Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ερωτήματα για τον θάνατο και την ευθανασία (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)

Ερωτήματα για τον θάνατο και την ευθανασία (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος) alopsis

ΒΙΟΗΘΙΚΗ

Η ευθανασιακή προοπτική που κυριαρχεί στην σκέψη μερικών ανθρώπων της εποχής μας θέτει πολλά ερωτήματα, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα: «έχουμε δικαίωμα στον θάνατο;». Στην φράση αυτή σημαντική θέση έχουν οι λέξεις «δικαίωμα» και «θάνατος». Η απάντηση που θα δώση κανείς στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από τις πεποιθήσεις του και τις φιλοσοφικές, θρησκευτικές και θεολογικές απόψεις που τον διακατέχουν.

Για τον ορθόδοξο Χριστιανό η απάντηση είναι σαφής: ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και ο Θεός έχει την αποκλειστικότητα (copyright) πάνω στην ζωή του. Εκείνος που δίνει την ζωή, εκείνος ρυθμίζει και την εξέλιξή της. Δεν δώσαμε εμείς την ζωή στον εαυτό μας και επομένως δεν μπορούμε να την τερματίσουμε. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τα «εφ’ ημίν» -όσα εξαρτώνται από μας- και τα «ουκ εφ’ ημίν» -όσα δεν εξαρτώνται από μας. Σίγουρα η έναρξη της βιολογικής ζωής και το τέλος της ανήκουν στα «ουκ εφ' ημίν». Επομένως δεν δεχόμαστε στην ευθανασία.


Όμως το ερώτημα αν «έχουμε δικαίωμα στον θάνατο», που οδηγεί μερικούς στην ευθανασία, σχετίζεται και με άλλα υπαρξιακά ερωτήματα, όπως: «τι είναι το είναι», «τι είναι η ζωή», «τι είναι ο θάνατος», «ποιά είναι η σημασία του πόνου» κλπ.

Το «είναι» του ανθρώπου δεν συνίσταται απλώς στην ευζωΐα, αλλά στο νόημα που δίνει κανείς στην ζωή του. Η ζωή δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον βίο. Ο θάνατος δεν είναι το τέρμα της ζωής, αλλά το τέλος του βίου και τελείωση της ζωής, δηλαδή αρχή μιας άλλης ύπαρξης, μιας πορείας συνάντησης με άλλα πρόσωπα. Ο πόνος έχει βαθύτατο νόημα, αφού κατά τον Victor Frankl «το νόημα μπορεί να βρεθεί στην ζωή όχι μόνον μέσ' από την πράξη η τις εμπειρικές αξίες, αλλ' επίσης και μέσα από τα βάσανα». Γι' αυτό και η ελευθερία δεν συνίσταται στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δύσκολα και τραγικά γεγονότα, αλλά στην ελεύθερη στάση απέναντι στις δυσκολίες. Όταν δίνη κανείς νόημα στον πόνο, τότε βιώνει την «έκσταση της αγάπης», αποκτά την «αίσθηση της ομορφιάς» μαθαίνει την «αίσθηση του χιούμορ».

Ένα άλλο ερώτημα που συνδέεται με το αρχικό είναι: «Ο άνθρωπος είναι ένα άτομο με ατομικά δικαιώματα η πρόσωπο με προσωπικές σχέσεις;».

Ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα σχέσεως, καρπός αγάπης δύο ανθρώπων, των γονέων του, που συνεργάζονται με τον Θεό, δηλαδή είναι κοινωνικόν ον. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως άτομο και μέσα από τα ατομικά δικαιώματα, αλλά ως πρόσωπο και μέσα από προσωπικές σχέσεις. Έτσι, δεν έχουμε ατομικό δικαίωμα στον θάνατο, όπως δεν έχουμε ατομικό δικαίωμα στην ζωή. Το μόνο «δικαίωμα-καθήκον» που έχουμε είναι να αισθανόμαστε το «δώρο» της ζωής, να χαιρόμαστε όλες τις «περιπέτειες» της ζωής, την δραστηριότητα της ημέρας, αλλά και την ομορφιά της νύκτας, να υπερβαίνουμε τον πόνο και τις δοκιμασίες της ζωής με υπευθυνότητα, να αισθανόμαστε τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους ως μια «ανταλλαγή δώρων», να ζούμε προσωπικά και κοινωνικά. Τότε θα γνωρίσουμε καλά ότι η θετική αντιμετώπιση της διαδικασίας του θανάτου είναι ευεργετική για τον εαυτό μας, γιατί έτσι ωριμάζουμε, αλλά και ωφέλιμη για τους συνανθρώπους μας, γιατί έτσι εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο η αγάπη ως θυσία, υπέρβαση του εγώ και προσφορά, και όχι ως μια ευχάριστη ατομική δικαιωματική απόφαση.

Όποιος δίνει νόημα στην ζωή, τον πόνο και τον θάνατο και βιώνει την «έκσταση της αγάπης» έχει σκοπό στην ζωή του και ισχύει ο λόγος του Νίτσε «εκείνος που έχει ένα σκοπό στην ζωή μπορεί ν’ αντέξει σχεδόν στο κάθε τι» και δεν τρέμει προ της διαδικασίας του θανάτου, ούτε την αρνείται εγωϊστικά, με το ατομικό του δικαίωμα, για να καταλήξη στην ευθανασία. Οπότε και δεν τον απασχολεί το ερώτημα εάν έχη δικαίωμα στον θάνατο, αφού γεμίζει από νόημα ζωής.

Ο Αντίχριστος και το χρίσμα (Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος) alopsis

Ο Αντίχριστος και το χρίσμα (Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την έλευση του Αντιχρίστου και το τι θα δημιουργήση στους ανθρώπους και τον κόσμο, και μάλιστα προσδιορίζεται και ιδιαίτερο χρονικό διάστημα που θα εμφανισθή.

Πολλοί μας ερωτούν γύρω από το θέμα αυτό, αλλά οι απαντήσεις ευρίσκονται στην Αγία Γραφή και ιδιαιτέρως στις επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου, του Αποστόλου Παύλου και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου και σε όλη την ποιμαντική της Εκκλησίας. Στην συνέχεια απλώς μερικές νύξεις θα ήθελα να κάνω κυρίως γύρω από το πως αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση.


1. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α Καθολική του επιστολή κάνει λόγο για την έλευση του Αντιχρίστου, καθώς επίσης και την ενέργεια των αντιχρίστων και μάλιστα γράφει στους Χριστιανούς ότι επίκειται αυτή η ώρα. Συγκεκριμένα γράφει: «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν» (Α Ιω. β , 18).


Κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου που χρησιμοποιεί κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων, εκτός από τον Αντίχριστο που θα εμφανισθή προς το τέλος του κόσμου και πλησίον της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, υπάρχουν και πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι ήδη ενεργούν το έργο του Αντιχρίστου και στην εποχή του και σε κάθε εποχή και «είναι πρόδρομοι και προκήρυκες του καθ' αυτό και κυρίως όντως κεκαλουμένου Αντιχρίστου». Όπως προ της ελεύσεως του Χριστού υπήρχαν Προφήτες, έτσι και προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου θα εμφανισθούν οι πρόδρομοί του, οι ψευδοπροφήτες.

Έτσι, κατά ερμηνεία πολλών, αντίχριστοι ονομάζονται «οι δυσσεβείς αιρεσιάρχαι», οι οποίοι κρατούν και υπερασπίζονται «τα του Αντιχρίστου μιαρά δόγματα». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στον επόμενο στίχο γράφει: «εξ ημών εξήλθον, αλλ ουκ ήσαν εξ ημών· ει γαρ ήσαν εξ ημών, μεμενήκεισαν αν μεθ ημων· αλλ ινα φανερωθώσιν ότι ουκ εισί πάντες εξ ημών» (Α Ιω. β , 19). Πρόκειται για τους Χριστιανούς εκείνους που είχαν μάθει την αποκαλυπτική αλήθεια και την αγγελική πολιτεία, αλλά επειδή ήταν δουλωμένοι στις σαρκικές ηδονές, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν «των ουρανίων αγαθών την μεγαλοπρέπεια και την ωραιότητα του νοητού Κόσμου και την μακαριότητα, και όντως άρρητον αγαλλίασιν του μέλλοντος αιώνος», κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Οπότε επέστρεψαν στην ζωή της αποστασίας «και δεν ηθέλησαν να γένουν ερασταί αληθινοί της καθαράς εν Χριστώ πολιτείας».

Επομένως, προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου εμφανίζονται οι πρόδρομοι του Αντιχρίστου, οι ποικίλης μορφής αιρετικοί, αλλά και οι Χριστιανοί εκείνοι που αντί να ζουν την Πολιτεία του Χριστού, με την καθαρότητα της καρδιάς και την αληθινή πίστη του νοός, ζουν με τα πάθη και τις αδυναμίες, χωρίς εσωτερική προσευχή και αληθινή πίστη στον Θεό.

2. Όμως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αρκείται στο να ομιλή περί του Αντιχρίστου και των προδρόμων του, αλλά κάνει λόγο για το πως αντιμετωπίζονται ο Αντίχριστος και οι πρόδρομοί του. Γι' αυτό αμέσως μετά τους προηγουμένους στίχους γράφει: «και υμείς χρίσμα έχετε από του αγίου, και οίδατε πάντα» (Α Ιω. β , 20). Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν λάβει το χρίσμα από τον Θεό και γνωρίζουν να ξεχωρίζουν τις ενέργειες του Αντιχρίστου και των αντιχρίστων από τις ενέργειες του Χριστού και των ανθρώπων του Χριστού. Δεν πρόκειται περί αναγνώσεως βιβλίων, αλλά περί του χρίσματος το οποίο υπάρχει στην καρδιά και διδάσκει.

Και πάλι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τι είναι αυτό το χρίσμα, γράφει: «ήγουν ελάβετε την χάριν και ενέργειαν του αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας σας από τον άγιον των αγίων Δεσπότην Χριστόν». Και πιο κάτω αναφερόμενος πως κάποιος λαμβάνει το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, γράφει: «την χάριν δε και ενέργειαν του αγίου Πνεύματος λαμβάνουν οι χριστιανοί δια του αγίου βαπτίσματος, και μάλιστα δια του χρίσματος του αγίου μύρου και ίσως δια τούτο χρίσμα και σφραγίς ονομάζεται η χάρις του αγίου Πνεύματος, ομωνύμως από το χρίσμα και την σφραγίδα του αγίου Μύρου. όθεν και όταν αυτό χρίεται εις τους χριστιανούς παρά του ιερέως, επιλέγονται τα λόγια ταύτα "σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου"».

Το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος είναι η σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος που γίνεται κατά το μυστήριο του Χρίσματος, του αγίου Μύρου, κατά την ημέρα της Βαπτίσεώς μας.

Στην συνέχεια, στο ίδιο κεφάλαιο, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αναφέρεται και πάλι στο ότι το άγιο Χρίσμα, το οποίο έχει λάβει ο Χριστιανός κατά το άγιο Βάπτισμα, του διδάσκει να διακρίνη περί της αληθείας και του ψεύδους. Γράφει: «και υμείς, το χρίσμα ο ελάβετε απ αυτο, εν υμίν μένει, και ου χρείαν έχετε ίνα τις διδάσκη υμάς, αλλ ως το αυτό χρίσμα διδάσκει υμάς περί πάντων, και αληθές εστι και ουκ έστι ψεύδος, και καθώς εδίδαξεν υμάς μενείτε εν αυτώ» (Α Ιω. β, 27).

Κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου που χρησιμοποιεί κείμενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, το χρίσμα το οποίο έχει λάβει ο άνθρωπος είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενοικεί στις καρδιές των Χριστιανών και με τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου παρακινούνται οι Χριστιανοί «να μένουν αναλλοίωτοι και αμετάτρεπτοι πάντοτε εν τη του αγίου Πνεύματος γνησία αγάπη και πίστει». Και κατά την συνήθεια του αγίου Νικοδήμου γράφει: «πως και με τι τρόπον» μένει αναλλοίωτος ο άνθρωπος ως προς την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Αυτό γίνεται με το να παραμένη ο άνθρωπος σταθερός στα δόγματα της θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας, όχι μόνον λογικά, αλλά υπαρξιακά.

Επομένως, όσοι μιλούν περί του Αντιχρίστου και των προδρόμων του θα πρέπη να αναφέρονται σε όλα τα χωρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου και να προσδιορίζουν κυρίως τι λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για τον τρόπο αντιμετωπίσεως του Αντιχρίστου και των προδρόμων του. Οι Χριστιανοί γνωρίζουν τους αληθινούς προφήτας από τους ψευδοπροφήτες και τον Χριστό από τον Αντίχριστο μόνον με την ενεργοποίηση του Χρίσματος, το οποίο έχουν λάβει από τον Θεό και ενεργείται μέσα στην καρδιά τους.

3. Για το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο λέγεται και σφραγίδα, κάνει λόγο και ο Απόστολος Παύλος. Συγκεκριμένα στην επιστολή του προς τους Κορινθίους γράφει: «ο δε βεβαιών ημάς συν υμίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός, ο και σφραγισάμενος ημάς και δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών» (Β Κορ. α, 21-22). Εδώ σαφέστατα φαίνεται ότι ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος δίδει την βεβαίωση στους Χριστιανούς, Αυτός είναι εκείνος που μας χρίει. Η χρίση ταυτίζεται με την σφράγιση και αυτό γίνεται από τον Θεό, ο οποίος δίδει στις καρδιές μας τον αρραβώνα του Πνεύματος.

Εάν κανείς μελετήση και άλλα παράλληλα χωρία του Αποστόλου Παύλου για το τι σημαίνει αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, το τι σημαίνει να ψάλη κανείς ύμνους και ωδές πνευματικές στην καρδιά του, τότε θα καταλάβη ότι αυτό το χρίσμα - σφραγίδα είναι η νοερά -καρδιακή προσευχή που είναι έκφραση της αγάπης που αισθάνεται ο άνθρωπος προς τον Θεό.

Στον άνθρωπο εκείνον που έχει δεχθή την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, έχει γραφή το όνομα του Χριστού. Σ' αυτό το θέμα αναφέρεται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του. «Και είδον άλλον άγγελον αναβαίνοντα από ανατολής ηλίου, έχοντα σφραγίδα Θεού ζώντος, και έκραξε φωνή μεγάλη τοις τέσσαρσιν αγγέλοις, οις εδόθη αυτοίς αδικήσαι την γην και την θάλασσαν, λέγων· μη αδικήσητε την γην μήτε την θάλασσαν μήτε τα δένδρα, άχρις ου σφραγίσωμεν τους δούλους του Θεού ημών επί των μετώπων αυτών. Και ήκουσα τον αριθμόν των εσφραγισμένων· εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι εκ πάσης φυλής υιών Ισραήλ» (Αποκ. ζ, 2-4). Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο άγγελος που είχε «σφραγίδα Θεού ζώντος» εσφράγισε τους δούλους του Θεού στα μέτωπά τους.

Παράλληλο χωρίο ανευρίσκεται και σε άλλα κεφάλαια της Αποκαλύψεως: «Και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ α?το? εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ, 1). Δηλαδή, οι σεσωσμένοι που στέκονται με το Αρνίο – τον Χριστό, είχαν το όνομα του Χριστού και του Πατρός Του γεγραμμένο στα μέτωπά τους. Και όπως λέγει στην συνέχεια το κείμενο, αυτοί έψαλαν «ωδήν καινήν», ενώπιον του θρόνου του Θεού, της οποίας το περιεχόμενο μόνον αυτοί γνώριζαν. Επομένως, η σφράγιση των Χριστιανών με το όνομα του Χριστού και του Πατρός Του συνδέεται με την «ωδήν καινήν», δηλαδή την νοερά προσευχή, την οποία αγνοούν οι άνθρωποι που δεν έχουν εμπειρία αυτής της καταστάσεως.

4. Όλα αυτά σημαίνουν ότι με το μυστήριο του αγίου Χρίσματος το οποίο συνδέεται με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος λάβαμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, δια της σφραγίσεως των μελών του σώματός μας, όταν ο Ιερεύς έλεγε «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, αμήν». Αυτό το χρίσμα στην καρδιά ενεργεί ως φωτισμός νοός, ως έμπνευση, ως αγάπη προς τον Θεό, ως προσευχή, ως ελπίδα της αιωνίου ζωής, ως αρραβώνας του Πνεύματος. Η ομολογία των μαρτύρων και το μαρτύριο που ακολουθεί είναι ενεργοποίηση του αγίου Χρίσματος, δια του οποίου ορά τον Θεό, γι' αυτό και το μαρτύριο των αγίων δεν είναι υπόθεση λογικής επεξεργασίας, συναισθηματικής εξάψεως και θυμικής ενεργείας, αλλά καρπός θεοπτίας-θεώσεως.

Όμως, όταν διαπράττουμε κάποια αμαρτία, τότε το χρίσμα που βρίσκεται στο βάθος της καρδιάς ενεργοποιείται δια της μετανοίας. Δηλαδή, η μετάνοια που εκδηλώνεται ως διάθεση αλλαγής βίου, ως αγάπη προ τον Θεό και ως προσευχή, είναι ενεργοποίηση της Χάριτος του αγίου Χρίσματος. Επίσης, αυτό το χρίσμα ενεργοποιείται με την νοερά καρδιακή προσευχή, που είναι η «καινή ωδή», την οποία ψάλλουν οι αναγεννημένοι υπό του Αγίου Πνεύματος.

Όταν όμως ο άνθρωπος αρνήται τον Χριστό, εγκαταλείπη την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδέχεται άλλες ομολογίες – αιρέσεις και θρησκείες, τότε χάνει αυτήν την δωρεά και για να επανέλθη στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να λάβη πάλι το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος με το μυστήριο του Χρίσματος.

Επομένως, οι Ποιμένες της Εκκλησίας δεν πρέπει να ομιλούν μόνον για τον Αντίχριστο και τους προδρόμους του, αλλά κυρίως και προ παντός θα πρέπη να βοηθούν τους Χριστιανούς να ζουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ενεργοποιήται η Χάρη του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, με την διαφύλαξη των εντολών του Χριστού και των δογμάτων, την ορθόδοξη βίωσή τους, την μετάνοια και την εσωτερική νοερά – καρδιακή προσευχή, διότι έτσι θα μπορέσουν να ξεχωρίσουν τις ενέργειες του Χριστού από τις ενέργειες του Αντιχρίστου. Διαφορετικά, θα συγχέουν τις άκτιστες με τις κτιστές ενέργειες και το χειρότερο θα θεωρούν ότι οι ενέργειες του Αντιχρίστου είναι ενέργειες του Χριστού η αντιστρόφως. Αυτή η διάκριση συνιστά την ορθόδοξη ποιμαντική. Και η ουσία της είναι η λεγομένη ησυχαστική παράδοση.

Όσοι αξιωθούν να χρισθή η καρδιά τους από το Άγιο Πνεύμα, ήτοι να γραφή στην καρδιά το όνομα του Αρνίου της αποκαλύψεως και του Πατρός Αυτού, θα αποφύγουν την σφραγισή τους από το θηρίο της αποκαλύψεως και τον πατέρα του, καθώς επίσης θα αποφύγουν και τους προδρόμους του.

Αυτή είναι η ουσία της ορθοδόξου ποιμαντικής που συνδέεται με την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Γι' αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία η διατήρηση του ορθοδόξου μοναχισμού. Κάθε αλλοίωση του ησυχαστικού πνεύματος του ορθοδόξου μοναχισμού διευκολύνει τους προδρόμους του Αντιχρίστου να κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους και να πλανούν τους ανθρώπους.


(Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβασις" Ιούνιος 2006)

Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει Σεβ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει



Σεβ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου
Απομαγνητοφώνηση εισηγήσεως στο Διορθόδοξο Συνέδριο της Θεσσαλονίκης: «Οικουμενισμός: Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις» (20-24 Σεπτεμβρίου 2004).
Η επίδραση ξένων θρησκειών και αιρέσεων, είναι εμφανής στους τρόπους και στις εκφράσεις ακόμα και Ορθοδόξων θεολόγων. Και αυτό το άρθρο του σεβ. Ιεροθέου, βάζει πολλά πράγματα στη θέση του, για να διορθώνουμε όλοι μας τις ελλείψεις μας, και να συγχρονιζόμαστε με τους αγίους Πατέρες, και όχι με πλάνες.
  Η εισήγηση την οποία ανέλαβα να αναπτύξω στην αγάπη σας, είναι «Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει». Και την προσδιόρισα «εν τη πράξει», ήτοι στην θεολογία και στην άσκηση.
  Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και λέγεται «Οικουμενική» διότι απλώνεται σε ολόκληρη την οικουμένη και έχει όλη την καθολική αλήθεια. Ο όρος «Οικουμενική» συνδέεται με τον όρο «Καθολική» αφού, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». Ο όρος, όμως, «Οικουμενική» δεν ταυτίζεται με τον όρο «Οικουμενιστική» και επομένως υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ «Οικουμενικής Εκκλησίας» και λεγόμενης «Οικουμενιστικής Εκκλησίας» αφού η τελευταία διακρίνεται από τις λεγόμενες και γνωστές αρχές του Οικουμενισμού.
  Δηλαδή γύρω από το θέμα αυτό υπάρχουν, εν συντομία, μερικές θεωρίες που χαρακτηρίζουν το τι είναι Οικουμενισμός, όπως είναι η πρώτη θεωρία, η λεγομένη «θεωρία των κλάδων», μια άλλη είναι η θεωρία του Οικουμενισμού που λέγεται «βαπτισματική θεολογία», μια άλλη θεωρία που εκφράζει τον Οικουμενισμό είναι η λεγόμενη «περιεκτικότητα», είναι ακόμη ο «διαχριστιανικός δογματικός συγκρητισμός» και επίσης είναι και ο λεγόμενος «διαθρησκευτικός συγκρητισμός».
  Είναι φανερό ότι με τέτοιες θεωρίες επιδιώκεται η δημιουργία μιας Οικουμενιστικής Εκκλησίας και στη πραγματικότητα εκφράζεται ένας δογματικός μινιμαλισμός και μια σχετικοποίηση της Ορθοδόξου Πίστεως και βέβαια αναιρείται η αποκαλυπτική αλήθεια του Χριστού, που παραμένει στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που είναι το αληθινό Σώμα του Χριστού και Κοινωνία Θεώσεως.
  Στη συνέχεια, αφού παρακάμψω όλα αυτά, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα σοβαρό σημείο, ήτοι, πώς βιώνεται χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους πολλούς στην πράξη ο Οικουμενισμός, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία με μία ενιαία θεολογία, κατ’ αρχάς, και με μία ενιαία ασκητική, έπειτα, που στη βάση τους δεν είναι ορθόδοξη, ησυχαστική, πατερική αλλά σχολαστική, νοησιαρχική και ηθικιστική.
  1) Ο Οικουμενισμός στη θεολογία.
  Η θεολογία μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας, Παπισμού και Προτεσταντισμού διαφέρει σε βασικά σημεία τόσο ως προς την μέθοδο θεολογήσεως όσο και προς τα αποτελέσματά της. Η ορθόδοξη θεολογία είναι η θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων, των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, είναι η ησυχαστική θεολογία που είναι εμπειρική και αποκαλυπτική, είναι μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ η παπική θεολογία είναι σχολαστική που κέντρο έχει τη λογική και το στοχασμό. Αυτό συμβαίνει και στη διαφορά μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Προτεσταντισμού.
   Όταν κάνω λόγο για Οικουμενισμό στη θεολογία εννοώ ότι συγχέονται οι δύο αυτές θεολογίες, ήτοι η Ορθόδοξη θεολογία και η ετερόδοξη θεολογία, από την άποψη ότι προϋποθέτουν την ίδια μεθοδολογία, έχουν την ίδια προοπτική και τις ίδιες αρχές και διαφέρουν μόνο ως προς τις παραπομπές που χρησιμοποιούνται στα θεολογικά έργα. Κυρίως αυτό, λέγεται από την άποψη ότι ερμηνεύονται τα κείμενα των Αγίων Πατέρων μέσα από τις αναλύσεις των δυτικών, παπικών και προτεσταντών και αγνοούνται τα ερμηνευτικά κριτήρια που έχει η ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας μας. Μερικοί τέτοιοι θεολόγοι χρησιμοποιούν ευρύτατα τις ερμηνείες των ετεροδόξων και προσπαθούν στη συνέχεια να εντοπίσουν μερικά χωρία των Πατέρων που εκφράζουν μια τέτοια προοπτική. Επομένως παραμένει η ίδια ερμηνευτική προοπτική με κατοχύρωση πατερική, χωρίς να εξετάζονται τα διαφορετικά πλαίσια ερμηνείας των αγιογραφικών κειμέων που χρησιμοποιούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν μερικά ενδεικτικά παραδείγματα τα οποία έχουν εντοπιστεί και δεν είμαι ο μόνος που τα παρουσιάζω. Μερικοί θεολόγοι ερμηνεύουν τη φράση του Χριστού «ίνα πάντες έν ώσι» (Ιω. 17/ιζ΄, 21), που είναι τμήμα της αρχιερατικής προσευχής Του, με το ότι δήθεν αναφέρεται στην μελλοντική ενότητα των εκκλησιών και την χρησιμοποιούν κατά κόρον για να δηλώσουν ότι ο Χριστός προανήγγειλε ότι όλες οι χριστιανικές ομολογίες θα αποκτήσουν στο μέλλον ενότητα μεταξύ τους και θα αποτελέσουν τη «μία» εκκλησία, υπονοώντας ότι η Εκκλησία τώρα είναι διασπασμένη. Η ορθόδοξη ερμηνεία της φράσεως είναι διαφορετική. Το «ίνα πάντες έν ώσι», εάν διαβάσει κανείς πολύ προσεκτικά όλο το κείμενο της αρχιερατικής προσευχής, θα δει ότι συνδέεται αναπόσπαστα με άλλες φράσεις, όπως «καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν συ» (Ιω. 17/ιζ΄, 21) και τη φράση «εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» (Ιω. 17/ιζ΄, 23) και επίσης την άλλη φράση «ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδοκάς μοι» (Ιω. 17/ιζ΄, 24). Και σαφώς, εδώ, ο Χριστός αναφέρεται στην ενότητα των Αποστόλων κατά θεωρίαν της δόξης του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός, που έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής, γιατί ακριβώς τότε οι Απόστολοι απέκτησαν και ενότητα ουσιαστική μεταξύ τους. Επομένως όσοι εκ των Αγίων μέσα στην ιστορία φθάνουν στη θέωση και στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, αποκτούν ενότητα με τους Αποστόλους, έχουν την ίδια πίστη με αυτούς και εφαρμόζεται το χωρίο αυτό, του Χριστού, «ίνα ώσιν έν».
  Άλλοι θεολόγοι μεταφέρουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία την δυτική αντίληψη της, δια μέσου των αιώνων, βαθυτέρας κατανοήσεως και καλυτέρας εμβαθύνσεως στα δόγματα της Εκκλησίας και την αποκαλυπτική αλήθεια. Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από παπικούς θεολόγους για να δικαιολογηθεί η διαφοροποίησή τους από τη διδασκαλία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων και η προσθήκη νέων δογμάτων. Εννοείται ότι χρησιμοποιείται και εδώ, στο σημείο αυτό, πολλή λογική και ο στοχασμός προκειμένου να κατανοήσουν τη δογματική διδασκαλία. Όμως η πατερική διδασκαλία πάνω στο θέμα αυτό είναι ότι η αποκάλυψη εδόθη άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε που οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και απέκτησαν την «πάσα γνώσιν». Χαρακτηριστικό χωρίο είναι του Αδελφοθέου Ιούδα, «ανάγκην έσχον γράψε υμίν παρακαλών επαγωνίζεσθε τη άπαξ παραδωθήση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδας 3). Όταν οι θεούμενοι (και ο όρος «θεούμενοι» αναφέρεται σε όλα τα πατερικά κείμενα, αρχής γενομένης τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και σε όλους τους μεταγενέστερους Πατέρες) δια της καθάρσεως και του φωτισμού φθάνουν στη θεωρία του ακτίστου φωτός και μετέχουν της Πεντηκοστής, τότε βιώνουν την ίδια πίστη των Αποστόλων. Αυτό φαίνεται στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, αφού κι εκείνος απέκτησε την ίδια εμπειρία των Αποστόλων όταν είδε τον Χριστό «εν τη δόξη αυτού» (Ματθ. Κε΄,25, 31), έλαβε το Άγιο Πνεύμα και έγινε Απόστολος Ιησού Χριστού. Επομένως δεν κατανοείται βαθύτερα δια μέσου των αιώνων η αποκαλυπτική παράδοση αλλά οι άγιοι κάθε εποχής που φθάνουν στην εμπειρία της Πεντηκοστής, εκφράζουν με τους κατάλληλους όρους της εποχής εκείνης αυτή την αλήθεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αιρετικοί.
  Άλλοι θεολόγοι νομίζουν ότι η θεολογία συνδέεται με την μεταφυσική, πράγμα το οποίο είναι άποψη της δυτικής θεολογίας και παραδόσεως, σύμφωνα με την οποίαν υπάρχουν τα «φυσικά» και τα «μεταφυσικά» και υπάρχει μία αντιστοιχία μεταξύ αυτών των δύο. Πρόκειται για τη λεγόμενη οντολογία, την ιδεολογία του Πλάτωνος και της κλασικής μεταφυσικής, τη στοχαστική αναλογία, όπως την αποκαλεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, την οποίαν βεβαίως δεν αποδέχονται οι άγιοι Πατέρες. Η analogia entis και η analogia fidei δεν απηχεί την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν λόγο για «φυσικά» και «μεταφυσικά», αλλά για «κτιστά» και «άκτιστα» και ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού ενεργεί αναλόγως σε όλη τη κτίση. Επομένως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τη σύνδεση της μεταφυσικής με την ορθόδοξη θεολογία, αφού η ορθόδοξη θεολογία είναι, αφ’ ενός μεν, ο αποκαλυπτικός λόγος περί Θεού, αφ’ ετέρου δε, εκείνη που υποδεικνύει τον τρόπο θεραπείας του ανθρώπου προκειμένου να φθάσει κι εκείνος στη θέα του ακτίστου φωτός, στο πρόσωπο του Λόγου.
  Άλλοι θεολόγοι, στοχαζόμενοι, ομιλούν για «κοινωνία προσώπων» της Αγίας Τριάδος. Και πάνω σ’ αυτή την άποψη προσπαθούν να τεκμηριώσουν πολλές άλλες επί μέρους θεολογικές, ανθρωπολογικές και δυστυχώς και κοινωνικές θεωρίες. Όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν λόγο για «κοινωνία προσώπων» της Αγίας Τριάδος, αλλά για κοινωνία Φύσεως-Ουσίας. Στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν τα «κοινά» και τα «ακοινώνητα». Τα «κοινά» είναι η φύση, η ουσία, η ενέργεια αφού ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και τα «ακοινώνητα», που είναι τα υποστατικά ιδιώματα κάθε προσώπου, ήτοι του Πατρός είναι το αγέννητον, του Υιού το γεννητόν και του Αγίου Πνεύματος το εκπορευτόν. Άλλωστε, τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, δεν είναι τρόπος υπάρξεως της «φύσεως ουσίας», όπως κακώς λέγεται, αλλά τα υποστατικά ιδιώματα είναι ίδια γνωρίσματα των υποστάσεων προσώπων.
  Ακόμη, άλλοι θεολόγοι δέχονται εν μέρει και την δυτική Θωμική αντίληψη περί κτιστών ενεργειών στο Θεό. Νομίζουν ότι στο Θεό δεν υπάρχουν μόνον άκτιστες ενέργειες αλλά και κάποιες κτιστές, με τις οποίες ο Θεός έρχεται σε επικοινωνία με τον κόσμο. Μια τέτοια αντίληψη έρχεται ευθύτατα σε αντίθεση με όλη τη βιβλικοπατερική παράδοση, η οποία δέχεται ότι εφ’ όσον άκτιστη είναι η ουσία, άκτιστες είναι και οι ενέργειες. Εάν ο άνθρωπος ερχόταν σε επικοινωνία με το Θεό με κτιστές ενέργειες, τότε δε θα  μπορούσε ποτέ να σωθεί.
  Μερικοί θεολόγοι, ακόμη, μεταφέρουν στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τη δυτική άποψη, ότι δύο είναι οι πηγές της πίστεώς μας, η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση. Δεν αρνείται βέβαια κανείς την αξία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Όμως η ορθόδοξη πατερική διδασκαλία στο θέμα αυτό είναι, ότι, η πηγή της πίστεως είναι η αποκάλυψη, την οποίαν δέχονται οι θεούμενοι Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες, είναι τα «άρρητα ρήματα» (Β΄Κορ. ιβ΄/12, 4) τα οποία βιώνουν οι θεούμενοι κατά την αποκαλυπτική εμπειρία και στη συνέχεια μεταφέρουν αυτά τα «άρρητα ρήματα» με κτιστά ρήματα και νοήματα, προκειμένου να καθοδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά για να φθάσουν κι εκείνα στη προσωπική βίωση της εμπειρίας της αποκαλυπτικής θεολογίας. Έτσι, η Αγία Γραφή δεν είναι «λόγος του Θεού» αλλά «λόγος περί του Λόγου του Θεού».
  Επίσης, μερικοί θεολόγοι κάνουν λόγο για «μυστηριακή ενότητα» μεταξύ των διαφόρων ομολογιών, όπως και για αναγνώριση μερικών μυστηρίων άλλων ομολογιών αν και υπάρχει διαφορά στη θεολογία μεταξύ τους. Όμως, στην πατερική παράδοση, συνδέονται και ταυτίζονται η Εκκλησία, η Ορθοδοξία και η Θεία Ευχαριστία και δε νοείται το ένα ανεξάρτητα από το άλλο.
  Παρεμφερής με αυτά είναι και η θεωρία που αναπτύσσεται περί της Βασιλείας του Θεού, ότι δηλαδή, η Βασιλεία του Θεού είναι η Θεία Λειτουργία και η συμμετοχή των πιστών σ’ αυτήν. Βεβαίως η Θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρον της εκκλησιαστικής ζωής και κανείς δεν έχει αντίρρηση ως προς το σημείο αυτό. Το πρόβλημα είναι, όμως, όταν η συμμετοχή των πιστών στη Θεία Ευχαριστία γίνεται απροϋπόθετα, όταν δηλαδή, η Θεία Ευχαριστία αποδεσμεύεται από τον ορθόδοξο ησυχασμό. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι όταν η διδασκαλία περί της Βασιλείας του Θεού, συνδέεται με θεσμικές καταστάσεις και με μία σωματική παρουσία των χριστιανών στη Θεία Λειτουργία και λησμονείται ότι κατά τη πατερική παράδοση, όπως την εξέφρασε ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Βασιλεία του Θεού είναι η θεωρία του ακτίστου Φωτός στην υπόσταση του Λόγου. Επομένως, δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα ούτε μια τυπική συμμετοχή σ’ ένα λειτουργικό γεγονός αλλά για βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, ήτοι της θεοπτίας θεώσεως. Και αυτή είναι η Πεντηκοστή, όχι απλώς η χειροτονία, γιατί ακούμε σε πολλές χειροτονίες επισκόπων, «σήμερα εβίωσα την Πεντηκοστή». Επομένως: βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, αφού προηγηθεί η βίωση της καθαρτικής και φωτιστικής ενεργείας του Θεού.
  Τα θέματα αυτά είναι γνωστά και έχουν αναπτυχθεί εν πολλοίς από τον αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη και από άλλους ορθοδόξους θεολόγους μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι (παρόντες παριστάμενοι) πρωτοπρεσβύτεροι π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Θεόδωρος Ζήσης και πολλοί άλλοι που βλέπω και παρακολουθώ τα κείμενά τους.
  Υπάρχουν και μερικοί άλλοι θεολόγοι, οι οποίοι προσπαθούν και επιμένουν να βλέπουν τα κοινά σημεία που υπάρχουν σ’ όλα τα θρησκευτικά συστήματα, χωρίς να εντοπίζουν τις διαφορές. Όμως, κοινά σημεία θρησκευτικής εμπειρίας μπορούν να βρεθούν σε όλα τα θρησκεύματα. Αυτό δε σημαίνει ότι εκφράζουν και διατυπώνουν την ίδια διδασκαλία και θεολογία. Εάν δεν εξεταστούν τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία εντάσσεται αυτή θρησκευτική εμπειρία, τότε βιώνεται ένας Οικουμενισμός.
  Ακόμη, υπάρχουν άλλοι που ισχυρίζονται, ευτυχώς παλαιότερα, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ακολούθησαν κυρίως τη πλατωνική φιλοσοφία ενώ οι αιρετικοί χρησιμοποίησαν την αριστοτελική φιλοσοφία, ότι ο δυτικός σχολαστικισμός είναι συνέχεια του σχολαστικισμού, δήθεν, των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι δηλαδή, δήθεν, ανάπτυξη και υπέρβαση της σχολαστικής παραδόσεως που [τάχα] «είχε» η Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι ο Θωμάς Ακινάτης είχε επηρεαστεί από Πατέρες της Εκκλησίας (αυτό λέγεται σε επιστημονική μελέτη). Με τη διαφορά ότι εκείνος, ο Θωμάς Ακινάτης, χρησιμοποίησε την αριστοτελική φιλοσοφία ενώνοντας τον Αριστοτέλη με τον νεοπλατωνικό Αυγουστίνο απαρτίζοντας, όπως γράφεται, ένα «μεγαλειώδες θεολογικο-φιλοσοφικό σύστημα», ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, λέγεται, είναι κυρίως πλατωνικοί, ότι [τάχα] η «summa» η θεολογική του Θωμά του Ακινάτη, που είναι το τελειότερο θεολογικό σύστημά του, έχει δεχθεί επίδραση από τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα εντοπίζουν τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και Μέγα Βασίλειο και ότι αυτή η θεολογία του Θωμά του Ακινάτη, όπως εκφράζεται η «summa» η θεολογική, επέδρασε σε άλλους μεταγενέστερους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι απόψεις αυτές είναι απαράδεκτες από ορθοδόξου πλευράς αφού η πατερική θεολογία είναι θεολογία της εμπειρίας και δεν έχει καμιά σχέση με τη σχολαστική θεολογία της δύσεως, της οποίας κέντρο είναι η λογική και ο στοχασμός.
  Όλες αυτές οι απόψεις της δυτικής παραδόσεως που μεταφέρονται στη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, τον Οικουμενισμό στη θεολογία.
  2) Ο Οικουμενισμός στην άσκηση
  Η άσκηση, κατά την ορθόδοξο διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση βιώσεως του Θεού «εν αισθήσει και πληροφορία», όπως λέγει ο Άγιος Διάδοχος ο Φωτικής. Και όταν ο άνθρωπος αποκτήσει την υπαρξιακή γνώση του Θεού, στη συνέχεια, η εμπειρία αυτή, διατυπώνεται με λόγους. Άσκηση έχουν όλες οι θρησκείες και όλα τα θρησκευτικά συστήματα, καθώς επίσης και όλες, κατά τον α΄ ή β΄ βαθμό, ετερόδοξες ομολογίες, αλλά η άσκηση στην ορθόδοξη θεολογία διαφέρει σαφώς από κάθε άλλη άσκηση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας που εκφράζουν το εκκλησιαστικό ήθος, ως απλανείς διδάσκαλοι, κατέγραψαν την αλήθεια, ότι η άσκηση είναι πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση της καρδιάς στο φωτισμό του νοός και τη μέθεξη της θεώσεως. Αυτό το βλέπουμε σαφώς στη Φιλοκαλία που έχει τον τίτλο, όπως είναι γνωστό «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», «εν ή ο νους κατά την πράξιν και ηθικήν φιλοσοφίαν καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Πρόκειται για τους τρεις βαθμούς της πνευματικής ζωής, που τους βλέπουμε στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, στα κεφάλαια που συνέγραψε, στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και σε άλλους Πατέρες. Στη πραγματικότητα, άσκηση, είναι η μέθεξη της ενεργείας του Θεού, η οποία ενέργεια μετέχεται αναλόγως με τη πνευματική κατάσταση την οποίαν βρίσκεται ο άνθρωπος. Εάν ο άνθρωπος διακατέχεται από τα πάθη και μετανοεί, τότε η άκτιστη ενέργεια του Θεού τον καθαρίζει και γι’ αυτό λέγεται καθαρτική. Εάν βρίσκεται στη κατάσταση του φωτισμού η θεία χάρη τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική. Και εάν βρίσκεται στη κατάσταση της θεώσεως, τον στερεώνει και τον αυξάνει στη θέωση και λέγεται θεοποιός ή τελειοποιός. Φαίνεται καθαρά ότι η ενέργεια του Θεού λαμβάνει ονόματα ανάλογα με τα αποτελέσματα που δημιουργεί, αφού άλλο είναι η ενέργεια και άλλο το ενέργημα.
  Υπάρχουν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι που ισχυρίζονται ότι η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, όπως ακριβώς φαίνεται στα κείμενά τους, την υμνογραφία της Εκκλησίας και τις ευχές των μυστηρίων, ότι, δήθεν, έχει επηρεαστεί από τις απόψεις του Νεοπλατωνισμού. Αυτό δεν είναι ορθό, γιατί ο Νεοπλατωνισμός είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα που αναπτύχθηκε μεταξύ του 2ου και 6ου αιώνος, στη προσπάθεια μερικών ειδωλολατρών φιλοσόφων να αναβιώσουν τον Πλατωνισμό και στη πραγματικότητα είναι μια εξέλιξη και μεταμόρφωση του Πλατωνισμού, σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Είναι το τελευταίο φιλοσοφικό κίνημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου που έχει, οπωσδήποτε, στοιχεία θρησκείας. Είναι επόμενο ότι ο Νεοπλατωνισμός δέχτηκε αρνητικές ή θετικές επιδράσεις από τον χριστιανισμό -και κυρίως τους αιρετικούς-, το γνωστικισμό και τις ανατολικές θρησκείες, ώστε να γίνεται λόγος για την ανατολικοποίηση της πλατωνικής σκέψεως.
  Ο Νεοπλατωνισμός εμφανίστηκε, κατ’ αρχάς, στην Αλεξάνδρεια με τον Αμμώνιο Σακκά, ο οποίος προερχόμενος από χριστιανούς γονείς επέστρεψε στην εθνική θρησκεία και δίδασκε τον Νεοπλατωνισμό περί το 209 μ.Χ.. Κύριος, όμως, εκπρόσωπος του Νεοπλατωνισμού είναι ο Πλωτίνος, που υπήρξε μαθητής του Αμμωνίου και μετέφερε το σύστημα αυτό στη Ρώμη. Τις απόψεις όπως και το βίο του Πλωτίνου μας διέσωσε ο Πορφύριος, καθώς επίσης και ο μαθητής του Πορφυρίου, Ιάμβλιχος. Σημειώνονται πολλές σχολές που δίδασκαν και ανέπτυξαν τον Νεοπλατωνισμό, οι οποίες σχολές έχουν κοινά σημεία μεταξύ τους αλλά και διαφορές. Πρόκειται για τη νεοπλατωνική σχολή της Ρώμης, της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος, τη νεοπλατωνική σχολή της Συρίας της οποίας κύριος εκπρόσωπος είναι ο Ιάμβλιχος, τη νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών της οποίας εκφραστής είναι ο Πρόκλος και τη νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας. Βασικές θεωρίες του Πλωτίνου και των μετέπειτα νεοπλατωνικών, είναι η διδασκαλία περί της δημιουργίας των όντων και του κόσμου δια της απορροής. Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα τα οποία έθεσε ο Πλωτίνος: α) «πόθεν τα όντα;» (πρόκειται για την οντολογία και τη κοσμολογία του) και β) «προς πού;» (πρόκειται για την ηθική του Πλωτίνου).
  Ως προς το πρώτο ερώτημα, «πόθεν τα όντα;», ο Πλωτίνος και οι μετέπειτα νεοπλατωνικοί υπεστήριξαν την θεωρία ότι υπάρχει μια εκπόρευση ή έκλαμψη από το «Έν» προς τα πολλά. Η υπερτάτη αρχή από την οποία προήλθαν τα πάντα, είναι το «Έν». Μετά από αυτό, είναι ο «νους», ο οποίος είναι το κέντρο των ιδεών, ο οποίος «νους» προήλθε δι’ απορροής από το «Έν» και αποτελεί την εικόνα και το εκχύλισμα του «Ενός» και είναι συνυφασμένο με αυτό. Τόσο το «Έν» όσο και ο «νους» είναι υποστάσεις, κατά τον Πλωτίνο. Από τον «νου» απέρρευσε η «ψυχή», που έχει μέσα της δυνάμεις για τη μορφοποίηση του αισθητού κόσμου. Κάνοντας λόγο για «ψυχή» εννοείται, αφ’ ενός μέν, η ψυχή του αισθητού κόσμου, η κοσμική ψυχή, αφ’ ετέρου δε, η ψυχή του ανθρώπου. Το «Έν», ο «νους» και η «ψυχή» αποτελούν τρεις υποστάσεις. Και το τελευταίο στοιχείο της καθόδου αυτής, είναι η «ύλη».
  Ως προς το δεύτερο ερώτημα, «προς πού;», η βασική διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού είναι η άποψη του Πλάτωνος, ότι η ψυχή έχει δεσμευτεί από το σώμα και το σώμα αποτελεί τη φυλακή της ψυχής, οπότε η σωτηρία του ανθρώπου είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα και η επαναφορά της στο κόσμο των ιδεών. Οι νεοπλατωνικοί, συγκεκριμένα ο Πορφύριος με την επίδραση του Πλωτίνου, έκαναν λόγο για δύο είδη θανάτου: το «φυσικό» θάνατο, ήτοι την αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα αλλά και το «φιλοσοφικό» θάνατο, που είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα πριν τον «φυσικό» θάνατο δια της «θεουργίας», που συνιστά τις τελετές μυσταγωγίας και της «μαγείας». Υπάρχουν επομένως μερικοί που ισχυρίζονται ότι η νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε από τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά αλλά και από προγενέστερους Πατέρες (Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Μέγα Βασίλειο, κ.τ.λ.), δήθεν έχει επηρεαστεί από τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού. Και αυτό, γιατί και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η ίδια ορολογία, τόσο ως προς τη θεολογία όσο και ως προς τη σωτηριολογία. Τέτοιες απόψεις αναπτύχθηκαν από δυτικούς θεολόγους και μεταφέρονται ακριβώς εις τον δικό μας το χώρο. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Οι τρεις υποστάσεις του νεοπλατωνισμού, «Έν», «νους», «ψυχή», δεν έχουν καμιά σχέση με τον χριστιανικό Τριαδικό Θεό της Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Αγίους Πατέρες. Και αυτό διότι στην ορθόδοξη θεολογία δεν αποδεχόμαστε την μεταφυσική και την αρχή της ιδεολογίας και βέβαια τη δημιουργία του κόσμου δια της «απορροής».
  Έπειτα, όπως παρατηρείται, υπάρχει μία κοινή ορολογία στη προσπάθεια ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό. Πρόκειται για τους όρους «νους», «ψυχή», «σωτηρία ψυχής», «κάθαρση», «έκσταση», «φωτισμός», κ.τ.λ.. Εάν όμως δούμε ποια έννοια έχουν αυτοί οι όροι στη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού και τα συγκρίνουμε με τη θεολογία της Εκκλησίας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε το χάσμα που υφίσταται μεταξύ Νεοπλατωνισμού και ορθοδόξου νηπτικής θεολογίας της Εκκλησίας μας. Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία και παράδοση δεν έχει καμιά σχέση με τις θεωρίες του Νεοπλατωνισμού, ως προς τα «περί της φύσει αθανάτου ψυχής», η οποία πρέπει να επιστρέψει στον κόσμο των ιδεών και ως προς τα «περί του φύσει την του σώματος» που πρέπει να εξαφανιστεί. Επίσης, δεν έχει καμιά σχέση με τη διδασκαλία του Νεοπλατωνισμού για τη σωτηρία του ανθρώπου, ότι δηλαδή, η σωτηρία του ανθρώπου συνίσταται στην αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα. Ούτε και έχει σχέση η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως με τη προσπάθεια του ανθρώπου να ενωθεί με θεουργικές, μαγικές ενέργειες και τελετές, όπως δίδασκε και έπραττε ο Νεοπλατωνισμός, ιδιαιτέρως ο Ιάμβλιχος.
  Οπότε, πράγματι, υπάρχει ένας επηρεασμός σε μερικούς ορθοδόξους θεολόγους από ερμηνείες δυτικών θεολόγων ότι, δήθεν, η ορθόδοξη άσκηση, όπως διατυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, συνδέεται με τον ανατολικό μυστικισμό των Νεοπλατωνικών. Κατ’ επέκταση υπάρχει και ένας επηρεασμός και ως προς την πρακτική εφαρμογή της ζωής, αφού μεταφέρεται στη παράδοσή μας ένας δυτικός, ηθικιστικός και ακτιβιστικός μοναχισμός με την παραθεώρηση και περιφρόνηση του ησυχαστικού πνεύματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό συνιστά έναν Οικουμενισμό στην άσκηση, μια εκκοσμίκευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του ορθοδόξου μοναχισμού.
  Καταλήγοντας, αυτά τα πολύ συνοπτικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι: σε μερικούς ορθοδόξους θεολόγους παρατηρείται ένας επηρεασμός από άλλες παραδόσεις τόσο στην θεολογία όσο και στην άσκηση. Καθώς επίσης και μερικοί ορθόδοξοι, στη πράξη σκέφτονται, θεολογούν και πολιτεύονται όπως οι παπικοί και οι προτεστάντες. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι πρέπει να εξετάζουμε και εμείς οι ορθόδοξοι, κατά πόσον αποσυνδέουμε τα μυστήρια της Εκκλησίας μας από την ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων μας και την ορθόδοξη άσκηση που εκφράζεται με τον ησυχασμό. Πρέπει να ερευνήσουμε το θέμα, μήπως διακρινόμαστε από μία «ορθόδοξη Ουνία» και ένα «ορθόδοξο Προτεσταντισμό», όταν συγχρόνως, είμαστε ορθόδοξοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί αλλ’ όμως έχουμε εγκολπωθεί σε μερικά σημεία, τα δόγματα και τις απόψεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού ή τουλάχιστον έχουμε δεχθεί-εγκολπωθεί τη μεθοδολογία θεολογήσεως και τη μεθοδολογία της ασκήσεως που κυριαρχούν σ’ αυτές τις ομολογίες. Πρέπει, δηλαδή, να προσέξουμε να μην αποδειχθούμε, εμείς οι ορθόδοξοι, ουνίτες στη πράξη ή να μην εκφράζουμε κάποια ιδιότυπη Προτεσταντική Ουνία με το να διαφυλάττουμε τα ορθόδοξα μυστήρια και να συμμετέχουμε αλλά να έχουμε μία Προτεστάντικη θεολογία και ασκητική, δηλαδή να βιώνουμε τον Οικουμενισμό στην πράξη, τόσο στη θεολογία όσο και στην άσκηση.
Σεβ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Ο Χριστιανός ως καταναλωτής (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)


Ο Χριστιανός ως καταναλωτής (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis

ΘΕΟΛΟΓΙΑ

"Δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία του αμερικανικού θρησκευτικού καταναλωτισμού, εισχωρεί και στην δική μας Εκκλησία. Υπάρχουν μερικοί που θεωρούν ότι οι Χριστιανοί είναι καταναλωτές, ότι η πίστη, τα μυστήρια και οι διάφορες θρησκευτικές τελετές είναι ένα προϊόν, οπότε και οι μέθοδοι είναι αντίστοιχες. Τα κηρύγματα πολλών ιεροκηρύκων εντάσσονται μέσα σε αυτήν την προοπτική, και πολλές εκκλησιαστικές ενέργειες κατευθύνονται από επικοινωνιολόγους για να είναι καταναλωτικές. Ακόμη χρησιμοποιούνται και επικοινωνιολόγοι για να διαμορφώσουν την εικόνα ενός Κληρικού στο χριστιανικό καταναλωτικό κοινό."


Στις εφημερίδες (Νέα 28-6-2005) διαβάζουμε ότι ο γνωστός προτεστάντης Μπίλλυ Γρέηχαμ (τον ξέρουμε ως Μπίλλυ Γκράχαμ) είναι βαριά άρρωστος σε προχωρημένη ηλικία και ύστερα από μια μεγάλη δράση έχει αποσυρθή στην κατοικία του, που βρίσκεται στην κορυφή ενός βουνού της Βόρειας Καρολίνας, μαζί με την σύζυγό του, που και εκείνη είναι άρρωστη.

Ο Γρέηχαμ έχει χαρακτηρισθή ως ο “πάπας του αμερικανικού προτεστανισμού”, λόγω του μεγάλου κύρους του, ως “πνευματικός σύμβουλος της Αμερικής”, επειδή οι Αμερικανοί άκουγαν τα κηρύγματά του, ως ο “σύμβουλος πέντε Αμερικανών Προέδρων από τον Νίξον έως τον Τζώρτζ Μπους”, ως “ο δημοφιλέστερος τηλεοπτικός ιεροκήρυκας της Αμερικής”. Πέρα από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα ομιλούσε σε ανοικτά στάδια με χιλιάδες κόσμο, καθώς επίσης συνέγραψε και βιβλία στα οποία αποτύπωνε τα κηρύγματά του και την διδασκαλία του.

Έτσι, λοιπόν, δεν έχουν μόνο οι Λατίνοι Πάπα, αλλά και οι Προτεστάντες, όχι από την δομή των κοινοτήτων τους και των διαφόρων ομολογιών τους, αλλά από την προσωπικότητα του Γκρέηχαμ.

Εκείνο που θέλουμε να σχολιάσουμε εδώ είναι η φράση του σχετικού κειμένου της εφημερίδος ότι “ο Γκρέηχαμ αντιμετώπισε τον πιστό ως καταναλωτή: εφάρμοσε τεχνικές του μάρκετινγκ στη θρησκευτική επικοινωνία, δημιούργησε ένα περιβάλλον πρόσφορο για τη διάδοση των μηνυμάτων του” (Γιώργος Αγγελόπουλος Νέα 28-6-2005).

Αυτό το παρατηρεί κανείς και σε άλλους πάστορες και διδασκάλους των διαφόρων προτεσταντικών ομολογιών στην Αμερική. Προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ωραίες έξυπνες επικοινωνιακές φράσεις - ατάκες, για να εντυπωσιάσουν τους ακροατές τους, αφού μάλιστα οι Προτεστάντες δίνουν μεγάλη σημασία στο κήρυγμα και τα μηνύματα που προσφέρονται με αυτό, καθώς επίσης χρησιμοποιούν και τον κατάλληλο κάθε φορά τρόπο για να προσφέρουν το μήνυμά τους.

Ζώντας σε μια επικοινωνιακή κοινωνία, στην οποία δίνεται σημασία στο πώς προσφέρεται το προϊόν, και στην οποία ο άνθρωπος εκλαμβάνεται ως καταναλωτής, οι Ιεροκήρυκες αυτού του τύπου θεωρούν και τον Χριστιανό ως ένα θρησκευτικό καταναλωτή και του προσφέρουν το δικό τους “επιτυχημένο προϊόν”.

Δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία του αμερικανικού θρησκευτικού καταναλωτισμού, εισχωρεί και στην δική μας Εκκλησία. Υπάρχουν μερικοί που θεωρούν ότι οι Χριστιανοί είναι καταναλωτές, ότι η πίστη, τα μυστήρια και οι διάφορες θρησκευτικές τελετές είναι ένα προϊόν, οπότε και οι μέθοδοι είναι αντίστοιχες. Τα κηρύγματα πολλών ιεροκηρύκων εντάσσονται μέσα σε αυτήν την προοπτική, και πολλές εκκλησιαστικές ενέργειες κατευθύνονται από επικοινωνιολόγους για να είναι καταναλωτικές. Ακόμη χρησιμοποιούνται και επικοινωνιολόγοι για να διαμορφώσουν την εικόνα ενός Κληρικού στο χριστιανικό καταναλωτικό κοινό.

Τέτοιες, όμως, μέθοδοι δεν απαλλάσσουν τον άνθρωπο από την φθορά και τον θάνατο, δεν τον ελευθερώνουν από την αμαρτία. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν είναι υπόθεση έξυπνων φράσεων και άριστα διαρθρωμένου λόγου, αλλά έργο ενεργείας του Θεού και συνεργείας του ανθρώπου, έργο θυσίας, πόνου, κενωτικής αγάπης.

Προ παντός πρέπει να αποφεύγουμε να θεωρούμε τον Χριστιανό ως καταναλωτή, γιατί τότε όχι μόνον τον υποτιμούμε και τον κατεβάζουμε στην κατηγορία του προϊόντος, αλλά και δείχνουμε έτσι ότι καθιστούμε την ορθόδοξη αλήθεια ως ιδεολογία, πράγμα που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία.





Σημείωση (Πηγή: 'Εκκλησιαστική Παρέμβασις' Ιούλιος 2005)

Η Ορθοδοξία ως σκάνδαλον (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)

Η Ορθοδοξία ως σκάνδαλον (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
"Η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι σκάνδαλο για όσους, επηρεασμένοι από τον σχολαστικισμό του Καθολικισμού και τον ηθικισμό του Προτεσταντισμού, θεωρούν ότι και αυτή έχει φιλοσοφικές – ιδεολογικές αλήθειες και ηθικό σύστημα για μια ευτυχισμένη ζωή, με την συμβατική έννοια του όρου, και αγνοούν ότι η Ορθοδοξία θεραπεύει το πυρήνα της προσωπικότητος του ανθρώπου.
 

Είναι σκάνδαλο για όσους την θεωρούν ως μια οργάνωση ευσεβών ανθρώπων, γιατί αγνοούν ότι οι ομάδες των καθαρών, από τον μανιχαϊσμό μέχρι τις πολλές θρησκευτικές κινήσεις του Μεσσαίωνος, δεν έχουν καμμιά σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι χώρος των ειλικρινώς μετανοούντων, χωρίς συμφέροντα και ατομικούς σκοπούς.

Είναι σκάνδαλο για όσους την θέλουν ως ένα δεκανίκι του εθνικισμού και του καπιταλισμού, αγνοώντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από την οικουμενικότητά της και την αγάπη της για τον άνθρωπο, “όπου γής”, κυρίως τον πονεμένο και βασανισμένο από κάθε τυραννική εξουσία."


Μέσα σε περίοδο σκανδάλων, κοινωνικών και εκκλησιαστικών, εορτάσθηκε από την Εκκλησία η εορτή της Ορθοδοξίας. Έγιναν πολλές αναλύσεις για την ορθόδοξη πίστη και ζωή και παρουσιάσθηκε από μερικούς η Ορθοδοξία ως μια θρησκεία και μια τέλεια θρησκευτική ιδεολογία που μπορεί να βοηθήση τον σύγχρονο άνθρωπο, ουσιαστικά για να κλεισθή ακόμη περισσότερο μέσα στην ατομικότητά του. Το ίδιο, άλλωστε, κάνουν όλες οι θρησκευτικές ιδεολογίες και όλες οι θρησκευτικές σέκτες.
Όμως, τελικά η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα σκάνδαλο, κυρίως για τον σύγχρονο άνθρωπο που θέλει να χρησιμοποιή κάθε ιδεολογία, ακόμη και την θρησκευτική, για ωφελιμιστικούς και χρησιμοθηρικούς σκοπούς.
Η λέξη σκάνδαλο δηλώνει την παγίδα και τον βρόχο που στήνεται από κάποιον εχθρό και μεταφορικά η λέξη σκάνδαλο σημαίνει τον πειρασμό, το πρόσκομμα. Με αυτήν την έννοια και η Ορθοδοξία είναι σκάνδαλο για όσους δεν γνωρίζουν το εσωτερικό της βάθος και την εσωτερική της πληρότητα, είναι και γίνεται παγίδα και βρόχος, πειρασμός και πρόσκομμα.
*
Είναι σκάνδαλο για όσους, επηρεασμένοι από την θρησκευτική και μυστικιστική παράδοση της Ανατολής, την εντάσσουν μέσα στις άλλες θρησκείες, προσπαθώντας να αποκομίσουν οφέλη θρησκευτικά και μυστικιστικά και αγνοούν ότι δεν πρόκειται για θρησκεία, αλλά για Εκκλησία, μια Θεανθρώπινη κοινωνία που απαλλάσσει τον άνθρωπο από την αρρώστια της Θρησκείας.
Είναι σκάνδαλο για όσους, επηρεασμένοι από τον σχολαστικισμό του Καθολικισμού και τον ηθικισμό του Προτεσταντισμού, θεωρούν ότι και αυτή έχει φιλοσοφικές – ιδεολογικές αλήθειες και ηθικό σύστημα για μια ευτυχισμένη ζωή, με την συμβατική έννοια του όρου, και αγνοούν ότι η Ορθοδοξία θεραπεύει το πυρήνα της προσωπικότητος του ανθρώπου.
Είναι σκάνδαλο για όσους την ερμηνεύουν μέσα από τα δυτικά πρότυπα της μεταφυσικής, του φεουδαλισμού, και γι’ αυτό την πολεμούν, όπως το έκαναν οι διαφωτιστές, οι ρομαντικοί και οι μοντερνιστές, αγνοώντας όμως ότι η Ορθοδοξία είναι αντιμεταφυσική στην βάση της και βρίσκεται στον αντίποδα του φεουδαλισμού, γι΄ αυτό και δεν την ενοχλούν τα βέλη των διαφόρων δυτικοευρωπαϊκών ρευμάτων, ούτε ποτέ στον χώρο της δημιουργήθηκαν τέτοια εχθρικά προς αυτήν ρεύματα. Και όσα υπάρχουν είναι μεταπρατικά.
Είναι σκάνδαλο για όσους θέλουν να επενδύσουν σε αυτήν τα πάθη τους, κυρίως την φιλοδοξία, την φιληδονία και την φιλαργυρία, και να την χρησιμοποιήσουν για κοινωνικούς και πολιτικούς σκοπούς και αγνοούν ότι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως είναι η μετατροπή της φιλαυτίας σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.
Είναι σκάνδαλο για όσους την χρησιμοποιούν για την συγκρότηση των ιδιοτύπων “ιερατείων” και “επισκοπάτων” και αγνοούν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ξένα όλα αυτά τα συστήματα που κάνουν λόγο για κληρικοκρατία και λαϊκοκρατία.
Είναι σκάνδαλο για όσους την θεωρούν ως μια οργάνωση ευσεβών ανθρώπων, γιατί αγνοούν ότι οι ομάδες των καθαρών, από τον μανιχαϊσμό μέχρι τις πολλές θρησκευτικές κινήσεις του Μεσσαίωνος, δεν έχουν καμμιά σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι χώρος των ειλικρινώς μετανοούντων, χωρίς συμφέροντα και ατομικούς σκοπούς.
Είναι σκάνδαλο για όσους την θέλουν ως ένα δεκανίκι του εθνικισμού και του καπιταλισμού, αγνοώντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από την οικουμενικότητά της και την αγάπη της για τον άνθρωπο, “όπου γής”, κυρίως τον πονεμένο και βασανισμένο από κάθε τυραννική εξουσία.
Είναι σκάνδαλο για όσους την θεωρούν ως ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και ένα παράρτημα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ή εκφραστή διαφόρων πολιτικών σχηματισμών, που είναι όμως αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, αγνοώντας ότι η Εκκλησία αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους σε όποια κόμματα κι αν βρίσκονται, όπως ακριβώς η κλώσσα σκεπάζει όλα τα πουλιά της, ανεξάρτητα από το χρώμα του καθενός.
Είναι σκάνδαλο για όσους ψάχνουν μέσα σε αυτήν σκάνδαλα ποικίλης μορφής και βαθμού, γιατί το δικό της σκάνδαλο είναι ότι αγαπά όλους και όλα και δεν θεωρεί τους άλλους ως εχθρούς. Δεν έχει εχθρούς.
*
Όποιος βλέπει την Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από τέτοιες παραμορφωτικές διόπτρες σκανδαλίζεται μαζί της. Στην ουσία η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σκάνδαλο, όπως σκάνδαλο μπορεί να γίνη ο φωτεινός ήλιος, ο οποίος ανήκει σε όλους, τους φωτίζει και τους θερμαίνει, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον ιδιοποιηθή και να τον αντικρύση κατάματα, γιατί θα τυφλωθή.
Όποιος θέλει να μάθη την φωτεινότητα και την θαλπωρή της Ορθοδοξίας, μπορεί να διαβάση τα κείμενα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, καθώς επίσης και το ωραίο βιβλίο του Vladimir Lossky “Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας”. Κι αν δεν έχει χρόνο και τρόπο να διαβάση τέτοια κείμενα, τότε ας χαρή το περίφημο βιβλίο που λέγεται “Γεροντικόν”, αλλά και τα έργα του Ντοστογιέφσκυ και του Παπαδιαμάντη, όπου θα βρη τους ταπεινούς εκφραστές της Ορθοδόξου Παραδόσεως που τραγουδούν “τά τραγούδια του Θεού”, που ζουν ταπεινά στον χώρο της Εκκλησίας, χωρίς φανφάρες, ταρτουφισμούς, βερμπαλισμούς και θεατρινισμούς, που μετανοούν και αισθάνονται την Ορθόδοξη Εκκλησία όχι ως ένα στοχαστικό χώρο, ούτε ως ένα κοινωνικό και ηθικό σύστημα, αλλά ως μια κοινότητα ταπεινών και εξαγιασμένων ανθρώπων, ως ένα πνευματικό νοσοκομείο που προσφέρει λάδι και κρασί για να γιάνουν οι πληγές τους. Αυτό το συναντούσε κανείς στον π. Παΐσιο, τον π. Πορφύριο, τον π. Ιάκωβο, τον π. Εφραίμ, τον π. Σωφρόνιο.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ζωή για τους παραπάνω, αλλά σκάνδαλο για τους δοκησίσοφους, τους θρησκευομένους, τους ταρτούφους, τους παντός είδους καθαρούς και εκμεταλλευτές, αλλά και αυτούς που θέλουν να την μετατρέψουν σε κοινωνικό, ηθικό και πολιτικό σύστημα, ακριβώς γιατί κανένα Κράτος δεν μπορεί να γίνη και να είναι Χριστιανικό, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να γίνη ορθόδοξο. Και όπου επιχειρήθηκε να γίνη απέτυχε.
Αυτά είναι τα πραγματικά σκάνδαλα στην Εκκλησία. Και όσοι έχουν εσφαλμένες αντιλήψεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σκανδαλίζοντες ή σκανδαλιζόμενοι, που κι αυτοί τελικά δέχονται την αγάπη της και την θαλπωρή της, γιατί η Εκκλησία είναι μάνα και όχι σύστημα, είναι Νοσοκομείο που θεραπεύει πληγές και όχι σύστημα που εγκλωβίζει και σκοτώνει με τις απρόσωπες ιδεολογίες.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο “χώρος” όπου ακούγονται και βιώνονται, όπως θα έλεγε και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, “οι των θείων ερώτων ύμνοι”. Και όποιος τελικά αντέχει. Για τους άλλους είναι σκάνδαλο και μωρία.


Σημείωση (Πηγή: 'Εκκλησιαστική Παρέμβαση')

Εγκάρσιος και κάθετος Βαλκανικός άξονας (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος

Εγκάρσιος και κάθετος Βαλκανικός άξονας (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
"Τελικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως και όχι ένας πολιτιστικός, πολιτικός και εθνικιστικός οργανισμός με όλες τις συνέπειες αυτών των θεωρήσεων. Όταν βλέπουμε την Ορθοδοξη Εκκλησία μέσα από την προοπτική ότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως, τότε σίγουρα τα πράγματα θα ενεργούν πιο σταθερά, υπόγεια και αληθινά επαναστατικά."


Παλαιότερα είχε δημιουργηθή η θεωρία περί του Ορθοδόξου “τόξου” που θα συνέδεε τις Ορθόδοξες χώρες των Βαλκανίων, ακόμη και την Ρωσία, προκειμένου να αντιμετωπισθούν άλλοι κίνδυνοι, όπως το λεγόμενο μουσουλμανικό τόξο. Μια τέτοια θεωρία δικαιολογούσε την θεωρία του Χάντινκτον περί συγκρούσεως των πολιτισμών.

Τελευταία, διάβασα σε εφημερίδα ότι τα αμερικανικά σχέδια στα Βαλκάνια προβλέπουν μια ιδιαίτερη συγκρότηση των χωρών των Βαλκανίων που να εξυπηρετούν τα σχέδιά τους στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Συγκεκριμένα:

Το αμερικανικό σχέδιο, σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, προβλέπει “τη συγκρότηση ενός εγκάρσιου άξονα, ενεργειακού, στρατιωτικού και μεταφορικού που θα συνδέει την Μαύρη θάλασσα με την Αδριατική παρακάμπτοντας την Ελλάδα”. Αυτός ο εγκάρσιος “άξονας” “περιλαμβάνει τη Βουλγαρία, τη FYROM και την Αλβανία”.

Πέρα από τις οικονομικές και στρατιωτικές προεκτάσεις του θέματος αυτού, το αμερικανικό σχέδιο αποβλέπει και στο “να αποτρέψει την δημιουργία του κάθετου (Ορθόδοξου) άξονα Αθήνας-Βελιγραδίου, με πιθανή προέκταση προς Μόσχα”. Γιατί, κατά την συγκεκριμένη ανάλυση “ο φόβος μιας ιδιαίτερης συνεργασίας Ελλάδας, Σερβίας και Ρωσίας παρέμεινε πάντα ενεργός αποτελώντας κίνητρο υπέρ του εγκάρσιου άξονα. Αυτός είναι και ένας λόγος που οι ΗΠΑ συντηρούν, με την πολιτική τους, διαμάχη Σκοπίων και Αθήνας για το όνομα. Δεν επιθυμούν συνολικά καλές σχέσεις ΠΓΔΜ και Ελλάδας” (Κόσμος του Επενδυτή της 18-19 Ιανουαρίου 2005).

Κάθετος και οριζόντιος “άξονας”, επομένως, στον χώρο της Βαλκανικής. Ο οριζόντιος μπορεί να θεωρηθή ορθόδοξος “άξονας” και ο κάθετος αμερικανικός “άξονας”. Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορεί κανείς να ερμηνεύση την κατάσταση που επικρατεί στα Βαλκάνια. Είναι μια ερμηνευτική άποψη και αυτή που πρέπει κανείς να έχη υπ’ όψη του.

Νομίζω ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει να πέφτη στους εθνικιστικούς πειρασμούς, αλλά και στις πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν πρέπει να βλέπη την ορθόδοξη πίστη μέσα από τέτοιες “αξονικές” νοοτροπίες και προοπτικές. Γιατί αν βλέπη την ενότητα του χώρου αυτού μέσα από αυτήν την νοοτροπία, τότε οπωσδήποτε θα δημιουργήση ανάλογη αντίδραση. Στον κάθετο “άξονα” κατά ανάγκην δημιουργείται ο εγκάρσιος “άξονας”.

Έχω δε την εντύπωση ότι οι διεθνείς πολιτικές δυνάμεις δεν θα ήθελαν την ανύψωση της “Ρωσικής Εκκλησίας” και την παραθεώρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γι’ αυτό και η Εκκλησία της Ελλάδος πρέπει να συνεργάζεται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να αποτραπούν οι κίνδυνοι από αυτούς τους δύο “άξονες”.

Τελικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως και όχι ένας πολιτιστικός, πολιτικός και εθνικιστικός οργανισμός με όλες τις συνέπειες αυτών των θεωρήσεων. Όταν βλέπουμε την Ορθοδοξη Εκκλησία μέσα από την προοπτική ότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως, τότε σίγουρα τα πράγματα θα ενεργούν πιο σταθερά, υπόγεια και αληθινά επαναστατικά.


Ν.Ι.


Σημείωση (Πηγή: Περιοδικό 'Εκκλησιαστική Παρέμβαση' Μάρτιος 2005)

Οι σκανδαλιζόμενοι (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)

Οι σκανδαλιζόμενοι (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
"Πρόκειται για τους σκανδαλιζόμενους, τους υποκύπτοντες στους πειρασμούς από τα σκάνδαλα, αυτούς που χάνουν την πίστη τους ή φεύγουν από την Εκκλησία, γιατί έχουν σκανδαλισθή από διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν στην κοινωνία, ακόμη δε και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Εάν οι σκανδαλίζοντες έχουν ευθύνη ενώπιον του Θεού και θα δώσουν φρικτό λόγο στον Θεό εν ημέρα κρίσεως, και οι σκανδαλιζόμενοι έχουν την δική τους ευθύνη."

Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για τα σκάνδαλα, και μάλιστα για τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα, στην ουσία για τα σκάνδαλα που προέρχονται από Κληρικούς που θα έπρεπε να είναι υποδείγματα στους πιστούς.
Σκάνδαλον είναι η παγίδα που τίθεται για την σύλληψη ενός ζώου ή και την καταστροφή του εχθρού. Στους Ιουδαίους ο Θεός λέγει: τα ειδωλολατρικά έθνη “έσονται υμίν εις παγίδας και σκάνδαλα..” (Ιησ. Ν. κγ’ 13). Ο Χριστός στον Απόστολο Πέτρο που προσπάθησε να τον εμποδίση από του να πορευθή προς το πάθος και τον σταυρικό θάνατο του είπε: “ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· σκάνδαλόν μου εί· ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων” (Ματθ. ιστ΄,23). Κατ' επέκταση το ρήμα σκανδαλίζω δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει παγίδες, που βάζει πειρασμούς σε κάποιους. Επίσης υπάρχει και η λέξη σκανδαλοπλόκος που δηλώνει τον άνθρωπο εκείνον που μηχανεύεται τις παγίδες και τα σκάνδαλα για να προξενήση κακό στους ανθρώπους.
Τα σκάνδαλα είναι δεδομένα στις μεταπτωτικές κοινωνίες, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της πτώσεως, κυριαρχείται από τα πάθη. Αλλά και όταν αγωνίζεται να τηρήση το θέλημα του Θεού και τότε οδηγείται προς την τελειότητα, χωρίς ποτέ να φθάση στο τέλειο. Γι' αυτό και ο Χριστός είπε στους Ιουδαίους της εποχής του: “ανάγκη γαρ εστιν ελθείν τα σκάνδαλα”, διότι έτσι αποδεικνύονται οι δόκιμοι. Όμως συγχρόνως τόνισε : “ουαί τω κόσμω από των σκανδάλων ...... ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται” (Ματθ. ιη’, 7).
Υπάρχει, όμως, μια παράμετρος που πρέπει να εντοπισθή σε αυτό το άρθρο. Πρόκειται για τους σκανδαλιζόμενους, τους υποκύπτοντες στους πειρασμούς από τα σκάνδαλα, αυτούς που χάνουν την πίστη τους ή φεύγουν από την Εκκλησία, γιατί έχουν σκανδαλισθή από διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν στην κοινωνία, ακόμη δε και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Εάν οι σκανδαλίζοντες έχουν ευθύνη ενώπιον του Θεού και θα δώσουν φρικτό λόγο στον Θεό εν ημέρα κρίσεως, και οι σκανδαλιζόμενοι έχουν την δική τους ευθύνη.
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους φαίνεται ότι ευθύνονται και οι σκανδαλιζόμενοι.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι σκανδαλιζόμενοι δείχουν την πνευματική τους αδυναμία να αντιδράσουν στους πειρασμούς και τις δυσκολίες της ζωής. Όπως ο βιολογικός οργανισμός του ανθρώπου διαθέτει τα αντισώματα και ένα ισχυρό ανοσολογικό σύστημα που αντιδρά σε κάθε ιό, έτσι και ο πνευματικός άνθρωπος θα έπρεπε να είχε ισχυρό πνευματικό ανοσολογικό σύστημα για να αντιδρούσε φυσιολογικά σε κάθε πειρασμική κατάσταση. Και όπως ασθενούν εκείνοι που δεν έχουν καλό και δυνατό ανοσολογικό σύστημα, το ίδιο ασθενούν πνευματικά και εκείνοι που εύκολα σκανδαλίζονται και με τον τρόπο αυτόν δείχνουν ότι δεν έχουν δυνατόν πνευματικό οργανισμό.
Αυτό φαίνεται από το ότι οι άνθρωποι μπορούν να σκανδαλισθούν και από πνευματικά γεγονότα και από υγιείς πνευματικά καταστάσεις, και αυτό συμβαίνει γιατί δεν κατέχουν το κριτήριο της αλήθειας. Οι Φαρισαίοι σκανδαλίσθηκαν από την παρουσία και τους λόγους του Χριστού, χωρίς γι' αυτό να ευθύνεται ο Χριστός, που απεκάλυπτε την αλήθεια. “Οι Φαρισαίοι εσκανδαλίσθησαν ακούσαντες τον λόγον” (Ματθ. ιε’, 12). Ο Ίδιος ο Χριστός γνωρίζοντας ότι θα υπάρξουν πολλοί που θα σκανδαλισθούν με το Πρόσωπό Του είπε: “μακάριος εστιν ός εάν μη σκανδαλισθή εν εμοί” (Ματ. ια’, 6). Λίγο πριν από το πάθος Του ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του: “πάντες υμείς σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί” (Ματθ. κστ΄ , 31). Επίσης, μετά την τελευταία του διδασκαλία, πριν παραδοθή στο μαρτύριο του πάθους, είπε στους Μαθητές Του: “Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα μη σκανδαλισθήτε” (Ιω. ιστ’,1). Όχι μόνον ο Χριστός υπήρξε για τους άρρωστους πνευματικά ανθρώπους σκάνδαλον, αλλά και ο Σταυρός του Χριστού δια μέσου των αιώνων είναι σκάνδαλο για τους Ιουδαίους. Κατά την ομολογία του Αποστόλου Παύλου “ημείς κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον....” (Α’ Κορινθ. α’23).
Επομένως σκανδαλίζονται όσοι έχουν μκρή και ατελή πίστη, όσοι δεν έχουν μεγάλη γνώση του Θεού και γι' αυτό οι πειρασμοί αποτελούν σκάνδαλα. Ακόμη για τους ανθρώπους που δεν διαθέτουν το κριτήριο της αλήθειας σκάνδαλο μπορεί να είναι ο Χριστός, ο αποκαλυπτικός λόγος Του, η Εκκλησία, η αλήθεια, η Βασιλεία των ουρανών, που δεν ταιριάζουν με την νοοτροπία του κόσμου στον οποίο ζουν.
Ο δεύτερος λόγος που δείχνει την ευθύνη που έχουν και εκείνοι που σκανδαλίζονται είναι ότι κατά κάποιο τρόπο όσοι βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση έχουν την ψυχολογική ανάγκη να σκανδαλίζονται. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής ζουν μια ζωή έξω από την φυσική ζωή, όπως την ζούσε ο Αδάμ προ της πτώσεως, και μια ζωή έξω από την αποκαλυπτική αλήθεια που έχει δώσει στον κόσμο ο Χριστός και διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία.
Μετά την πτώση του Αδάμ ο Θεός έστειλε στους ανθρώπους τους δικαίους και τους Προφήτες, έδωσε τον νόμο Του, ώστε οι άνθρωποι να έχουν μερικά κριτήρια της αλήθειας και να αποφύγουν την πλάνη. Τελικά ενηνθρώπησε το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και αποκάλυψε την όλη αλήθεια, έκανε την Εκκλησία Σώμα Του και έτσι μέσα στην Εκκλησία μπορεί ο άνθρωπος όχι μόνον να βρη την αλήθεια, αλλά και να την ζήση στην ύπαρξή του.
Όμως, όταν ζη ο άνθρωπος έξω από αυτόν τον αποκαλυπτικό λόγο είναι επόμενο η φωνή της συνειδήσεώς του να αντιδρά, να διαμαρτύρεται. Επειδή ο πεπτωκώς άνθρωπος δεν θέλει να έλθη σε αντίθεση με τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου, γι' αυτό και προσπαθεί να βρη πολλές ευκαιρίες και αφορμές για να καθησυχάση την φωνή της συνειδήσεώς του που διαμαρτύρεται, ώστε να εξακολουθή να βρίσκεται στην νοοτροπία και την κατάσταση των παθών.
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο και τον “εξυπηρετούν” τα σκάνδαλα, και ο ίδιος κατά κάποιο τρόπο θέλει να σκανδαλίζεται. Με αυτήν την έννοια ο εμπαθής άνθρωπος ρέπει προς τον εντοπισμό και την αναζήτηση των σκανδάλων, αρέσκεται σε αυτά για να καθησυχάζη την συνείδησή του και να μη ακολουθή τον σκληρό και ανηφορικό δρόμο της αρετής. Η σκέψη του είναι η ακόλουθη. “Εφ' όσον υπάρχουν άλλοι Χριστιανοί και μάλιστα Κληρικοί και δη Επίσκοποι, οι οποίοι παραβαίνουν κατά ποικίλους και διαφόρους τρόπους τον νόμο του Θεού, τότε δικαιολογούμαι κι' εγώ που ζώ κατ' αυτόν τον τρόπο”.
Και οι δύο λόγοι που αναφέραμε δείχνουν ότι οι σκανδαλιζόμενοι είναι άρρωστοι πνευματικά. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι οι άγιοι δεν σκανδαλίζονται από ό,τι βλέπουν στην κοινωνία. Και όχι μόνον δεν σκανδαλίζονται, αλλά αντιμετωπίζουν τα μαρτύρια και τους πειρασμούς με πίστη ακλόνητη και θάρρος ακατάβλητο. Η Χάρη του Θεού τους ενισχύει και τους ενδυναμώνει. Ισχύει σε αυτούς ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: “πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε, άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών” (Ρωμ. η΄,38-39).
Ακριβώς για τον λόγον αυτόν ο Χριστός ομίλησε για την ανάγκη να κόβη κανείς την αιτία του σκανδάλου, που δεν ευρίσκεται τόσο έξω από τον άνθρωπο, αλλά μέσα του. Είπε ο Χριστός: “πάς ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού”. Και στην συνέχεια, είπε: “ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σου· συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται έν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν” (Ματθ. ε΄ 29). Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, μιλώντας ο Χριστός για δεξιό οφθαλμό, δεν εννοεί κάποιο μέλος του σώματός του, αλλά “περί των οικείως προς ημάς εχόντων”. Έτσι ο άνθρωπος δεν πρέπει να δικαιολογήται ότι ο άλλος του δημιουργεί προβλήματα, αλλά θα πρέπη να προβαίνη ο ίδιος σε κάθε ενέργεια για να απαλλαγή από το σκάνδαλο που του δημιουργεί πειρασμό. Αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος έχει προσωπική ευθύνη γι’ αυτό.
Όλα τα ανωτέρω δεν εγράφησαν για να αμνηστευθούν τα σκάνδαλα και να δικαιολογηθούν οι σκανδαλίζοντες, οι οποίοι οπωσδήποτε έχουν μεγάλη ευθύνη για τα προβλήματα που δημιουργούν, αλλά για να εντοπισθή η αλήθεια ότι δεν πρέπει κανείς να δικαιολογήται για το ότι δεν ζη την ζωή που μας έχει αποκαλύψει ο Χριστός, λόγω των υπαρχόντων σκανδάλων. Τα σκάνδαλα, εκτός των άλλων, αποκαλύπτουν την ασθένεια και των σκανδαλιζομένων. Και οι σκανδαλιζόμενοι έχουν ευθύνη για το ότι σκανδαλίζονται. Και θα δώσουν και αυτοί, όπως και οι σκανδαλίζοντες, λόγο στον Θεό κατά την Δευτέρα Του Παρουσία.

Σημείωση (Πηγή: Περιοδικό 'Εκκλησιαστική Παρέμβαση')

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Τι είναι η Αποστολική Διαδοχή; Αποστολική Διαδοχή.

Τι είναι η Αποστολική Διαδοχή;
Αποστολική Διαδοχή.

«Ας μας δείξουν την αρχή των εκκλησιών τους, ας ξεδιπλώσουν μπροστά μας τους καταλόγους των επισκόπων που ακολουθούν διαδοχικά από την αρχή, ώστε ο πρώτος τους επίσκοπος θα έχει ως προστάτη και προκάτοχο του κάποιον από τους Αποστόλους ή τους αποστολικούς άνδρες, οι οποίοι συνδέονται σταθερά με τους Αποστόλους. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο οι αποστολικές Εκκλησίες μεταβιβάζουν τους επισκοπικούς καταλόγους τους». (Τερτυλλιανός, De praescriptione haereticorum).


Α) Τι είναι η Αποστολική Διαδοχή.
 
Ο Χριστός έκλεξε και απέστειλε τους αποστόλους. Εκείνοι αργότερα μετέδωσαν την χάρη αναφορικά με την διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, όπως για παράδειγμα την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, το βάπτισμα, το κήρυγμα και, σε άλλους πιστούς δια της επιθέσεως των χειρών τους. Αυτά φαίνονται καθαρά στις ποιμαντικές επιστολές του απ Παύλου (Α, Β Τιμοθέου, και προς Τίτον).

Ενδεικτικά χωρία:
«Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου...» (Α' Τιμοθέου, δ 14). «δι΄ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του θεού ο εστιν εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου» (Β Τιμοθέου, α 6). «τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην» (Τίτος, α 5). «χειροτονήσαντες αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθεντο αυτούς τω Κυρίω, εις όν πεπιστεύκασι» (Πράξεις, ιδ 23).
 
Οι πρεσβύτεροι τίθενται διαχειριστές των πραγμάτων της Εκκλησίας με χειροτονία που είναι επίθεση χειρών (πράξη τελετουργική) και συνοδεύεται με νηστεία και προσευχή για αφιέρωση!

Εκείνοι μετέδωσαν την ίδια ευλογία σε άλλους και εκείνοι σε άλλους, δημιουργώντας μια αδιάσπαστη αλυσίδα και σειρά αλληλοδιαδόχων. Η Αποστολική Διαδοχή βρίσκεται και τους τρεις βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης. Η διαδοχή φανερώνει την ιστορική συνέχεια της εκκλησίας από τους αποστόλους, και αποδεικνύεται με τους σωζόμενους επισκοπικούς καταλόγους.

Δεν είναι διαδοχή του Ααρών στην ειδική ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης, διότι εκείνη η ιεροσύνη καταργήθηκε. Δεν είναι ούτε διαδοχή του Χριστού, διότι ο Χριστός έχει αμετάθετη την ιεροσύνη η οποία προτυπώνεται από την ιεροσύνη του Μελχισεδέκ (ψαλμός ρι 4). «ὤμοσεν κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδεκ». Είναι αντιπροσώπευση. Όπως ένας βασιλιάς έχει πρεσβευτές του και αντιπροσώπους του σε διάφορα μέρη. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Διδάσκαλος». Ενώ διδάσκαλος είναι μόνο ο Χριστός, («εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός·» Ματθαίος κγ, ο ίδιος έδωσε αντιπροσώπους διδασκάλους («καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους» Εφεσίους δ 11).

Ο πρώτος που μίλησε για Αποστολική Διαδοχή, είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Εκείνος, σύστησε την Εκκλησία Του, της έδωσε επαγγελίες ότι οι Πύλες του Άδη ποτέ δεν θα την νικούσαν (Ματθαίος, ιστ' 18) και της υποσχέθηκε ότι θα είναι μαζί της δια του Αγίου Πνεύματος όλες τις ημέρες από το 33 μ.Χ μέχρι την συντέλεια (Ματθαίος κη 20), οδηγώντας την ‘’εις πάσαν την αλήθεια» (Ιωάννης ιστ 13), χωρίς αυτή να διασπαστεί ή να αποστατήσει.
Β) Ανάξιοι λειτουργοί στην Αποστολική Διαδοχή.
 
Ο Επίσκοπος πρέπει να έχει ορθή πίστη, καθώς γράφει ο απ. Παύλος στον Τιμόθεο, «Ω Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον, εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως, ήν τινες επαγγελλόμενοι περί την πίστιν ηστόχησαν» (Α Τιμοθέου, στ 20-21). Η αποστολική διαδοχή και η ορθή πίστη αλληλοστηρίζονται και αλληλοπροϋποθέτονται. Οι χειροτονίες των αναξίων λειτουργών, σε περίπτωση που δεν έχουν καθαιρεθεί, ισχύουν όπως και τα μυστήρια που τελούν. Απόδειξη, ο αρχιερέας Καιάφας ο οποίος είχε διαδοχή στην Ααρωνική ιεροσύνη και που πρωτοστάτησε στην δίκη κατά του Χριστού. Η Γραφή λέει ότι προφήτευσε μόνο και μόνο επειδή ήταν αρχιερέας, αν και ήταν αντίχριστος.

«τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν» (Ιωάννης, ια 51).
Ο ιερός Χρυσόστομος, παρατηρεί σχετικά με τον Καϊάφα: «Βλέπεις πόση είναι η δύναμις της αρχιερατικής εξουσίας; Διότι, επειδή είχεν αξιωθεί της αρχιεροσύνης εν γένει, αν και ήτο ανάξιος αυτής, προεφήτευσε, χωρίς να γνωρίζει αυτά που έλεγεν η χάρις εχρησιμοποίησεν μόνο το στόμα, χωρίς να εγγίσει την μιαράν καρδίαν» (Ομιλία 65, Εις το Κατά Ιωάννην). Σε άλλη ομιλία του πάλι από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αναφέρει ο ιερός πατέρας: «Και αυτά τα λέγω όχι επιδοκιμάζων εκείνους που ασκούν ανάξια την ιεροσύνην, αλλά και ευσπλαχνιζόμενος αυτούς πάρα πολύ και δακρύζων δι’ αυτούς δεν λέγω όμως ότι είναι δίκαιον δι’ αυτό να κρίνωνται από τους αρχομένους και μάλιστα από τους πάρα πολύ αφελείς, διότι και αν ακόμη ο βίος αυτών είναι πάρα πολύ διεφθαρμένος, συ όμως έαν προσέχης τον εαυτόν σου, δεν θα ζημιωθής ως προς τίποτε σχετικά με εκείνα που παρεδόθησαν εις αυτόν από τον Θεόν διότι, εάν έκαμε την όνον να ομιλήση και εχάρισε μέσω του μάντεως πνευματικάς ευλογίας και ενήργησε χάριν των Ιουδαίων που εξέκλινον με το ανόητον στόμα και την ακάθαρτον γλώσσαν του Βαλαάμ, πολύ περισσότερο δια σας που είσθε ευγνώμονες απέναντί του, και αν ακόμη οι ιερείς είναι πάρα πολύ φαύλοι, θα κάμη όλα εκείνα που θέλει και θα στείλει το Άγιον Πνεύμα, διότι ούτε ο καθαρός προσελκύει το Πνεύμα εξ αιτίας της καθαρότητός του, αλλά η χάρις είναι εκείνη που επιτελεί το παν […] Ο δε ιερεύς δανείζει την γλώσσαν του και δίδει το χέρι του καθόσον δεν θα ήτο δίκαιον εξ αιτίας της κακίας του άλλου να παραβλάπτωνται εκείνοι που προσέρχονται με πίστιν εις τα σύμβολα της σωτηρίας μας» (Ομιλία 86).

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφέρει στο Πηδάλιο, «πάντες οι παρά Κανόνας και αναξίως χειροτονηθέντες, προ του να καθαιρεθούν υπό Συνόδου, αληθώς ιερείς εισίν. Επειδή καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος,«Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε αυτός ενεργεί, ει και αυτοί είεν ανάξιοι, δια το σωθήναι τον λαόν […] Επειδή και δι’ αναξίων η χάρις ενεργεί ου δι’ αυτούς, αλλά δια τους μέλλοντας ωφελήσθαι» […] Ο δε Συμεών ο Θεσσαλονίκης λέγει, «δια την χειροτονίαν ενεργεί η χάρις εις αυτούς, είτε αρχιερείς είναι, είτε ιερείς, δια την σωτηρίαν των προσερχομένων, και όσα μυστήρια εκτελέσουν, είναι τη αληθεία μυστήρια» (σελ. 135, υποσημ. 3).

Το μυστήριο δεν εξαρτάται από τον βίο του λειτουργού. Μόνο σε περίπτωση συνοδικής καθαίρεσης, τότε δεν ισχύει τίποτα. Και τούτο, διότι ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την εξουσία του «δεσμείν και λύειν» στους αποστόλους και στους επισκόπους που τους διαδέχτηκαν δια της χειροτονίας. Η Γραφή αναφέρει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθαίος, ιη 18).

Ο έγκυρος θεολόγος Π. Τρεμπέλας, αναφέρει στο υπόμνημά του το εξής σχόλιο για το χωρίο: «Η εκκλησία έχει την εξουσία του αφορισμού ή του αναθέματος, ο εστί χωρισμός από της κοινωνίας των Μυστηρίων και των πιστών, ένεκα βαρέων αμαρτημάτων ή αιρέσεως» (Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, σελ. 336).

Όπως αναφέρει ο καθηγητής Ανδρούτσος στην Δογματική του, «[…] ο απεργαζόμενος τα μυστήρια δεν είναι ο ιερεύς αλλά ο ιδρυτής αυτών Ιησούς Χριστός, όστις παραμένει εν τω μυστικώ Αυτού σώματι, τη Εκκλησία, ακριβώς καθόσον ενεργεί την απολυτρωτικήν αυτού δύναμιν […]», και συνεχίζει, «[…] εν τη πράξει της Εκκλησίας απεδοκιμάσθη πάντοτε η εξάρτησις της μυστηριακής πράξεως εκ της προσωπικής πίστεως και εκ της αγιότητος του τελούντος ιερέως […]» (σελ. 301).

Η αποστολική διαδοχή έχει, βέβαια, πάντα νόημα εντός της Εκκλησίας, και όχι η προσωπική εγγύηση του επισκόπου ή του πρεσβυτέρου όταν εκείνος δεν συμβαδίζει με το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας. Για παράδειγμα, εάν κάποιος Επίσκοπος έπεφτε σε κακοδοξίες, το θέμα του θα το εξέταζε η Ιερά Σύνοδος, και αν έκρινε ότι όντως έπεσε από το αξίωμά του, θα θέτονταν εκτός Σώματος και δεν θα είχε ισχύ η διαδοχή του.

«Η αδιάκοπη αποστολική διαδοχή των επισκόπων δήλωνε βεβαίως όχι την προσωπική κατά κάποιο τρόπο εγγύηση για την μεταβίβαση ανόθευτης της αποστολικής παραδόσεως, αφού στην περίπτωση αυτή η αποστολική διαδοχή θα εννοείτο ως μια αδιάκοπη διαδοχή χειροτονούντων επισκόπων. Αντιθέτως κατενοείτο ως διασφάλιση από τους επισκόπους της αυθεντικής αποστολικής παραδόσεως στην συνέχεια της λειτουργίας του όλου σώματος της τοπικής Εκκλησίας όχι όμως και χωρίς αυτό. Φορέας της αποστολικής διαδοχής είναι το όλο σώμα της τοπικής Εκκλησίας σε ενότητα με τον Επίσκοπο, όπως και ο Επίσκοπος είναι φορέας της αποστολικής διαδοχής σε άρρηκτη ενότητα με την τοπική του Εκκλησία, για αυτό και έχουμε αδιάκοπη αποστολική διαδοχή επισκόπων στην ίδια Εκκλησία, η οποία βιώνει ως σώμα την αποστολική παράδοση και την διαφυλάσσει σε άρρηκτη πάντοτε ενότητα με την ορατή της κεφαλή, τον Επίσκοπο». (Εκκλ. Ιστορία Βλ. Φειδά, Α τόμος, σελ. 183-184).
Γ) Η Αποστολική Διαδοχή, κριτήριο διαχωρισμού Εκκλησίας και αιρέσεως.
 
Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε η Εκκλησία για να προστατεύσει το ποίμνιο από τα ποικίλα Γνωστικά κινήματα και τις υπόλοιπες αιρέσεις και ψευτοδιδασκαλίες κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, ήταν (και) το κριτήριο της Αποστολικής Διαδοχής.

α) Παραθέτουμε από τον καθηγητή Βλ. Φειδά:

«Το γεγονός ότι ο φιλοσοφικό-θρησκευτικός συγκρητισμός των συρο-αιγυπτιακών γνωστικών συστημάτων δεν περιορίστηκε μόνο στο θεωρητικό πεδίο, αλλά αναπτύχθηκε και σε οργανωμένες κοινότητες με ιδιαίτερη ιεραρχία, λατρεία, μυστηριακές πράξεις, τελετές, μουσική, άσμα, ποίηση, σκηνική τέχνη κα, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη οργανώσεως της άμυνας της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον της επικίνδυνης αυτής απειλής. Πέρα από την ενίσχυση των εκκλησιολογικών δομών ή των θεολογικών κριτηρίων, η αποστολική διαδοχή, τα βαπτιστήρια σύμβολα και ο κανόνας της Αγίας Γραφής αναφέρονται κυρίως στην πληρέστερη οργάνωση της αυθεντικής ενότητας όχι μόνο κάθε τοπικής εκκλησίας, αλλά και της ανά την οικουμένη Καθολικής Εκκλησίας». (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 224-225).

Τα ίδια αναφέρει και σε άλλο σημείο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γενικότερα για τις αιρέσεις.

«Η λειτουργία του συνοδικού συστήματος είτε για τη χειροτονία επισκόπου ή και για την αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών ζητημάτων ευνόησε και την προβολή της ιδιαίτερης αυθεντίας ορισμένων τοπικών εκκλησιών ως προς τη γνησιότητα της αποστολικής παραδόσεως, η οποία είχε διαφυλαχθεί από αυτές. Αυτό ήταν ευνόητο, αφού οι αιρετικοί νόθευαν την αποστολική παράδοση. Ορισμένες τοπικές εκκλησίες μπορούσαν ευχερώς να αποδείξουν τη νοθεία αυτή τόσο με την αντιπαράθεση των γραπτών μνημείων, τα οποία εφυλάσσοντο από αυτές, όσο και με την απόδειξη της γνησιότητας της βιουμένης σε αυτές παραδόσεως δια της αναγωγής της αποστολικής διαδοχής μέχρι τους αποστολικούς χρόνους. Πράγματι, ήδη κατά τον Β αιώνα αναγνωρίζονταν μια σαφής προτίμηση της μαρτυρίας ορισμένων εκκλησιών ως προς την αυθεντικότητα της αποστολικής παραδόσεως. Η μαρτυρία τους είχε ιδιάζουσα σημασία για την αναίρεση της αιρετικής πλάνης, λόγω και των αποδεδειγμένων με την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή αποστολικών καταβολών των εκκλησιών αυτών» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 194-195).

β) Ο Ηγήσιππος (περίπου το 180 μ Χ), ως επιχείρημα για την διάκριση των αιρέσεων από την Εκκλησία του Χριστού, έκρινε απαραίτητη την Αποστολική Διαδοχή. Για αυτό το λόγο έγραψε 5 Υπομνήματα, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ότι γνωρίζουμε, είναι από διάφορα παραθέματα του ιστορικού Ευσεβίου (275- 339 μ Χ). Ο καθηγητής πατρολογίας Δ. Μπαλάνος αναφέρει σχετικά, «Περί του Ηγήσιππου έχομεν πληροφορίας τινάς, ιδίως εκ του Ευσεβίου. Κατά τούτον, ο Ηγήσιππος, ζήσας επι της πρώτης των αποστόλων διαδοχής, κατήγετο εξ Ανατολής, πιθανώς εκ Παλαιστίνης, και γνώριζεν την Αραμαικήν. Επί πάπα Ανικήτου (155-166) διελθών εκ Κορίνθου, ένθα παρέμεινεν ημέρας ικανάς, ήλθεν εις Ρώμην, επανελθών δ’ εις την πατρίδα του, έγραψε, περί το 180, τα Υπομνήματα, εκ πέντε βιβλίων. Το έργον τούτο, απολογητικού περιεχομένου, εζήτει να καταδείξει επι τη βάση ιστορικού υλικού καιεπισκοπικών καταλόγων, εναντίον των αιρετικών ισχυρισμών, ότι η αληθής παράδοσις ευρίσκεται μόνον εν τη Εκκλησία, διατηρηθείσα δια της συνεχούς και αδιακόπου διαδοχής του επισκοπικού αξιώματος μέχρι των αποστόλων (την απλανή παράδοσιν του αποστολικού κήρύγματος). (ΒΕΠΕΣ, τόμος 5, σελίδα 81).

Από την νεότερη πατρολογία του Στ. Παπαδόπουλου, Α' Τόμος, σελίδα 284- 286: «[…] έργο του έκανε την κατάδειξη και υποστήριξη της ορθοδόξου Παραδόσεως. Συνειδητοποίησε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Εκκλησία από τη σύγχυση, την οποία δημιουργούσαν οι αιρέσεις και προπαντός ο Γνωστικισμός εκείνος που εμφανίζονταν ως ανώτερος χριστιανισμός […] Χωρίς να είναι μεγάλος θεολόγος, διέκρινε ότι ένας τρόπος καταπολεμήσεως του χριστιανίζοντος γνωστικισμού ήταν η ανάδειξη σε κριτήριο της συνεχούς αποστολικής διαδοχής, η οποία υπήρχε στις τοπικές Εκκλησίες κι έλειπε από το γνωστικισμό. Παρουσιάζοντας δηλαδή ιστορικά τη διαδοχή επισκόπων στις Εκκλησίες, δημιούργησε το σημαντικό για την εποχή του επιχείρημα, ότι σε όποια Εκκλησία διαπιστώνεται διαδοχή έχουμε και απλανή, αδιάφθορη, την αποστολική Παράδοση […] Τα Υπομνήματα έχουν χαθεί, αλλά ο Ευσέβιος, που είναι και η κύρια πηγή του Ηγήσιππου, διέσωσε μερικά μόνο αποσπάσματα, που δίνουν μόνο αμυδρή εικόνα του έργου […] Η ιδιαίτερη συμβολή και σημασία του Ηγήσιππου βρίσκεται στην προβολή της ιστορικής παραδόσεως ως επιχειρήματος κατά των αιρετικών και γνωστικών. Στο επιχείρημα τούτο δίνει ο Ειρηναίος θαυμαστό θεολογικό βάθος». (Α Τόμος, σελ. 284-285).

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τον Ηγήσιππο που μας διασώζει ο Ευσέβιος, αφού αναφέρει ορισμένους αιρεσιάρχες της εποχής του που δεν είχαν αποστολική διαδοχή και τους οποίους διαχωρίζει από το σώμα της Εκκλησίας, γράφει, «…έκαστος (από αυτούς) ιδίως και ετέρως ιδίαν δόξαν (πίστη) παρεισήγαγεν. Από τούτων ψευδόχριστοι, ψευδοπροφήται, ψευδαπόστολοι, οίτινες εμέρισαν την ένωσιν της Εκκλησίας φθοριμαίοις λόγοις κατά Θεού και κατά Χριστού αυτού». (Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία IV 22, 2-6).

γ) Ο άγιος Ειρηναίος, που έγινε γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα, κινείται στα ίδια πλαίσια με τον Ηγήσιππο από τον οποίο αντλεί υλικό. Στο τρίτο βιβλίο του «Εναντίων της Ψευδωνύμου Γνώσεως», αφού αναφέρει πρόσωπα που είχαν διαδοχή αποστολική, γράφει, «Τη αυτή τάξει και τη αυτή διαδοχή ητε από των αποστόλων εν τη Εκκλησία παραδοσι και το της αληθείας κήρυγμα κατήντηκεν εις ημάς».
(ΒΕΠΕΣ 5, 143).

Ο καθηγητής θεολογίας Γ. Φλορόφσκι (1893- 1979), στο βιβλίο του «Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις», αναφέρει για τον άγιο Ειρηναίο,«Ο Ειρηναίος αποκηρύσσουν την από τους Γνωστικούς κακήν χρήσιν της Γραφής εχρησιμοποιούσε μίαν γραφικώτατην παρομοίωσιν. Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης εζωγράφησεν ωραίαν εικόνα βασιλέως αποτελούμενη από πολλούς πολυτίμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει το μωσαικόν τούτο και συνθέτει με τους λίθους σχέδιον διάφορον, που παριστά εικόνα σκύλου ή αλώπεκος. Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνου, με το πρόσχημα ότι αι ψηφίδες ήσαν αυθεντικαί. Το αρχικόν όμως σχέδιον είχε καταστραφή. Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγίαν Γραφήν. Αγνοούν και διασπούν την σειράν και τον σύνδεσμον της Αγ. Γραφής, λύοντες τα μέλη της αληθείας. Ρήματα, λέξεις, παραβολαί, είναιπράγματι γνήσια, αλλά η υπόθεσις είναι αυθαίρετος και ψευδής (Κατά Αιρέσεων 1.8.1) […] Η αγαπημένη φράσις του Ειρηναίου ήταν ο «κανών της αληθείας». Αυτός βεβαίως ο κανών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η μαρτυρία και το κήρυγμα των Αποστόλων, που ήταν αποτεθειμένη εις την Εκκλησίαν και εμπεπιστευμένην εις αυτήν από τους Αποστόλους. Αυτό εφυλάχθη πιστώς και μετεβιβάσθη με πλήρη ομοφωνίαν απανταχού δια της διαδοχής των διαπιστευμένων ποιμένων «Εκείνοι που με τηνεπισκοπικήν διαδοχήν έχουν δεχθή το βέβαιον χάρισμα της αληθείας»[…]». (σελ. 105-107, μετάφραση Δ. Τσάμη).

Ο καθηγητής Στ Παπαδόπουλος, αναφέρει, «Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των Γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις». (σελ. 299). Αυτήν την θεολογία ανέπτυξε στα αντιαιρετικά του έργα ο άγιος Ειρηναίος για να αντικρούσει τους αιρετικούς της εποχής του. Πρόβαλε την Αποστολική Παράδοση μέσα από την Αποστολική Διαδοχή. Στην σελίδα 300 αναφέρεται, «Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξει τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητα της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξει και να αποδείξει ιστορικά». Και προσθέτει ο καθηγητής Παπαδόπουλος, «Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία χαρακτηρίζει στο σύνολό της ‘κανόνα της αλήθειας’, και θεωρεί ‘ακλινή’ και ‘βεβαία’, όρο, κριτήριο, και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της Κ. Δ., κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται «επίσκοποι» ή «πρεσβύτεροι». (σελ. 300).

Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, επίσης γνωστός για τα αντιαιρετικά του έργα, συνδέει την αρχιερατεία με την αποστολική διαδοχή και την μετάδοση της χάρης του Αγίου Πνεύματος. «το εν τη Εκκλησία παραδοθέν Άγιον Πνεύμα, ου τυχόντες πρότεροι οι απόστoλoι μετέδοσαν τοις ορθώς πεπιστευκόσιν ων ημείς διάδοχοι τυγχάνοντες της τε αυτής χάριτος μετέχοντες αρχιερατείας τε και διδασκαλίας και φρουροί της Εκκλησίας λελογισμένοι ουκ οφθαλμώ νυστάζoμεν ουδέ λόγον ορθόν σιωπώμεν» (Κατά Πασών αιρέσεων Έλεγχος, ΒΕΠΕΣ 5, σ. 199).
Δ) Αποστολική Διαδοχή, Παπικοί και Προτεσταντικές Ομολογίες.

Έχουν ουσιαστική αποστολική διαδοχή οι Παπικοί και οι Προτεσταντικές ομολογίες; Οι διάφορες σημερινές Προτεσταντικές ομολογίες έχουν τις ρίζες τους από την Διαμαρτύρηση τον 16ο αιώνα. Η Διαμαρτύρηση έγινε κατά των κακοδοξιών του Πάπα. Από εκεί αποσχίστηκαν. Οι Παπικοί διαχώρισαν τον εαυτό τους από την ΜΙΑ Εκκλησία νωρίτερα, το 1054. Ο επίσκοπος Ρώμης είχε αποφασίσει αυθαίρετα, ανεξάρτητα από τους επισκόπους της Ανατολής, ότι θα έπρεπε να έχει υπεροχή έναντι όλων των άλλων επισκόπων. Μονομερώς αποφάσισε, χωρίς την έγκριση Οικουμενικής Συνόδου, ότι αφού ο απόστολος Πέτρος ήταν πρώτος Επίσκοπος Ρώμης (αν και αυτό δεν είναι αποδεδειγμένο), έπρεπε ο ίδιος να έχει εξουσία επί όλων των άλλων επισκόπων. Επίσης, η Εκκλησία στην Δύση αποφάσισε να αλλοιώσει δόγμα πίστεως, το οποίο είναι διατυπωμένο και στο ‘’Κατά Ιωάννην’’ Ευαγγέλιο, αλλά και στο σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Οι δυτικοί πρόσθεσαν ‘’και εκ του Υιού’’ (filioque), αυθαίρετα πάλι και χωρίς να έχει προηγηθεί Οικουμενική σύνοδος.

Ο καθηγητής Βλ. Φειδάς αναφέρει, «Η προέλευση της διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος όχι μόνο εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού (filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως με τις βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της φραγκικής θεολογίας» (Εκκλησιαστική Ιστορία, ΄Β τόμος, σελ. 96).

Έχουμε σαφέστατα νοθεία στον δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού, αφού υποβαθμίζεται το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος και παύει να είναι ισότιμο με τα άλλα δύο.

Άλλαξαν δόγμα πίστεως, επομένως έπεσαν σε αίρεση (και αργότερα σε περισσότερες), αποκόπηκαν από μόνοι τους από την Μια εκκλησία, και έχασαν την διαδοχή και την χάρη. Δεν φύλαξαν την καλή παρακαταθήκη.

Στην επιστολή του Μ. Βασιλείου προς τον Αμφιλόχιο «Περί του Αγίου Πνεύματος», υπάρχει ο πρώτος κανόνας του Μ. Βασιλείου που αναφέρει ανάμεσα στα άλλα, «Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς, επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών, είχον το χάρισμα το πνευματικόν, οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος Αγίου ετέροις παρέχειν» (Πηδάλιο αγίου Νικοδήμου, σελ. 587).

Δηλαδή, όσοι αποσχίζονται από την εκκλησία παύουν να έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Επειδή διακόπτεται η ακολουθία (αποστολική διαδοχή), διακόπτεται και η μετάδοση της Χάριτος. Και συνεχίζει αναφέροντας ότι ενόσω ήσαν χειροτονημένοι, είχαν χάρισμα πνευματικό, αλλά αφού αποσχίστηκαν έγιναν λαϊκοί και έχασαν την εξουσία να βαπτίζουν, να χειροτονούν άλλους, και να μεταδίδουν σε άλλους την χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Και όπως σχολιάζει ο άγιος Νικόδημος, «όταν εν μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθεύς με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις τουτοιοτρόπως και αυτοί αφ ου μια φοράν εσχίσθησαν από το σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς, και την πνευματικήν χάριν και ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη μεταδιδομένης ταύτης εις αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως» (Πηδάλιο, σελ. 589,σημείωση 1η).

Ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει στον πρώτο λόγο του «Κατά Αρειανούς» σχετικά:

«[…] πως ανήκουν εις την καθολικήν Εκκλησίαν αυτοί που απετίναξαν την αποστολικήν πίστιν και επενόησαν καινούρια κακά […] ;».

Επομένως, όποιος αποκόπτεται από το σώμα της Εκκλησίας, χάνει την χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο ίδιος, αλλά και ως προς το να την μεταδίδει δια της χειροτονίας. Ούτε οι Παπικοί έχουν την χάρη της αποστολικής διαδοχής, ούτε οι Προτεστάντες που προέκυψαν από αυτούς.

Επίλογος.

Έχοντας δει την σημασία της Αποστολικής διαδοχής ως μέσο κριτηρίου για το ποιος είναι αιρετικός και ποιος όχι, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον ορισμό που δίνει ο άγιος Ιγνάτιος για το τι είναι Εκκλησία, αρχές του δευτέρου αιώνα.

«Ομοίως πάντες εντρεπέσθωσαν τους διακόνους ως Ιησούν Χριστόν, ως και τον Επίσκοπον, όντα τύπον του πατρός, τους δε πρεσβυτέρους ως συνέδριον Θεού και ως σύνδεσμον αποστόλων. Χωρίς δε τούτων Εκκλησία ου καλείται». (Προς Τραλλιανούς, 3).

Δηλαδή, οποιαδήποτε σύναξη που δεν έχει Επίσκοπο, πρεσβυτέρους, και διακόνους, δεν είναι Εκκλησία Χριστού. Και σαφώς, όπως δείξαμε παραπάνω, με αποστολική διαδοχή. Και φυσικά, ούτε η Θεία Ευχαριστία είναι «βεβαία» (έγκυρη) όταν γίνεται χωριστά από τον Επίσκοπο ή όποιον εκείνος έχει επιτρέψει να την τελεί, κατά τα λόγια του αγίου Ιγνατίου.

«Μηδείς χωρίς Επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την Εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστεία ηγείσθω, η υπό τον Επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψει. Όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία». (Προς Σμυρναίους.)

Όποιος κάνει οτιδήποτε κρυφά από τον Επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο, ακόμα και αν ενεργεί στο «όνομα του Χριστού» (υποτίθεται).

«Ο τιμών Επίσκοπον υπό Θεού τετίμηται ο λάθρα Επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει». (Προς Σμυρναίους 9).
 
 ___________________________________________________
Πηγές.

Αγία Γραφή
 
Άγιος Νικόδημος, Πηδάλιο, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, έκδοση δέκατη τρίτη, 2003

Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλ. συγγραφεών, τόμος 5, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας, 1955

Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία τόμοι Α-Β, Εκδόσεις Διήγηση, Τρίτη έκδοση 2002

Γ. Φλορόφσκι, Αγία Γραφή- Εκκλησία-Παράδοσις, μετάφραση Δ. Τσάμης

Ι. Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ 14, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 2011

Μ. Αθανασίου έργα, ΕΠΕ 2, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1974

Π. Παπαευαγγέλου, Αποστολικοί Πατέρες Άπαντα, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1994 (γνήσιες επιστολές αγίου Ιγνατίου)

Π. Τρεμπέλας, Υπόμνημα εις το «Κατά Ματθαίον», Εκδόσεις αδελφότητας θεολόγων ο «Σωτήρ», έκτη έκδοση 2008

Σ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία τόμος Α, Εκδόσεις Παρουσία, 1997 Τρίτη έκδοση

Χ. Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 1907
Πηγή: exprotestant.blogspot.gr