Ιωάννης Δαμασκηνός: Ο μεγάλος δογματικός της Εκκλησίας μας και υπερασπιστής των εικόνων
Του Ιωάννη Γ. Ζαχαράκη, Μ.Δ.Ε. Θεολογίας
Του Ιωάννη Γ. Ζαχαράκη, Μ.Δ.Ε. Θεολογίας
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους του 8ου αιώνα. Έλαβε τον τίτλο του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, αφού εκτός από ποιμένας, μοναχός και πρεσβύτερος στη Μονή του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη, περιοχή που ανήκε στο Αραβικό Χαλιφάτο, υπήρξε και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Έφερε, δηλαδή, το ειδικό χάρισμα, το ειδικό προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκει και να ερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζει σθεναρά τα μεγάλα δογματικά προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία. Και μια τέτοια, καίρια για τη σωτηρία των ανθρώπων, θεολογική κρίση που συντάραξε την Εκκλησία για περισσότερα από 100 χρόνια ήταν η αντιπαράθεση σχετικά με την προσκύνηση ή μη των ιερών εικόνων...
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γεννήθηκε στη Δαμασκό, πρωτεύουσα του Χαλιφάτου από το 661, και κατάγονταν από επιφανή ελληνοσυριακή οικογένεια της πόλεως. Από το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του ονομάσθηκε «Δαμασκηνός». Ο παππούς του Μανσούρ, δηλαδή Νικηφόρος ήταν ο διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες εισήλθαν το 634 στην πόλη και την κατέλαβαν. Ο πατέρας του Σέργιος, κατά μεν το βιογράφο του, Ιωάννη τον Η΄, πατριάρχη Ιεροσολύμων (12ος αι.) ήταν «Πραγμάτων Επίτροπος», κατά δε το Θεοφάνη το χρονογράφο, κατείχε το αξίωμα του «Λογοθέτη» στην κυβέρνηση του Χαλίφη Αμπτ-ελ-Μαλέκ (Αβιμέλεχ 685-705), θέση αντίστοιχη με αυτή του Υπουργού για υποθέσεις σχετικές με τους υπόδουλους χριστιανούς και ειδικότερα με την κατανομή και καταβολή των φόρων. Ο Κων/νος ο Ε΄ (740-775), γιος και νόμιμος διάδοχος του Λέοντα του Γ΄ (714-740), του πρώτου εικονομάχου βυζαντινού αυτοκράτορα και ένας από τους σφοδρότερους πολέμιους των ιερών εικόνων, αποκαλούσε χλευαστικά τον Ιωάννη αντί Μανσούρ (Νικηφόρος), Μανζέρ (νόθος).
Η χρονολογία γέννησης του Ιωάννη δύναται να τοποθετηθεί, όπως αρκετοί υποστηρίζουν, γύρω στο 680. Από μικρή ηλικία είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις εγκύκλιες, δηλαδή τις βασικές σπουδές του, κοντά στον ικανό διδάσκαλο και λόγιο μοναχό Κοσμά τον Ξένο ή Ικέτη εκ Καλαβρίας, ο οποίος όντας δούλος είχε εξαγορασθεί από τον πατέρα του. Σύμφωνα, μάλιστα, με ανεκδοτολογικές πηγές του βίου του ο πατέρας του βρήκε τον Κοσμά ενώ διερχόταν την αγορά της πόλης, όπου και τον συνάντησε. Βρισκόταν ανάμεσα σε άλλους δυστυχισμένους αιχμαλώτους των Σαρακηνών, οι οποίοι επρόκειτο άλλοι μεν να πωληθούν, άλλοι δε να φονευθούν. Επιδρομές Αράβων στη Σικελία και την Κάτω Σικελία μαρτυρούνται γύρω στο 700.
Ο Σέργιος παρατήρησε ότι μεταξύ των δούλων υπήρχε και ένας μοναχός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα λυπημένος. Τότε τον ρώτησε, γιατί είναι τόσο στεναχωρημένος, αφού ο ίδιος είχε επιλέξει, πριν ακόμα συλληφθεί, να εγκαταλείψει τον κόσμο και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, γνωρίζοντας άλλωστε ότι οι δοκιμασίες της ζωής είναι συμβατές με τη μοναχική ζωή. Επέμενε μάλιστα να τον ρωτά, γιατί φοβάται τόσο πολύ θάνατο, εφόσον πεθαίνοντας εγκαταλείπει τον παρόντα κόσμο της φθοράς και της ματαιότητας. Η απάντησή του ήταν συγκλονιστική, αφού όπως υποστήριξε δεν έκλαιε για τα δεινά του, αλλά για το γεγονός ότι ενώ ήταν μορφωμένος και ικανός δάσκαλος, δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις γνώσεις του και να αφήσει αντάξιους συνεχιστές του.