών μνημείων, τα
οποία εφυλάσσοντο από αυτές, όσο και με την απόδειξη της γνησιότητας της
βιουμένης σε αυτές παραδόσεως δια της αναγωγής της αποστολικής διαδοχής μέχρι
τους αποστολικούς χρόνους. Πράγματι, ήδη κατά τον Β αιώνα αναγνωρίζονταν μια
σαφής προτίμηση της μαρτυρίας ορισμένων εκκλησιών ως προς την αυθεντικότητα της
αποστολικής παραδόσεως. Η μαρτυρία τους είχε ιδιάζουσα σημασία για την αναίρεση
της αιρετικής πλάνης, λόγω και των αποδεδειγμένων με την αδιάκοπη αποστολική
διαδοχή αποστολικών καταβολών των εκκλησιών αυτών» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ.
Φειδά, Ά τόμος, σελ. 194-195).
β) Ο Ηγήσιππος (περίπου το 180 μ Χ), ως
επιχείρημα για την διάκριση των αιρέσεων από την Εκκλησία του Χριστού, έκρινε
απαραίτητη την Αποστολική Διαδοχή. Για αυτό το λόγο έγραψε 5 Υπομνήματα, τα
οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ότι γνωρίζουμε, είναι από διάφορα παραθέματα του
ιστορικού Ευσεβίου (275- 339 μ Χ). Ο καθηγητής πατρολογίας Δ. Μπαλάνος αναφέρει
σχετικά, «Περί του Ηγήσιππου έχομεν πληροφορίας τινάς, ιδίως εκ του Ευσεβίου.
Κατά τούτον, ο Ηγήσιππος, ζήσας επι της πρώτης των αποστόλων διαδοχής, κατήγετο
εξ Ανατολής, πιθανώς εκ Παλαιστίνης, και γνώριζεν την Αραμαικήν. Επί πάπα
Ανικήτου (155-166) διελθών εκ Κορίνθου, ένθα παρέμεινεν ημέρας ικανάς, ήλθεν
εις Ρώμην, επανελθών δ’ εις την πατρίδα του, έγραψε, περί το 180, τα
Υπομνήματα, εκ πέντε βιβλίων. Το έργον τούτο, απολογητικού περιεχομένου, εζήτει
να καταδείξει επι τη βάση ιστορικού υλικού καιεπισκοπικών καταλόγων, εναντίον
των αιρετικών ισχυρισμών, ότι η αληθής παράδοσις ευρίσκεται μόνον εν τη
Εκκλησία, διατηρηθείσα δια της συνεχούς και αδιακόπου διαδοχής του επισκοπικού
αξιώματος μέχρι των αποστόλων (την απλανή παράδοσιν του αποστολικού
κήρύγματος). (ΒΕΠΕΣ, τόμος 5, σελίδα 81).
Από την νεότερη πατρολογία του Στ.
Παπαδόπουλου, Α' Τόμος, σελίδα 284- 286: «[…] έργο του έκανε την κατάδειξη
και υποστήριξη της ορθοδόξου Παραδόσεως. Συνειδητοποίησε τον κίνδυνο που
διέτρεχε η Εκκλησία από τη σύγχυση, την οποία δημιουργούσαν οι αιρέσεις και
προπαντός ο Γνωστικισμός εκείνος που εμφανίζονταν ως ανώτερος χριστιανισμός […]
Χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, διέκρινε ότι ένας τρόπος καταπολεμήσεως του
χριστιανίζοντος γνωστικισμού ήταν η ανάδειξη σε κριτήριο της συνεχούς
αποστολικής διαδοχής, η οποία υπήρχε στις τοπικές Εκκλησίες κι έλειπε από το
γνωστικισμό. Παρουσιάζοντας δηλαδή ιστορικά τη διαδοχή επισκόπων στις
Εκκλησίες, δημιούργησε το σημαντικό για την εποχή του επιχείρημα, ότι σε όποια
Εκκλησία διαπιστώνεται διαδοχή έχουμε και απλανή, αδιάφθορη, την αποστολική
Παράδοση […] Τα Υπομνήματα έχουν χαθεί, αλλά ο Ευσέβιος, που είναι και η κύρια
πηγή του Ηγήσιππου, διέσωσε μερικά μόνο αποσπάσματα, που δίνουν μόνο αμυδρή
εικόνα του έργου […] Η ιδιαίτερη συμβολή και σημασία του Ηγήσιππου βρίσκεται
στην προβολή της ιστορικής παραδόσεως ως επιχειρήματος κατά των αιρετικών και
γνωστικών. Στο επιχείρημα τούτο δίνει ο Ειρηναίος θαυμαστό θεολογικό βάθος». (Α
Τόμος, σελ. 284-285).
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από
τον Ηγήσιππο που μας διασώζει ο Ευσέβιος, αφού αναφέρει ορισμένους αιρεσιάρχες
της εποχής του που δεν είχαν αποστολική διαδοχή και τους οποίους διαχωρίζει από
το σώμα της Εκκλησίας, γράφει, «…έκαστος (από αυτούς) ιδίως και ετέρως
ιδίαν δόξαν (πίστη) παρεισήγαγεν. Από τούτων ψευδόχριστοι, ψευδοπροφήται,
ψευδαπόστολοι, οίτινες εμέρισαν την ένωσιν της Εκκλησίας φθοριμαίοις λόγοις κατά
Θεού και κατά Χριστού αυτού». (Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία IV 22, 2-6).
γ) Ο άγιος Ειρηναίος, που έγινε γνωστός
για τα αντιαιρετικά του έργα, κινείται στα ίδια πλαίσια με τον Ηγήσιππο από τον
οποίο αντλεί υλικό. Στο τρίτο βιβλίο του «Εναντίων της Ψευδωνύμου Γνώσεως»,
αφού αναφέρει πρόσωπα που είχαν διαδοχή αποστολική, γράφει, «Τη αυτή τάξει και
τη αυτή διαδοχή ητε από των αποστόλων εν τη Εκκλησία παραδοσι και το της
αληθείας κήρυγμα κατήντηκεν εις ημάς».
(ΒΕΠΕΣ 5, 143).
Ο καθηγητής θεολογίας Γ. Φλορόφσκι
(1893- 1979), στο βιβλίο του «Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις», αναφέρει για
τον άγιο Ειρηναίο,«Ο Ειρηναίος αποκηρύσσουν την από τους Γνωστικούς κακήν
χρήσιν της Γραφής εχρησιμοποιούσε μίαν γραφικώτατην παρομοίωσιν. Ένας επιδέξιος
καλλιτέχνης εζωγράφησεν ωραίαν εικόνα βασιλέως αποτελούμενη από πολλούς
πολυτίμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει το μωσαικόν τούτο και συνθέτει με τους
λίθους σχέδιον διάφορον, που παριστά εικόνα σκύλου ή αλώπεκος. Εν συνεχεία
ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνου, με το
πρόσχημα ότι αι ψηφίδες ήσαν αυθεντικαί. Το αρχικόν όμως σχέδιον είχε
καταστραφή. Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγίαν Γραφήν. Αγνοούν και
διασπούν την σειράν και τον σύνδεσμον της Αγ. Γραφής, λύοντες τα μέλη της
αληθείας. Ρήματα, λέξεις, παραβολαί, είναιπράγματι γνήσια, αλλά η υπόθεσις
είναι αυθαίρετος και ψευδής (Κατά Αιρέσεων 1.8.1) […] Η αγαπημένη φράσις του
Ειρηναίου ήταν ο «κανών της αληθείας». Αυτός βεβαίως ο κανών δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά η μαρτυρία και το κήρυγμα των Αποστόλων, που ήταν αποτεθειμένη εις
την Εκκλησίαν και εμπεπιστευμένην εις αυτήν από τους Αποστόλους. Αυτό εφυλάχθη
πιστώς και μετεβιβάσθη με πλήρη ομοφωνίαν απανταχού δια της διαδοχής των
διαπιστευμένων ποιμένων «Εκείνοι που με τηνεπισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθή το
βέβαιον χάρισμα της αληθείας»[…]». (σελ. 105-107, μετάφραση Δ. Τσάμη).
Ο καθηγητής Στ Παπαδόπουλος, αναφέρει,
«Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των Γνωστικών και
των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της
αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές
τους παραδόσεις». (σελ. 299). Αυτήν την θεολογία ανέπτυξε στα αντιαιρετικά του
έργα ο άγιος Ειρηναίος για να αντικρούσει τους αιρετικούς της εποχής του.
Πρόβαλε την Αποστολική Παράδοση μέσα από την Αποστολική Διαδοχή. Στην σελίδα
300 αναφέρεται, «Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον
ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως.
Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξει τις πηγές της παραδόσεως και τη
γνησιότητα της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν
και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το
επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξει και να
αποδείξει ιστορικά». Και προσθέτει ο καθηγητής Παπαδόπουλος, «Ο Ειρηναίος δε
θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο,
αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως,
την οποία χαρακτηρίζει στο σύνολό της ‘κανόνα της αλήθειας’, και θεωρεί
‘ακλινή’ και ‘βεβαία’, όρο, κριτήριο, και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί
φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της
Κ. Δ., κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται
«επίσκοποι» ή «πρεσβύτεροι». (σελ. 300).
Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, επίσης γνωστός
για τα αντιαιρετικά του έργα, συνδέει την αρχιερατεία με την αποστολική διαδοχή
και την μετάδοση της χάρης του Αγίου Πνεύματος. «το εν τη Εκκλησία παραδοθέν
Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς
πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες
αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ
οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος,
ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199).
Δ) Αποστολική Διαδοχή, Παπικοί και
Προτεσταντικές Ομολογίες.
Έχουν ουσιαστική αποστολική διαδοχή οι
Παπικοί και οι Προτεσταντικές ομολογίες; Οι διάφορες σημερινές Προτεσταντικές
ομολογίες έχουν τις ρίζες τους από την Διαμαρτύρηση τον 16ο αιώνα. Η
Διαμαρτύρηση έγινε κατά των κακοδοξιών του Πάπα. Από εκεί αποσχίστηκαν. Οι
Παπικοί διαχώρισαν τον εαυτό τους από την ΜΙΑ Εκκλησία νωρίτερα, το 1054. Ο
επίσκοπος Ρώμης είχε αποφασίσει αυθαίρετα, ανεξάρτητα από τους επισκόπους της
Ανατολής, ότι θα έπρεπε να έχει υπεροχή έναντι όλων των άλλων επισκόπων.
Μονομερώς αποφάσισε, χωρίς την έγκριση Οικουμενικής Συνόδου, ότι αφού ο
απόστολος Πέτρος ήταν πρώτος Επίσκοπος Ρώμης (αν και αυτό δεν είναι
αποδεδειγμένο), έπρεπε ο ίδιος να έχει εξουσία επί όλων των άλλων επισκόπων.
Επίσης, η Εκκλησία στην Δύση αποφάσισε να αλλοιώσει δόγμα πίστεως, το οποίο
είναι διατυπωμένο και στο ‘’Κατά Ιωάννην’’ Ευαγγέλιο, αλλά και στο σύμβολο της
Πίστεως της Νικαίας, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Οι δυτικοί
πρόσθεσαν ‘’και εκ του Υιού’’ (filioque), αυθαίρετα πάλι και χωρίς να έχει
προηγηθεί Οικουμενική σύνοδος.
Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς αναφέρει, «Η
προέλευση της διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος όχι μόνο εκ
του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού (filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως με τις
βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της φραγκικής θεολογίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία,
΄Β τόμος, σελ. 96).
Έχουμε σαφέστατα νοθεία στον δόγμα της
Τριαδικότητας του Θεού, αφού υποβαθμίζεται το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος και
παύει να είναι ισότιμο με τα άλλα δύο.
Άλλαξαν δόγμα πίστεως, επομένως έπεσαν
σε αίρεση (και αργότερα σε περισσότερες), αποκόπηκαν από μόνοι τους από την Μια
εκκλησία, και έχασαν την διαδοχή και την χάρη. Δεν φύλαξαν την καλή
παρακαταθήκη.
Στην επιστολή του Μ. Βασιλείου προς τον
Αμφιλόχιο «Περί του Αγίου Πνεύματος», υπάρχει ο πρώτος κανόνας του Μ. Βασιλείου
που αναφέρει ανάμεσα στα άλλα, «Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον
την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς, επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω
διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων
έσχον τας χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών, είχον το χάρισμα
το πνευματικόν, οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε
του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος Αγίου ετέροις
παρέχειν» (Πηδάλιο αγίου Νικοδήμου, σελ. 587).
Δηλαδή, όσοι αποσχίζονται από την
εκκλησία παύουν να έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Επειδή διακόπτεται η
ακολουθία (αποστολική διαδοχή), διακόπτεται και η μετάδοση της Χάριτος. Και
συνεχίζει αναφέροντας ότι ενόσω ήσαν χειροτονημένοι, είχαν χάρισμα πνευματικό,
αλλά αφού αποσχίστηκαν έγιναν λαϊκοί και έχασαν την εξουσία να βαπτίζουν, να
χειροτονούν άλλους, και να μεταδίδουν σε άλλους την χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Και όπως σχολιάζει ο άγιος Νικόδημος,
«όταν εν μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθεύς με το να μη μεταδίδεται
πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις τουτοιοτρόπως και αυτοί αφ ου μια φοράν
εσχίσθησαν από το σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς, και την πνευματικήν
χάριν και ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εις
αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως» (Πηδάλιο,
σελ. 589,σημείωση 1η).
Ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει στον πρώτο λόγο
του «Κατά Αρειανούς» σχετικά:
«[…] πως ανήκουν εις την καθολικήν
Εκκλησίαν αυτοί που απετίναξαν την αποστολικήν πίστιν και επενόησαν καινούρια
κακά […] ;».
Επομένως, όποιος αποκόπτεται από το σώμα
της Εκκλησίας, χάνει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο ίδιος, αλλά και ως προς
το να την μεταδίδει δια της χειροτονίας. Ούτε οι Παπικοί έχουν την χάρη της
αποστολικής διαδοχής, ούτε οι Προτεστάντες που προέκυψαν από αυτούς.
Επίλογος.
Έχοντας δει την σημασία της Αποστολικής
διαδοχής ως μέσο κριτηρίου για το ποιος είναι αιρετικός και ποιος όχι, μπορούμε
να κατανοήσουμε καλύτερα τον ορισμό που δίνει ο άγιος Ιγνάτιος για το τι είναι
Εκκλησία, αρχές του δευτέρου αιώνα.
«Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους
διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του πατρός, τους δε
πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον αποστόλων. Χωρίς δε τούτων
Εκκλησία ου καλείται». (Προς Τραλλιανούς, 3).
Δηλαδή, οποιαδήποτε σύναξη που δεν έχει
Επίσκοπο, πρεσβυτέρους, και διακόνους, δεν είναι Εκκλησία Χριστού. Και σαφώς,
όπως δείξαμε παραπάνω, με αποστολική διαδοχή. Και φυσικά, ούτε η Θεία
Ευχαριστία είναι «βεβαία» (έγκυρη) όταν γίνεται χωριστά από τον Επίσκοπο ή
όποιον εκείνος έχει επιτρέψει να την τελεί, κατά τα λόγια του αγίου Ιγνατίου.
«Μηδείς χωρίς Επισκόπου τι πρασσέτω των
ανηκόντων εις την Εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστεία ηγείσθω, η υπό τον
Επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψει. Όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί το
πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία». (Προς
Σμυρναίους.)
Όποιος κάνει οτιδήποτε κρυφά από τον
Επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο, ακόμα και αν ενεργεί στο «όνομα του Χριστού»
(υποτίθεται).
«Ο τιμών Επίσκοπον υπό Θεού τετίμηται ο
λάθρα Επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει». (Προς Σμυρναίους 9).
___________________________________________________
Πηγές.
Αγία Γραφή
Άγιος
Νικόδημος, Πηδάλιο, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, έκδοση δέκατη τρίτη, 2003
Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλ.
συγγραφεών, τόμος 5, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας, 1955
Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία
τόμοι Α-Β, Εκδόσεις Διήγηση, Τρίτη έκδοση 2002
Γ. Φλορόφσκι, Αγία Γραφή-
Εκκλησία-Παράδοσις, μετάφραση Δ. Τσάμης
Ι. Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ 14, Πατερικές
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 2011
Μ. Αθανασίου έργα, ΕΠΕ 2, Πατερικές
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1974
Π. Παπαευαγγέλου, Αποστολικοί Πατέρες
Άπαντα, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1994 (γνήσιες επιστολές αγίου
Ιγνατίου)
Π. Τρεμπέλας, Υπόμνημα εις το «Κατά
Ματθαίον», Εκδόσεις αδελφότητας θεολόγων ο «Σωτήρ», έκτη έκδοση 2008
Σ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία τόμος Α,
Εκδόσεις Παρουσία, 1997 Τρίτη έκδοση
Χ. Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου
Ανατολικής Εκκλησίας, 1907
Πηγή: exprotestant.blogspot.gr
Αναρτήθηκε από
telemaxos doumanis