Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Χριστός Λυτρωτής


Χριστός Λυτρωτής
π. Ιωάννης Βερνέζος
ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΥΤΡΩΤΗΣ

Ο Χριστός είναι η αιώνια αγάπη. Πρόσωπο μοναδικό και εξαίρετο στην Ιστορία όλου του κόσμου. Η υπέροχη και απαράμιλλη διδασκαλία Του είναι ηθική επανάστασις. Προκαλεί ηθικές μεταμορφώσεις και θαυμάσιες επιστροφές. Εξημερώνει τους αγρίους και εκπολιτίζει τους λαούς. Καταργεί τη δουλεία και φέρνει την ισότητα και την αδελφότητα στους ανθρώπους. Αλλοιώνει και κλονίζει συστήματα και θεσμούς. Πηγή και ξεκίνημα μιας νέας δημιουργίας. Πέρασαν αιώνες και ο Χριστός παραμένει το αντικείμενο λατρείας σε όλες τις ζώνες της γης. Δεν υπάρχει τομέας της ανθρώπινης ζωής που να μην προτρέπει τον άνθρωπο να κάμει λεπτότερη τη συνείδησή του, καθαρότερη την πρόθεσή του. Δεν υπάρχει πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, δίκαιο, οικονομία, πολιτική, γράμματα, μουσική, εικαστικές τέχνες, αρχιτεκτονική, οποιαδήποτε εκδήλωση πολιτιστική που να μην έχει δεχθεί από τη διδασκαλία του Χριστού ιδιαίτερη ώθηση, έμπνευση, νέο ύφος.
Αίτιο της πνευματικής αυτής επανάστασης υπήρξε το πραγματικό και ιστορικό πρόσωπο του Χριστού.
Γεννήθηκε και έζησε σε ορισμένη ιστορική εποχή, σε γνωστό λαό και χώρα. Η ζωή Του συνδέθηκε με γνωστά ιστορικά πρόσωπα που έζησαν σε συγκεκριμέ¬νο και ακριβώς καθορισμένο ιστορικό περιβάλλον. Πραγματικό πρόσωπο, συγκεκριμένο άτομο του ανθρωπίνου γένους. «Γεννιέται, μοχθεί, κουράζεται, διψά, αισθάνεται χαρά και λύπη, κλαίει, πάσχει και πεθαίνει».

Προφητείες - Ιστορία
Η πρώτη αποκάλυψη για το Χριστό ξεκινά από την αρχή του ανθρώπινου γένους. Η πρώτη αγγελία της χαρούμενης είδησης λέγεται «πρώτο ευαγγέλιο» και βρίσκεται στο πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, οι μεγάλοι ιστορικοί της σταθμοί, η λατρεία της, το πνεύμα των προφητών της, συγκλίνουν στο πρόσωπο του Χριστού για να βρουν σε Αυτόν και το έργο Του το τελικό τους νόημα. Σε χιλιετίες φάνηκαν άνθρωποι φωτισμένοι που προείπαν - προφήτευσαν τον ερχομό του Χριστού. Οι προβλέψεις τους βγήκαν αληθινές. Θα είναι Θεός. Θα κατάγεται από το γένος του Δαβίδ. Θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ. Από Παρθένο. Ασύγκριτη θα είναι η υπεροχή της διδασκαλίας Του. Με μία υπέρτατη πράξη θυσίας θα μεταμορφώσει το ανθρώπινο γένος. Θα σταυρωθεί γι' αυτό, θα ταφεί, την Τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Θα αναληφθεί στους ουρανούς. Θα καθίσει στα δεξιά του Θεού. Θα στείλει το Άγιο Πνεύμα. Η βασιλεία Του θα είναι παγκόσμια, οριστική και πνευματική.
Πώς θα ήταν δυνατόν, αν δεν ήταν ο Θεός, σε διάφορους καιρούς και αιώνες, διαφορετικά πρόσωπα οι προφήτες, να συμφωνήσουν οι προφητείες τους στο πρόσωπο ενός και μόνου του Χριστού; Οι προφήτες είναι συνειδητά κήρυκες της αποκάλυψης του Θεού. Ο Χριστός είναι Θεός που στο Πρόσωπό Του πραγματοποιήθηκε το αληθινό και βαθύτερο νόημα όλων των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης.
Πέρα από τα Ιστορικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης ένα απέραντο ιστορικό υλικό επαληθεύει την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού. Οι: Πλίνιος, Τάκιτος, Σουετώνιος, Ιώσηπος, το Ταλμούδ, Φλάβιος Ιωσήφ αναφέρουν για το Χριστό και σχεδόν όλοι οι λαοί της προχριστιανικής εποχής περίμεναν κάποιον Λυτρωτή.
Οι Κινέζοι από τον ΣΤ' προ Χριστού αιώνα περίμεναν τον «Άγιο από τη Δύση».
Οι Βαβυλώνιοι έλεγαν: «Στη Δύση θα φανεί ένας μεγάλος Βασιλέας».
Οι Ινδοί περίμεναν: «Σωτήρα από Παρθένο, μεσίτη μεταξύ Θεού και κόσμου».
Οι Πέρσες περίμεναν: «Θεό εκ Θεού, δημιουργό και Λυτρωτή». Οι Αρχαίοι Έλληνες με τον Αισχύλο - Σωκράτη - Πλάτωνα περίμεναν: «Υιόν Θεού από Παρθένο για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους».
Οι Ρωμαίοι έλεγαν: «Θα κυβερνήσει Ένας Διδάσκαλος και Κυρίαρχος Θεός».
Και ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, σε μια σπηλιά της Βηθλεέμ. Αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Οκταβιανός, το 753 από το κτίσιμο της Ρώμης. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς κατοχυρώνει την Ιστορικότητα του Χριστού με αναφορά στους τοπικούς ηγεμόνες: «Ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου» και στη θρησκευτική ηγεσία του Ισραήλ: «Επί αρχιερέως Άννα και Καϊάφα».
Η ακριβής αυτή χρονολόγηση του Λουκά δικαιώθηκε πολλούς αιώνες μετά, όταν το κύμα του αθεϊσμού στην Ευρώπη θα προσπαθήσει να αποδείξει μυθικό και ανύπαρκτο το πρόσωπο του Χριστού. Οργανώθηκε όργιο άπατης. Σεσημασμένοι ψεύτες περπάτησαν τις πέντε Ηπείρους, ανέκριναν όλες τις φυλές της γης για να βρουν λόγια και σοφίες αρχαίων, που δήθεν πλαστογράφησε και χρησιμοποίησε ο ανύπαρκτος Χριστός. Ερεύνησαν τον Ησίοδο, Αιγυπτιακές επιγραφές, Ινδικά κείμενα, παροιμίες Εσκιμώων, αποφθέγματα Κομφουκίου, Λάο-Τσε, διδασκαλίες Βουδισμού, μάταια όμως. Πέρα από σπέρματα αλήθειας σ' αυτούς αποδείχθηκε ότι ο Χριστός, ο Διδάσκαλος της Τιβεριάδος με τη Γέννησή Του, με όσα είπε και έπραξε κατέσεισε και κατακρήμνισε έναν κόσμο ολόκληρο, φαύλο, με σαθρά θεμέλια, χωρίζοντας την παγκόσμια Ιστορία σε «προ» και «μετά Χριστόν». Η μεγαλειώδης διδασκαλία Του υπήρξε τόσο γόνιμη πραγματικότητα και εκινητοποίησε τόσα εκατομμύρια ανθρώπων, ώστε χρειάζεται αχαλίνωτη φαντασία για να υποστηριχθεί ότι το απαράμιλλο τούτο φαινόμενο θεμελιώνεται σε ένα χονδροειδή μύθο και σε ένα φανταστικό πρόσωπο.

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος - ΟμιλίαΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος - Ομιλία
TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
 Ομιλία εις τον Άγιον Απόστολον και Ευαγγελιστήν και εξαιρετικώς ηγαπημένον υπό του Χριστού Ιωάννην τον Θεολόγον
Εις την οποίαν γίνεται λόγος και περί της αγάπης
"προς τον Θεόν και προς τον πλησίον.
Σήμερα επιτελούμε την εορτήν ενός από τους προκρίτους Αποστόλους του Χριστού και ανευφημούμεν αυτόν ως πατέρα όλων όσων φέρουν το όνομα του Χριστού, ή καλλίτερον ως πατριάρχην των ουκ εξ αιμάτων, μηδ' εκ θελήματος σαρκός, μηδέ εκ θελήματος ανδρός αλλ' εκ Θεού γεν­νηθέντων1. Διότι, όπως ο Ιακώβ εγέννησε δώδεκα πατριάρχας κατά σάρκα, από τους οποίους προήλθαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ2, έτσι και ο Χριστός ανέδειξε πνευματικώς τους δώδεκα μαθητάς3, αφού την θέσι αυτού που εξέπεσε ελεεινώς4 την ανεπλήρωσε ο μέγας Παύλος, εις τον οποίον φανερώθηκε ο Χριστός εκ του ουρανού5. Εάν όμως δεν υπάρχουν και εδώ φανερώς ισάριθμες φυλές, δεν είναι καθόλου παράδοξο, διότι τα πνευματικά διαιρούνται αδιαιρέτως. Έτσι, αν και οι αισθήσεις του σώματος φαίνονται πως είναι πέντε, όμως η αίσθησις της ψυχής είναι μία, διαιρουμένη αδιαιρέτως. Αλλά και οι δώδεκα πηγές των υδάτων εις τας οποίας εστρατοπέδευσαν οι Ισραηλίτες υπό την ηγεσία του Μωυσέως και έσβησαν την δίψα που τους επροξένησε η οδοιπορία μέσα στην έρημο6, αυτούς τους δώδεκα προετύπωναν. Διότι αυτοί είναι που απήλλαξαν με τα πνευματικά ύδατα το ανθρώπινο γένος, το οποίον προηγουμένως επορεύετο δια μέσου αβάτων ερήμων της αθεΐας, από τον καύσωνα της ειδωλομανίας. Αλλά και οι δώδεκα λίθοι τους οποίους έστησε ο Ιησούς του Ναυή εις τα Γάλγαλα σαν μαρτυρία της θαυμαστής διαβάσεως του Ιορδάνη7, αυτούς τους δώδεκα προετύπωναν. Διότι αυτοί είναι σ' εμάς αιώνια μαρτυρία, ότι ο αληθινός Ιησούς αναχαίτισε το ρεύμα της αμαρτίας που κατέκλυζε την οικουμένη και έδωσε σ' αυτούς που τον υπακούουν την δυνατότητα να διαπεράσουν την οδό του βίου αναμαρτήτως, όπως στους Ισραηλίτες δόθηκε η δυνατότητα να διασχίσουν τον Ιορδάνη δίχως να βραχούν.
Αλλ' αυτά βέβαια και τα παρόμοιά τους, ακόμη και η κλήσις από τον ίδιο τον Χριστό, τον μονογενή Υιό του Θεού, είναι κοινά σ' όλους τους Αποστόλους. Αυτός όμως που εορτάζουμε δεν είναι μόνον κλητός Απόστολος8, αλλά συναριθμείται ανάμεσα στους εκλεκτούς. Διότι δεν είναι απλώς εκλελεγμένος απ' όλο το γένος των ανθρώπων που ζουν κάτω από τον ουρανό, αλλά και εκλεκτός ανάμεσα σ' αυτούς τους εκλελεγμένους και κορυφαίος του κορυφαίου χορού των Αποστόλων και ομόστοιχος με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, τους επιλέκτους. Γι' αυτό, αφού τον ξεχώρισε μαζί μ' αυτούς ο Σωτήρ από τους υπολοίπους, τον ωδήγησε στο Θαβώριο όρος και άκουσε την συνομιλία του Χριστού με τον Μωυσή και τον Ηλιού και αντίκρυσε κατά θεϊκό τρόπο το μεγάλο και υπερφυσικό εκείνο θέαμα, την αίγλη δηλαδή του φωτός της θεότη­τος του Υιού, η οποία υπερήστραψε απορρήτως. Στο τέλος άκουσε και την πατρική φωνή, που απευθύνεται μόνο προς τον Χριστό, ούτος εστιν

ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Η αληθινή μετάνοια


Η αληθινή μετάνοια

 
       Συμβαίνει, αγαπητοί μου, λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συχνά ο άνθρωπος στον κόσμο να φοβάται πολύ. Φοβάται μη αρρωστήσει, μη πάθει κάτι άσχημο, μη του κάνουν κακό, μη δεν επιτύχει, μη δεν προοδεύσει, μη εκτεθεί, μη δεν τιμηθεί, μη δεν αναγνωρισθεί. Για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του δεν πολυνοιάζεται, δεν φοβάται, δεν αγωνιά, μόνο ελπίζει στον Πολυεύσπλαχνο Θεό, αν βέβαια πάλι νοιάζεται και ενδιαφέρεται. Δεν αγαπά πολύ τη σωτηρία του φαίνεται σήμερα ο άνθρωπος. Γιατί άραγε; Τί είναι αυτό που τον κάνει ν' αμαρτάνει εύκολα και να μετανοεί δύσκολα; Είναι τόσο δύσκολο ν' αλλάξει ο άνθρωπος; Είναι υποτιμητικό να ζητήσει συγχώρεση; Είναι αναξιοπρεπές να ταπεινωθεί; Τον ομιλητή παρακαλώ καλείσθε ν' ακούσετε ως αδελφό σας, ως συναγωνιστή και όχι σαν αυστηρό δάσκαλο. Θα προσπαθήσει ν' απαντήσει στα βασικά και καίρια παραπάνω ερωτήματα. Θα χρησιμοποιήσει προς τούτο την απαράμιλλη Αγία Γραφή, τη θεοκίνητη Πατρολογία και τον μυροβόλο Συναξαριστή.
       Το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι, θα πρέπει πάντα να είναι, περί μετανοίας. Αυτό ήταν το κήρυγμα όλων των προφητών της Π. Διαθήκης έως του Τιμίου Προδρόμου, αυτό ήταν και του Χριστού. Η μετάνοια δημιουργεί το κατανυκτικό κλίμα της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, της θεωρίας του Θεού, της συναντήσεως με Αυτόν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης, ο διαπρύσιος κήρυκας της χάριτος και του φωτός, λέγει χαρακτηριστικά πως η αληθινή μετάνοια είναι αρχή, μέση και τέλος της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. Όλοι μα όλοι έχουμε ανάγκη μετανοίας, γιατί ουδείς αναμάρτητος. Η πνευματική ζωή αρχίζει οπωσδήποτε με τη μετάνοια. Το έργο της δεν παύει ποτέ. Ο Μ. Βασίλειος λέγει πως όλος ο ανθρώπινος βίος είναι προς μετάνοια. Ο ατελής άνθρωπος θέλει συνεχή αγώνα για να πλησιάσει τον Παντέλειο Θεό. Ατέλεστος η τελειότητα θα πει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Δεν υπάρχουν νιρβάνα στην Ορθοδοξία, όπου παύεις τον αγώνα και επαναπαύεσαι μακάρια. Ο αγώνας είναι έως του τάφου, ασταμάτητος, αδιάκοπος.
       Ο μεγάλος δογματικός πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει πως μετάνοια σημαίνει επάνοδο από το παρά φύση στο κατά φύση και όδευση προς το υπέρ φύση. Είναι πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ' ομοίωση.

Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενοςΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
 Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος
 
       Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η εξομολόγηση δεν είναι μία τυπική, από συνήθεια «για το καλό» και λόγω των επικείμενων εορτών, βεβιασμένη και πρόχειρη πράξη από ένα και μόνο καθήκον ή υποχρέωση και προς ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θα πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε με τη μετάνοια. Μας έλεγε Αγιορείτης Γέροντας: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν! (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).
       Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής και λύπης, για την απομάκρυνση από τον Θεό διά της αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δεν συνδυάζεται με την αφόρητη θλίψη, την υπερβολική στενοχώρια και τις αδυσώπητες ενοχές. Τότε δεν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα του «εγώ», θυμός με τον εαυτό μας, που εκδικείται γιατί εκτίθεται και ντροπιάζεται και δεν ανέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νου, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος της αμαρτίας. Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη της αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία και διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως με τον Χριστό διά της Χάριτος του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος. Η μετάνοια ξεκινά από τα βάθη της καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στο μυστήριο της θείας και ιεράς εξομολογήσεως.
       Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινά ενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει τον εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι' αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.

Ο πόνος στη ζωή μας


Ο πόνος στη ζωή μας
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Αφιέρωμα σε όλους εκείνους που με υπομονή κι ελπίδα σηκώνουν τον σταυρό τους
Γιατί να πονώ Θεέ μου;
Είναι αλήθεια πως σήμερα υπάρχει άφθονος σω­ματικός και ψυχικός πόνος. Άλλοτε ευθύνεται γι' αυ­τόν ο άνθρωπος και άλλοτε όχι. Σημασία έχει την ώ­ρα του πόνου κάποιος να τον συνδράμει. Να μη τον α­φήσει ν' απογοητευθεί, να πνιγεί στη μοναξιά, να πο­νέσει ακόμη πιο πολύ.
Με αυτή την προοπτική γράφθηκε και το κείμενο που ακολουθεί, από ένα άνθρωπο που πόνεσε πολύ. Γνωρίζω πως ο πόνος σ' έφερε στο κρεβάτι του πόνου ή σ' έκλεισε στο σπίτι σου. Η επίσκεψη του πόνου στη ζωή σου δεν είναι ασφαλώς κάτι δίχως σημασία και σκοπό. Δεν είναι καθόλου ένα τυχαίο γεγονός. Δεν πιστεύουμε στην τύχη. Το Ευαγγέλιο λέει πως κάτω από τη ματιά του Θεού είναι και το πέσιμο του κάθε φύλλου από το δένδρο. Πόσο μάλλον από τα προβλήματα των παιδιών Του. Ο Θεός δεν παύει ποτέ να ενδιαφέρεται για τα μετάνοια και τη σωτηρία μας και προσφέρει μύριες ευκαιρίες και ανοίγει διάφο­ρους δρόμους.
Αν την υγεία μας, αγαπητοί μου, τη σπαταλήσαμε σε ανώφελα έργα, καλούμεθα τώρα, να μελετήσουμε το παρελθόν, να δούμε βαθύτερα τον όχι και τόσο γνωστό εαυτό μας. Είναι μία μεγάλη ακόμη ευκαιρία που μας δίνει ο Πανάγαθος Θεός, για να σκύψουμε μέσα μας, να μετανοήσουμε ειλικρινά, να προσευχηθού­με θερμά, να γνωρίσουμε την ακένωτη χάρη των ιε­ρών μυστηρίων της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η ασθένεια δεν προέρχεται, αδελφοί μου, από την τιμωρία ενός εκδικητή Θεού. Η αντίληψη αυτή είναι ανορθόδοξη, πέρα για πέρα λαθεμένη. Ο Θεός μας μόνο αγαπά και δεν τιμωρεί τα πλάσματά Του. Ο Θε­ός είναι μακρόθυμος, πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, πανάγαθος και αληθινός. Τ' όνομα του Θεού είναι α­γάπη, λέει ο αγαπημένος του μαθητής Ιωάννης ο Θε­ολόγος. Παραχωρεί, επιτρέπει παιδαγωγικά προς βοή­θεια την ασθένεια, για να μας φρονηματίσει, να μας διορθώσει, να μας προσγειώσει και ταπεινώσει. Ο πό­νος έτσι μπορεί να γίνει αφορμή, για μία πιο ουσια­στική και βαθειά γνωριμία μας με τον Θεό, και όχι να τα βάλουμε μαζί του. Ο πόνος μπορεί να μας συνδράμει να γίνουμε πιο ανεκτικοί και συμπονετικοί με τους αδελφούς μας και να γνωρίσουμε τον άγνωστο ε­αυτό μας. Είπαν ορθά πως όποιος έχει υποφέρει πολύ μοιάζει μ' εκείνον που γνωρίζει πολλές γλώσσες κι έ­τσι μπορεί να καταλάβει πολλούς και να τον καταλά­βουν πολλοί.
Αν εκμεταλλευθούμε την πράγματι σημαντική ευ­καιρία, μπορεί ο σωματικός πόνος να γίνει θεραπευ­τής της αθάνατης ψυχής μας. Ο πόνος τότε θα γίνει ευλογία. Δεν ζητάμε βεβαίως εμείς οι πιστοί τον πόνο νοσηρά στη ζωή μας. Η Εκκλησία μας πάντοτε εύχε­ται υπέρ υγείας και διαφωτίσεως των τέκνων της. Εάν έλθει όμως ο πόνος να τον υπομείνουμε καρτερικά κι ελπιδοφόρα και θα έχουμε, αλήθεια, μεγάλο κέρδος. Με τον τρόπο αυτό ο σκοπός της δοκιμασίας μας θα έχει επιτευχθεί, αφού θα έχει μαλακώσει η καρδιά μας και θα έχουμε βοηθηθεί στο να γνωρίσουμε τον πραγ­ματικό εαυτό μας και τον Θεό μας.

Π. Άγγελος Αγγελακόπουλος. Ο διάλογος με την Σαμαρείτιδα και οι σύγχρονοι Οικουμενιστικοί διάλογοι



Π. Άγγελος Αγγελακόπουλος. Ο διάλογος με την Σαμαρείτιδα και οι σύγχρονοι Οικουμενιστικοί διάλογοι
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ,  ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥΣ  ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
Ἐν Πειραιεῖ 28-5-2015πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σήμερα, Κυριακή Ε΄ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος.
Εἶναι γνωστός ὁ θεολογικός διάλογος τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σαμαρείτιδα, τήν μετέπειτα ἁγία Φωτεινή. Ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Σαμαρείτιδος ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο παρουσιάζει τόν Μεσσία Χριστό νά στέκεται παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί νά συνδιαλέγεται μέ μία αἱρετική καί κατεγνωσμένη γιά τόν ἄστατο βίο της Σαμαρείτιδα. Συνδιαλέγεται αὐτός ὁ ἄχραντος καί ὑψηλός Θεός μέ ἕνα πλάσμα καταφρονημένο καί ἐσκοτισμένο ἀπό τήν φιληδονία καί τίς λανθασμένες ἐπιλογές τοῦ βίου. Καί ἴσως τό πλέον παράδοξο δέν εἶναι ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ ἐπαφή Του μ'αὐτά τά πλάσματα, πού μυρίζουν καί ἐμπνέουν θάνατο. Ὁ Θεός διαλέγεται καί ἐπιλέγει αὐτό ἀκριβῶς, πού καταφρονεῖται ἀπό τόν ἰουδαϊκό καί σύμπαντα τόν ἀρχαῖο κόσμο, δηλ. τό θῆλυ, τό ἁμαρτωλό, τό ἀλλόθρησκο, τό ἀκοινώνητο. Φυσικά, ἡ κατάληξη εἶναι νά τό μεταμορφώσει σέ ἅγιο καί ξεχωριστό καί κοινωνικό τῆς Θεότητος. Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατά βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή τῆς Σαμαρείτιδος, μέ ἄριστο παιδαγωγικό τρόπο τή διαφωτίζει. Τή μεταφέρει ἀπό τήν ὕλη στό πνεῦμα, ὑψώνει τό νοῦ της στίς ἰλιγγιώδεις κορυφές τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καί τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπό τόν Κύριο τήν ὑψίστη ἀποκάλυψη· ὅτι αὐτός, μέ τόν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου! Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας. Ἐπίσης εἶναι ἐλεγκτικός. Ὁ Κύριος ὄχι μόνο κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[1]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλώντας, ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά Του Ἀποστόλους «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»[2]; Ὁ δὲ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττε·  «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[3].
Συγκρίνοντας τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μας μετά τῆς Σαμαρείτιδος μέ τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς οἰκουμενιστικές ἀρχές τῆς δῆθεν «διευρυμένης ἐκκλησίας» καί τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ». Γι' αὐτόν τόν λόγο ἀποδεικνύονται ὅτι εἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι, ἀνειλικρινεῖς καί μή ἐλεγκτικοί, ὑποκριτικοί καί ἀνθρωπάρεσκοι.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ἀποσύνδεση τῆς ὁμολογίας ἀπό τήν ἀσκητικότητα, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας, ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις, ἡ ὑπογραφή κοινῶν αντορθοδόξων κειμένων καί οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές[4].
Μέ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τῶν διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ τήν βασική προϋπόθεση,  ὅμως, οἱ διάλογοι αὐτοί θά πρέπει νά στηρίζονται σέ σωστές ἐκκλησιολογικές, θεολογικές καί ποιμαντικές ἀρχές καί δόγματα.
Ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι διάλογος ἀγάπης ἀπό τή μιά πλευρά, ἀλλά καί ἀληθείας ἀπό τήν ἄλλη. «Ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία καί ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη». Ὁ διάλογος ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί θετικός, ἀλλά καί ἀρνητικός στόν διάλογο. Πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας διαλέχθηκε μέ τούς ἁμαρτωλούς, π.χ. ὅπως ἀναφέραμε μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀλλά, ταυτόχρονα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἦταν αὐτός, πού ἀρνήθηκε τόν διάλογο, π.χ. μέ τόν Πιλάτο καί τούς Ἀρχιερεῖς. Ἐπιπροσθέτως, ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνος μέ τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Ἀπ. Παύλου καί τήν τακτική τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἑπομένως, συμφωνοῦμε μέ τόν σωστό, ὀρθόδοξο διάλογο, ἀλλά διαφωνοῦμε μέ τόν οἰκουμενιστικό διάλογο.
Οἱ οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται  ὅτι στούς διαλόγους δίνουν μαρτυρία πίστεως. Ἄς μᾶς δείξουν,  ὅμως, ἕνα τουλάχιστον καρπό μετανοίας καί μεταστροφῆς αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῶν διαλόγων.  Μετά ἀπό 100 καί πλέον χρόνια διαξαγωγῆς τῶν διαλόγων οὔτε ἕνας αἱρετικός ἤ ἀλλόθρησκος δέν ἐπέστρεψε στήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι φοβερή ἡ καταγγελία τοῦ ἐπί 20ετίας συμπροέδρου τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας                     κ. Στυλιανοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τόν διάλογο «ἀνόσιο παίγνιο»[5].
Μᾶς κάνει ἐπίσης ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἔγιναν καί γίνονται ἐπί ἑκατό χρόνια περίπου οἱ διάλογοι αὐτοί τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων, δέν ἔγινε καί δέν γίνεται κανένας διάλογος ἐνδοορθόδοξος. Γιατί ἄραγε; Ὅλος ὁ διάλογος ἐξαντλεῖται πρός τούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί παραθεωρεῖται ὁ διάλογος μέ τούς Ὀρθοδόξους.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει τόν ἑπόμενο μήνα στήν Κρήτη λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι μία διευρυμένη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τό ἐπίσημο κείμενό της ὑπό τόν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[6], ἀποπειρᾶται νά νομιμοποιήσει, νά θεσμοθετήσει καί νά κατοχυρώσει ὡς ἐπίσημη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ συνοδική ἀπόφαση τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς διαλόγους καί τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς. Λέει, λοιπόν, τό κείμενο στις παραγράφους 5 ἕως 15 :  
«5) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
6) Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
7) Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
8) Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
9) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται. Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
10) Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ᾽ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11) Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
12) Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους.
13) Ἐν τούτοις, ἐπιβάλλεται, ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ὅπως ἀναληφθῇ προσπάθεια συντονισμοῦ τοῦ ἔργου τῶν διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἡ ὑπάρχουσα ἄρρηκτος ὀντολογική ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀποκαλύπτηται καί ἐκδηλοῦται καί ἐν τῷ χώρῳ τῶν διαλόγων τούτων.
14) Ἡ περάτωσις οἱουδήποτε ἐπισήμως κηρυχθέντος θεολογικοῦ διαλόγου συντελεῖται διά τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τῆς ἀντιστοίχου Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ὁπότε ὁ Πρόεδρος τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὑποβάλλει ἔκθεσιν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος, ἐν συμφωνίᾳ καί μετά τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κηρύσσει τήν λῆξιν τοῦ διαλόγου. Οὐδείς διάλογος θεωρεῖται περατωθείς πρίν ἤ κηρυχθῇ λήξας διά τοιαύτης πανορθοδόξου ἀποφάνσεως.
15) Ἡ μετά τήν τυχόν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου θεολογικοῦ τινος διαλόγου πανορθόδοξος ἀπόφασις διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δέον ὅπως ἐρείδηται ἐπί τῆς ὁμοφωνίας πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
 Ἡ §5 : «Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῶν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν, δέον νά ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία συµµετέχει εἰς τούς διαλόγους µετά τῶν αἱρετικῶν, διά τήν ἐπαναφοράν των εἰς τήν πίστιν, τήν παράδοσιν καί τήν ζωήν αὐτῆς. Ὅμως, ὡς διαπιστοῦται τελευταίως, οἱ διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς αἱρετικούς ἔχουν ἀναντιρρήτως καὶ πανθομολογουμένως ἀποτύχει, διό καὶ ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τους».
Ἡ §6 : «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅριά της, καθώς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπεκόπησαν ἐξ αὐτῆς καί δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς. Πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων αἱρέσεων καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς αἱρετικούς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἐπιστροφήν των εἰς τήν Ἐκκλησίαν».   
Ἡ §7 : «Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, αἱ πλεῖσται κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12)».
Ἡ §8 : «Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν αἱρετικῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κατανόησιν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τούς αἱρετικούς δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου».
Οἱ §9 ἕως 15 πρέπει νά διαγραφοῦν καί νά γραφεῖ : «Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτιμηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Τέλος, ἡ §11 : «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τήν λύσιν τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἐννέα Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ἐπιλύσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δέν δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
Ἐπίσης, τό προαναφερθέν κείμενο τῆς Συνόδου στίς παραγράφους 16 ἕως 21 κάνει λόγο γιά τούς διαλόγους σχετικά μέ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» μᾶλλον Αἱρέσεων. Λέει τό κείμενο :
«16) Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.) καί τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.). Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι ἰδίαν αὐτῶν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
17) Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
18) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως.
19) Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ Ἐκκλησίαι καί αἱ Ὁμολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2).
20) Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων).
21) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ᾽ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τη ν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου, ὅπως καί οἱ προηγούμενοι, εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
Ἡ §16 : «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κινήσεως εἶναι τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Τό «Π.Σ.Ε.» ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ θεολογική ταυτότης τοῦ «Π.Σ.Ε.» παραμένει σαφῶς προτεσταντική καί, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὀμογενοποιητικός μηχανισμός, πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτήρος, «ἑνότητα». Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» («Κ.Ε.Κ.») καί τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» («Σ.Ε.Μ.A.»). Ταῦτα μετά τοῦ «Π.Σ.Ε.» οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα), συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ὡρισμέναι κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἀπέβησαν μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε». Τά Πάνσεπτα Πατριαρχεῖα Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ «Π.Σ.Ε.», τό μέν πρῶτο ἐν ἔτει 1997, τό δέ δεύτερο ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχοντα ἀρνητικήν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων ὀργανισμῶν δραστηριότητας».

Ἡ §17 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται καθ'ὁλοκληρίαν τήν εἰσήγησην τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν συμμετοχήν Αὐτῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.», συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998), διότι δι’αὐτῆς ἐγκρίθησαν καί προτάσεις γιά «ὀμολογιακή κοινή προσευχή» καί «διομολογιακή κοινή προσευχή», αἱ ὁποῖαι εἰσί ἐντελῶς ἀντίθεται πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν, καί ἀποβλέπουσι εἰς τήν προαγωγήν τῆς ὀρατῆς ἑνότητος τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» μέ προτεσταντικάς ἐκκλησιολογικάς προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι αὐτὸ τὸ Πανάχραντον Θεανθρώπινον Σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δέν ἐπιζητεῖ πλέον τήν «ὀργανικήν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν Αὐτῆς εἰς τὸ «Π.Σ.Ε», τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισμός”, μία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ‘’ἐκκλησιῶν’’, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν μόνον “μέλη ὀργανικῶς μεταξὺ των συνδεδεμένα’’».

Ἡ §18 : «Ἡ Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ «Π.Σ.Ε.», οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν αἱρέσεων» μετά τῆς Ἐκκλησίας καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τόν ἐγκεντρισμόν τῶν αἱρετικῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ὁ μοναδικός σκοπός τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ νόημα τῆς παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι νὰ βοηθήσουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν, ἡ ὁποία δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως».

Ἡ §19 : «Αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.» τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ αἱρετικαί κοινότηται, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι ἤσσονος σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον, διότι δέν μπορεί νά εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις  τοῦ Toronto, § 2). Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό «Π.Σ.Ε.» δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία».

Ἡ §20 : «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ἐκκλησίας µετά τῶν αἱρέσεων γίνονται ἐπί τῇ βάσει τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν ἐννέα Οἰκουµενικῶν Συνόδων (σχ. βλ. τούς Ἱερούς Κανόνας 46, 47, 50 καί 68 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκ. Συν., 7 τῆς Β΄ Οἰκ. Συν., 95 τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συν., 7 καί 8 τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, 1, 5, 20 καί 47 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τούς 18 Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ).Ἡ εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γίνεται µέ τήν ἀρχήν τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονοµίας. Ἡ δέ οἰκονοµία τηρεῖται, ὅταν µία αἵρεσις τελεῖ τό βάπτισµα µέ τριτήν κατάδυσιν καί ἀνάδυσιν κατά τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν µορφήν καί τήν ὁµολογίαν τῆς Ἁγίας, ὁµοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ὅμως, διά τήν εἰσδοχήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τούς ὁποίους προβλέπεται ἡ χρήσις τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως, ἀπαιτεῖται α) ρητή καί κατηγορηματική ἄρνησις διά λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεως, εἰς τήν ὁποίαν ὑπάγονταν πρίν, β) πλήρης ἀποδοχή τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) ἀναθεματισμός τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρέσεων, εἰς τάς ὁποίας μέχρι τῶρα ὑπάγονταν, δηλ. τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων», καί δ) ἀναθεματισμός τῶν ἀποδεχομένων τάς αἱρετικάς διδασκαλίας των.

Ἡ §21 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιθυμεῖ πλέον τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις». Ἐκτιμᾶ ἀρνητικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα κείμενα (σχ. βλ. «Κείμενο Λίμα 1982 – Βάπτισμα, Εὐχαριστία καί Ἱερωσύνη» [ΒΕΜ - Baptism, Eucharist and Ministry]), διότι εἶναι πλήρη προτεσταντικῶν κακοδοξιῶν, διό καί πολλαί κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ἔχουν διατυπώσει κατ’  επανάληψιν σοβαράς ἐπιφυλάξεις διά τά κείμενα ταύτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται εἰς ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανή καί ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας συντελούνται σήμερα ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.». Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν κατηγορηματικήν διαφωνίαν αὐτῆς εἰς τά ἐκφυλιστικά φαινόμενα, πού λαμβάνουν χῶρα εἰς τό «Π.Σ.Ε.», ὅπως π.χ. «Λειτουργίας τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχή τοῦ σοδομισμοῦ ἐκ πολλῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» κ.ο.κ., πρακτικαί αἱ ὁποίαι εἰσί πρόσφατοι καρποί τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας».


[1] Ἰω. 4, 17-18,22.
[2] Ἰω. 6, 66-67.
[3] Β΄. Κορ. 2, 17 καί Α΄ Θεσ. 2, 4. Σχ. βλ. ΣΥΝΑΞΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι». Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, 14-11-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, http://www.imp.gr/home-4/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou-2013/40-ποιμαντορικοί-εγκύκλιοι-σεβασμιωτάτου-2013/471-ποιμαντορικη-εγκυκλιοσ-επι-τηι-κυριακηι-τησ-ορθοδοξιασ-2013.html
[5] ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠ. ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Ἐπειδή ὅμως, μετά τήν 20ετή ἐπίπονη Προεδρία μου εἰς τόν "Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, παραιτήθηκα οἰκειοθελῶς, διά νά μήν ἔχω πλέον οὐδεμίαν σχέση μέ ἕνα τέτοιο "ἀνόσιο παίγνιο", θά πρέπει σήμερα συμπληρωματικῶς, πρός ὅσα ἐδημοσιεύθησαν μέχρι καί προσφάτως, νά δηλώσω ἐπιγραμματικά μόνον τοῦτο : Δέν θά ἐφανταζόμουν ὅτι θά ἐδικαιώνοντο τόσο γρήγορα καί τόσο ἀποκαλυπτικά οἱ ταπεινές κρίσεις μου, περί τοῦ προσώπου καί τοῦ συνολικοῦ ἔργου τοῦ Καρδιναλίου Joseph Ratzinger, πρό τῆς ἀνυψώσεώς του εἰς τόν Παπικό Θρόνο ἀφ’ἑνός, καί τή μετά ταῦτα αἰφνιδία "μεταμόρφωσή" του εἰς τόν πλέον ἀνεπιφύλακτον κήρυκα τῶν μεσαιωνικῶν μυθευμάτων τῆς Παπωσύνης», http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=503&Itemid=2, http://oodegr.co/oode/papismos/stylianos_papikoi1.htm, http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/06/aystralias-stylianos-koroidia-o-dialogos-me-toys-papikoys.html

Καταδικάστηκε ο Άγιος Φώτιος ο Μέγας από Οικουμενική Σύνοδο;



Καταδικάστηκε ο Άγιος Φώτιος ο Μέγας από Οικουμενική Σύνοδο;
Φώτης Τσακίρης, Θεολόγος 
Για μερικούς, σαν σήμερα (28 Φεβρουαρίου): “Το 870 ολοκληρώνονται οι εργασίες της 8ης Οικουμενικής Συνόδου (4η Κωνσταντινουπόλεως), με τον αφορισμό του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, λόγω αντικανονικής εκλογής του. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα” (βλ. http://www.sansimera.gr/almanac/2802). Το τραγικό αυτό λάθος το έχουν δυστυχώς αντιγράψει και πολλές άλλες ιστοσελίδες1.

Για του λόγου το αληθές λοιπόν παραθέτουμε τα εξής:

Η 8η Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το 879-880 μ.Χ. στη Κωνσταντινούπολη, από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Σε αυτήν ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φώτιος (858-867, 877-886). Η σύνοδος επικύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται. Επιπλέον καταδίκασε τις αιρετικές Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809)]2.

Όχι βέβαια ότι δεν υπήρξε “σύνοδος” η οποία αφόρισε τον Μ. Φώτιο, όμως εκείνη ήταν αντικανονική. Συγκεκριμένα μετά την (δια του αυτοκράτορος) απομάκρυνση του Πατριάρχου Ιγνατίου, τοποθετήθηκε στο Πατριαρχικό θρόνο ο Μ. Φώτιος και μάλιστα χωρίς να το θέλει. Τότε οι «Ιγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης και αφόρισαν τον ιερό Φώτιο ανακηρύσσοντας Πατριάρχη πάλι τον Ιγνάτιο. Βέβαιο ο Μ. Φώτιος δεν μπορούσε να μείνει άπραγος. Έτσι λοιπόν συγκάλεσε σύνοδο στο ναό των αγίων Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος ζητήματος. Η Σύνοδος καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των «Ιγνατιανών» και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον Πατριάρχης και ότι εάν διεκδικούσε και πάλι την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτόματα θα υφίστατο την ποινή τής καθαιρέσεως και του αφορισμού3..

Δεν παραθέτουμε παραπάνω στοιχεία, διότι δεν το θεωρούμε αναγκαίο. Είναι ηλίου φαεινότερο το ότι ο Άγιος Φώτιος ο Μέγας, ΔΕΝ είναι αφορισμένος, αφού η Εκκλησία μας τον εορτάζει στις 6 Φεβρουαρίου.

Ελπίζουμε μόνο να είναι απλώς μια παραβλεψία η παραπάνω καταχώρηση και ότι θα διορθωθεί πάραυτα.

Παραπομπές:

1.Βλ. http://www.onalert.gr/default.php?pname=Article&catid=41&art_id=22878

2. Πατερική Θεολογία “Οικουμενικές Σύνοδοι” βλ. http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/05/109.html

3Ι.Ν. Αγίου Φωτίου “Άγιος Φώτιος ο Μέγας” βλ. http://www.agiosfotios.gr/p/agios-fotios-o-megas.html

Το '21 και οι Συντελεστές του - Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός


Το '21 και οι Συντελεστές του - Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις
Το '21 και οι Συντελεστές του
Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
[ Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995 (απόσπασμα) ]
Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις
Ένα από τα φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας-αυτόχρημα αναιρετικό της ιστορικής επιστήμης- είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ιστορικών δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δεν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ένα δε από τα ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής για τον Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη ιστορία, είναι το 1821, ή Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Έθνους και ο αληθινός χαρακτήρας της. Το '21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους και γι' αυτό όλες oι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να σφετερισθούν τη δόξα του.

Μια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το '21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται στους συντελεστές του. Γι' αυτούς το '21 είναι "σημείον αντιλεγόμενον (Λουκ.2,34) και ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος "να ξαναγραφεί η ιστορία". Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, που επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας.

Κυρίως πολεμείται η θέση του "ανωτέρου" (λεγομένου) Κλήρου(1) στον Αγώνα και αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του Ράσου σ' αυτόν. Επισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα "επιχειρήματα" όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η ιδεολογικοποιημένη αυτή "ιστορική ερμηνεία" αναπαράγεται, συνεχώς, και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις. Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων ειναι η Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πρίν ακόμη γνωρίσει την ιστορική αλήθεια.

Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των οργανωτών αυτής της πανηγυρικής συνάξεως, θά προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα:

Κατηχούμενοι και Πιστοί Μητροποίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ


Κατηχούμενοι και Πιστοί
Μητροποίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ
Κατηχούμενοι και Πιστοί
Η θεία Λειτουργία, την οποία ερμηνεύουμε στα κηρύγματα αυτά, αγαπητοί μου αδελφοί, χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Το πρώτον είναι η Λειτουργία των Κατηχουμένων και το δεύτερον η Λειτουργία των Πιστών. Από την έναρξη της θείας Λειτουργίας μέχρι το Ευαγγέλιο και τις δεήσεις που ακολουθούν, μπορούσαν να παρευρίσκονται και οι κατηχούμενοι, όσοι δηλαδή προετοιμάζονταν για να βαπτισθούν, αλλά όταν ο διάκονος έλεγε “όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε, μη τις των κατηχουμένων, όσοι πιστοί έτι και έτι εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν”, τότε έφευγαν οι κατηχούμενοι και παρέμεναν μέχρι το τέλος στην θεία Λειτουργία όσοι ήταν βαπτισμένοι και επομένως ήταν ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Κατηχούμενοι στην αρχαία Εκκλησία ήταν μια τάξη ανθρώπων, οι οποίοι προετοιμάζονταν για το άγιο Βάπτισμα και οι οποίοι όχι μόνον διδάσκονταν για τον Θεό, αλλά συγχρόνως, με ανάλογη αγωγή, προσπαθούσαν να καθαρίσουν την καρδιά τους από τα πάθη, δηλαδή να θεραπεύσουν το παθητικό της ψυχής. Μάθαιναν, δηλαδή, τί είναι αμαρτία και πώς μπορούν να απαλλαγούν από την αμαρτία και να ενωθούν με τον Χριστό. Οι Κατηχούμενοι, που πλησίαζε ο χρόνος να βαπτισθούν ονομάζονταν φωτιζόμενοι, γιατί μετά από λίγο καιρό θα ελάμβαναν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τον φωτισμό του Θεού.

Πιστοί ήσαν όσοι είχαν βαπτισθή, όσοι είχαν φωτισθή, δηλαδή όποιων το παθητικό της ψυχής καθαρίσθηκε από τα πάθη και ο νούς τους είχε δεχθή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό είχαν νοερά - καρδιακή προσευχή. Αυτοί είχαν τις προϋποθέσεις να παραμείνουν μέχρι το τέλος στην θεία Λειτουργία και βέβαια να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Αλλά και εάν μερικοί Πιστοί είχαν πέσει σε κάποιο αμάρτημα, που σήμαινε ότι έχασαν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και έπαυσε η νοερά προσευχή στην καρδιά, ή απαρνούνταν τον Χριστό, δείγμα ότι είχαν χάσει το Άγιο Πνεύμα, και αυτοί αποβάλλονταν από την τάξη των πιστών και συγκαταλέγονταν στην τάξη των μετανοούντων, με αποτέλεσμα να φεύγουν από τον Ιερό Ναό, μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, μαζί με τους κατηχουμένους.

Ασθένεια, θεραπεία και θεραπευτής κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος



Ασθένεια, θεραπεία και θεραπευτής κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη
Στοχασμός και πνευματικότητα των Πατέρων
Ασθένεια, θεραπεία και θεραπευτής, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος
Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για την θεραπεία του ανθρώπου, γιατί διαπιστώνεται ότι ο άνθρωπος, ζώντας με έναν ατομικιστικό τρόπο ζωής, απομονωμένος από την κοινωνία και όντας υποχρεωμένος να ζη μέσα σε μια παράδοση που έχει χάσει τον κοινοβιακό της χαρα­κτήρα, όπου υπάρχει κοινωνία με την διατήρηση του προσώπου, είναι άρρωστος. Και, φυσικά, όταν κάνουμε λόγο για αρρώστια, δεν έννοούμε την αρρώστια στην νευρολογική και ψυχολογική της πλευρά, αλλά την απώλεια του αληθινού νοήμα­τος ζωής. Είναι μια αρρώστια κυρίως και προ­παντός οντολογική.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεραπεύει την νο­σούσα ανθρώπινη προσωπικότητα και, βέβαια, αυτό είναι και το έργο της Ορθόδοξης θεολογί­ας. Στα πατερικά κείμενα βλέπουμε την αλήθεια ότι η Ορθόδοξη θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη και αγωγή, αφ’ ενός μεν γιατί θεολόγοι είναι εκείνοι που απέκτησαν προσωπική γνώση του Θεού, εν τη αποκαλύψει, και αυτό σημαίνει ότι προηγουμένως θεράπευσαν με την Χάρη του Θεού όλες τις ψυχικές τους δυνάμεις, αφ’ ετέρου δε γιατί αυτοί που βρήκαν το νόημα της ζωής, τον αληθινό σκοπό της υπάρξεώς τους, στην συ­νέχεια βοήθησαν και άλλους να πορευθούν αυτήν την οδό, την οδό της θεώσεως.

Προσπαθώντας να μελετήσουμε τα ανθρώπι­να προβλήματα, διαπιστώνουμε ότι στο βάθος τους είναι θεολογικά, αφού ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε α­πό τον Θεό για να έχει και να διατηρεί μια σχέ­ση, σχέση με τον Θεό, σχέση με τους άλλους αν­θρώπους και σχέση με ολόκληρη την κτίση. Αυ­τή η σχέση επιτυγχάνονταν στους πρωτόπλα­στους ακριβώς γιατί είχαν την Χάρη του Θεού. Όταν όμως αρρώστησε ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, όταν έχασε τον προσανατολισμό του προς τον Θεό, όταν απώλεσε την Χάρη του Θε­ού, τότε έπαυσε να υπάρχει αυτή η ζωντανή και ζωοποιός σχέση, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν όλες οι σχέσεις του με τον Θεό, τους συνανθρώ­πους, την κτίση και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο­λες οι εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις του αποδιοργανώθηκαν. Κέντρο του έπαυσε να είναι ο Θεός και έγινε ο εαυτός του, ο οποίος όμως, α­ποκομμένος από τις άλλες παραμέτρους, αυτονομήθηκε, με αποτέλεσμα να αρρωστήσει ουσια­στικά και πραγματικά. Οπότε, η υγεία στα όσα ακολουθήσουν εκλαμβάνεται ως μία πραγμα­τική σχέση και η ασθένεια ως διακοπή αυτής της σχέσης, όταν ο άνθρωπος, από τον ουσιαστικό διάλογό του με τον Θεό, τους συνανθρώπους του και την κτίση, περιέπεσε σε έναν τραγικό μονό­λογο.

Για να χρησιμοποιήσουμε ενα παράδειγμα, θα λέγαμε ότι, προ της πτώσεως, κέντρο του ανθρώπου ήταν ο Θεός. Η ψυχή ετρέφετο από την Χάρη του Θεού και το σώμα από την χα­ριτωμένη ψυχή, πράγμα το οποίο είχε συνέπειες για όλη την κτίση, και με την έννοια αυτή ο άνθρωπος ήταν ο βασιλεύς όλης της κτίσεως. Με την αμαρτία, όμως, διαταράχθηκαν αυτές οι ι­σορροπίες. Η ψυχή, αφού έπαυσε να τρέφεται από την Χάρη του Θεού, απομυζά το σώμα και, έτσι, δημιουργούνται τα ψυχικά πάθη (εγωισμός, υπερηφάνεια, μίσος κ.λπ.). Το σώμα, αφού έ­παυσε να τρέφεται από την ψυχή, απομυζά την υλική κτίση, οπότε δημιουργούνται τα σωματι­κά πάθη (γαστριμαργία, φιλοκτημοσύνη, σαρκι­κές απολαύσεις κ.λπ.). Με αυτήν την προοπτι­κή και η κτίση πάσχει και βιάζεται, αφού, αν­τί να δεχθεί την Χάρη του Θεού δια του καθαρού εσόπτρου, που είναι ο νους του ανθρώπου, δέχεται τον βιασμό εκ μέρους του ανθρώπου, ε­πειδή θέλει να ικανοποιήσει τα πάθη του, οπότε δημιουργούνται τα οικολογικά προβλήματα. Στον μεταπτωτικό άνθρωπο παρατηρείται πλή­ρης αντιστροφή των σχέσεών του με τον Θεό, τους άλλους ανθρώπους και την κτίση. Αυτό εί­ναι και λέγεται ασθένεια, αρρώστια. Η θερα­πεία, λοιπόν, όπως την βλέπει η Ορθόδοξη Πα­ράδοση, είναι ο εκ νέου σωστός προσανατολισμός των σχέσεων αυτών, η αναδόμηση της ανθρωπίνης υπάρξεως, ήτοι κέντρο να είναι ο Θεός, η ψυχή να τρέφεται από τον Θεό και, στην συνέ­χεια, να μεταφέρει την θεία Χάρη στο σώμα και από εκεί να διαπορθμεύεται η Χάρη σε ολόκλη­ρη την άλογη δημιουργία.

Επομένως, τα προβλήματα του ανθρώπου δεν είναι απλώς ψυχολογικά, κοινωνικά και οι­κολογικά, αλλά προβλήματα σχέσεων και καθολικής ευθύνης, είναι προβλήματα οντολογικά. Μέσα στα πλαίσια αυτά κάνουμε λόγο για την ασθένεια και θεραπεία του ανθρώπου και μέσα από αυτήν την προοπτική ομιλούμε για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν απορρίπτει την ια­τρική επιστήμη, την οποία σε πολλές περιπτώ­σεις την αποδέχεται και την χρησιμοποιεί, αλ­λά βλέπει την όντολογική διάσταση των προ­βλημάτων του ανθρώπου και προσπαθεί να φέ­ρει τον άνθρωπο στην ορθή προοπτική του και στον αρχικό οντολογικό προσανατολισμό. Οπότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για πνευματική ψυχοθεραπεία, για ουσιαστική ψυχοσύνθεση και όχι για ψυχανάλυση. Με αυτήν την προοπτική και ένας που είναι υγιής, από άποψη ψυχιατρι­κή, μπορεί να είναι άρρωστος από άποψη θεολογική.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εργάσθηκαν και οι άγιοι της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς του περίφημου βιβλίου που λέγεται Κλίμαξ και το ο­ποίο τιτλοφορείται έτσι γιατί δείχνει την κλίμα­κα της αναβάσεως του ανθρώπου προς τον Θεό, η οποία ανάβαση στην πραγματικότητα είναι ο επαναπροσδιορισμός των πραγματικών σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, τον συνάνθρωπό του, την κτίση και, φυσικά, με τον ίδιο τον εαυτό του. Τα όσα θα ακολουθήσουν πρέπει να τεθουν μέσα σε αυτά τα ουσιαστικά πλαίσια.

Η προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έζησε στην περιοχή του όρους Σινά τον 6ον αιώνα. Σε ηλικία 16 ετών έγινε μοναχός και μάλιστα έζησε την αυστηρή ασκητική-ησυχαστική ζωή. Προς το τέλος της ζωής του έγινε και Ηγούμενος στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά τελικά αποσύρθηκε στην έρημο, που τόσο αγά­πησε στη ζωή του.

Ο βιογράφος του αγίου Ιωάννου μας δίνει μερικές πληροφορίες για την ζωή του, κυρίως όμως μας παρουσιάζει το πως αναδείχθηκε δεύτε­ρος Μωϋσης που καθοδηγούσε τους νέους Ισραηλίτας από την γη της δουλείας στην γη της επαγγελίας. Με την λίγη τροφή νίκησε το κέρας του τύφου της οιήσεως και της κενοδοξίας, που είναι πολύ λεπτά πάθη και δυσδιάκριτα για τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις κοσμικές ενασχολήσεις. Με την ησυχία, νοερά και σωματική, έσβησε την φλόγα της καμίνου της σαρκικης επιθυμίας. Με την Χάρη του Θεού και τον δικό του αγώνα ελευθερώθηκε από την δουλεία στα είδωλα. Ανέστησε την ψυχή του από τον θάνα­το που την απειλούσε. Με την απονέκρωση της προσπαθείας και με την αίσθηση των αυλών και ουρανίων έκοψε τα δεσμά της λύπης. Ακόμη θεραπεύθηκε από την κενοδοξία και την υπερηφά­νεια.

Φαίνεται εδώ ότι ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έκανε μεγάλον προσωπικό αγώνα για την ψυχική του ελευθερία, την αποδέσμευση από την τυραννία των αισθήσεων και των αισθητών, ώ­στε όλες οι δυνάμεις του να λειτουργούν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Ο νους ελευθερώθηκε όχι μό­νον από την κυριαρχία των παθών, αλλά και α­πό τον φόβο του θανάτου.

Πράγματι, η νοερά ησυχία καθαρίζει τον νού του ανθρώπου από διάφορες έξωθεν επιδράσεις και, τότε, ο άνθρωπος γίνεται διορατικός και προορατικός και μπορεί να αντιληφθεί το πρόβλη­μα που υπάρχει στους άλλους ανθρώπους και στον κόσμο. Τότε ο καθαρός νους βρίσκεται σε άλλη διάσταση και βλέπει τα πράγματα καθαρά. Όπως τα διάφορα ιατρικά μηχανήματα μπορούν να διαγνώσουν τις υπάρχουσες στο σώμα ασθέ­νειες, έτσι και ο καθαρός νους του αγίου μπορεί να ιδεί την υπάρχουσα κατάσταση στο εσωτερικό της ψυχής. Έχει μεγάλη διεισδυτικότητα, αλλά και τρυφερότητα. Ενώ διεισδύει και βλέ­πει τα βάθη της ύπαρξης, με την Χάρη του Θε­ού, εν τούτοις αγκαλιάζει τον άνθρωπο με την τρυφερότητα και την αγάπη. Μπορεί κατά κά­ποιον τρόπο να έχει και στο σημείο αυτό εφαρμογή ο λόγος της Παλαιάς Διαθήκης για την αρ­χική κατάσταση του κόσμου: «η δε γη ην αόρα­τος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’, 2). Άβυσσος η καρδιά του α­σθενούς ανθρώπου και, όμως, το πνεύμα του αν­θρώπου του Θεού επιφέρεται επάνω αυτής, με τρυφερότητα και αγάπη για να δημιουργήσει μια καινή κτίση.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την θεραπεία του ανθρώπου είναι η σύγχυση του νοός με τα είδω­λα των παθών και των εξωτερικών τύπων. Στην κατάσταση αυτή, ο άνθρωπος βλέπει τα πράγ­ματα μέσα από ενα τεμαχισμένο πρίσμα και, βέ­βαια, αστοχεί να βοηθήσει τους τετραυματισμένους και αναζητούντας την αλήθεια και την ελευθερία ανθρώπους.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος απέκτησε τέτοιον καθαρό νού όχι με την φοίτησή του σε μεγάλα κέντρα της εποχής του, αλλά με την σπουδή στην ησυχία της ερήμου, εκεί που κατ’ εξοχήν ωρύονται τα πάθη και ζητούν την κατα­στροφή του ανθρώπου. Ο νους του έγινε θεοει­δής και θεοείκελος. Ο άγιος Ιωάννης έγινε ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος, ο υπό του Θεού πλασθείς και υπό του αγίου Πνεύματος εν Χριστώ Ιησού ανακαινισθείς. Και με όσα έγραψε δεν μετέφερε σε μας τις ανθρώπινες γνώσεις και τις σοφές ι­δέες, αλλά την ίδια του την ύπαρξη, γι’ αυτό ο λόγος του είναι αφοπλιστικός και θεραπευτικός, αλλά και επίκαιρος.

Έτσι, η Κλίμακα του Ιωάννου είναι συνέ­χεια των ησυχαστικών κειμένων των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, η πρώτη συστηματι­κή ανάλυση της ψυχικής ασθενείας και της πνευματικής υγείας του ανθρώπου. Κάνει μια θαυμά­σια και επιτυχημένη ψυχοσύνθεση της προσωπικότητος του ανθρώπου. Και, βέβαια, αυτήν την ουσιαστική εργασία συνεχίζουν και άλλοι Πατέ­ρες της Εκκλησίας αργότερα, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αιώνες πριν απαρτισθούν οι ψυχαναλυ­τικές θεωρίες των διαφόρων ψυχιάτρων, ψυχανα­λυτών και ψυχολόγων, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτεμναν την ψυχή του ανθρώπου ενοποιών­τας την. Οι έρευνές τους περιορίσθηκαν στα βά­θη του εαυτού τους. Γιατί, πράγματι, όταν κα­νείς καταλάβει το πρόβλημα του κακού μέσα στην δική του ύπαρξη, χωρίς να προσπαθεί να το κρύ­ψει, τότε αντιλαμβάνεται όλη την δύναμη του κακού που υπάρχει σε ολόκληρη την κτίση.

Στην συνέχεια θα μελετήσουμε αποσπασμα­τικά και όχι αναλυτικά τον περίφημο λόγο του «Προς Ποιμένα».

Ο ιερεύς ως θεραπευτής

Σε ενα παλαιότερο βιβλίο μου, στο οποίο έ­γραφα για την Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία (Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, εκδ. Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου), αφού στο πρώτο κεφάλαιο έκανα λόγο για το ότι ο Χρι­στιανισμός και ιδιαιτέρως η Ορθόδοξη θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη, πριν εξετάσω τι εί­ναι ασθένεια και θεραπεία, πριν αναλύσω την α­σθένεια και την θεραπεία της ψυχής, του νοός, της λογικής, των παθών κ.λπ., προέταξα το κε­φάλαιο για τον ιερέα ως θεραπευτή. Μερικοί που διάβασαν το βιβλίο εκείνο είπαν ότι πρώτα έπρεπε να προτάξω τα περί θεραπείας και στην συ­νέχεια να γράψω για το ποιός θεραπεύει.

Όμως, η πρόταξη του κεφαλαίου για το έρ­γο του ιερέως ως θεραπευτού είχε την σημασία του, γιατί μόνον εκείνος ο κληρικός που έχει τα απαραίτητα προσόντα, τις γνώσεις και την εμ­πειρία και ιδίως την υπαρξιακή του υγεία, μπορεί να εφαρμόσει σωστά την διδασκαλία των α­γίων Πατέρων να θεραπεύσει τους ανθρώπους. Αν ο κληρικός δεν είναι θεραπευτής, όπως τον θέλει η Ορθόδοξη Παράδοση, τότε μπορεί να αποδειχθεί σκληρός και ανάλγητος, χρησιμοποι­ώντας την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Δηλαδή, εν ονόματι της θεραπείας, της σωτηρίας, της ησυχίας, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πνευματικά αδιέξοδα. Με άλλα λόγια, όταν τα βιβλικά και πατερικά κείμενα χρησιμοποιούνται από έναν ανίκανο και άσχετο κληρικό, τότε μπορεί να γίνουν ιδεολογικά κείμε­να ή ακόμη και ηθικολογικές παραινέσεις, με φο­βερές συνέπειες για την ψυχή του ανθρώπου και την προς τα άνω προοπτική του. Μια τέτοια κα­κή χρησιμοποίηση δεν μεταμορφώνει τον εμπα­θή άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εύρεση της αρχικής ορθής σχέσεως.

Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο ιερεύς που αναλαμβάνει να θεραπεύσει έναν άνθρωπο πρέπει να είναι ικανός για την εργασία αυτή, να έχει τα κατάλληλα προσόντα και να έχει βιώσει ο ίδιος προηγουμένως την εμπειρία του Θεού στα όρια της προσωπικής του ζωής.

Κατ’ αρχάς, εξετάζοντας το έργο του καλού κληρικού, δίδει πολλούς ορισμούς, λαμβάνοντας αφορμή από τις εικόνες της εποχής του. Ο κλη­ρικός που καθοδηγεί τους άλλους ανθρώπους εί­ναι «Ποιμήν», «Κυβερνήτης», «Ιατρός», «Δι­δάσκαλος» (β’, γ’, δ’, ε’). Και τα τέσσερα αυτά γνωρίσματα συνδέονται στενά μεταξύ τους, για­τί έχουν σχέση με τις διάφορες εργασίες που πρέ­πει να επιτελεί ο κληρικός. Επομένως, υπάρχει αλληλοπεριχώρηση μεταξύ αυτών των τεσσάρων γνωρισμάτων. Ο Ποιμήν προϋποθέτει ένα λογι­κό πρόβατο το οποίο πρέπει να τραφεί κατάλλη­λα, ο Κυβερνήτης προϋποθέτει πλοίο, ναυαγούς και κύματα, ο Ιατρός προϋποθέτει ασθενείς και ο Διδάσκαλος προϋποθέτει αμαθείς, οι οποίοι πρέ­πει να μάθουν. Έτσι, ο Ποιμήν είναι συγχρόνως κυβερνήτης, ιατρός και διδάσκαλος, ο Κυβερνή­της είναι ποιμήν, ιατρός και διδάσκαλος, ο Ια­τρός είναι ποιμήν, κυβερνήτης και διδάσκαλος, και ο Διδάσκαλος είναι όλα τα προηγούμενα.

Χρησιμοποιώντας, όμως, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης τις εικόνες αυτές, παραθέτει και τις αν­τίστοιχες αρετές που πρέπει να διακρίνουν τον κληρικό. Ο Ποιμήν πρέπει να αναζητεί για να θεραπεύσει τα πρόβατα «δι’ ακακίας, δι’ οικείας σπουδής και ευχής» (β’), Κυβερνήτης είναι εκεί­νος που απέκτησε «ισχύν νοεράν εκ Θεού και οι­κείων μόχθων» (γ’), Ιατρός είναι εκείνος που έ­χει αποκτήσει ανοσία στο σώμα και στην ψυχή και δεν χρειάζεται κανένα φάρμακο για την υγεία του (δ’), Διδάσκαλος είναι εκείνος που έχει λάβει «νοεράν δέλτον γνώσεως», έλαβε φως και είναι «των λοιπών βίβλων ανενδεής», γιατί, κατά τον άγιο Ιωάννη, είναι απρεπές στους διδασκάλους να διδάσκουν από αντίγραφα και χειρόγραφα, όπως και στους ζωγράφους είναι απρεπές να δι­δάσκουν από παλαιούς πίνακες (κεφ. Ε’).

Φαίνεται από τις εικόνες αυτές, αλλά και α­πό τα γνωρίσματα που συνδέονται με τις χρησι­μοποιούμενες εικόνες, ότι ο κληρικός - θεραπευ­τής πρέπει να είναι ο ίδιος, κατά το δυνατόν, θε­ραπευμένος, δηλαδή, τουλάχιστον να έχει έναν ορθό προσανατολισμό, να έχει γνωρίσει προσωπι­κά την εμπειρία και την γνώση του Θεού, ώστε να βοηθά τους ανθρώπους μέσα από την δική του προσωπική πείρα. Δεν πρόκειται για μια ανθρώ­πινη δύναμη και ενέργεια, αλλά για την θεανθρώ­πινη ενέργεια, την βοήθεια που προέρχεται από τον Θεό, η οποία, βέβαια, ενεργεί δια του συγ­κεκριμένου θεραπευτού-ιερέως.

Πάντως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι από όλες αυτές τις εικόνες, εκείνη που κυριαρχεί σε όλο το κείμενο του βιβλίου της Κλίμακος, αλλά και στο συγκεκριμένο κεφάλαιο που μελετούμε, είναι η εικόνα του ιατρού. Ο κληρικός πρέπει να θεραπεύει τους ασθενείς ανθρώπους· και αυτό γί­νεται όχι με ανθρώπινες γνώσεις, αλλά με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνέργεια. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης: «Αγα­θός κυβερνήτης, διασώζει πλοίον· και καλός ποιμήν, ζωοποιήσει, και ιάσεται νοσερά πρόβατα» (κεφ. ζ). Μερικοί, χωρίς να υπολογίζουν την ευ­θύνη του έργου αυτού και, βεβαίως, χωρίς να έ­χουν δική τους προσωπική εμπειρία, «ψυχάς αλόγως ποιμαίνειν επεχείρησαν» (νστ’).

Σε όλο το κείμενο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, παρουσιάζονται τα χαρίσματα και τα προσόντα τα οποία πρέπει να κοσμούν τον ιερέα-θεραπευτή. Θα αναφέρουμε μερικά από αυτά:

Κατ’ αρχάς, τονίζεται ότι η θεραπεία δεν εί­ναι έργο ανθρώπινο, αλλά θεϊκό, το οποίο, βέβαια, ενεργείται και με την οικειοθελή αναδοχή αυτής της εργασίας υπό του ιερέως. Λέγει ότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι «την δύναμιν της ετέρων αναδοχής ίσως εκ Θεού ειληφότες», εν τούτοις δεν αναλαμβάνουν το έργο αυτό με ευχαρίστηση για την σωτηρία του αδελφού (κεφ. Νθ’). Πάντως, μόνον εκείνος που αισθάνθηκε το έλεος του Θε­ού μπορεί «ανεπαισθήτως και κρυφίως των καμνόντων ευεργετείν» (νγ’). Επειδή η θεραπεία των ανθρώπων δεν γίνεται με ανθρωποκεντρικά μέσα, αλλά με την Χάρη του Θεού, γι’ αυτό η θεραπεία, πολλές φορές, γίνεται ανεπαισθήτως και κρυφίως. Ο κληρικός γίνεται πνευματικός οικονόμος των ψυχών από τον Θεό (οα’).

Η έλευση του Θεού στην καρδιά του ανθρώ­που, και ιδίως του κληρικού - θεραπευτού, έχει έκδηλα τα σημεία της, αφού ο άνθρωπος αναγενναται πνευματικά. Έκφραση αυτής της αναγεν­νήσεως είναι τα πνευματικά χαρίσματα, που εί­ναι πράγματι οι δωρεές του Παναγίου Πνεύμα­τος, ήτοι η ταπείνωση, η οποία όμως αν είναι υ­περβολική δημιουργεί προβλήματα στους θεραπευομένους (πε'), το υπομονητικό, εκτός, βέβαια, από την περίπτωση της ανυπακοής (πδ'), η αφοβία του θανάτου, αφού «αισχύνη ποιμένι θάνατον δεδιέναι» (ξζ’), η προθυμία να υποβληθεί σε κό­πους και στερήσεις υπέρ των θεραπευομένων (οστ'), η εσωτερική ησυχία (πη'), γιατί τό­τε θα έχει την δυνατότητα να βλέπει τις ασθένειες και να τις θεραπεύει.

Πάνω από όλα τα χαρί­σματα είναι το χάρισμα της αγάπης, γιατί «ποιμένα αληθινόν, αποδείξει αγάπη· δι’ α­γάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται» (κδ'). Και όλα αυτά είναι απαραίτητα, α­κριβώς επειδή οι παιδαγωγούμενοι και οι θεραπευόμενοι βλέπουν τον ποιμένα και ιατρό τους «ως εις αρχέτυπον εικό­να» και όλα τα λεγόμενα και πραττόμενα αυτού «ως όρον και νόμον λογίζονται» (κγ').

Συχνά στα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης κάνει λόγο για την απάθεια που πρέπει να διακρίνει τον θεραπευτή. «Μακαρία η αναυσία εν ιατροίς, και εν προεστώσιν απάθεια» (ιγ’). Είναι φοβερό για έναν για­τρό του σώματος να αισθάνεται τάση για εμετό όταν θεραπεύει τις σωματικές πληγές, αλλά εί­ναι φοβερότερο στον πνευματικό ιατρό να προ­σπαθεί να θεραπεύσει τις ψυχικές πληγές έχον­τας ο ίδιος την εμπάθεια. Πράγματι, εκείνος που είναι τελείως κεκαθαρμένος από τα πάθη θα κρί­νει τους ανθρώπους ως θείος δικαστής (στ’). Ο κληρικός πρέπει να είναι απαθής, γιατί «ουκ α­σφαλές εμπαθεί έτι εμπαθών άρχειν», όπως δεν είναι σωστό το λιοντάρι να βόσκει πρόβατα (μζ'). Βέβαια, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι η θεραπεία δεν είναι απλώς ενα ανθρώπινο έργο, αλλά αποτέλεσμα ενεργείας Θεού και συνεργείας του ανθρώπου, γι’ αυτόν τον λόγο ισχυρίζεται ότι, πολλές φορές, ο Θεός θαυ­ματουργεί μέσα από άπειρους και εμπαθείς γέ­ροντες (μα',να').

Όταν ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάνει λόγο για απάθεια, δεν εννοεί την νέκρωση του παθητικού της ψυχής, που είναι δόγμα των Στωϊκών φιλοσόφων και άλλων ανατολικών θρη­σκειών, αλλά την μεταμόρφωση των δυνάμεων της ψυχής. Δηλαδή, στην κατάσταση της απαθείας, οι δυνάμεις της ψυχής, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό, κινούνται προς τον Θεό και εν τω Θεώ αγαπούν όλη την κτίση. Δεν πρόκειται, επομένως, για μια αδράνεια, αλλά για μια κίνηση όλων των ψυχοσωματικών δυνάμεων.

Η απάθεια είναι απαραίτητη για τον θερα­πευτή, γιατί έτσι του δίδεται η δυνατότητα να κρίνει και να θεραπεύει με διάκριση και σύνεση, γιατί τότε τα αισθητήρια της ψυχής είναι γεγυμνασμένα «προς διάκρισιν καλού τε και κακού και μέσου» (ιδ'). Γνωρίζει, δηλαδή, πότε κάποια ενέργεια προέρχεται από τον Θεό και πότε από τον διάβολο, κάνει διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, με μεγάλα θεραπευτικά αποτελέσμα­τα για τον ασθενή του. Γνωρίζει επίσης ο κλη­ρικός πότε να ταπεινώνεται στον θεραπευόμενο και πότε όχι, γιατί «ουδέ πάντοτε ταπεινούν αλόγως, ουδέ πάντοτε υψούν αφρόνως εαυτόν ο προεστώς οφείλει» (λη'). Αυτό, βέβαια, εξαρτάται από την διάθεση και την κατάσταση του αρ­ρώστου. Μερικοί ωφελούνται από την ταπείνω­ση του Ποιμένος, μερικοί όμως βλάπτονται. Την αξία της αρετής της διακρίσεως θα την δούμε πιο κάτω, όταν θα εξετάσουμε τους τρόπους θερα­πείας που εφαρμόζει ο διακριτικός θεραπευτής.

Προσαρμόζει ο άγιος Ιωάννης την κατάστα­ση και την θέση του κληρικού - θεραπευτού με την θέση και την κατάσταση του Μωϋσέως. Όπως ο Μωϋσης είδε τον Θεό, ανέβηκε στο ύψος της θεωρίας, συνομιλούσε με τον Θεό και, στην συνέχεια, καθοδήγησε τον ισραηλιτικό λαό από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, αντιμετωπίζοντας ποικίλα προβλήματα και πο­λυώνυμους πειρασμούς, αυτό κάνει και ο θερα­πευτής. Ο ίδιος πρέπει να είναι στην πνευματι­κή κατάσταση του Μωϋσέως και με την δική του προοπτική να οδηγεί τον λαό του Θεού στην γη της επαγγελίας (ρ').

Αυτή η εικόνα και η προσαρμογή μας θυμί­ζει ότι σκοπός της Ορθοδόξου θεραπείας είναι η θέωση του ανθρώπου και όχι μια ψυχολογική ι­σορροπία. Αυτό δε το έργο το κάνει ο κληρικός εκείνος του οποίου η ψυχή ενώθηκε με τον Θεό και, επομένως, «λόγου ετέρου προς διδασκαλίαν ου δεηθήσεται, τον αΐδιον Λόγον μυσταγωγόν και οδηγόν, και φωτισμόν εν εαυτή η μακαρία φέρουσα» (ρ'). Το όλο κείμενο του αγίου Ιωάννου δεν κινείται σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά σε θεϊκό, δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις ψυχολογικών και νευρολογικών ασθενειών, αλλά σε ανθρώπους που θέλουν να ικανοποιήσουν την εσωτερική τους εν­τελέχεια, που είναι η εκπλήρωση του σκοπού της δημιουργίας τους, δηλαδή την θέωση. Αυτό α­κριβώς συνιστά την μεγαλύτερη πείνα και δίψα.

Ο άνθρωπος ως άρρωστος

Η ψυχική - πνευματική ασθένεια και η ύπαρξη θεραπευτού ιερέως προϋποθέτει οπωσδή­ποτε έναν ασθενή - άρρωστο άνθρωπο. Προηγου­μένως καθορίσαμε κάπως την ψυχική ασθένεια, στην οποία αναφέρεται το βιβλίο της Κλίμακος του Ιωάννου και ιδιαιτέρως το κεφάλαιο «Προς Ποιμένα». Για το θέμα αυτό κάνει εκτενή λόγο ο άγιος Ιωάννης και πρέπει να δούμε τα χαρα­κτηριστικά της ασθενείας και του ασθενούς αν­θρώπου.

Όπως λέγαμε προηγουμένως, η πνευματική ασθένεια προϋποθέτει απώλεια της θεοκοινωνίας, διατάραξη της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους και με ολόκληρη την κτίση και, βέβαια, αλλοίωση και ασθένεια όλων των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων. Πρόκει­ται για μια πνευματική αλλοτρίωση του ανθρώ­που. Οπότε, ο άρρωστος άνθρωπος βλέπει την ασθένειά του στις σχέσεις του με τον Θεό και τους άλλους. Όταν κάνει τον Θεό ιδέα ή φαντα­σία του, όταν χρησιμοποιεί τους άλλους για δική του καταξίωση, όταν βιάζει την κτίση, τότε δεί­χνει την πνευματική του ασθένεια.

Βέβαια, όταν αναφερόμαστε στον άνθρωπο εννοούμε την όλη συγκρότηση, την όλη υπόστα­ση του ανθρώπου, που αποτελείται από ψυχή και σώμα, αφού ο άνθρωπος είναι το συναμφότερο, ούτε μόνο ψυχή ούτε μόνο σώμα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος. Οι ασθένειες της ψυχής αντανακλούν και στο συ­νημμένο με αυτήν σώμα, όπως και οι σωματικές ασθένειες έχουν ή μπορούν να έχουν συνέπειες και στον ψυχολογικό κόσμο του ανθρώπου. Επομέ­νως, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ικανοποιή­σει την υπαρξιακή του πείνα, να εκπληρώσει τον βαθύτερο σκοπό της υπάρξεώς του, τότε όλη η ύπαρξή του, ακόμη και αυτό το σώμα, υποφέρει και τραυματίζεται. Τα παράπονα, το ανικανοποί­ητο, το άγχος, η αγωνία, η απόγνωση έχουν σχέση με την μη ικανοποίηση των πνευματικών του αναζητήσεων.

Κατ’ αρχάς, ο άγιος Ιωάννης αναφέρεται στην πνευματική δουλεία του ανθρώπου. Επλάσθη ο ίδιος ελεύθερος από τον Θεό και, όμως, υ­πέπεσε στην δουλεία. Πρόκειται για την πνευμα­τική δουλεία στον διάβολο, στην αμαρτία και στον θάνατο. Έτσι, ομοιάζει με την περίπτωση των Ιουδαίων που κυριεύθηκαν από τον Φαραώ και είχαν ανάγκη ελευθερώσεως. Προσαρμόζον­τας άριστα την κατάσταση του τετραυματισμένου ανθρώπου στην κατάσταση των Ιουδαίων που βρίσκονταν στην γη της Αιγύπτου, κάνει λό­γο για «νεκρώδες συγκάλυμμα», αφού ο άνθρω­πος καλύπτει εντός του την νέκρωση από τα πά­θη, ομιλεί για «ρυπαρά του πηλού πλινθεία», α­φού ο άνθρωπος, δημιουργημένος για τα υψηλά, περιέπεσε σε γήινα και ταπεινά πράγματα, ομιλεί για την ερυθρά και φλογίζουσα θάλασσα της σαρκικής πυρώσεως, κάνει λόγο για «τον γνόφον και ζόφον και θύελλαν» και το τρίγνοφο σκοτά­δι της αγνωσίας, αναφέρεται στην νεκρά και ά­γονο θάλασσα, αλλά και τις περιπέτειες της ερήμου (ρ’). Ο άνθρωπος βρίσκεται πολλές φορές κατά την διάρκεια της ζωής του μπροστά σε τραγικές καταστάσεις, που τον κρατούν αιχμά­λωτο, και σε φοβερή απόγνωση. Και όλα αυτά προέρχονται από το υπαρξιακό κενό, τις ενοχές και το πρόβλημα του θανάτου με όλες τις έννοιες του.

Ολα αυτά κάνουν τον άνθρωπο να υποφέρει, να βασανίζεται και να αισθάνεται τραυματισμέ­νος πολύ. Αισθάνεται μία ασθένεια να υποβόσκει στην ύπαρξή του. Και όταν το δούμε μέσα από την εικόνα του προβάτου, τότε ο άνθρωπος θεω­ρείται «νοσερό πρόβατο» (ζ’). Πρόκειται για «ψυχάς ερρυπωμένας, και μάλιστα σώματα» (οβ’) που θέλουν καθάρισμα, για ανθρώπους που είναι πεσμένοι στην γη, αντί να ανέρχονται προς τα άνω, οπότε αυτοί οι άνθρωποι δεν ικανοποιούν­ται με ανθρώπινες διδασκαλίες, χρειάζονται άλ­λες ουράνιες διδασκαλίες. Έτσι, «ου δυνατόν τοις κάτω τα χαμαί θεραπεύειν ποτέ» (στ'). Υπάρχουν πολλοί διδάσκαλοι και ψυχοθεραπευτές με ανθρώπινη προοπτική, οι οποίοι δεν μπορούν να αναπαύσουν τον ψυχοσωματικά τραυματισμέ­νο άνθρωπο. Και όλα αυτά δημιουργούν τεράστια ταλαιπωρία στον άνθρωπο, ώστε να χαρακτηρί­ζεται «κάμνων» (νγ’), δηλαδή υποφέρων, «κακούμενος» (οστ’), δηλαδή ταλαιπωρημένος. Οι άνθρωποι βλέπουν εντός τους «την εαυτών δειλίαν και ασθένειαν» (λα’), αισθάνονται ότι είναι «νήπιοι» και «ασθενείς» και είναι θλιβόμενοι και στενοχωρούμενοι (ςγ’)·

Όλες αυτές οι περιγραφές παρουσιάζουν έναν άνθρωπο που βασανίζεται και ταλαιπωρείται, που είναι τραυματισμένος ολοκληρωτικά. Δεν αναφέρεται ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης σε κατα­στάσεις νευρώσεως και ψυχώσεως, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων εκείνων που αι­σθάνονται ότι είναι αποτυχημένοι στην ζωή, όχι διότι δεν ικανοποίησαν έναν επίγειο στόχο, αλλά γιατί δεν ικανοποίησαν τον βαθύτατο υπαρξιακό τους σκοπό, που είναι η σχέση και η κοινωνία τους με τον Θεό, που είναι ο απώτερος σκοπός της δημιουργίας τους.

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, όμως, δεν πε­ριορίζεται σε εξωτερικές και γενικές περιγραφές, αλλά προχωρεί σε άλλες διαγνώσεις εσωτερικές. Παρουσιάζει τον άνθρωπο να υποφέρει μέσα στον ψυχικό του κόσμο. Δεν είναι ασθένειες επιδερμικές, σωματικές, αλλά εσωτερικές, που συντελούνται στο βάθος της ψυχής του. Πρόκειται για νόσο ψυχική, αφού ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται «ψυχονοσών» (π’), για νυσταγμό στην ψυχή (η’), για νύκτα παθών (θ’). Μέσα στην ψυχή του ο άνθρωπος αισθάνεται έναν φοβερό όχλο λογισμών (sγ’), που τον βασανίζει, και επιθυμεί την ελευθέρωσή του.

Και πάλι πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για μια γενική και αφηρημένη κατάσταση, αλλά για εσωτερικές ακαθαρσίες. Ο άνθρωπος έχει επίγνωση αυτών των καταστάσεων, αλλά δεν μπορεί μόνος του να ελευθερωθεί. Χρειάζεται την επέμβαση του Θεού, με την βοήθεια του έμπει­ρου πνευματικού θεραπευτού. Είναι πολύ χαρα­κτηριστικές οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης και που δείχνουν αυτήν την εσωτερική ασθένεια του ανθρώπου. Γράφει κά­που: «Οι αιδεσθέντες ιατρούς, σηπεδόνας πεποιήκασι, πολλοί δε πολλάκις και τεθνήκασι» (λστ’). Οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής αι­σθάνονται ντροπή να αποκαλύψουν τα τραύματα της ψυχής τους και, γι’ αυτό, οι εσωτερικές αυ­τές πληγές της ψυχής έφθασαν στο σημείο να σαπίσουν και μάλιστα να τους οδηγήσουν στον πνευματικό θάνατο. Γι’ αυτό πρέπει οι ασθενείς με εμπιστοσύνη να φθάσουν στο σημείο να φανε­ρώσουν το τραύμα σε έμπειρο θεραπευτή (λστ’). Μέσα στον χώρο της ψυχής υπάρχει «ρύπος α­όρατος» στον γυμνό οφθαλμό, εσωτερική ακα­θαρσία, μέλη σεσηπότα και η ψυχή χρειάζεται ίαση και κάθαρση (ιβ’).

Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζε­ται τον θεραπευτή του για ψυχολογική υποστή­ριξη και επιδερμική θεραπεία, δεν χρειάζεται τον ιερέα για να του ικανοποιεί τις θρησκευτικές του ανάγκες, αλλά για να επεμβαίνει διακριτικά και αγαπητικά, με την Χάρη του Θεού και την δι­κή του ελευθερία, στον εσωτερικό του κόσμο και να θεραπεύει, με την δική του αναυσία, την α­καθαρσία του. Ο θεραπευτής εκείνος που με την καθαρότητά του γνώρισε ο ίδιος στην προσωπι­κή του ζωή «τον ρύπον αποσμύχων των ετέρων, και καθαίρων, και εξ επιμώμων αμωμα τω Θεώ δώρα προσφέρων» καθιστά τον εαυτό του συνερ­γάτη των νοερών δυνάμεων (οη’). Ο πνευματι­κός θεραπευτής πλησιάζει τον ψυχικά τραυματι­σμένο άνθρωπο με προσοχή, ευαισθησία και τρυ­φερότητα, αγάπη πληθωρική, γνώση, κυρίως δε με την Χάρη του Θεού. Δεν παίζει με την σω­τηρία του άλλου, δεν κοροϊδεύει εκείνον που προ­σέρχεται σ’ αυτόν και αναζητεί την τέτοια κά­θαρση των εσωτερικών παθών.

Πράγματι, είναι φοβερό να πλησιάσει κανείς τον κληρικό για να ικανοποιήσει όλη αυτήν την εσωτερική του πείνα, να καθαρίσει τα έλκη της ψυχής του, να αποβάλει όλον αυτόν τον εσωτε­ρικό ρύπο και, όμως, να βλέπει την αύξηση των εσωτερικών παθών και την συσσώρευση του υπαρξιακού κενού και της υπαρξιακής αγωνίας, να βλέπει ακόμη περισσότερο τον πνευματικό θάνα­το να τον διακατέχει. Τότε τραυματίζεται βαθύ­τερα και αγωνια περισσότερο.

Τρόποι θεραπείας

Αφού είδαμε ποιός πρέπει να είναι ο θερα­πευτής και ποιός είναι ο άρρωστος άνθρωπος, θα προχωρήσουμε για να εξετάσουμε τους τρόπους θεραπείας που ασκεί ο Θεός δια του εμπείρου και ικανού θεραπευτού.

Σε προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε για λίγο στην παρουσία και αναγκαιότητα του ικανού και πεπειραμένου θεραπευτού κληρικού, ο ο­ποίος, βέβαια, εννοείται ότι έχει προηγουμένως ο ίδιος θεραπευθεί. Αναγκαστικά, επειδή τα θέμα­τα αυτά, δηλαδή η θεραπεία, ο θεραπευτής και οι τρόποι θεραπείας συνεφάπτονται, γι’ αυτό σε μερικά σημεία θα επανερχόμαστε.

Κατ’ αρχήν, για την άσκηση και εφαρμογή της καταλλήλου θεραπευτικής μεθόδου χρειάζε­ται να υπάρχει γνήσιος και όχι νόθος πνευματι­κός - θεραπευτής. Ο ίδιος ο θεραπευτής πρέπει να γνωρίζει καλά τον εαυτό του και να έχει άπειρη αγάπη προς τον θεραπευόμενο, τον Χρι­στιανό. Ο Χριστιανός πρέπει να χαίρεται και με την απλή παρουσία του πνευματικού του ιατρού. Τελικά, η ίδια η ύπαρξη του θεραπευτού ωφελεί τον άρρωστο πνευματικά. Γράφει ο άγιος Ιωάννης: «ίνα, τον ιατρόν ορών ο νοσών, ευφραίνηται, ει και μηδέν ίσως παρ’ αυτου ωφελείται» (ι’). Και, βέβαια, αυτό σημαίνει ότι ο θεραπευτής πρέπει να έχει σαφή γνώση ότι «η κατ’ έννοιαν αμαρτία του προεστώτος», δηλαδή η αμαρτία του θεραπευτού που γίνεται με λογισμούς, είναι χειρότερη από την κατ’ ενέργειαν αμαρτία του υ­πηκόου (ξ’). Η γνώση αυτή θα τον κάνει να εί­ναι πολύ διακριτικός και θεραπευτικός, γιατί δια­φορετικά θα επιβάλει δυσβάστακτα φορτία.

Δεν είναι εύκολη η θεραπεία των ασθενών. Χρειάζεται αγάπη, πνευματική ανδρεία, γιατί κατά την πορεία της θεραπείας θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα και θα γίνουν πολύ λε­πτοί χειρισμοί, ακριβώς διότι έχει να κάνει κα­νείς με τον λεπτό, ευαίσθητο ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, με τις τόσο λεπτές διεργασίες. Γι’ αυ­τό και πρέπει ο θεραπευτής να καταβάλει «και πάσαν την σπουδήν, την αγάπην, την θέρμην, την επιμέλειαν, και την προς Θεόν ικεσίαν, επί τον λίαν πεπλανημένον, και συντετριμμένον» (οθ’). Ο άρρωστος εδώ χαρακτηρίζεται συντε­τριμμένος, γι’ αυτό και χρειάζονται λεπτές επεμ­βάσεις. Πρέπει ο θεραπευτής να έχει την ικανό­τητα να φανερώνει στον άρρωστο όχι απλώς τα εξωτερικά τραύματα και τα φαινόμενα, αλλά τα αίτια της ψυχικής ασθενείας, τα οποία δεν φαί­νονται εξωτερικά (κβ΄). Επίσης πρέπει να δια­κρίνει τους προσερχομένους σε αυτόν ανάλογα με τις επιθυμίες τους, με το τι θέλουν από τον ια­τρό. Να αναδέχεται την πνευματική θεραπεία των ανθρώπων, αφού ξεχωρίσει μεταξύ «γνησίων τέκνων», «εκ διγαμίας», «εκ παιδισκών» και «ετέρα χαμαιρρίφη». Γιατί, πράγματι, δεν ζη­τούν το ίδιο όλοι οι προσερχόμενοι ασθενείς. Οπότε, είναι απαραίτητη η διάκριση σε αυτήν την λεπτή επέμβαση που γίνεται στον ψυχικό κόσμο. Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, απαιτείται ολοκληρωτική προσφορά του πνευματικού θεραπευτού κατά το υπεύθυνο αυτό έργο, ήτοι απαιτείται «αναδοχή, κυρίως, ψυχής δόσις, αντί υπέρ ψυχής του πλησίον κα­τά πάντα». Η αναδοχή αυτή άλλοτε συνδέεται με αμαρτήματα του παρελθόντος και άλλοτε με αμαρτήματα του μέλλοντος (νζ’). Οπότε, φαίνε­ται και από αυτό μόνο το έργο ότι ο θεραπευτής πρέπει να έχει πνευματική δύναμη μεγάλη. «Δυνάμεως ημίν χρεία πνευματικής, ω τίμιε, προ πάντων», γιατί άλλοτε θα χρειασθεί να κρατή­σουμε τα νήπια από το χέρι και να τα οδηγήσου­με στον ορθό δρόμο και άλλοτε θα χρειασθεί τα πολύ νήπια και τους πολύ αδύνατους να τους ανυψώσουμε και κρατήσουμε στους ώμους (sγ’). Οπότε, το έργο της πνευματικής πατρότητος εί­ναι βαρύ, λεπτό, καθοριστικό, υπεύθυνο, θυσια­στικό.

Βέβαια, και εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το έργο του πνευματικού θεραπευτού δεν γίνε­ται ανθρωποκεντρικά και αυτόνομα. Απαιτείται συντονισμός της θείας Χάριτος με την ελευθερία του ασθενούς. Η ίαση των ψυχικών τραυμάτων των ανθρώπων δεν γίνεται με ανθρώπινες συμ­βουλές και μεθόδους εργαστηρίου, αλλά με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του πνευ­ματικού θεραπευτού. Σε όλο το κείμενο του αγί­ου Ιωάννου του Σιναΐτου γίνεται λόγος για προ­σευχή, για επέμβαση του Θεού, για το ότι ο πραγματικός θεραπευτής είναι ο Θεός και όχι ο άνθρωπος. Αλλά και πάλι δεν μπορεί να ενεργήσει ο Θεός, ούτε να βοηθήσει ο ικανός και πεπει­ραμένος πνευματικός, αν δεν συνεργήσει και ο άρ­ρωστος άνθρωπος. Στην Ορθόδοξη θεραπευτική επιστήμη όλα γίνονται με ελευθερία, ποτέ με την βία και την επιβολή.

Σε όλο το κείμενό του, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης δίνει μεγάλη σημασία στην ολοπρόθυ­μη και αβίαστη προσέλευση του αρρώστου και, μάλιστα, στην ολοκληρωτική βοήθειά του για την δική του θεραπεία. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι απαραβίαστη. Κάπου τονίζει ότι ούτε ο κυβερνήτης μπορεί να σώσει το πλοίο χωρίς την συνέργεια των ναυτών, ούτε και ο ιατρός να θε­ραπεύσει τον άρρωστο «μη πρότερον δυσωπηθείς παρ’ αυτού, και δια της του τραύματος φανερώσεως προτραπείς ολοπίστως» (λστ’). Δηλαδή, χρειάζεται εμπιστοσύνη του αρρώστου στον θε­ραπευτή του, παράκληση να τον συνδράμει και, βέβαια, οικειοθελής αποκάλυψη του τραύματος. Σε όλη αυτήν την κίνηση υπάρχει απόλυτη ελευθερία. Γιατί, πράγματι, είναι αδύνατη η σωτηρία «εκείνων (των αρρώστων) μη συνεργούντων» (ξδ’) αυτών των ιδίων. Βέβαια, υπάρχει περίπτω­ση που ο άρρωστος άνθρωπος αισθάνεται την δει­λία και την αδυναμία του και, γι’ αυτό, προσφέ­ρει όλη την θέλησή του στον έμπειρο θεραπευτή, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση προϋποτίθε­ται η ελεύθερη αυτοπροσφορά του. Οι άνθρωποι στην κατηγορία αυτή ζήτησαν «εκουσίω βία ιατρεύσαι» και, βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συνιστά να υπακού­σουν οι ιατροί στην ελεύθερη προσφορά των α­σθενών (λα’). Πάντως, η θεραπεία δεν μπορεί να επιτευχθεί έξω από την ελευθερία και το φιλότι­μο των πνευματικών παιδιών, γι’ αυτό και ο «γνήσιος υιός, εν απουσίαις πατρός γνωρίζεται» (νη’). Άλλωστε, όταν κάνουμε λόγο για θεραπεία στην Ορθόδοξη παράδοση, εννοούμε το να ρυθ­μιστεί κατάλληλα ο πνευματικός οργανισμός του ανθρώπου, ώστε να μη χρειάζεται συνεχείς πα­ρεμβάσεις και εξαρτήσεις. Ο άνθρωπος, ελευθερωμένος από την δουλεία που θέλουν να επιβάλλουν τα κτίσματα και ο κόσμος των παθών, πο­ρεύεται τον δρόμο της συνεχούς ανόδου και προ­όδου.

Συνέπεια της ελευθερίας που πρέπει να έχει ο άρρωστος άνθρωπος είναι και ο τρόπος της εξομολογήσεως. Δηλαδή, σημαντικό θεραπευτικό μέσο είναι το μυστήριο της εξομολογήσεως, κα­τά το οποίο ο άρρωστος, με την απόλυτη δική του ελευθερία, αποκαλύπτει τα εσωτερικά του τραύματα. Στο σημείο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είναι πολύ εκφραστικός. Βέβαια, γνω­ρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχουν δύο είδη εξομο­λογήσεως, ήτοι η φανέρωση των ψυχικών τραυ­μάτων ώστε αυτά να τύχουν της θεραπευτικής επεμβάσεως, αλλά και η εξαγόρευση των λογι­σμών, ώστε ο άνθρωπος να λάβει πνευματική κα­τεύθυνση.

Ο άγιος Ιωάννης προσφέρει πολύ σημαντι­κές πληροφορίες για την εξομολόγηση. Κατ’ αρχάς, η εξαγόρευση πρέπει να γίνεται με την α­πόλυτη ειλικρίνεια και ελευθερία του ασθενούς, γιατί τότε προσφέρεται αποτελεσματική βοήθεια. «Γίνεται γαρ αυτοίς και δια της προ ημάς εξαγορεύσεως ου μετρία συγχώρησις». Και αυτό συνδέεται με το ότι, όπως συμβουλεύει, και αν δε λοιπά πάντα κατ’ είδος νύκτωρ τε και μεθ’ ημέραν ανακινείν τω νοι πλημμελήματα» (ξα’). Και το λέγει αυτό ο άγιος Ιωάννης, διότι όταν ο άρρωστος κάνει λεπτομερείς αναλύσεις, κατά κάποιον τρόπο ηδονίζεται και ευχαριστείται με την ανάμνηση, οπότε διενεργούνται λεπτές διερ­γασίες και αλλοιώσεις στον εσωτερικό του κό­σμο.

Φυσικά, υπογραμμίζει και το απόρρητο της εξομολογήσεως, αφού δεν είναι επιτρεπτό ο θε­ραπευτής να ανακοινώσει σε άλλους το περιεχό­μενο της εξαγορεύσεως του εξομολογουμένου. Ο θεραπευτής δεν πρέπει να φανερώνει τις ψυχικές αποκαλύψεις που του έκαναν οι άλλοι. Αυτό το θέτει σε βάση θεολογική και σωτηριολογική, α­φού αφ’ ενός μεν ο Θεός δεν αποκαλύπτει την εξομολόγηση που άκουσε, αφ’ ετέρου δε γιατί μια ενδεχόμενη αποκάλυψη δημιουργεί τεράστια σωτηριολογικά προβλήματα στους εξομολογουμένους, αφού σε τέτοια περίπτωση «αυτούς ανίατα νοσείν παρασκευάση» (πγ΄).

Θα πρέπει όμως στην συνέχεια να εξετάσουμε για λίγο και τους τρόπους τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο καλός θεραπευτής, αφού υπάρχει διαφορά των προσερχομένων, από άποψη πνευματικής ηλικίας, τρόπου ζωής, ψυχικών ασθε­νειών κ.λπ. Ο πεπειραμένος πνευματικός ιατρός πρέπει να γνωρίζει όλα αυτά, γιατί, διαφορετικά, διαστρεβλώνεται ο τρόπος και η μέθοδος θερα­πείας, καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου.

Ο θεραπευτής πρέπει να γνωρίζει «εν ποίοις, και πως, και πότε» πρέπει να εφαρμόζονται διάφορες παραγγελίες της Αγίας Γραφής (κθ’). Ο χρόνος και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων παί­ζουν σπουδαίο ρόλο για την μέθοδο θεραπείας τους. Όπως ο στρατηγός, έτσι και ο Ποιμήν πρέπει σαφώς να γνωρίζει «την εκάστου των ερχομένων στάσιν και τάξιν» (λε’), γιατί υπάρχει διαφορά μεταξύ πνευματικής ηλικίας και άλλοι χρειάζονται γάλα και άλλοι στερεά βρώματα, α­φού άλλωστε «καιρός παρακλήσεως» (νδ’). Οι άνθρωποι έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, α­φού «πολύ το ποικίλον και το διάφορον κέκτηνται». Γι’ αυτό, οι υπεύθυνοι για την μαρτυρική αυτή διακονία, την θεραπεία των ανθρώπων, πρέ­πει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους «και τους τό­πους, και τας αναβιώσεις (ανατροφή), και τας έξεις (τις συνήθειες)» (μστ’). Ακόμη δε είναι δια­φορετικές οι προσελεύσεις των ανθρώπων, γι’ αυ­τό και κάθε άνθρωπος θέλει την δική του αντι­μετώπιση (μδ’).

Είναι σημαντικός ένας λόγος του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, σύμφωνα με τον οποίο ο θε­ραπευτής δεν πρέπει να εργάζεται με την δικαι­οσύνη ούτε να φροντίζει να αποδίδει πάντοτε το δίκαιο, γιατί δεν αντέχουν όλοι οι άνθρωποι το ί­διο. Και παρουσιάζει τον τρόπο που αντιμετώπι­σε ένας σοφός και διακριτικός Γέροντας σε πε­ριπτώσεις δύο αδελφών, οι οποίοι προφανώς μά­λωσαν μεταξύ τους. Ο ένας ήταν ένοχος, αλλά περισσότερο αδύνατος, και ο πνευματικός εκείνος θεραπευτής τον ανεκήρυξε αθώο. Ο άλλος ήταν αθώος, αλλά, επειδή ήταν δυνατός και αν­δρείος, τον κατεδίκασε ως ένοχο, και αυτό «ίνα μη δια δικαιοσύνης πλείον το σχίσμα γένηται». Βέβαια, ιδιαιτέρως μίλησε ανάλογα στον καθένα, ιδίως στον ψυχικά ένοχο (π’). Βλέπει κανείς εδώ ότι η θεραπεία των ανθρώπων δεν γίνεται με βά­ση τα δικαστήρια και την απονομή της δικαιο­σύνης, αλλά με βάση την ιατρική επιστήμη, δη­λαδή τις δυνατότητες που έχει κάθε άνθρωπος.

Η γνώση που πρέπει να διαθέτει ο θεραπευ­τής για να θεραπεύσει τις ψυχικές ασθένειες των προσερχομένων είναι απαραίτητη, γιατί συνδέε­ται στενά με τους τρόπους θεραπείας και με τα φάρμακα τα οποία θα δώσει. Δεν απαιτείται μό­νον σωστή διάγνωση, ούτε γνώση της ιδιαιτερότητος κάθε ανθρώπου, αλλά επίσης και σωστή χορήγηση των φαρμάκων. Θα δούμε μερικούς τρόπους θεραπείας, όπως τους παρουσιάζει ο άγιος Ιωάννης, ο έμπειρος αυτός καθοδηγητής των ψυχών.

Η χορήγηση των πνευματικών φαρμάκων συνδέεται στενά με την συμπάσχουσα καρδιά του θεραπευτού. Δηλαδή, ο πνευματικός θεραπευτής συμμετέχει στον πόνο και στην ψυχική κατάστα­ση του αδερφού. Ο Ηγούμενος πρέπει σαφώς να γνωρίζει «το πασι κατά την εαυτών αξίαν προσπάσχειν και συνδιατίθεσθαι» (ιδ’). Μόνον μέσα από την «συμπάσχουσα καρδία» γίνεται αποτε­λεσματική θεραπεία. Ο πόνος του άλλου γίνεται δικός του πόνος και ο ίδιος πάσχει με την κατά­σταση του αρρώστου. Δεν πρόκειται για μια αντικειμενοποιημένη ιατρική, αλλά για μια πολύ προσωποποιημένη. Η πνευματική επέμβαση γί­νεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μεταβάλει τους πονηρούς μοναχούς σε απλούς και όχι οι απλοί και ευθείς μοναχοί να γίνονται πονηροί και πολύ­πλοκοι στους λογισμούς.

Απαιτείται ιδιαιτερότητα και σύνεση.

Σε ένα θαυμάσιο κείμενο, έχοντας υπ’ όψιν του τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι ιατροί της εποχής εκείνης για να θεραπεύσουν τις σωματι­κές ασθένειες, τα προσαρμόζει και στον τρόπο της επεμβάσεως σε ψυχικά τραύματα και νοσή­ματα. Ο πνευματικός θεραπευτής πρέπει να χρησιμοποιεί «έμπλαστρον», για θεραπεία εσω­τερικών παθών που δεν φαίνονται και για κάθαρ­ση του εσωτερικού κόσμου χρησιμοποιεί «πόσιν», δηλαδή ιατρικό υγρό, για καθάρισμα του ψυχικού οφθαλμού «κολλύριον», και για χειρουρ­γική επέμβαση, όταν πρόκειται να καθαρίσει κάποια σαπίλα, χρησιμοποιεί «ξυρίον», δηλαδή ξυ­ράφι και «φλεβοτόμον» και «μάχαιραν». Όμως, δεν αρκείται στην επέμβαση και στην χρησιμο­ποίηση των κατάλληλων εργαλείων, αλλά χρη­σιμοποιεί διάφορα εργαλεία και φάρμακα, κατά την διάρκεια της επεμβάσεως, και μετά από αυ­τήν, ήτοι «σπόγγον», δηλαδή δρόσισμα του ασθενούς με γλυκά και ήπια και απλά λόγια, «καυτήρα», δηλαδή κανόνα και επιτίμιο από α­γάπη για ένα μικρό χρονικό διάστημα, «άλειμμα», δηλαδή αλοιφή, ήτοι έναν λόγο ή μια πα­ρηγοριά για την ανακούφιση του ασθενούς, «υπνωτικόν», δηλαδή να σηκώσει ο θεραπευτής το φορτίο του υποτακτικού, ώστε να έχει ο υποτα­κτικός «τύφλωσιν οσίαν» και να μη βλέπει τα καλά έργα. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που ο θεραπευτής πρέπει να χρησιμοποιεί «μάχαιρα», ώστε να αποκόπτει ένα μέλος σεσηπός για την αφέλεια των άλλων αδελφών (ιβ’).

Φαίνεται καθαρά, όπως το περιγράφει ο άγιος Ιωάννης, ότι ποικίλλουν τα φάρμακα και τα εργαλεία. Άλλοτε απαιτείται θεραπεία, άλλοτε εκκένωση των βρωμάτων, άλλοτε χειρουργική ε­πέμβαση και άλλοτε εκτομή. Αλλά και η χει­ρουργική επέμβαση πρέπει να γίνεται με διακρι­τικότητα, χωρίς να προκαλεί πόνο στον ασθενή.

Τα φάρμακα που δίδονται στους ψυχικά αρ­ρώστους πρέπει να είναι ανάλογα με την πνευ­ματική τους κατάσταση. Συνιστά: «σκοπείν δε μάλλον και προσφυώς αρμόζειν τα φάρμακα». Σε εκείνους που αμάρτησαν πάρα πολύ πρέπει να προσφέρεται παρηγορία για να μη πέσουν στην απόγνωση, στους υπερηφάνους και εγωιστάς χρειάζεται στενή και τεθλιμμένη οδός (λβ’).

Για άλλους πρέπει ο θεραπευτής να προσεύ­χεται με πολλή νήψη (η’, θ’), σε άλλους θα προ­σφέρει τον λόγο του και την διδασκαλία του (ζ’), άλλους θα ελέγχει και θα τους προκαλεί και λί­γο πόνο «ίνα μη μακροχρονίση, η τελευτήση εκ σιωπής επαράτου» (κστ’, κζ’). Άλλους ωφελεί η της «εξόδου υπόμνησις» (πα’), άλλους άλλα, και η κοινότητα ωφελείται από την «ατιμία», δηλαδή από τον εξευτελισμό του ασθενούς (πθ’), άλλοι χρειάζονται βαρύτατα επιτίμια (νη’). Ο θε­ραπευτής δίδει στον καθένα ανάλογα με το τι θα τον ωφελήσει πνευματικά. Διαφορετικός είναι ο τρόπος προσεχής που καθορίζεται στον καθένα. Ακόμη δε διαφορετική είναι η δίαιτα που χορη­γείται. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας την διαγωγή ενός πεπειραμένου Ηγουμένου, λέγει ότι προτιμούσε να εκδιώξει κάποιον από το μοναστήρι, γιατί έτσι θα ωφεληθεί ο ίδιος περισσότερο, πα­ρά να παραμένει στο μοναστήρι και εν ονόματι μιας φιλανθρωπίας και συγκαταβάσεως να μένει στο θέλημά του (sδ’).

Ο κάθε άνθρωπος βοηθείται και ωφελείται διαφορετικά. Στον έναν, όταν ανάψει ο θείος έ­ρως, δεν ισχύει ο φόβος των λόγων. Στον άλλον, η παρουσία του φόβου της κολάσεως δημιούργη­σε υπομονή σε όλους τους κόπους, και στον άλλον η ελπίδα της Βασιλείας των Ουρανών τον ο­δήγησε στην περιφρόνηση όλων των επιγείων (λδ’).

Είναι σαφές με όσα προηγήθηκαν ότι ο τρό­πος θεραπείας είναι μια σταυρική διακονία, δεν είναι μία επιπόλαια πράξη. Η ιδιαιτερότητα κά­θε ανθρώπου, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση, κυρίως απαιτούν διεισδυτικό, ευαίσθητο, πεπειραμένο πνευ­ματικό ιατρό, ο οποίος όχι μόνον θα κάνει ορθή διάγνωση και ορθή θεραπεία, αλλά κυρίως θα εί­ναι έτοιμος να συμπάσχει με τον ασθενή, να αι­σθάνεται πάνω στην δική του ψυχή, αλλά και στο σώμα του τον πόνο και την οδύνη της πνευματικής καθοδηγήσεως. Η πνευματική ιατρική επιστήμη δεν είναι μια εγκεφαλική διακονία, αλ­λά μια μαρτυρική ζωή, κατά το πρότυπο του Χριστού και πάντων των αγίων, όπως και του Προφήτου Μωϋσέως, που καθοδηγούσε με πόνο έναν σκληροτράχηλο λαό.

Προϋποθέσεις θεραπείας

Μέχρι τώρα κάναμε λόγο για το τι ακριβώς είναι η πνευματική ασθένεια, ποιός είναι ο κα­τάλληλος θεραπευτής, τι είναι η θεραπεία και βε­βαίως πως επιτυγχάνεται. Απομένει να υπο­γραμμίσουμε ότι η θεραπεία του ανθρώπου δεν έγκειται απλώς σε μια ψυχολογική υποστήριξη και μια ατομικιστική πράξη, αλλά κυρίως και προ παντός είναι πορεία για να φθάσει ο άνθρωπος από την ατομικότητά του στην προσωπική σχέση, από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και στην φιλανθρωπία, από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η θεραπεία γίνεται μέσα σε ένα ορισμένο πνευματικό κλίμα.

Η Εκκλησία, η οποία εκλαμβάνεται ως οι­κογένεια, αλλά και ως πνευματικό νοσοκομείο, είναι ο κατάλληλος χώρος της ασκήσεως της θεραπευτικής αγωγής. Ήδη έχουμε υπογραμμίσει ότι οι ψυχικές ασθένειες είναι αποτέλεσμα της α­πώλειας της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, τον εαυτό του και ολόκληρη την κτίση. Η πτώση του ανθρώπου συνδέεται στε­νότατα με την απώλεια της σχέσης. Επομένως, η θεραπεία έγκειται στην απόκτηση της πραγματικής σχέσης με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, τον εαυτό του και την κτίση. Αυτό πραγματο­ποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας.

Το όλο κείμενο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου που μελετούμε προϋποθέτει ένα κοινόβιο, ένα Μοναστήρι. Αναφέρεται σε έναν Ηγούμενο, που είναι ο Ποιμήν, και του οποίου έργο είναι η θεραπεία των ψυχικών και σωματικών παθών των μοναχών. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να επιμείνουμε πολύ, γιατί και μια απλή ανάγνωση του κειμένου «Προς Ποιμένα» το επιβεβαιώνει.

Απλώς θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο άγιος Ιωάννης κάνει λόγο για προσοχή στην υ­ποδοχή των «θρεμμάτων» (πθ’), ώστε να θέλουν να ενταχθούν στην ποίμνη έχοντας αγνή διάθεση και ζήλο για την σωτηρία τους. Η κατάλληλη ηλικία προσελεύσεως θεωρείται απαραίτητη, ώ­στε να μην υπάρχει μεταμέλεια αργότερα, μετά την αποδοχή του μοναχικού σχήματος (ο’). Αλ­λά, καίτοι οι μοναχοί ζουν σε μια ορισμένη κοι­νότητα, εν τούτοις πρέπει να υπάρχει και η δυ­νατότητα της ελευθερίας ανάλογα με τις ηλικίες. Ο προεστώς πρέπει να προσέχει το θέμα αυ­τό, γιατί, άλλωστε, «και καταστάσεις και κα­τοικήσεις προς τας σωματικάς ηλικίας διάφοροι» (ξθ’). Επίσης, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί η συγκατοίκηση των αγωνιστών με τους ραθύμους δημιουργεί πολλούς κινδύνους (ξγ’).

Επομένως, η κοινότητα, το κοινόβιο, το Μοναστήρι, εκλαμβάνεται ως μία θεραπευτική κοινότητα, μέσα στην οποία ο άνθρωπος εντάσσεται για την θεραπεία του, για να γίνει πρόσω­πο, αλλά και να αποκτήσει ουσιαστική κοινωνία με τους άλλους. Στην θεραπευτική αυτή κοινό­τητα υπάρχει ο ειδικός θεραπευτής, αλλά και άλ­λοι πνευματικοί αδελφοί, οι οποίοι βοηθούν τους παρευρισκομένους αδελφούς.

Το επίκεντρο, όμως, της κοινότητας δεν εί­ναι ο άνθρωπος, δηλαδή η κοινότητα δεν συγκρο­τείται σε ανθρωποκεντρικό επίπεδο. Κέντρο είναι ο Θεός, αφού και αυτός ο Ποιμήν - Ηγούμενος ενεργεί την αποστολή του με την δύναμη και ενέργεια του Θεού. Έτσι, λοιπόν, η κοινότητα που έχει υπ’ όψιν του ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είναι Μοναστήρι, το κέντρο είναι ο Ιερός Ναός, μέσα στο οποίο τελείται η θεία Ευχαριστία, αυ­τή η κατ’ εξοχήν κοινωνική πράξη, αφού δι’ αυτής αποκτούμε ενότητα με τον Θεό και τους αδελφούς, ακόμη δε και με όλη την κτίση, και βέβαια, η όλη λατρεία που γίνεται μέσα στον Ιερό Ναό. Σε κάποιο σημείο ο άγιος Ιωάννης αναφέρει ότι ένας από τους θεοφιλείς ανθρώπους του είπε ότι «πάντοτε μεν, μάλιστα δε εν ταις ετησίαις και Δεσποτικαίς εορταίς, ο Θεός τους ε­αυτού θεράποντας δωρεαίς αμείβεται» (ιζ’). Εδώ φαίνεται ότι δεν πρόκειται για μια ουμανιστική θεραπεία, για μια ψυχολογική ισορροπία, αλλά για δωρεές που προέρχονται από τον Θεό και μά­λιστα κατά την διάρκεια των Δεσποτικών εορ­τών. Προϋποτίθεται λατρευτική σύναξη των μελών της Εκκλησίας. Μάλιστα δε η πορεία του ανθρώπου προς την ένωσή του με τον Θεό εκλαμβάνεται μέσα από την εικόνα της θείας Ευχαρι­στίας (sγ’)·

Η ύπαρξη της κοινότητος και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας και της λατρείας συνδέεται α­ναπόσπαστα με ένα άλλο απαραίτητο στοιχείο της θεραπείας του ανθρώπου και αυτό είναι η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας, τα δόγμα­τα και η λεγομένη πίστη. Ο άγιος Ιωάννης θα συστήσει στον Ποιμένα: «Πίστεως απαθούς, και δογμάτων ευσεβών προ πάντων κληρονομίαν τοις υιοίς καταλίμπανε· ίνα μη μόνον τους υιούς, αλ­λά και τα έκγονά σου Κυρίω δι’ οδού ορθοδοξίας προσαγάγης» (sζ’). Η Ορθοδοξία συναπαρτίζε­ται και συνίσταται από την απαθή πίστη και τα ευσεβή δόγματα. Δια της Ορθοδόξου αυτής πίστεως προσάγει κανείς στον Κύριο όχι μόνο τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και τα εγγόνια. Και, βέβαια, αυτή είναι η μεγαλύτερη πνευματι­κή κληρονομιά.

Επομένως, οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την θεραπεία του ανθρώπου, ήτοι η Κοινότητα - Εκκλησία, η Ευχαριστία - λατρεία, και η Ορθοδοξία (απα­θής πίστη, ευσεβή δόγματα). Αλλά και αυτός α­κόμη ο ησυχαστής και ερημίτης δεν αποδεσμεύεται από την κοινότητα, διότι ή είχε ζήσει προ­ηγουμένως σε μια κοινότητα ή ακόμη εμπνέεται από αυτήν, γιατί ζει μέσα στο πνεύμα της κοινότητος, αφού, αγαπώντας τον Θεό και έχοντας κοινωνία μαζί Του, έχει κοινωνία με όλο τον κό­σμο και, βέβαια, αισθάνεται την ανάγκη να εκκλησιασθεί και να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Το γεγονός πάντως είναι ότι όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να γνωρί­σει τα βάθη της υπάρξεώς του και το κακό που βρίσκεται εντός του, και μάλιστα όταν, με την Χάρη του Θεού και την βοήθεια του έμπειρου πνευματικού ιατρού, θεραπευθεί ψυχικά, τότε γνωρίζει το βάθος του κακού, αλλά και το ύψος της λυτρώσεως. Είναι αρκετό να ζήσει κανείς την πτώση και την ανάσταση μέσα στα έγκατα της υπάρξεώς του. Τότε γνωρίζει όλον τον κό­σμο.

Συμπέρασμα

Η θεραπεία του ανθρώπου είναι το σπουδαι­ότερο έργο που μπορεί να επιτελεσθεί πάνω στη γη. Ο άγιος Ιωάννης θα πει: «μη μακάριζε τους χρήματα προσφέροντας, μακάριε· αλλά τους πρό­βατα λογικά Χριστώ ανατιθέντας». Δεν υπάρχει άλλο πιο ευπρόσδεκτο δώρο στον Χριστό από «το ψυχάς λογικάς δια μετανοίας προσφέρειν». Και αυτό γιατί ολόκληρος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή, αφού «ο μεν παρέρχεται, η δε άφθαρτος και έστι και διαμένει» (s’).

Ο θεραπευτής με την καθαρότητά του, που δεν είναι έργο δικό του, αλλά δώρο του Θεού, αποσμήχει (σπογγίζει) τον ρύπο των άλλων, απο­δεικνύει τον εαυτό του «συνεργόν των ασωμάτων και νοερών Δυνάμεων», αφού αυτό είναι το δικό τους έργο (οη’).

Τελικά, οι άνθρωποι σήμερα ζητούν την θε­ραπεία, όπως την περιγράφει και την παρουσιά­ζει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, και την προ­σφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και όταν αναζη­τεί την δικαιοσύνη, την ειρήνη, την ισότητα με­ταξύ των ανθρώπων, στο βάθος ζητεί την θερα­πεία, δηλαδή την σωστή σχέση του με τον Θεό, τους άλλους, τον εαυτό του και την κτίση. Τα παράπονα, οι μεμψιμοιρίες του, οι συνεχείς γογ­γυσμοί, οι γκρίνιες δημιουργούνται γιατί στο βά­θος του ο άνθρωπος δεν ζει την πληρότητά του. Και, βέβαια, για το έργο αυτό είναι απαραίτητη η παρουσία ενός ευαίσθητου, υπομονετικού πνευματικού, ο οποίος να είναι ο ίδιος ψυχικά ελεύ­θερος, να σέβεται απόλυτα την ελευθερία του άλλου και να τον οδηγεί πράγματι στην ελευθερία του πνεύματος και όχι σε ιδιοτελείς δικές του ε­πιδιώξεις.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΠΑ 30 - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ -Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 13ος ΧΡΟΝΟΣ - ΑΝΟΙΞΗ 2000 - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ