«Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο O. Cullmann από Βιβλικής απόψεως είναι κυριολεκτικώς ταυτόσημα με τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ από τα Πατερικής πλευράς και θέσεως».—Α.Π. Κουμάντος.
Το να αρνείται κάποιος την αθανασία της ψυχής ως πλατωνική ιδέα έχει
γίνει της μόδας στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως από τότε που
ο
Τρεμπέλας κατηγόρησε τον
Ρωμανίδη
ως «θνητοψυχίτη», επειδή ο τελευταίος μίλησε στο διδακτορικό του για τη
λεγόμενη «κατά χάριν αθανασία» της ψυχής.[1] Ο παράξενος συνδυασμός της
υποστήριξης της Παράδοσης με τη ζηλωτική αποστασιοποίηση από τον
πλατωνισμό, τον οποίο όχι πολύ παλιά ο
Νεκτάριος Αιγίνης
εγκολπωνόταν εγκάρδια ως θεόθεν συνεργάτη του χριστιανισμού,[2] είχε
σκοπό να προστατέψει το κύρος της Πατερικής παράδοσης από τη διεθνώς
διαμορφωμένη άποψη, παρουσιάζοντας την Παράδοση ως εντελώς αυτόνομη.[3]
Βέβαια, η διάσταση στις απόψεις μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων δεν είναι
κάτι καινούργιο: και στην αρχαιότητα υπήρχαν Πατέρες που είχαν σε πολύ
μεγάλη υπόληψη τον πλατωνισμό ενώ άλλοι τον αναθεμάτιζαν. Επομένως, το
να βρουν σήμερα ερείσματα αμφότερες οι απόψεις δεν είναι δα και κομμάτι
δύσκολο. Η ουσία αυτού του ζητήματος δεν είναι τόσο το πώς
εκφράζονταν γύρω
από τον πλατωνισμό οι διάφοροι Πατέρες, όσο το τι πράγματι συνέβη,
συνειδητά και ασυνείδητα, όπως αυτό τεκμηριώνεται με τεράστιο όγκο
ντοκουμέντων από την ιστορία των δοξασιών.
Το θέμα μας βέβαια εδώ, καίτοι πολύ σχετικό, είναι άλλο: αν η απόρριψη της πλατωνικής αθανασίας της ψυχής από τον
Cullmann και τον
Φλωρόφσκυ,
αμφότεροι με διεθνή εμβέλεια, οδηγούν στην ίδια δογματική διδασκαλία
σχετικά με την ψυχή και την ανάσταση, όπως διατείνεται ο αρχιμανδρίτης
Α.Π. Κουμάντος, που μετέφρασε κείμενα τους στα Ελληνικά και τα οποία
εκδίδονται από τον
Άρτο Ζωής, ένα ίδρυμα όπου συμμετέχουν πολλοί σημαίνοντες ακαδημαϊκοί.[4]
Το παρόν άρθρο έχει σκοπό να αποδείξει ότι σε καμιά περίπτωση δεν
ταυτίζεται η άποψη του Cullmann με την άποψη του Φλωρόφσκυ και εν γένει
με την Πατερική άποψη. Επίσης μέσω του άρθρου θα γίνει μια σύντομη
κριτική στις απόψεις τους, αν και για τις απόψεις του Cullmann θα
λεχθούν περισσότερα όταν αναλυθεί σε μελλοντικό άρθρο η διδασκαλία της
Καινής Διαθήκης για τη φύση του ανθρώπου και την εσχατολογική του
ελπίδα. Απεναντίας, για την κριτική στον Φλωρόφσκυ, o αναγνώστης μπορεί
να λάβει υπόψη όσα γράφτηκαν στο
Κεφάλαιο 4.2. Κλείνοντας τον πρόλογο, θα ήθελα να πω ότι αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο κάπως απρόσμενα, όταν έφτιαχνα τον πρόλογο του
Κεφαλαίου 5.1,
καθότι δεν θέλω να αφιερώνω εκτενή χώρο και χρόνο σε ζητήματα που
απασχολούν ελάχιστους (όπως μια κριτική στο τι είπε ο τάδε ή ο δείνα).
Από την άλλη μεριά, ευελπιστώ αυτή η κριτική τουλάχιστον να προσφέρει
ερεθίσματα για στοχασμό σχετικά με το τι πραγματικά διδάσκει η Καινή
Διαθήκη για τον άνθρωπο, τη ζωή και τον θάνατο, ζητήματα που θα
αναλυθούν εκτενώς στο εγγύς μέλλον.
Τι λέει ο Cullmann
Ο Cullmann θέτει τρία (τουλάχιστον) κεφαλαιώδη ζητήματα που θεωρεί
ότι παρέβλεψαν πολλοί: (1) Πώς μπορούμε να μιλούμε για εγγενή αθανασία
όταν η Γραφή τονίζει πως η αιώνια ζωή δίδεται μέσω της θυσίας του
Χριστού; (2) Πώς μπορούμε να θεωρούμε ευλογία την έξοδο της ψυχής από το
σώμα στον θάνατο όταν η Καινή Διαθήκη συνέχεια προβάλλει την ανάσταση
ως την ελπίδα των χριστιανών, τον δε θάνατο τον αποκαλεί «εχθρό»; (3)
Πώς μπορεί να σταθεί η
ατομική ευλογία της άμεσης αμοιβής μετά θάνατον όταν η Καινή Διαθήκη μιλάει για
συλλογική ευλογία και αμοιβή στα «έσχατα»;
Ο Cullmann αντιλαμβάνεται ότι με αυτά τα τρία σημεία μπορούν να
ξεχωρίσουν οι γνήσιες χριστιανικές από τις πλατωνικές θέσεις. Ο
πλατωνισμός αφενός υποτιμά το σώμα και αφετέρου επαγγέλλεται μια
προσωπική σωτηρία που είναι ανεξάρτητη από το ρεύμα του χρόνου. Από την άλλη μεριά, ο χριστιανισμός εκτιμά το σώμα και προσβλέπει σε μια
συλλογική
σωτηρία· ως εκ τούτου, η σωτηρία έχει συγκεκριμένη θέση μέσα στο ρεύμα
του χρόνου, δηλαδή έχει ιστορικές διαστάσεις στην ύπαρξη της
ανθρωπότητας, είναι η
Heilsgeschichte, η λυτρωτική ιστορία.[5]
Αυτά τα δεδομένα τα θέτει ως πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώνει έναν
ιδιόμορφο, ήπιο δυισμό με αθανασία υπό όρους (conditional immortality),
που εφαρμόζεται μόνο στους πιστούς εν Χριστώ. Συγκεκριμένα ο Cullmann
υποστηρίζει ότι η αθανασία είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς
και αυτή άρχισε να χορηγείται με βάση τη σταυρική θυσία και την
ανάσταση του Χριστού. Ούτε κατά διάνοια ο άνθρωπος δεν είχε αφ’ εαυτού
κάποιο μέρος αθάνατο. Η ψυχή «δεν ήταν κατά τρόπο θαυμαστό αθάνατη, αλλά
μάλλον κατέστη αθάνατη
μονάχα μέσω της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού και μέσω της πίστεως εις Αυτόν» (σελ.
31). Αμέσως από αυτό κατανοούμε η όποια αθανασία της ψυχής υπάρχει
αφενός από την ανάσταση και μετά και αφετέρου μόνο για τους πιστούς, οι
οποίοι λαμβάνουν τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Το ότι ο θάνατος χωρίς την προϋπόθεση του Αγίου Πνεύματος σημαίνει
εκμηδένιση με την κυριολεκτική έννοια φαίνεται από τα λεγόμενα του
Cullmann για τον θάνατο του ίδιου του Χριστού. Σε αυτό το σημείο ο
Cullmann, για να ενισχύσει το επιχείρημά του, περιγράφει τις τελευταίες
ψύχραιμες στιγμές του Σωκράτη, όπως περιγράφονται στον
Φαίδωνα,
σε αντιδιαστολή με την αγωνία του Ιησού στον Κήπο της Γεθσημανή: «Ο
Ιησούς γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα ο θάνατος σημαίνει ολοκληρωτικό
αφανισμό, επειδή ακριβώς ο θάνατος είναι ο εχθρός του Θεού. Συνεπώς
κραυγάζει στον Θεό Του» (σελ. 37). Και επίσης: «Προσπάθησα να
αντιπαραθέσω τον θάνατο του Σωκράτους και τον θάνατο του Ιησού. Γιατί
πιστεύω πως τίποτε άλλο δεν μπορεί να δείξει καλύτερα τη ριζική διαφορά
ανάμεσα στο Ελληνικό δόγμα της αθανασίας της ψυχής και στο Χριστιανικό
δόγμα της Αναστάσεως. […] Ο Ιησούς υπέστη τον θάνατο με όλη του την
τρομακτικότητα, και όχι μονάχα στο σώμα Του, αλλά επίσης και στην ψυχή
Του. […] Είναι αδύνατον να επιτύχει αυτήν τη νίκη απλώς και μόνο με το
να συνεχίζει να ζει ως αθάνατη ψυχή, και τουτοιοτρόπως ουσιαστικά μη
έχοντας πεθάνει. Μπορεί να νικήσει τον θάνατο μονάχα πεθαίνοντας
πραγματικά, με το να υποτάξει τον εαυτό Του στη σφαίρα του θανάτου, του
καταστροφέα της ζωής, στη σφαίρα της απόλυτης εκμηδενίσεως, στη σφαίρα
της εγκαταλείψεως από τον Θεό. […] Όποιος θέλει να νικήσει τον θάνατο,
πρέπει να πεθάνει. Είναι πραγματικά αναγκασμένος να παύσει να ζει. Όχι
απλά να εξακολουθεί να ζει ως αθάνατη ψυχή, αλλά να πεθάνει και στο σώμα
και στην ψυχή, να χάσει την ίδια τη ζωή, το πολυτιμότερο αγαθό με το
οποίο ο Θεός μάς έχει προικίσει» (σελ. 39-40). Βέβαια, αυτές οι δηλώσεις
του φαίνονται να αντιφάσκουν με την αναφορά περί του Σεόλ της Παλαιάς
Διαθήκης, στον οποίο υποστηρίζει ότι η ψυχή εκεί αποτελεί «μια σκιώδη
και υποτυπώδη ύπαρξη χωρίς το σώμα» (48-9), αλλά δυστυχώς δεν εξηγεί τι
εννοεί με αυτό και πως αυτό συνδυάζεται με τις προηγούμενες και τις
επόμενες δηλώσεις του. Πάντως, αναφέρει ότι η Γέεννα είναι η έλλειψη
προοπτικής ανάστασης (σελ. 52). Επίσης: «Η ψυχή μπορεί να θανατωθεί, η
ψυχή δεν είναι αθάνατη, πρέπει να υπάρξει η συνανάσταση και των δύο,
γιατί από τη στιγμή της πτώσεως σύνολος ο άνθρωπος είναι φθαρτός» (σελ.
53).
Στη συνέχεια ο Cullmann μιλάει πιο συγκεκριμένα για τη μέση κατάσταση
των ψυχών των χριστιανών: Με την Ανάσταση του Χριστού κατέστη δυνατή η
χορήγηση του Αγίου Πνεύματος που κατ’ αρχάς καθιστά αθάνατη την ψυχή
των πιστών, ώστε αυτή να πάει στον ουρανό μετά τον θάνατο του σώματος,
ενώ στα «έσχατα», στη γενική ανάσταση, θα ολοκληρωθεί η αμοιβή και η
σωτηρία, θα γίνει αθάνατο και το σώμα (πνευματικό όμως τότε) και αυτά θα
συνενωθούν (σελ. 53-5, 63-4). Οι ψυχές των πιστών στην ενδιάμεση
κατάσταση βρίσκονται σε κατάσταση «υπνώσεως» αλλά κοντά στον Θεό (σελ.
71), χωρίς όμως ο Cullmann να μπορεί να εξηγήσει, όπως παραδέχεται, τι
σημαίνει αυτό (σελ. 69, 73). Αυτό που κατανοεί είναι ότι η σκέψη του
μοιάζει με τη σκέψη των Απολογητών του 2ου αιώνα που αρνούνταν την
αθανασία της ψυχής (σελ. 79-81), και σε έναν σημαντικό βαθμό έχει δίκιο
κατά την άποψή μου ως προς αυτό.[6]
Θεωρώ ότι η σκέψη του Cullmann, που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στους
σύγχρονους Προτεστάντες, έχει ως αφετηρία ορισμένα πολύ σημαντικά
σημεία, που ανέφερα παραπάνω, αλλά δεν επιτυγχάνει να δώσει μια
ολοκληρωμένη απάντηση. Ίσως να συμβαίνει αυτό επειδή θεωρεί ότι δεν
μπορεί εκ των πραγμάτων να επιτευχθεί απόλυτη συμφωνία μεταξύ των
συγγραφέων των βιβλίων της ΚΔ, όπως λέει.
Το δυνατό σημείο του Cullmann, ότι η Καινή Διαθήκη περιορίζει την
αθανασία μόνο σε πιστούς εν Χριστώ, εμπεριέχει και την πιο βασική
αδυναμία του, καθώς δεν ξεκαθαρίζει τι απογίνονται όσοι δεν έλαβαν Άγιο
Πνεύμα. Εφόσον, κατά το σκεπτικό του, χωρίς το Άγιο Πνεύμα δεν υπάρχει
αθανασία, όσοι δεν το λαμβάνουν (κάποια στιγμή) αφανίζονται. Μάλιστα
αναφέρει σαφώς ότι οι πονηροί δεν θα αναστηθούν (σελ. 52). Όμως, στα
δισεκατομμύρια των ανθρώπων δεν υπάρχουν μόνο όσοι δέχτηκαν το Άγιο
Πνεύμα και όσοι το απέρριψαν, αλλά οι περισσότεροι δεν είχαν καν την
ευκαιρία να γνωρίσουν και να επιλέξουν. Είναι λοιπόν δυνατόν ο Χριστός
να έδωσε τη ζωή του για όλο τον κόσμο, καταδικάζοντας συνάμα όσους απλώς
έτυχε να μην έρθουν ποτέ σε επαφή με την Εκκλησία; Μήπως τελικά η Καινή
Διαθήκη δεν μιλάει μόνο για
αθανασία ή
αφανισμό, αλλά και για μια τρίτη οδό;
Ένα άλλο πρόβλημα του Cullmann είναι το ότι μόνος του οδηγείται στο
αδιέξοδο να μην μπορεί να εξηγήσει, όπως παραδέχεται, τι συμβαίνει στη
δήθεν μέση κατάσταση των ψυχών, πώς να συνδυάσει την ιδέα της αμοιβής με
την ιδέα της «κοίμησης», έκφραση που συχνά χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη
για τους αποθανόντες (τελικά ο Θεός παίρνει στον ουρανό τις ψυχές μόνο
και μόνο για να τις «βάλει για ύπνο»;). Η αδυναμία του αυτή οφείλεται
(1) στο ότι, κατά την άποψή μου, δεν έχει κατανοήσει επαρκώς το
λεξιλόγιο της Καινής Διαθήκης για τη σύσταση του ανθρώπου,[7]
επιμένοντας σε ένα είδος έστω ήπιου δυισμού στην Καινή Διαθήκη (σελ.
47-8), και (2) στο ότι εκλαμβάνει οντολογικά τις εκφράσεις ανακαίνισης
του εσωτερικού ανθρώπου από το Άγιο Πνεύμα καθώς και τις εκφράσεις
βεβαιότητας για την ήδη υφιστάμενη νίκη του Χριστού επί του θανάτου, ενώ
αυτές θα μπορούσαν να κατανοηθούν ηθικά και προφητικά (σελ. 61, 68-77).
Τέλος, προβληματική είναι η θέση του Cullmann ότι, στα «έσχατα», όλη η
κτίση θα απαλλαχτεί από την ύλη και θα γίνει πνευματική. Εκτός του ότι
δεν παρουσιάζει βιβλικά ντοκουμέντα για μια τέτοια άποψη, πέφτει στην
παγίδα που αγωνιά να αποφύγει, την πλατωνική υποτίμηση της ύλης (σελ.
63).
Τι λέει ο Φλωρόφσκυ
Ο Φλωρόφσκυ θυμίζει αρκετά τον Cullmann όταν τονίζει τον ιστορικό
χαρακτήρα της σωτηρίας (σελ. 105) και όταν λέει ότι «σώμα χωρίς ψυχή
είναι πτώμα, αλλά και ψυχή χωρίς σώμα είναι φάντασμα» (σελ. 99). Ο
Φλωρόφσκυ, σαν τον Cullmann, τονίζει την ανάγκη συνύπαρξης σώματος και
ψυχής, ώστε να είναι ο άνθρωπος πλήρης. Αρνείται εμφατικά την πλατωνική
ιδέα ότι η ψυχή πρέπει να ξεφύγει από το σώμα, αν και βέβαια το σώμα της
ανάστασης δεν είναι το βιολογικό αλλά κάτι αερώδες, «πλατωνικού τύπου»,
θα έλεγα.[8] Ποιες είναι, όμως, οι διαφορές με τη σκέψη του Cullmann;
Πρώτον, ο Cullmann θεωρεί ότι η αθανασία της ψυχής είναι δωρεά που
δόθηκε για πρώτη φορά την Πεντηκοστή στους πιστούς εν Χριστώ. Αντιθέτως,
ο Φλωρόφσκυ πουθενά δεν λέει κάτι τέτοιο. Από τα λεγόμενά του το μόνο
συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι θεωρεί την ψυχή «κατά χάριν
αθάνατη» λόγω του τρόπου που αυτή δημιουργήθηκε στην αρχή της ιστορίας
του ανθρώπου (σελ. 114). Αν προσφέρει κάτι ο θάνατος και η ανάσταση του
Χριστού, αυτό είναι η δυνατότητα αφθαρτοποίησης και του σώματος, άρα και
του όλου ανθρώπου στην ανάσταση (σελ. 102). Επίσης, ο Φλωρόφσκυ πουθενά
δεν λέει ότι η αθανασία χορηγείται μόνο στους πιστούς εν Χριστώ. Ο
Φλωρόφσκυ θεωρεί ότι
όλες οι ψυχές είναι κατά χάριν αθάνατες και ότι
όλων
τα σώματα θα αφθαρτοποιηθούν στην ανάσταση: «Η αθανασία θα δωρηθεί σε
όλους, εφ’ όσον όλοι μπορούν να απολαύσουν τη Θεία πρόνοια» (σελ. 103,
106-7). Ως εκ τούτου, συμπληρώνει, οι άδικοι θα βασανίζονται για πάντα.
Για να το διατυπώσω διαφορετικά, ο Φλωρόφσκυ ουσιαστικά μας λέει ότι ο
Χριστός θυσιάστηκε ώστε μερικά δισεκατομμύρια άνθρωποι να υφίστανται
αιώνια βάσανα και με το σώμα και με την ψυχή τους. Ειλικρινά, εγώ δεν
μπορώ να συλλάβω αυτό το είδος «δωρεάς» της αγάπης και της πρόνοιας του
Χριστού. Η σκέψη του Cullmann είναι πρόδηλα ανώτερη εν προκειμένω,
δεδομένου ότι η Καινή Διαθήκη σαφέστατα περιορίζει τη χορήγηση αθανασίας
στους πιστούς. Τρίτον, για τον Φλωρόφσκυ στον θάνατο ο Χριστός δεν
αντιμετώπισε την «απόλυτη εκμηδένιση», αλλά η ψυχή Του νίκησε τον θάνατο
κατά την κάθοδό της στον Άδη (σελ. 104-5). Πρόκειται για τη γνωστή
δοξασία της «Εις Άδου καθόδου». Έτσι λοιπόν, οι διαφορές στη σκέψη των
δύο θεολόγων είναι ολοφάνερες και αγεφύρωτες.
Εν αντιθέσει με τον Cullmann, ο Φλωρόφσκυ ασχολείται αρκετά με τις
δηλώσεις των Πατέρων παρά με αυτές της Καινής Διαθήκης, κάτι που φυσικά
είναι αναμενόμενο. Για να υποστηρίξει την απόρριψη της πλατωνικής
αθανασίας της ψυχής και εντούτοις να μείνει πιστός στις Ορθόδοξες
απόψεις, χρησιμοποιεί μια αντιιστορική μέθοδο: συγχωνεύει τις δηλώσεις
Πατέρων διαφόρων αιώνων και πρωτίστως διαφόρων σχολών σκέψης, από τον
Τατιανό μέχρι τον Δαμασκηνό (!), για να φτιάξει έναν δικό του μέσον όρο
απόψεων, που καθαυτόν αμφιβάλλω αν αντιπροσωπεύει επακριβώς κάποιον
Πατέρα από αυτούς στους οποίους αναφέρεται. Πώς μπορεί, λόγου χάρη, ο
Φλωρόφσκυ να συσχετίζει τον Ειρηναίο με τον Δαμασκηνό, όταν ο πρώτος
ήταν χιλιαστής και πίστευε στην εκμηδένιση των απίστων, ενώ ο δεύτερος
απέρριπτε τον χιλιασμό και πίστευε στα αιώνια βάσανα; Πώς είναι δυνατόν
να συνδυάζει τον Ιουστίνο με τον Αθανάσιο, όταν ο πρώτος απέρριπτε κάθε
πλατωνικό επιχείρημα για την αθανασία της ψυχής ενώ ο δεύτερος αντέγραφε
αυτολεξεί τον Πλάτωνα στα οντολογικά επιχειρήματα της αθανασίας; Πώς
είναι δυνατόν ο Φλωρόφσκυ να παρουσιάζει ως πανορθόδοξη την άποψη ότι
είναι κατάρα ο χωρισμός σώματος και ψυχής, όταν για τον Γρηγόριο Νύσσης,
και γενικά την αλεξανδρινή σχολή, αυτό θεωρείται μεγάλη ευλογία; Πώς
είναι δυνατόν ο Φλωρόφσκυ να ισχυρίζεται ότι απορρίπτει την αρνητική
άποψη του Πλάτωνα για το σώμα όταν ταυτόχρονα πιστεύει πως η βιολογική
υπόσταση του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και πως όλο το υλικό
σύμπαν πρέπει να αντικατασταθεί από ένα πνευματικό;
Γι’ αυτό και στην προηγούμενη δημοσίευσή μου είπα ότι η απόρριψη της
πλατωνικής αθανασίας της ψυχής από τον Φλωρόφσκυ είναι παιχνίδι με τις
λέξεις, και όχι ουσία. Είτε αποκαλέσουμε την ψυχή
φύσει αθάνατη είτε
κατά χάριν, αυτό δεν αλλάζει τίποτα στην Ορθόδοξη εσχατολογική διδασκαλία:
όλες οι ψυχές θεωρούνται αθάνατες και κάμποσα δισεκατομμύρια από δαύτες θα βασανίζονται εις τους αιώνας των αιώνων.
Επίλογος
Όπως είπα και στον πρόλογο της άρθρου μου για την ανθρωπολογία της
Παλαιάς Διαθήκης, η (εξαιρετικά καθυστερημένη) συνειδητοποίηση των
διαφορών μεταξύ της βιβλικής ανθρωπολογίας και της παραδοσιακής έχει
φέρει ένα κύμα αλλαγών στις διεθνείς βιβλικές σπουδές. Ο διεθνής σάλος
έχει ταράξει και τα νερά του ελληνικού μικρολίμανου, και έχω την
εντύπωση ότι έτσι δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα δύο αντίστροφα ρεύματα: από
τη μια, η συσπείρωση προς τις Πατερικές θέσεις και, από την άλλη, η
συσπείρωση προς τις βιβλικές θέσεις, ενώ θεωρητικά και οι δύο παρατάξεις
υποστηρίζουν τη συνέχεια και την εγγενή συμφωνία Βίβλου και Πατέρων.
Αυτή η συμφωνία μόνο με διαστρεβλώσεις μπορεί να υποστηριχθεί, είτε της
Βίβλου είτε των Πατέρων. Ίσως μερικοί να διαστρεβλώνουν και τα δύο,
πλάθοντας κάτι καινούργιο. Δεν θα είναι δα και η πρώτη φορά που
συμβαίνει αυτό.[9]
Τελευταία ενημέρωση 3 Ιουνίου 2011
Υποσημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές
[1] Γ.Δ. Μεταλληνός, Εγχειρίδιον: Αλληλογραφία π. Ι.Σ. Ρωμανίδου & καθ. Π.Ν. Τρεμπέλα, Αρμός, 2009, σελ. 224, 239-246.
[3] Πρωτεργάτης μιας πιο «συγκροτημένης» υπεράσπισης της θεωρίας ότι η
Ορθόδοξη παράδοση είναι παντελώς αυτόνομη και ανεπηρέαστη από τον
πλατωνισμό και εν γένει από την ελληνική φιλοσοφία (σε αντίθεση με τη
διεθνή επιστημονική άποψη) είναι ο Νίκος Ματσούκας, όπως μπορεί κανείς
να διαβάσει στο έργο του
Ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας (Βάνιας,
2001). Δεδομένου του θέματος που πραγματεύεται και της τολμηρής θέσης
του, εκκωφαντική είναι η σιωπή του Ματσούκα γύρω από τα ζητήματα της
ψυχής. Μα είναι δυνατόν να γράφεις βιβλίο για την «ιστορία της
φιλοσοφίας» και να μην αναφερθείς στην ψυχολογία; Ειλικρινά, όταν
ετοίμαζα το
Κεφάλαιο 4.1,
έψαξα στο έργο του να βρω κάποιες εξηγήσεις, κάποιες απαντήσεις,
κάποιες δικαιολογίες απέναντι στη διεθνή επιστημονική άποψη, αλλά δεν
κατάφερα να βρω τίποτα σχετικό. Αν κάποιος από τους αγαπητούς αναγνώστες
γνωρίζει πού θα μπορούσα να βρω σχόλια του Ματσούκα γύρω από την
πατερική ψυχολογία, θα χαρώ να μου τα κάνει γνωστά.
[5] Το τελευταίο σημείο δεν το θίγει μόνο για να δείξει τη διαφορά με
τον πλατωνισμό αλλά και για να απαντήσει στις απόψεις του Carl Barth,
που δίδαξε την στιγμιαία μετάλλαξη του όλου ανθρώπου στον θάνατο.—Σελ.
67.
[7] Η ανθρωπολογία της Καινής Διαθήκης θα αναλυθεί σε μελλοντικό άρθρο.