Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ: Υφίσταται εν τη Ορθοδόξω Καθολική Εκκλησία δικαιοδοτική αρμοδιότης εφ' όλης της Εκκλησίας εκτός της αρμοδιότητος της Οικουμενικής Συνόδου;



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833, Fax +30 210 4518476, Email:impireos@hotmail.com
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 18ῃ Ὀκτωβρίου 2018
ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΕΝ ΤΗι ΟΡΘΟΔΟΞΩι ΚΑΘΟΛΙΚΗι ΕΚΚΛΗΣΙΑι ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ;
Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον.Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱεορύς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων,μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς. Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦ αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήν ἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Τήν αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικές ἐκκλησιαστικές δομές, ἡ«Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ«Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἀνεγνώριζε. Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο SiccaΟὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱ ἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129)κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄,Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περί ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου,συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε.Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)• β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁΚωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁΚωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι;γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁΚωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶςἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν».
† ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς: Κριτική στην μελετώμενη αναθεώρηση του Συντάγματος



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η Νοεμβρίου 2018
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΩΜΕΝΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η κυβερνητική σύζευξη της ριζοσπαστικής αριστεράς με την δεξιά, η οποία κυβερνά, με τον τρόπο που κυβερνά, τη χώρα μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έδειξε με τον πλέον προκλητικό τρόπο την εχθρότητα, την πλήρη περιφρόνηση και την αποστροφή της προς την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που εκφράζει την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Προώθησε και ψήφισε νόμους, οι οποίοι έρχονται σε πλήρη και απόλυτη αντίθεση με την σώζουσα διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αλλά και με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα του ευσεβούς λαού μας, όπως το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλοφίλων, η αναδοχή παιδιών σε πρόσωπα του ιδίου φύλου, η δυνατότητα αλλαγής φύλου κ.α.με σημαία ένα κίβδηλο δικαιωματισμό που δεν έχει καμμία σχέση με την ανθρώπινη φύση και οντολογία. Φθάνοντας στο τέλος της θητείας της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ αποφάσισε να ολοκληρώσει την κατεδαφιστική της πολιτική, δίνοντας βολή κατά της Εκκλησίας, με μια πρόσφατη ενέργειά της, με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος,την αντισυνταγματική διαγραφή των κληρικών από το Δημόσιο καιτην έμμεση και με εύσχημο τρόπο υφαρπαγή και των τελευταίων υπολειμμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η κυβέρνηση θεώρησε ως «αναγκαία» την αναθεώρηση του ως άνω άρθρου 3 προκειμένου, όπως ισχυρίζεται,να παύσει ο «εναγκαλισμός Εκκλησίας-Πολιτείας», να επιτευχθεί ο «χωρισμός» μεταξύ των δύο θεσμών, ο οποίος θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να «γίνουν διακριτοί οι ρόλοι Κράτους και Εκκλησίας σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου».
Πιο συγκεκριμένα στο ήδη ισχύον άρθρο 3 προτάσσεται η προβληματική φράση:«Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», ενώ παράλληλα προστίθεται η ερμηνευτική δήλωση: «Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Η παρά πάνω πρόταση περί θρησκευτικής ουδετερότητος σε συνδυασμό με την ερμηνευτική δήλωση δεν είναι άνευ σημασίας, αλλά έχει σοβαρότατες κανονιστικές και νομικές συνέπειες, διότι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια νέα ερμηνεία της επακολουθούσης στο άρθρο 3 φράσεως ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», με άμεση συνέπεια την κατάργηση των μέχρι σήμερα υφισταμένων πατροπαραδότων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Όπως έχουν επισημάνει έγκριτοι νομικοί και συνταγματολόγοι, που ασχολήθηκαν με το όλο θέμα, η επιχειρούμενη συνταγματική προσθήκη περί θρησκευτικής ουδετερότητος θα έχει καθοριστικές συνέπειες στην ερμηνεία του όρου «Επικρατούσα θρησκεία». Δηλαδή ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» θα τεθεί υπό επανεξέταση και θα επανερμηνευθεί υπό το πρίσμα της προτασσόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας, η οποία θα γίνει μέσο ερμηνείας του όρου.Με την νέα αυτή ερμηνευτική θεώρηση ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» χάνει κάθε κανονιστική ισχύ και ερμηνεύεται απλώς ως διάταξη διαπιστωτική, δηλαδή άνευ ουσίας. Με πιο απλά λόγια, με την προτεινόμενη αναθεώρηση, θα παρέχεται η δυνατότητα στην πολιτεία και στις εκάστοτε κυβερνήσεις να καταργήσουντην θεσμική παρουσία της Εκκλησίας σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας, ή να θεσπίσουν την ίση συμμετοχή όλων των θρησκειών, παρότι κάτι τέτοιο δεν έχει ούτε ιστορικό, ούτε λαϊκό, ούτε πρακτικό έρεισμα.
Θα αναφέρουμε παρά κάτω μερικά παραδείγματα της μελετωμένης καταργήσεως της θεσμικής παρουσίας της Εκκλησίας,η οποία θα καταστεί δυνατή χάρις στη συνταγματική αλλαγή του άρθρου 3.
α) Κατάργηση της παρουσίας της Εκκλησίας στις Ένοπλες Δυνάμεις και Σώματα Ασφαλείας.
Το Θρησκευτικό Σώμα στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Αστυνομία και τα λοιπά Σώματα Ασφαλείας, θα τεθούν υπό κατάργηση. Ένα ουδετερόθρησκο κράτος δεν μπορεί να συντηρεί θρησκευτικές υπηρεσίες μίας συγκεκριμένης θρησκείας, έστω και αν σ’ αυτή ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των υπηρετούντων αξιωματικών, υπαξιωματικών και λοιπών εργαζομένων, ή εκτελούντων θητεία. Παράλληλα, δεν μπορεί να αναγνωρίζει προστάτες Αγίους στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, διότι τότε παύει να είναι ουδέτερο ως προς τη θρησκεία.Με την κατάργηση όμως αυτή των Θρησκευτικών Σωμάτων παραθεωρείται το γεγονός, ότι ανέκαθεν η Ορθόδοξη Πίστη αποτελούσε πηγή θάρρους,ηρωϊσμού και ομοψυχίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι πολεμούσαν υπό την σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου και επεκαλούντο την προστασία των αγίων.
β) Κατάργηση των Ιερών Εικόνων και χριστιανικών συμβόλων σε Δημόσιες Υπηρεσίες.
Σε ένα συνταγματικά ουδετερόθρησκο κράτος, χωρίς αμφιβολία δεν θα έχουν πλέον θέση οι Ιερές Εικόνες,ο τίμιος Σταυρός του Κυρίου μας και γενικά τα θρησκευτικά σύμβολα της πίστεώς μας, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια, στα Νοσοκομείακαι στις Δημόσιες Υπηρεσίες.Και τούτο διότι η ανάρτηση των Ιερών Εικόνων και συμβόλων, δείχνει τη θετική διάθεση ενός Έθνους, το οποίο αναγνωρίζει έμπρακτα μια ουσιαστικά επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή εκείνη που είναι συνδεδεμένη με το λαό και την ιστορία του.Όμως με την ευλογημένη αυτή συνήθεια της ανάρτησης Ιερών Εικόνων, ή συμβόλων σε Δημόσιες Υπηρεσίες, όπως και με την παρουσία του Τιμίου Σταυρού στον ιστό της σημαίας μας, αποδεικνύουμε εμείς οι Έλληνες την ευγνωμοσύνη μας προς τον Χριστό και ομολογούμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η τροφός του Γένους μας,η ακαταμάχητη δύναμη που συντήρησε και διέσωσε τον Ελληνισμό από τον αφανισμό και την διάλυση, ο μπροστάρης στους αγώνες των προγόνων μας για την απελευθέρωση της πατρίδος από τον τουρκικό ζυγό, οι οποίοι πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».
γ) Κατάργηση Ιερών Ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία.
Κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγουςη επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση και η ρητή πρόβλεψη για ουδετερόθρησκο κράτος θα δώσει αφ’ ενός τη δυνατότητα στο νομοθέτη να προχωρήσει στην κατάργηση της λειτουργίας, ακόμη και την κατεδάφιση των ιερών ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία, αφ’ ετέρου θα δώσει στους αλλοθρήσκους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν δικαστικά τα ανωτέρω, βασιζόμενοι στην καταστρατήγηση της συνταγματικής ουδετερότητας με την παρουσία Ορθοδόξου ναού σε κρατικό χώρο.Ωστόσο είναι γνωστή η ανεκτίμητη προσφορά των εν λόγω Ιερών Ναών και των κληρικών που υπηρετούν σ’ αυτούς, διότι οι ασθενείς στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους καταφεύγουν στην πίστη μας, αρχίζουν να προσεύχονται και αναζητούν ιερείς για να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν, προκειμένου να ξεπεράσουν τους φόβους και την αγωνία τους και να απαλύνουν τον πόνο τους. Μεγάλες μορφές της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, όπως ο Άγιος Άνθιμος της Χίου, ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, κ.α., υπηρέτησαν σε νοσοκομειακούς ναούς προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στον πάσχοντα άνθρωπο.
Για να μη μακρηγορούμε, κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση θα δώσει τη δυνατότητα στο νομοθέτη να προχωρήσει στην κατάργηση του Αγιασμού στη Βουλή, στους ΟΤΑ, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια. Επίσης στην κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, των θρησκευτικών εορτών, της αργίας της Κυριακής κ.λ.π.
Η «ανάγκη» για αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν είναι πραγματική για τον δήθεν εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, αλλά ικανοποίηση των μαρξιστικών και αθεϊστικών ιδεοληψιών της «αριστερής» κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία στηρίζει δυστυχώς ο πολιτικός συνδυασμός ΑΝΕΛ. Η καθιέρωση του «ουδετερόθρησκου κράτους» είναι η γνωστή «παντιέρα» του άθεου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των διδαγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης κατά των καταπιεστικών «Εκκλησιών» (Παπισμού και Προτεσταντισμού) στη δυτική Ευρώπη. Όπως είναι γνωστό σήμερα η θρησκεία στη Δύση, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, είναι ένας ξεχωριστός θεσμός στο κράτος και την κοινωνία. Η θρησκεία θεωρείται «ιδιωτική υπόθεση» των πολιτών, γι’ αυτό και πρέπει να απομονωθεί από κάθε κρατική λειτουργία.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σεραφείμ, άριστος γνώστης των νομικών θεμάτων, σε πρόσφατα δύο Υπομνήματα που κατέθεσε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρατηρεί μεταξύάλλων, τα εξής σχετικά με τηνεπιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση: «Η πρότασις του κυβερνώντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρησι του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος καταδεικνύει το περίγραμμα της αναθεωρητικής λογικής του στην οποία καταλέγεται ασφαλώς η τυπολογία των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας. Δεν επιλέγεται μεν η κατάργησι του άρθρου 3 του Συντάγματος που θα επέφερε τεκτονικό σεισμό με την κατάργησι της συνταγματικής προστασίας των Καταστατικών κειμένων της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά η εισαγωγή στο άρθρο 3 του Συντάγματος της αόριστης ρήτρας για την ‘κρατική θρησκευτική ουδετερότητα’ που όμως υπονοείται η κατοχύρωσίς της υπέρ όλων των γνωστών θρησκειών της χώρας, ήδη στο άρθρο 13 του Συντάγματος για την θρησκευτική ελευθερία» (Ιστ. Ακτίνες, 17.11.2018). Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ σε δήλωσή του στην Σύνοδο της Ιεραρχίας (16.11.2018), σχετικά με το ίδιο θέμα παρατηρεί τα εξής: «Για την σκοπούμενη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και συγκεκριμένως ως προς την προσθήκη της διακηρύξεως ότι το Κράτος είναι ‘ουδετερόθρησκο’…θεωρώ ότι η διακήρυξη αυτή έρχεται σε αντίφαση με το προοίμιο του Συντάγματος. Είναι δυσερμήνευτο να επικαλείται ο Νομοθέτης το όνομα του Τριαδικού Θεού και στα επόμενα να το ακυρώνει και να ομολογεί ότι δεν το δέχεται… Το ‘ουδετερόθρησκο’ θα ερμηνευθεί από τα όργανα της Δημοσίας Διοικήσεως και τελικώς θα κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια του Κράτους. Δεν γνωρίζουμε τι κρύπτεται κάτω από αυτή την διάταξη, τι υπονοείται, τι επιδιώκουν οι εισηγητές της και τι θα αποκαλυφθεί συν τω χρόνω κατά την εφαρμογήτης». Ο σεβαστός πανεπιστημιακός δάσκαλος π. Γ. Μεταλληνός προσθέτει σε πρόσφατο δημοσίευμά του τα εξής: «Αυτό που λέμε ‘χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας’, είναι λυμένο το θέμα με το νόμο 590/1977. Είναι διακριτοί οι ρόλοι, συνταγματικά κατοχυρωμένοι. Γιατί ο νόμος αυτός είναι απόρροια του Συντάγματος του 1975. Ξέρουμε λοιπόν πού συναντώμεθα, πού δίνουμε τα χέρια η Πολιτεία και ο Εκκλησιαστικός Χώρος -και δεν εννοώ τους Ιεράρχες μόνο, αλλά όλο τον Κλήρο- για να υπηρετήσουμε τον ίδιο Λαό. Έχουμε λοιπόν δυνατότητες να έχουμε διακριτούς ρόλους» (Ιστ. Ακτίνες).
Συμπερασματικά:
Η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 3 του Συντάγματος δεν χρειάζεται καμία αναθεώρηση, διότι, οι θρησκευτικές ελευθερίες των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων προστατεύονται απόλυτα στο άρθρο 13 του Συντάγματος και κανένα δικαίωμά τους δεν θίγεται ούτε περιορίζεται. Το περιεχόμενο της έννοιας της «επικρατούσας θρησκείας» ανταποκρίνεται στη θρησκεία που πρεσβεύει η συντριπτική πλειονότητα του 90% και πλέον των Ελλήνων πολιτών.Το στοιχείο αυτό δεν είναι περιγραφικό, επειδή συνδέεται άμεσα με την κοινωνική βάση της εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που είναι η λαϊκή κυριαρχία. Τόσο ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελούν θεμελιώδεις διατάξεις όχι μόνον του ισχύοντος Συντάγματος της χώραςμας,αλλά και όλων των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα για συνταγματική διάταξη περί θρησκευτικής ουδετερότητος, αφού η ελληνική Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει, σεβόμενη την λαϊκή κυριαρχία, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημη-επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνωνόχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά και για πρακτικούς, διατηρώντας και προστατεύοντας την παρουσία της σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας.
Περιττό να τονιστεί βέβαια και ο επιπρόσθετος λόγος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με τις υπάρχουσες θρησκευτικές μειονότητες, είναι συνδεδεμένη με την πορεία του Ελληνικού Έθνους εδώ και είκοσι αιώνες, η οποία, σε καιρούς δύσκολους, στάθηκε ο πολύτιμος αρωγός του. Στα νεώτερα χρόνια διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για την επιβίωση και την πρόοδο του ελληνικού λαού. Διέθεσε εθελούσια, χωρίς εξαναγκασμούς το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για κοινωφελείς σκοπούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα της χώρας μας είναι κτισμένα σε οικόπεδα, που παραχώρησε η Εκκλησία. Ακόμα και στις δύσκολες σημερινές συνθήκες η Εκκλησία στάθηκε τροφός και συμπαραστάτης του λαού μας, σε αντίθεση με την παντελή απουσία των άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων στη χώρα μας. Άρα το κράτος έχει την υποχρέωση,(και είναι προς το συμφέρον του ελληνικού λαού), να θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα θρησκεία». Η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προσδώσει στην κυρίαρχη πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού κάποια προτεραιότητα και κάποια επιπρόσθετα δικαιώματα, διότι αυτό απαιτεί η δημοκρατία, χωρίς να τίθενται στο περιθώριο οι θρησκευτικές μειονότητες, οι οποίες πρέπει να προστατεύονται από το κράτος.
Κλείνοντας κάνουμε έκκληση στην σεπτή Ιεραρχία μας να αγωνιστεί με ενότητα δυναμικά και ανυποχώρητα, ώστε να μην περάσει από την Βουλή η μελετωμένηαναθεώρηση, διότι τότε θα αλλάξει άρδην η κατάσταση στη χώρα μας. Το κράτος ως ουδέτερο θρησκευτικά, θα αποβάλλει κάθε ίχνος θρησκευτικότητας, τώρα πλέον και με συνταγματική κάλυψη. Η Εκκλησία θα πάψει να είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα χάσει όλα τα προνόμια που απορρέουν από αυτή τη νομική σχέση, διότι θα μεταβληθεί σε ιδιωτικό σωματείο. Όμως κατά παρόμοιο τρόπο, βάσει της δικαιϊκής αρχής της ισότητος και της ισονομίας του άρθρου 4 του Συντάγματος θα πρέπει να παύσουν να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, (δημόσιες Υπηρεσίες), οι Ισραηλινές Κοινότητες και οι Μουφτείες της Θράκης,με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική μας ασφάλεια, αφού θα παύσει το κράτος να ορίζει τους μουφτήδες.Οι σημερινοί απόγονοι των ορκισμένων εχθρών της Ορθοδοξίας κάνουν ό, τι μπορούν να θέσουν στο απόλυτο περιθώριο την Εκκλησία μας.Η Ορθοδοξία μας, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο π. Γ. Μεταλληνός, «είναι πάντοτε στο στόχαστρο των Φραγκικών Δυνάμεων, επειδή είναι το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο του Έθνους μας από τη Δύση».
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς: Όταν ο "Φραγκισμός" "βαπτίζεται" εκσυγχρονισμός



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 15η Νοεμβρίου 2018
ΟΤΑΝ Ο «ΦΡΑΓΚΙΣΜΟΣ» «ΒΑΠΤΙΖΕΤΑΙ» ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και η αγία Του Εκκλησία είναι το διαχρονικό «αντιλεγόμενο σημείο» της ανθρώπινης ιστορίας, όπως το προφήτευσε μεγαλόπνοα ο μεγάλος προφήτης άγιος Συμεών ο Θεοδόχος στο Ναό των Ιεροσολύμων, (Λουκ.2,22). Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να λύσει τα έργα του Σατανά, να καταργήσει το δαιμονικό βασίλειό του και να εγκαταστήσει στη γη τη δική Του Βασιλεία, που είναι βασιλεία ειρήνης, δικαιοσύνης, αγάπης, καταλλαγής και συναδελφώσεως των ανθρώπων. Ήρθε να δημιουργήσει την «καινή κτίση», (Β΄Κορ.5,17), όπου θα μπορεί το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, με τη Χάρη του Θεού, να πραγματώνει τη σωτηρία του και να μορφώνει στον εαυτό του εις «καινόν άνθρωπον» (Εφ.4,24), ο οποίος θα είναι «σύμμορφος του Χριστού», (Ρωμ.8,29). Επειδή όμως η βασιλεία Του δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», (Ιω.18,36), ο πτωτικός και αμαρτωλός κόσμος,πίσω από τον οποίο κρύβεταιο διάβολος,ο «άρχων του κόσμου τούτου», (Ιω.16,11), πολεμάει τον Χριστό και την Εκκλησία Του με πρωτοφανή λύσσα, με σκοπό να εκμηδενίσει το απολυτρωτικό του έργο.
Η πάλη αυτήτου πτωτικού κόσμου κατά του Χριστού γίνεται με πολλούς τρόπους. Ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς, είναι η κατά κόσμον φιλοσοφία, την οποία ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως «κενή απάτη»: «Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν», (Κολ.2,8). Αν μελετήσουμε την εκκλησιαστική και την παγκόσμια ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι ο πτωτικός άνθρωποςαπέρριψετην ευαγγελική διδασκαλία και την κατά Χριστόν φιλοσοφία, την οποία θεώρησε ως εσχάτη μωρία, (βλ.Α΄Κορ.1,21), ενώ εξύψωσε την ανθρώπινη φιλοσοφία ως την μόνη αληθινή σοφία. Δημιούργησε πλείστα όσα φιλοσοφικά συστήματα, μέσω των οποίων προσπάθησε, στηριζόμενος στη δύναμη της λογικής του, να δώσει απάντηση στα μεγάλα πανανθρώπινα ερωτήματα περί του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου,περί των παρόντων και των μελλόντων. Ματαίως στη συνέχειαοι Απολογητές των πρωτοχριστιανικών χρόνων και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας προσπάθησαν να εξηγήσουν, ότι η θεία σοφία υπερέχει ασυγκρίτως της κοσμικής, διότι είναι απαλλαγμένη από κάθε πλάνη και ψεύδος,που αποτελούν τα αναγκαία επακόλουθα της αμαρτίας και της εκπτώσεως του ανθρώπου στο νόμο της φθοράς και του θανάτου.
Στα νεώτερα χρόνια, κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο, με την ανάπτυξη του λεγομένου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, θεοποιήθηκε η ανθρώπινη λογική, και τη θέση του Θεού πήρε ο ορθολογιστής άνθρωπος, ο οποίος έγινε το μέτρο αξιολογήσεως των πάντων και το ύψιστο κριτήριο. Μέσα σ’ αυτό το «κλίμα» αναπτύχθηκε ο νεώτερος αντιχριστιανισμός, ο οποίος στη συνέχεια διαχωρίστηκε σε δύο ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις, τη «δεξιά» και την «αριστερή». Και οι δύο έχουν ουσιαστικά το ίδιο ιδεολογικό υπόβαθρο,αλλά και τον ίδιο στόχο. Να αναγάγουνδηλαδή τον άνθρωπο σε «υπεράνθρωπο», ώστε να πάρει τη θέση του Θεού. Η μεν πρώτη, η «δεξιά»πολεμάει τον Χριστό και την Εκκλησία υπογείως και συγκεκαλυμμένα, με δόλια και σκοτεινά μέσα, καλλιεργώντας και προάγοντας την φιλελεύθερη ασυδοσία, ενώ η δεύτερη, η «αριστερή», φανερά και κατά μέτωπον, χρησιμοποιώντας τη βία και τον καταναγκασμό. Είναι δε γεγονός αναντίρρητο, ότι η ανθρωπότητα τους δύο τελευταίους αιώνες καρκινοβατεί ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τρομερές συμπληγάδες και υποφέρει από τα παρεπόμενά τους.
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από άρθρο στην «συντηρητική» εφημερίδα «Φιλελεύθερος» (φυλ.22-10-2018), του δημοσιογράφου κ. Ανδρέα Ζαμπούκα, με τίτλο: «Ο ιδιότυπος Ελληνικός Φονταμενταλισμός». Ο συντάκτης ισχυρίζεται ότι υπάρχει στην Ελλάδα ένα ισχυρό φαινόμενο φονταμενταλισμού, το οποίο «υπηρετείται», τόσο από την Εκκλησία, όσο και από την «αριστερά», με σοβαρές επιπτώσεις στην πορεία των εθνικών και κοινωνικών μας ζητημάτων. Γράφει: «Οι φονταμενταλιστές αρνούνται τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού. Η θρησκεία (σ.σ. κατά τους φονταμενταλιστές)δεν πρέπει να προορίζεται στην ‘ιδιωτική’ σφαίρα, αλλά πρέπει να μπορεί να εκφράζεται και στη δημόσια. Θεωρούν ότι με τον διαχωρισμό τα παραδοσιακά κοινωνικά πρότυπα, οι δομές και αξίες αποδυναμώνονται. Ότι πλήττεται η πρωταρχικά πολιτιστική ταυτότητα (θρησκεία και εθνική ρίζα) από τον ορθολογισμό της κοσμικής δημόσιας σφαίρας. Η οποία αναγκαστικά προτάσσει την πολιτειακή ταυτότητα, υπονομεύοντας την πρωταρχικότατα της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας.Οι φονταμενταλιστές, στην ουσία, δεν ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία, την πολιτεία, τα συντάγματα, τους νόμους και τους θεσμούς, παρά μόνο αν είναι ενταγμένα σε ένα πλαίσιο παραδόσεων και δογματικής καθαρότητας… Τι είδους κράτος πρέπει να έχουμε για να ικανοποιείται ο φονταμενταλισμός; Σίγουρα, το κράτος δεν μπορεί να είναι δημοκρατικό και ανεκτικό, δεν μπορεί να είναι φιλελεύθερο και δε μπορεί να εξυπηρετεί τα ανθρώπινα δικαιώματα ως κράτος δικαίου».
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι ότικάνει το σοβαρό λάθος να βλέπει την Ορθόδοξη Εκκλησία «κοινωνιολογικά», ως ένα είδος πολιτικού συμπτώματος και μάλιστα να τη συγκρίνει με τους πολιτικούς σχηματισμούς της «αριστεράς» στη χώρα μας.Ένα δεύτερο λάθος είναι ότι μεταξύ των φονταμενταλιστών συμπεριλαμβάνει και την Εκκλησία μας. Διότι στη συνέχεια γράφει ότι «γνωρίζουμε καλά και τον ρόλο της Εκκλησίας και τον ρόλο των «καπετανάτων» στην καλλιέργεια της φονταμενταλιστικής συνείδησης των Ελλήνων». Αδυνατεί να κατανοήσει ότι ο φονταμενταλισμός, η βία, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, το μίσος κ.λ.π. είναι έννοιες απόλυτα ασυμβίβαστες με την γνήσια χριστιανική διδασκαλία. Αν ενδεχομένως παρατηρούνται τέτοιου είδους φαινόμενα στο χώρο της Εκκλησίας, αυτά αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις αρρωστημένωνκαταστάσεων, τις οποίες ουδέποτε η Εκκλησία υιοθέτησε και ενσωμάτωσε στη διδασκαλία της.
Σε αντίθεση με την Εκκλησία παρουσιάζεται η πολιτεία, η οποία, ελεύθερη από συμπλέγματα φονταμενταλισμού και μισαλλοδοξίας, ψήφισε την περίφημη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος», στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, (15-1-1822), «ένα συγκλονιστικό κείμενο που διαπνέεται από τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης…». Η αλήθεια είναι ότι το όντως συγκλονιστικό αυτό κείμενο, όπως καιόλα τα κείμενα των αγωνιστών της ελληνικής επαναστάσεως, ήταν κατά κύριο λόγο διαποτισμένα όχι «από τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης», αλλά από την ελληνορθόδοξη Παράδοση. Και τούτο διότι εκφράζουν την εν Χριστώ ελευθερία και τον σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, όπως τη βιώνει η Ορθόδοξη πίστη μας. Κάτι που αποσιωπά, (άγνωστο γιατί), ο συντάκτης. Αν η «Διακήρυξη της Επιδαύρου», όπως και τα άλλα κείμενα του αγώνα, ήταν διαποτισμένα μόνον από την αμερικάνικη και γαλλική επανάσταση, δεν θα έθεταν τον Χριστό ως κεφαλή του Έθνους και δεν θα απόπνεαν το άρωμα της Ορθοδοξίας.
Παρά κάτω γράφει, ότι «στη συνέχεια, λίγο πολύ, ξέρουμε πως ο θρησκευτικός και ο ‘βαλκανικός’ φονταμενταλισμός κυριάρχησαν, επιβάλλοντας την κυρίαρχη εθνική ιδεολογία της παράδοσης και όχι του εκσυγχρονισμού». Προφανώς ως «εκσυγχρονισμό» εννοεί την αθεϊστική ιδεολογία των διανοουμένων της Δύσεως, την ξενόφερτη Βαυαροκρατία και τους κάθε λογίς πολιτικούς, που υπηρετούσαν τα συμφέροντα των τότε μεγάλων δυνάμεων. Πράγματι οι αιρετικοί Βαυαροί «προστάτες» μας, φρόντισαν να «εκσυγχρονίσουν» το νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος, κατά τα παποπροτεσταντικά πρότυπα, αφ’ ενός μεν διαλύοντας όλο σχεδόν τον Ορθόδοξο ελλαδικό Μοναχισμό και αρπάζοντας την μοναστηριακή του περιουσία, και αφ’ ετέρου περιφρονώντας και απαξιώνοντας όλους εκείνους τους ήρωες της ελληνικής Επαναστάσεως, που με αίματα και θυσίες αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό. Περιφρονώντας δηλαδή όλους εκείνους, που έκαναν τα σώματά τους κόσκινα από τις σφαίρες των τούρκων, καθ’ όν χρόνον αυτοί δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά για την απελευθέρωση της πατρίδος. Πράγματι ωραίο «εκσυγχρονισμό» μας έφεραν οι Βαυαροί! Έναν «εκσυγχρονισμό» που δεν ξέρει να εκτιμήσει, τι σημαίνει ηρωϊσμός, τι σημαίνει να θυσιάζεσαι για την πατρίδα. Έναν «εκσυγχρονισμό» που αφήνει τον μεγάλο εθνικό ήρωα της πατρίδος, τον Νικηταρά, να πεθάνει,ζητιανεύοντας στους δρόμους του Πειραιά και πολλούς άλλους ήρωες σε εσχάτη καταφρόνηση. Στα κατορθώματα των «εκσυγχρονιστών» δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τη φρικτή δολοφονία μιας μεγάλης προσωπικότητος, του πρώτου και μοναδικού άξιου κυβερνήτου της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια, μετά την οποία, ως γνωστόν, επακολούθησε η φρικτή Βαυαροκρατία. Ο Θεός μας έστειλε έναν άξιο κυβερνήτη με ευσέβεια, πίστη και προσήλωση στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις για να μας κυβερνήσει, αλλά εμείς τον δολοφονήσαμε. Αφού λοιπόν αποδειχθήκαμε ανάξιοι αυτής της μεγάλης δωρεάς του Θεού, παρεχώρησε στη συνέχεια ο Θεός, να μας κυβερνήσουν οι ξενόφερτοι Βαυαροί.
Όμως ένας τέτοιου είδους «εκσυγχρονισμός» που αλλοτριώνει και αποξενώνει το Έθνος μας από τις πνευματικές και πολιτιστικές του ρίζες, ένας «εκσυγχρονισμός» που προάγει την αδικία και την απανθρωπιά, που δε διστάζει να φθάσει ακόμη και στο έγκλημα,είναι ολέθριος και επικίνδυνος για την πατρίδα. Και ευτυχώς που ο Θεός προνόησε στην κρίσιμη εκείνη εποχή, να εμφανιστούν ορισμένες μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Χριστοφόρος Παπουλάκος, κ.α. οι οποίοι αγωνίστηκαν σθεναρά για την διαφύλαξη και διάσωση της ελληνορθοδόξου Παραδόσεως και ιδιοπροσωπίας μας στο τότε νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Στη συνέχεια κάνει λόγο για «μια ιδιότυπη εμμονή στις ρίζες. Σε οποιεσδήποτε ρίζες. Αρκεί να εξυπηρετούν ένα μύθο ή μια φαντασίωση για το παρελθόν. Είτε για εθνοθρησκευτικό ιδεώδες είτε για σοβινιστικούς ύμνους είτε για ιδεολογικές «θρησκοληψίες». Προφανώς ως ρίζες εννοεί την Ορθόδοξη πίστη, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, τις πολιτιστικές αξίες και γενικά την ελληνορθόδοξη Παράδοση του Έθνους μας. Όλες αυτές οι «ρίζες», για τις οποίες ομιλεί τόσο απαξιωτικά, όχι μόνο δεν αποτελούν «ένα μύθο ή μια φαντασίωση για το παρελθόν», όπως εσφαλμένα νομίζει, αλλά αντίθετα μάλιστα αποτελούν τα ζώπυρα του Έθνους, όλα εκείνα τα πνευματικά και πολιτιστικά στοιχεία, χάρις στα οποία κρατήθηκε όρθιο επί δύο χιλιάδες χρόνια και απέφυγε τον αφανισμό και τη διάλυση. Αδυνατεί επίσης να κατανοήσει ότι ο αληθινός «εκσυγχρονισμός» δεν είναι απλώς μια οποιαδήποτε δυναμική πορεία προς τα εμπρός, ούτε η δουλική απομίμηση ξένων προτύπων, αλλά προ πάντων και κυρίως η διαφύλαξη της γνήσιας ελληνορθόδοξης Παράδοσής μας, η οποία αποτελεί ανεκτίμητη διαχρονική αξία. Τον πολύτιμο αυτόν θησαυρό εμείς οι νεοέλληνες δυστυχώς τον απεμπολήσαμε, θαμπωμένοι από τα φανταχτερά, και απατηλά πρότυπα της παρηκμασμένης δυτικής Παραδόσεως και κουλτούρας. Μπορεί να δημιουργεί παραδοξότητα, ή και μειδιάματα ο θρύλος του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά» σε μάς τους σύγχρονους Έλληνες, αλλά η πίστη σ’ αυτόν δεν άφησε να σβήσει ο πόθος και η ελπίδα της λευτεριάς! Επίσης αν δεν υπήρχε η ενδόμυχη ελπίδα και η λαχτάρα για πλήρη εθνική αποκατάσταση, ακόμα και το «πάρσιμο της Αγια-Σοφιάς», αυτό που ονομάστηκε «Μεγάλη Ιδέα», στους ηρωικούς αγωνιστές των Βαλκανικών πολέμων, σήμερα τα σύνορα της Ελλάδας θα ήταν στο Δομοκό και την Άρτα!
Περαίνοντας εκφράζουμε την πικρία μας γι’ αυτό το δημοσίευμα, όχι μόνο διότι ο συντάκτης φαίνεται να αγνοεί, που βρίσκεται ο αληθινός και γνήσιος εκσυγχρονισμός, αλλά και διότι καταλογίζει στην Ορθόδοξη Εκκλησία φονταμενταλιστικές ιδεολογικές καταβολές και πρακτικές. Αν μελετούσε εκκλησιαστική ιστορία, θα βεβαιωνόταν για τον υπέρτατο και σωτήριο ρόλο της Εκκλησίας στην ανθρωπότητα. Θα διαπίστωνε ότι το σημερινό παγκόσμιο δίκαιο και οι ανθρωπιστικοί θεσμοί είναι βαθύτατα διαποτισμένοι από την χριστιανική διδασκαλία, για να αποτελεί σήμερα το αντίβαρο στη σύγχρονη βαρβαρότητα. Θα διαπίστωνε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η τροφός και το στήριγμα του Γένους μας, χωρίς να καταφρονεί κανένα άλλο έθνος, λαό και ανθρώπινο πρόσωπο, με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Φαίνεται να αγνοεί ότι η μισαλλοδοξία, η βία, ο φυλετισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, η καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι γέννημα όχι της Ορθοδοξίας, αλλά του Φραγκισμού, ο οποίος έχει διαποτίσει μέχρι μυελού οστέων τη δυτική κουλτούρα. Τα εκφυλιστικά αυτά συμπτώματα, τα οποία συναντώνται στη χώρα μας και ταλαιπωρούν το λαό μας, εισάγονται από τη «εκσυγχρονισμένη» Δύση, στην οποίακαλλιεργήθηκαν και εφαρμόστηκαν. Πέρασαν στην ελληνική κοινωνία μέσω των ιδεολογιών της «δεξιάς» και της «αριστεράς», του διπρόσωπου υλισμού, ο οποίος κατατρώγει τα εθνικά μας σωθικά εδώ και πολλές δεκαετίες. Μακάρι ο κ. Ζαμπούκας, να βγάλει τις ιδεολογικές του παρωπίδες, για να δει και να διαπιστώσει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι η πραγματική πρόοδος σε προσωπικό, κοινωνικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Το έχει αποδείξει μέχρι τώρα η δισχιλιόχρονη πορεία Της στην ιστορία!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για το Ουκρανικό ζήτημα


Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ
Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱεορύς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία.
Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς.
Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦ αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήν ἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία.
Τήν αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικές ἐκκλησιαστικές δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἀνεγνώριζε.
Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου.
Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου.
Οἱ ἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περί ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν.
Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239).
Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι».
Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο.
Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς.
Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει.
Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος.
Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν».
Αναδημοσίευση από:
https://www.romfea.gr

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς: Ποια θα πρέπει να είναι τα όρια κοινωνίας μας με τους αιρετικούς με αφορμή την επίσκεψη του Συροϊακωβίτη "Πατριάρχη"



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 19η Νοεμβρίου 2018
ΠΟΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΣΥΡΟΪΑΚΩΒΙΤΗ «ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ».
Οι πικροί καρποί της «Συνόδου» του Κολυμπαρίου της Κρήτης, (Ιούνιος 2016), είναι παρόντες και ταλαιπωρούν το εκκλησιαστικό σώμα. Πολλά έχουν γραφεί γύρω από την «Σύνοδο» αυτή. Έχει κυκλοφορήσει στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ένα πλήθος σχετικών δημοσιεύσεων, έχουν τυπωθεί και εκδοθεί τόμοι ολόκληροι βιβλίων και έχουν διοργανωθεί συνέδρια και ημερίδες γύρω από την θεματολογία της, τον τρόπο διοργανώσεως και λειτουργίας της, τις αποφάσεις της, τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις της και τη σχέση της με τις άγιες και Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας μας. Σ’ όλες αυτές τις δημοσιεύσεις και συνέδρια, διακεκριμένοι θεολόγοι, αρχιερείς, επιφανείς εκκλησιαστικοί παράγοντες, ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και πνευματικοί άνδρες, επεσήμαναν και απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι για πολλούς λόγους η «Σύνοδος» αυτή απέτυχε, αφού δεν οριοθέτησε την πίστη, καταγινώσκουσα την κακοδοξία και την αίρεση. Ότι υπήρξε ένα κατ’ εξοχήν θλιβερό γεγονός, το οποίο συντάραξε κυριολεκτικά όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, διότι αντί να περιφρουρήσει την ενότητα της Εκκλησίας, αντιθέτως προκάλεσε διαιρέσεις.
Η εις βάθος μελέτη των οκτώ κειμένων που παρήγαγε η εν λόγω «Σύνοδος» συγκλίνει στο συμπέρασμα, ότι ο κύριος στόχος της, θα λέγαμε η καρδιά της «Συνόδου», ήταν να επικυρώσει, αντί να καταδικάσει, συνοδικά την φοβερότερη αίρεση που εμφανίστηκε μέχρι σήμερα στην ιστορία της Εκκλησίας μας, την παναίρεση του Οικουμενισμού. Και πιο συγκεκριμένα να αποδώσει εκκλησιαστική υπόσταση στις ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες με την απαράδεκτη και συγκεκαλυμμένη διπλωματική διγλωσσία, που χαρακτηρίζει τα συνοδικά κείμενα. Τα όποια φλέγοντα θέματα, τα οποία υποτίθεται ότι κλήθηκε να επιλύσει, χάνουν την αξία και τη σημασία τους, διότι όταν νοθεύεται και παραχαράσσεται το δόγμα, καταρρέουν και καταστρέφονται τα πάντα και ολόκληρη η εκκλησιαστική ζωή εκπίπτει στην αίρεση. Άλλοι επί μέρους στόχοι της ήταν να επικυρώσει συνοδικά τους μέχρι σήμερα γενομένους διαλόγους με τους ετεροδόξους αιρετικούς και να νομιμοποιήσει τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου θεολογικής απόψεως κείμενα κοινής αποδοχής με τους ετεροδόξους και ιδίως τα κείμενα του Μπαλαμάντ, της Ραβέννας, του Πόρτο Αλέγκρε και του Πουσάν. Επίσης να δώσει Ορθόδοξη εκκλησιαστική επικάλυψη στις συμπροσευχές και στα «τολμηρά» οικουμενιστικά ανοίγματα προς τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους.
Μετά τον συνοδικό θρίαμβο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, οι θιασώτες της έχουν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Τώρα μπορούν να προσκαλούν άνετα πλέον και ελεύθερα και χωρίς αναστολές τους πάσης φύσεως αρχηγούς των διαφόρων αιρετικών ομάδων, να τους υποδέχονται και να τους τιμούν με μετάλλια και ύψιστες διακρίσεις, ωσάν να ήταν ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί ηγέτες. Ένα τέτοιο δυστυχώς θλιβερό γεγονός σημειώθηκε πρόσφατα στην πατρίδα μας.
Πρόκειται για την επίσκεψη του Συροϊακωβίτη «Πατριάρχη» Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κ. Ιγνατίου- Εφραίμ Β΄ στην Αθήνα, για επίσημη επίσκεψη. Οι επίσημες ανακοινώσεις στο διαδίκτυο τον παρουσίασαν ως «Συρορθόδοξο Πατριάρχη Αντιοχείας», συγκαλύπτοντας εσκεμμένα από το Ορθόδοξο πλήρωμα, ότι ο «υψηλός» επισκέπτης είναι αιρετικός, μονοφυσίτης αιρεσιάρχης, αφορισμένος, τόσον αυτός όσο και η «εκκλησία» του από την Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο (451) και όλες τις κατοπινές άγιες Συνόδους, (Ε΄ και ΣΤ΄) οι οποίες επικύρωσαν την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού! Το ότι ο Συροϊακωβίτης «Πατριάρχης» είναι σαφέστατα αιρετικός και δεν έχει εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία μας, το γνωρίζει και ο τελευταίος πρωτοετής φοιτητής της Θεολογίας, πόσο μάλλον οι υψηλόβαθμοι κληρικοί (Αρχιεπίσκοπος, Επίσκοποι, κ.λπ.) και οι καθηγητές της Θεολογίας. Παρ’ όλα αυτά ο εν λόγω αιρεσιάρχης έγινε δεκτός ως Ορθόδοξος επίσκοπος και μάλιστα η εκκλησιαστική, πολιτική, πολιτειακή και πνευματική ηγεσία της χώρας του απένειμε υπερβάλλουσες τιμές!
Έγινε κατ’ αρχήν δεκτός με ιδιαίτερη εγκαρδιότητα στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, από το Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ Ιερώνυμο, με τον οποίο συζήτησαν διάφορα θέματα και αντάλλαξαν ακριβά δώρα. Στη συνέχεια έγινε δεκτός «από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπιο Παυλόπουλο, στην συνέχεια τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ. Αλέξιο Τσίπρα και αμέσως μετά τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων κ. Νικόλαο Βούτση, ενώ το μεσημέρι θα επισκεφθεί το Θεολογικό Οικοτροφείο της Αποστολικής Διακονίας» (Ιστ. Ρομφαία).
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα της Ορθοδόξου Θεολογίας. Μάλιστα στην αναγόρευσή αυτή παραβρέθηκαν και Ορθόδοξοι επίσκοποι, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, επιβεβαίωσαν με την παρουσία τους την «ορθότητα» της ανακηρύξεως του αιρετικού «πατριάρχη» σε διδάκτορα της Ορθοδόξου Θεολογίας! Κι όχι μόνον αυτό, αλλά παραβρέθηκαν σ’ αυτή και επώνυμοι καθηγητές της Θεολογίας, οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους και το κύρος τους, επιβεβαίωσαν αυτή την «ορθότητα». Σύμφωνα με το δημοσίευμα: «Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών αναγορεύθηκε σήμερα το απόγευμα ο Συρορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας και πάσης Ανατολής κ. Ιγνάτιος-Εφραίμ Β’, ο οποίος πραγματοποιεί από σήμερα επίσημη επίσκεψη στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου στην Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παρέστησαν, επίσης Μητροπολίτες, …οι Αρχιερείς που συνοδεύουν τον Πατριάρχη στην επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ακαδημαϊκοί, κληρικοί και λαϊκοί. Μετά την προσφώνηση από τον Αναπληρωτή Πρύτανη Διοικητικών Υποθέσεων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Ναπολέοντα Ν. Μαραβέγια παρουσιάστηκε το έργο και η προσωπικότητα του τιμωμένου από την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Θεολογίας Ιωάννα Στουφή Πουλημένου. Στην συνέχεια αναγνώσθηκαν τα κείμενα του Ψηφίσματος του Τμήματος, της Αναγόρευσης και του Διδακτορικού Διπλώματος από τον Πρόεδρο του Τμήματος Θεολογίας, αναπληρωτή καθηγητή Θωμά Α. Ιωαννίδη κι αμέσως μετά η περιένδυση του τιμωμένου με την τήβεννο της Σχολής από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, καθηγητή Απόστολο Β. Νικολαΐδη, ενώ αμέσως μετά ο τιμώμενος Πατριάρχης ανέγνωσε την ομιλία του» (Ιστολ. Ρομφαία).
Το ότι όλα τα παρά πάνω γενόμενα είναι πρωτόγνωρα και αντίθετα προς τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας και την πατερική μας Παράδοση και επομένως απαράδεκτα, μόλις είναι ανάγκη να τονιστεί. Η παρά πάνω οικουμενιστική νοοτροπία και στάση απέναντι στον ως άνω αιρεσιάρχη καταδεικνύει είτε άγνοια των Γραφών και της Κανονικής και πατερικής μας Παραδόσεως, είτε συνειδητή περιφρόνισή τους, ως προς το τι σημαίνει αίρεση και ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στους αιρετικούς και δη αιρεσιάρχες.
Η αίρεση είναι η πιο φοβερή αμαρτία, το μεγαλύτερο κακό μέσα στην Εκκλησία. Μοιάζει με μια θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια, από την οποία κινδυνεύουν οι πάντες, ποιμένες και ποιμενόμενοι. Ο απόστολος Πέτρος στην Β΄ Καθολική του επιστολή επισημαίνει ότι η αίρεση οδηγεί στην απώλεια: «Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι επάγοντες εαυτοίς ταχινήν απώλειαν», (2,1). Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος προσθέτει: «ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε», (Β΄ Ιωαν. 4). Ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω», (Γαλ.1,8). Ο μέγας Βασίλειος παρατηρεί σχετικά: «Τι γαρ αν και μείζον πάθοι κακόν τις, το τιμιώτατον των όντων ζημιωθείς, την αλήθειαν;», (Επιστολή 204, Νεοκαισαρεύσιν, ΕΠΕ 3,164, PG. 32,581Β). Οι άγιοι Πατέρες γενικότερα, ακολουθώντας τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, δεν εδέχοντο καμία συμφιλίωση, ή συνύπαρξη με την αίρεση, αρνούμενοι να δουν αυτήν και τους εκπροσώπους της μέσα στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Όσοι αιρετικοί επιμένουν στην αίρεση, θεωρούνται από τους αγίους Πατέρες ως «ακάθαρτοι», «αντίπαλοι Χριστού», «ιερόσυλοι και αμαρτωλοί», «αντικείμενοι (τω Χριστώ) τουτ’ έστι πολέμιοι και αντίχριστοι», «ους ο Κύριος πολεμίους και αντιπάλους λέγει εν τοις Ευαγγελίοις» (Κανών Καρχηδόνος), «νεκροί» (Αγίου Αθανασίου, 39η εόρτια επιστολή), «εχθροί της αληθείας» (Α΄ Κανών της ΣΤ΄ Οικουμενικής). Η δε αίρεση χαρακτηρίζεται ως «πλάνη» και «φαυλότης», φέρουσα τον όλεθρον (ΝΖ΄ Κανών της εν Καρθαγένη), ως «στρεβλότης» (Κανών Καρχηδόνος), κ.λ.π.
Την θανατηφόρα αυτή ασθένεια καλούνται να θεραπεύσουν και εξαλείψουν από τη ζωή της Εκκλησίας οι ποιμένες και μάλιστα οι επίσκοποι και μάλιστα οι εμπειρότεροι εξ’ αυτών. Κατ’ αρχήν καλούνται να καλέσουν σε μετάνοια τους νοσήσαντες με νουθεσίες και λόγους και αποδεικτικούς συλλογισμούς από την αγία Γραφή. Και όταν αυτή δεν φέρει αποτέλεσμα, με τη συγκρότηση Συνόδων σε τοπικό και οικουμενικό επίπεδο, και με την αποκοπή των αιρετικών από το εκκλησιαστικό σώμα, για να μην μολύνουν με τις αιρετικές τους διδασκαλίες τα υγιά μέλη της Εκκλησίας, στα οποία συνιστούν και προτρέπουν να μην έχουν καμία επικοινωνία μαζί τους.
Ο πρώην καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, ο μακαριστός αρχ. κυρός Γ.Καψάνης παρατηρεί σχετικά: «Η προς τους αιρετικούς ιδία στάσις των ποιμένων της Εκκλησίας δέον να είναι τοιαύτη, ώστε να μην αμβλύνη παρά ταις συνειδήσεσι των μελών της Εκκλησίας, ή και αυτών των ιδίων των αιρετικών την έννοιαν της αιρέσεως, ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας. Η αίρεσις είναι όλως αντίθετος της Ορθοδοξίας. Η αυστηρά αύτη στάσις λαμβάνεται δια λόγους εκκλησιολογικής συνέπειας, (μία μόνον αλήθεια, εις Χριστός και μία Εκκλησία υπάρχει) και δια λόγους ποιμαντικούς-παιδαγωγικούς. Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκρητιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το μεν ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν, οι δε αιρετικοί θα σχηματίζουν την εντύπωσιν ότι δεν απέχουν της Αληθείας και συνεπώς δεν χρειάζεται να μετανοήσουν. Εντεύθεν η λίαν αυστηρά στάσις την οποίαν επιτάσσουν οι Ι. Κανόνες έναντι των αιρετικών είναι εις το βάθος φιλάνθρωπος στάσις, τούτο μεν διότι προφυλάσσει το ποίμνιον από την λύμην της αιρέσεως, τούτο δε διότι δίδει νύξεις εις τας συνειδήσεις των αιρετικών προς επιστροφήν αυτών», («Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003, σελ. 155-156).
Ειδικότερα εις ό,τι αφορά την προκειμένη περίπτωση αξίζει να σημειωθεί, ότι δεν υπάρχει προηγούμενο στην εκκλησιαστική μας ιστορία, αμετανόητοι αιρετικοί να τυγχάνουν τιμητικών διακρίσεων και να τους απονέμονται τίτλοι και διδακτορικά διπλώματα ως Ορθοδόξων διδακτόρων. Ίσως κάποιοι διερωτηθούν: Τι λοιπόν; Πρέπει να συμπεριφερόμαστε προς αυτούς με εχθρότητα; Ασφαλώς όχι. Θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να τους κλείνουμε τις πόρτες μας. Να εκδηλώνουμε σ’ αυτούς αισθήματα αγάπης και ευγένειας, ως πνευματικά ασθενείς, όπως μας παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος και να αξιοποιούμε την επίσκεψή τους ως αφορμή, για να απευθύνουμε προς αυτούς νουθεσίες, ή τουλάχιστον την υπόμνηση, ότι βρίσκονται στην πλάνη και ότι εφ’ όσον παραμένουν σ’ αυτήν θα χάσουν την ψυχή τους. Η συναναστροφή μας μ’ αυτούς θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική και να μην υπερβαίνει τα όρια της απλής εθιμοτυπικής υποδοχής, για να μην σκανδαλίζεται και το ποίμνιο. Και προ παντός να μην φθάνει σε ακρότητες απονομής τιμητικών διακρίσεων.
Κλείνοντας, θα θέλαμε για πολλοστή φορά να εκφράσουμε την οδύνη και την έντονη αποδοκιμασία μας για το θλιβερό αυτό γεγονός. Ας αναλογιστούν οι αρμόδιοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, που πρωτοστατούν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, την μεγίστη ευθύνη τους για το σκάνδαλο που προκαλούν στον πιστό λαό του Θεού, αλλά και την απολογία τους ενώπιον του Θεού εν ημέρα κρίσεως. Ας μην επαναπαύονται και ας μη δικαιολογούνται, επικαλούμενοι τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, διότι η «Σύνοδος» αυτή έχει απορριφθεί από τα 2/3 της παγκοσμίου Ορθοδοξίας. Εκείνο που γνωρίζουμε σχετικά με τον Συροϊκωβίτη «Πατριάρχη» είναι ότι μέχρι στιγμής δεν έδειξε κανένα σημάδι μετανοίας και επιστροφής στην Ορθόδοξη πίστη και παρέμεινε στην πλάνη του Μονοφυσιτισμού. Καιρός να ανανήψουμε όλοι μας,κλήρος και λαός. Καιρός να γυρίσουμε πίσω στους αγίους Πατέρες μας και να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια τους. Καιρός να παύσουμε να καταφρονούμε και να ποδοπατούμε τους ΙερούςΚανόνες της Εκκλησίας μας, σκεπτόμενοι ότι κανείς δεν πρόκειται να μας τιμωρήσει, αν τους παραβούμε, αφού όλοι τους παραβαίνουν και μένουν ατιμώρητοι. Και αν ακόμη δεν τιμωρηθούμε στην παρούσα ζωή, οι Ιεροί Κανόνες θα μας εκδικηθούν στην μέλλουσα, διότι την ημέρα της κρίσεως θα είμαστε αναπολόγητοι. Και ας προσευχόμαστε όλοι μας ο Θεός να αναδείξει νέους εκκλησιαστικούς ηγέτες με πατερικό φρόνημα, αντάξιους των αρχαίων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Αμήν.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς: Ποιους πραγματικούς στόχους εξυπηρετεί ο "Θρησκευτικός πλουραλισμός";



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 10η Δεκεμβρίου 2018
ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ Ο «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ»;
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος Οικουμενισμός, αποτελεί σήμερα το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο εκφυλιστικό φαινόμενο της εποχής μας και ταυτόχρονα την μεγαλύτερη απειλή κατά της ανθρωπότητος. Όπως έχουμεήδη αναφερθεί σε παλαιότερες ανακοινώσειςμας, πρόκειται για ένα παγκόσμιο κίνημα, γέννημα της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιας νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την ανθρωπότητα. Είναι πλέον κοινός τόπος, αφού γίνεται από όλους αντιληπτό, ότι το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, προωθεί πυρετωδώς την παγκοσμιοποίηση. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση της ενοποιήσεως της ανθρωπότητος σε θρησκευτικό επίπεδο κινείται και ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, ο οποίος εργάζεται πυρετωδώς για την ανοικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας θρησκείας, ή πανθρησκείας, που θα είναι αποτέλεσμα της ομογενοποιήσεως και ισοπεδώσεως όλων των θρησκειών. Η πορεία της ανθρωπότητος σε μια παγκοσμίων διαστάσεων και σε όλα τα επίπεδα ενοποίηση δεν είναι πλέον μυστικό των ολίγων, αλλά μια πραγματικότητα, η οποία γίνεται όλο και πιο αισθητή. Στην πραγματοποίηση αυτού του οράματος έχουν ενταχθεί σχεδόν όλοι οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των μεγάλων θρησκειών, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και μια πληθώρα «ορθοδόξων» πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Μαζί τους έχουν συστρατευτεί και τα ΜΜΕ, αλλά και ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με μια πληθώρα δημοσιευμάτων.
Ένα τέτοιο δημοσίευμα έπεσε στην αντίληψή μας σε πρόσφατο φύλο, (φ.4-11-2018), της εφημερίδας των Αθηνών «Καθημερινή». Πρόκειται για εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, σε κάποιο Συνέδριο, στην 12ηΔιαθρησκειακή Συνδιάσκεψη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή, με θέμα: «Θρησκευτικός πλουραλισμός και ειρηνική συνύπαρξη». Στην εισήγησή του αυτή ο Μακαριώτατος μεταξύ άλλων τονίζει την αναγκαιότητα της συμβολής των θρησκειών για την επίτευξη της παγκόσμιας δικαιοσύνης, της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ αυτών, ενώ προσδιορίζει και τις αιτίες, που οδηγούν σε πράξεις βίας και μίσους εναντίονοπαδών άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Μελετώντας με προσοχή το δημοσίευμα διαπιστώσαμε αβίαστα ότι «πάσχει» σοβαρά από θεολογικής απόψεως. Πρόκειται για ένα κείμενο κλασικής οικουμενιστικής θεολογικής σκέψεως, στο οποίο απουσιάζειέστω και η ελάχιστη πατερική θεμελίωση των όσων γράφονται, αφού δεν υπάρχει ούτε μια πατερική παραπομπή. Από τα βιβλικά χωρία ο συντάκτης επιλέγει δύο-τρία, εκείνα που εξυπηρετούν τον στόχο του, αγνοώντας μια σωρεία άλλων, τα οποία ανατρέπουν και κονιορτοποιούν το οικουμενιστικό του ιδεολόγημα και δίδουν την σωστή ερμηνεία και στα χωρία εκείνα, που επικαλείται. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικοκοινωνιολογικό, που θα μπορούσε να το έχει συντάξει κάποιος πολιτικός αναλυτής, ή κάποιος κοινωνιολόγος.
Κατ’ αρχήν απουσιάζει έστω και μια στοιχειώδης διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και των ποικιλωνύμων αιρέσεων και θρησκειών του κόσμου, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίζει την εντύπωση ότι η Ορθοδοξία, η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, είναι μία από τις πολλές θρησκείες του κόσμου. Γράφει: «Προσωπικά πιστεύω ότι η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί το σταθερότερο θεμέλιο της ειρηνικής συνυπάρξεως. Και όχι η θρησκευτική αδιαφορία. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες που επηρεάζουν τη σημερινή οικουμένη διαπιστώνονται: α) μια αναζήτηση εσωτερικής ειρήνης· β) η χαλιναγώγηση της επιθετικότητος· γ) αρχές ειρηνικής συμβιώσεως· δ) επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τον Θεό• ε) παροτρύνσεις για τη διατήρηση της ειρήνης στην ανθρωπότητα. Οι χριστιανοί ιδιαίτερα προσβλέπουμε σε ‘Θεό Ειρήνης’ και εκζητούμε συνεχώς την επέμβασή Του». Κατά τα γραφόμενά του οι μονοθεϊστικές θρησκείες, στις οποίες ανήκει και η Ορθοδοξία, οικοδομούν την υγιή θρησκευτική συνείδηση,επειδή αναζητούν την ειρηνική συμβίωση και την εσωτερική ειρήνη και χαλιναγωγούντην επιθετικότητα. Μπορεί όμως να υπάρξει υγιής θρησκευτική συνείδηση, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, μέσα στο σκότος της πλάνης των αιρέσεων και των θρησκειών του κόσμου; Επίσης κατά πόσον μπορούμε να δεχθούμε τους παρά πάνω ισχυρισμούς με βάση τη διδασκαλία του Κορανίου περί Τζιχάντ και πολέμου κατά των απίστων; Δεν βλέπει ο Μακαριώτατος το φαινόμενο της θρησκευτικής βίας με πρωταγωνιστή το Ισλάμ, το οποίο έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις στην εποχή μας και έχει καταστεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η παγκόσμια κοινότητα; Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων διώκονται, βασανίζονται και βρίσκουν τραγικό θάνατο στο όνομα του Αλλάχ, (βάσει μάλιστα συγκεκριμένου τελετουργικού τυπικού), σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, από τους τζιχαντιστές μουσουλμάνους, οι οποίοι πολεμούν και επιδιώκουν τον αφανισμό των «απίστων», προκειμένου να εδραιώσουν το «Ισλαμικό Κράτος».
Παρά κάτω γράφει: «Ύψιστο και άμεσο χρέος όλων των θρησκευτικών ηγετών είναι η επίμονη και συστηματική καλλιέργεια μιας υγιούς πνευματικότητος. Μέσα στα ιερά κείμενα υπάρχουν φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος, στην οποία ευαρεστείται ο Θεός». Μπορεί όμως να υπάρξει «υγιής πνευματικότητα» έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού; Η υγιής πνευματικότητα βιώνεται και πραγματώνεται, όπως ήδη ετονίσαμε σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ, βεβαίως, στην αίρεση και στην πλάνη, διότι μόνον εντός αυτής μεταδίδεται δια των μυστηρίων η Χάρις του αγίου Πνεύματος, άνευ της οποίας είναι αδύνατος η κατόρθωσις των αρετών και η θέωσις του ανθρώπου. Η των δογμάτων ακρίβεια αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση, αποτελεί το θεμέλιο για την ανοικοδόμηση της αληθούς και γνησίας πνευματικής ζωής. Πίστις και έργα, δόγμα και ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε αλλοίωσις του ενός να φέρη αναπόφευκτα αλλοίωση και του άλλου. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί σχετικά: «Ο της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα, προσδέχεται ο Θεός».1 «Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα» συμπληρώνει ὁ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό, «ουδέν γαρ όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων. Ώσπερ ουν ουδέ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εάν βίος ή διεφθαρμένος».3 Αλλού πάλι επισημαίνει: «Αποστρεφόμεθα των αιρετικών τους συλλόγους, εχώμεθα δε διηνεκώς της ορθής πίστεως και βίον ακριβή και πολιτείαν τοις δόγμασιν ίσην επιδειξώμεθα».4
Επίσης πώς είναι δυνατόν να «υπάρχουν [στα ‘ιερά’ κείμενα των θρησκειών του κόσμου], φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος» και μάλιστα μέσα από αυτή την θρησκευτικότητα να «ευαρεστείται ο Θεός»; Πραγματικά εκπλησσόμεθα και αδυνατούμε να πιστεύσουμε ότι οι παρά πάνω ισχυρισμοί βγήκαν από το στόμα Ορθοδόξου Ιεράρχου και μάλιστα Προκαθημένου τοπικής Εκκλησίας. Πώς είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να αναζητούμε στο Ταλμούδ, στο Κοράνιο, στις Βέδες, στις Ουπανισάδες, και σε άλλα «ιερά» θρησκευτικά κείμενα «ακτίνες γνήσιας θρησκευτικότητας», στις οποίες μάλιστα ευαρεστείται ο Θεός; Και ποιες τέλος πάντων είναι αυτές οι «ακτίνες»; Αν τα κείμενα αυτά προσφέρουν «γνήσια θρησκευτικότητα» και αν ο Θεός ευαρεστείται σε τέτοιου είδους «γνήσια θρησκευτικοτήτα», γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήρθε στον κόσμο και πέθανε επάνω στο σταυρό; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τι χρειάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Οι παρά πάνω βλάσφημες θέσεις απηχούν την κλασική οικουμενιστική αντίληψη, η οποία διακηρύσσεται urbi et orbi τις τελευταίες δεκαετίες και από ορθοδόξους ηγέτες, σε διαθρησκειακά φόρουμ, ότι δήθεν όλες οι θρησκείες είναι καλές και διαφορετικοί δρόμοι σωτηρίας και αναγωγής στο Θεό. Αλλά σε ποιον Θεό; Τον Τριαδικό, τον μονοπρόσωπο Γιαχβέ των Ιουδαίων, τον Αλλάχ, τον Βράχμα, τον Σίβα, τους 350.000.000 «θεούς» του Ινδουισμού, τον απόντα «θεό» των βουδιστών, την ακαθόριστη πληθώρα των «θεών» του Σιντοϊσμού, τους «θεούς» του δωδεκαθέου και των άλλων νεοειδωλολατρικών θρησκευμάτων, της «Μεγάλης Θεάς» των γουικανών;
Παρακάτω ισχυρίζεται ότι το φαινόμενο της θρησκείας είναι «θείο δώρο, δοσμένο για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα άτομα και λαούς» και πως «η βία εν ονόματι της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας. Και κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας»! Πώς είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να είναι «θείο δώρο» η θρησκεία; Είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι εκτός από το μοναδικό και ανεκτιμήτου αξίας θείο δώρο της σωτηρίας, που μας προσέφερε ο Κύριός μας με την ενανθρώπιση, το πάθος και την ανάστασή Του, μας προσέφερε και άλλα θεία δώρα, τις θρησκείες του κόσμου; Δεν ακούτε τι μας λέγει ο Κύριος: «πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί, αλλ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα», (Ιω. 10,8);Και παρά κάτω: «εγώ ειμι η θύρα, δι εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει», (Ιω.10,9). Οι θρησκείες του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το έσχατο προϊόν της μεταπτωτικής πνευματικής συγχύσεως του ανθρώπου, ο οποίος μέσω των θρησκευτικών αντιλήψεών του, στράφηκε στη λατρεία των κτισμάτων και εν τέλει του διαβόλου, αφού, «πάντες οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5);
Και συνεχίζει: «Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 για την ανάπτυξη του Διαθρησκειακού Διαλόγου. Ο νηφάλιος διάλογος με τον τονισμό των ειρηνικών αρχών κάθε θρησκείας συμβάλλει σημαντικά στην καλλιέργεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, οι φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων ενθουσιάζουν ευκολότερα τα πλήθη και υπονομεύουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε Διαθρησκειακού Διαλόγου. Παρά ταύτα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες για ειρηνική αξιοποίηση του θρησκευτικού βιώματος». Δεν ξέρουμε αν το τραγικό γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ έγινε για να αναπτυχθεί ο Διαθρησκειακός Διάλογος. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Διάλογος αυτός όχι μόνο δεν καταλάγιασε τη θρησκευτική βία, αλλά την γιγάντωσε τα τελευταία χρόνια. Φυσικά αυτό δεν οφείλεται στις «φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων», όπως υποστηρίζει λανθασμένα ο Μακαριώτατος, αλλά σε αυτά τα ίδια τα «ιερά» κείμενα, τα οποία ξεκάθαρα, χωρίς να χρειάζεται καμιά ερμηνεία, εξωθούν σε πράξεις βίας και μίσους. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει καλά ο ίδιος ως δάσκαλος της θρησκειολογίας!
Τέλος καταλήγει στην διαπίστωση: «Ασφαλώς οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον σύγχρονο κόσμο, (κατεξοχήν στη Μέση Ανατολή) είναι συγκεχυμένες και ζοφερές. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να οδηγεί σε μελαγχολική απάθεια, αλλά σε αύξηση των προσπαθειών όλων μας, (ακαδημαϊκών, πολιτικών, θρησκευτικών λειτουργών, κ.ά.) για την υποστήριξη της αλήθειας, την υπεράσπιση της δικαιοσύνης, την ενδυνάμωση της ελπίδας ότι η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), του Θεού της αγάπης»! Εδώ θίγεται ο ύψιστος στόχος, το μεγάλο όραμα, το οποίο καλούνται να υπηρετήσουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, μαζί και η Ορθοδοξία. Και το όραμα αυτό είναι η συμβολή τους στην ανοικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης. Στην επίτευξη αυτού του οράματος έχουν συστρατευτεί οι οικουμενιστές, επικαλούμενοι μάλιστα το βιβλικό χωρίο «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), το οποίο όμως διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν. Ωστόσο μια τέτοιου είδους αποστολή της Εκκλησίας και μάλιστα σε συνεργασία με όλες τις θρησκείες του κόσμου, δεν μπορεί να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί, ούτε στα βιβλικά κείμενα, ούτε στηνπατερική μας Γραμματεία. Δεν υπάρχει ούτε μια βιβλική μαρτυρία, στην οποία να φαίνεται, ότι ο Χριστός κάλεσε τους μαθητές του, να συνεργαστούν με τις άλλες θρησκείες, για να συμβάλλουν στην παγκόσμια ειρήνη. Επίσης κανένας από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας ισχυρίστηκεποτέ, ή διατύπωσε μια παρόμοια θεωρία. Αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι να συμβάλει στην ανοικοδόμηση μιας κοσμικού τύπου παγκόσμιας ειρήνης. Αποστολή της είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστόν, τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Ο άνθρωπος, υποδουλωμένος στα πάθη και στην αμαρτία, ευρίσκεται σε κατάσταση έχθρας προς τον Θεόν και έχει ανάγκη καταλλαγής και συμφιλιώσεως, σύμφωνα με τον λόγο του μακαρίου Παύλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10). Όταν δε επιτευχθή αυτή η καταλλαγή διά της πίστεως, τότε ο άνθρωπος απολαμβάνει το αγαθόν της ειρήνης: «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». (Ρωμ.5,1). Αυτό δε ακριβώς το έργο της καταλλαγής επιτελούν οι ειρηνοποιοί, για τους οποίους γίνεται λόγος στον παρά πάνω Μακαρισμό αυτό του Κυρίου. Επιτυγχάνεται δε το έργο αυτό διά των κληρικών, μοναχών, διδασκάλων, ιεραποστόλων και, βεβαίως, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ διά μέσου και σε συνεργασία με στην αίρεση και την πλάνη.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η ειρήνη δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα, αλλά είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Σας δίδω την ιδική μου ειρήνη, όχι σαν αυτή που δίδει ο κόσμος. Αυτήν και μόνον αυτού του είδους την ειρήνη καλείται να δώσει και η Εκκλησία στον κόσμο, η οποία, όταν υφίσταται, φέρνει από μόνη της και την άλλη, την κοσμική ειρήνη. Οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αυτού του είδους την ειρήνη έφεραν στον κόσμο, αν και έζησαν και έδρασαν εν μέσω πολέμων και αιματοχυσιών. Δεν κατενόησαν όμως την αποστολή τους, όπως την κατανοούν σήμερα πολλοί Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και θεολόγοι Οικουμενιστές. Ποτέ δεν διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μια κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη.
Περαίνοντας την αναφορά μας, εκφράζουμε τη λύπη μας, για τα λεχθέντα και γραφέντα από τον Μακαριώτατο, τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού τίμησε και έθεσε να ποιμαίνει το λαό του Θεού στην πολύπαθη αυτή χώρα και να οδηγήσει τους εκτός της Εκκλησίας στην μόνη σωστική αγκαλιά της. Ας μην ελπίζουνο ίδιος και οι όμοια φρονούντες, ότι μπορούν να εδραιώσουν ειρήνη και συναδέλφωση στη γη χωρίς τον Μέγα Ειρηνοποιό, την Ένσαρκη Ειρήνη, το Χριστό, διότι, μόνο Αυτός και κανένας άλλος είναι «η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας,….» (Εφ.2,14-18). Αν θέλουν να επικρατήσει η πραγματική και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ας εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις, να διαδοθεί και να επικρατήσει στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού και ας μην αναλώνονται στους ατελέσφορους και επιζήμιους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, γενόμενοι εκόντες άκοντες, όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
_______________________________
1. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 4,2. PG 33,456.
2. Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Α΄Κορινθίους 40,3, PG 61,351.
3. Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην, 66,3, PG 59,369.
4. Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το ουδέποτε αφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…,PG 56,256.

Ηρακλής Ρεράκης, Αντισυνταγματική η ένταξη της ουδετεροθρησκείας στη συνταγματική αναθεώρηση


Αντισυνταγματική η ένταξη της ουδετεροθρησκείας στη συνταγματική αναθεώρηση
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Οι εκπρόσωποι της ηγεσίας της σημερινής κυβέρνησης, εισηγούμενοι την πρότασή τους για αναθεώρηση του Συντάγματος, απέδειξαν ότι η κύρια αλλαγή που θέλουν να επιβάλουν στο Σύνταγμα είναι να προσδιοριστεί «ότι δεν είναι κρατική η θρησκεία», ότι δηλαδή στην Ελλάδα «υπάρχει η ουδετερότητα της θρησκείας» και εκεί να εστιάσουν τον χωρισμό Εκκλησίας - Πολιτείας.
Πώς, όμως, είναι δυνατό σε ένα λαό, με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών του να είναι Ορθόδοξοι, να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει αντικειμενική ανάγκη λειτουργίας του κράτους που πρέπει να αντιμετωπισθεί με αναθεώρηση του Συντάγματος;
Αποδεικνύεται επομένως ότι ο λαός δεν έχει πρόβλημα με το ισχύον Σύνταγμα, αλλά ότι η κυβερνούσα παράταξη έχει το πρόβλημα με το Σύνταγμα, το οποίο, μάλιστα, είναι υπαρξιακοϊδεολογικό.
Ο Γενικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ομολόγησε μάλιστα ότι: Εάν αλλάξει το άρθρο (3), τότε «παύει να υπάρχει οποιοσδήποτε συσχετισμός ανάμεσα στο άρθρο (13) και στο άρθρο (16), που να δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στο μάθημα των Θρησκευτικών. Παύει να υπάρχει η σύγχυση, που δίνει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και σε πολλούς άλλους να ερμηνεύουν τη θρησκευτική συνείδηση στο άρθρο (16) με όρους ομολογιακούς».
Το μέλημα και το όραμά τους, επομένως, είναι ο αποχρωματισμός της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, με άλλα λόγια, η συνταγματική κατάργηση της ορθόδοξης διδασκαλίας και η συνταγματική κατοχύρωση ενός ουδετερόθρησκου στην ουσία του πολυθρησκειακού κοκτέϊλ, ως θρησκευτικού μαθήματος στα σχολεία.
Μέσα από αυτή την αλλαγή, όπως αναφέρουν κάποιοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, ελπίζουν οι ριζοσπάστες των ελληνικών αξιών ότι θα αλλοιωθεί σταδιακά η συνταγματική ιστορία της Χώρας με την εισαγωγή θεσμών ξένων και αντίθετων «προς την ιδιοσυστασία των Ελλήνων και την εμπεδωθείσα συνταγματική μας παράδοση, με ό, τι αυτό συνεπάγεται στην περαιτέρω πορεία μας στην εθνική μας ταυτότητα, στην παιδεία μας και τον πολιτισμό μας».
Η έτερη εισηγήτρια της ίδιας παράταξης ισχυρίστηκε ότι «το κράτος πρέπει να είναι ουδετερόθρησκο», το ίδιο αφήγημα, δηλαδή, που χρησιμοποιούσε και ο κ. Φίλης, ως Υπουργός Παιδείας, όταν επέβαλε το πολυθρησκειακό και ουδετερόθρησκο στη δομή του συνονθύλευμα στους ορθόδοξους μαθητές.
Στην ουσία, οι κυβερνώντες παρέλαβαν μια Ελλάδα ένθεη, δεμένη ιστορικά με την ορθόδοξη Εκκλησία της και βάλθηκαν να παραδώσουν, με τις νομοθετικές τους ρυθμίσεις, εν μέσω μάλιστα τόσων αντίξοων εθνικών δυσχερειών, μια Ελλάδα πνευματικά πτωχευμένη, ακρωτηριασμένη, τραυματισμένη, αποκομμένη από τα πιστεύματα, που μέσω μαρτυρίων διατήρησε, ως κόρη οφθαλμού, διά μέσου των αιώνων.
Μια Ελλάδα αγνώριστη, σε σχέση με τη θρησκευτική, ηθικοκοινωνική και πολιτισμική της κληρονομιά, με μια διαστερβλωμένη, αποκομμένη από τις πνευματικές της ρίζες, αλλοτριωμένη και εκκοσμικευμένη σχολική θρησκευτικότητα, που απομακρύνει και αποσυνδέει τους ορθόδοξους μαθητές από την πίστη των γονέων τους.
Ουσιαστικά, αυτά που παρατηρεί ο εχέφρων ελληνικός λαός να επιτελούνται τον τελευταίο καιρό, μέσα από τη διαρκή περιφρόνηση του λόγου του Ευαγγελίου και με το αλλεπάλληλο νομοθετικό γκρέμισμα των δομών που στήριζε πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία (πίστη, οικογένεια, ορθόδοξη παιδεία, ιεροσύνη, μυστηριακή και λειτουργική ζωή), αποδεικνύουν τον σκοπό που θέλουν να πετύχουν με τη συνταγματική αναθεώρηση των συγκεκριμένων σχετικών άρθρων που θα οδηγήσει στον χωρισμό Εκκλησίας - Πολιτείας.
Ο ιδεολογικός στόχος τους, ως ριζοσπάστες που αυτοονομάζονται, είναι να αποδεικνύουν διαρκώς ότι μπορούν και θέλουν να εφαρμόζουν τις άθεες ιδεοληψίες τους για να σπάνε τις ρίζες και τις ιερές αρχές και αξίες του τόπου. Ο χωρισμός Πολιτείας Εκκλησίας είναι ένα ιδεολογικό όραμά τους, που σημαίνει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη απομάκρυνση όλων των χριστιανικών αρχών της χώρας κυρίως από το σχολείο, την κοινωνία, την οικογένεια και τον πολιτισμό.
Η συνταγματική αλλαγή τους ενδιαφέρει, διότι το ελληνικό Σύνταγμα στάθηκε έως τώρα εμπόδιο στην πραγμάτωση των ακραίων αντιδημοκρατικών και ιδεοληπτικών τους σχεδίων. Έτσι, μεθοδεύουν την μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος θρησκευτική ουδετεροποίηση του κράτους, για να μην μπορεί, πλέον, να στηρίζεται συνταγματικά η ανάπτυξη της χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, αλλά μόνον η ανάπτυξη μιας ουδέτερης ή «άθεης», δηλαδή μηδενικής στην πραγματικότητα θρησκευτικότητας.
Όμως, τέτοιας μορφής αναθεώρηση, που επιδιώκει να περάσει η σημερινή πολιτειακή ηγεσία, άνευ αποχρώντος λόγου, αποτελεί ένα παραταξιακό της ιδεολόγημα. Η μέσω ενός μη λαϊκού αιτήματος συνταγματική επιβολή της ουδετεροθρησκείας στην Ελλάδα σημαίνει, στην ουσία, ότι οι πολίτες της χώρας, που στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, θα αναγκάζονται, πλέον βιαίως, μέσω ενός νομικού συστήματος που δεν υιοθετούν, να ζουν σε ένα άθεο κράτος με ό, τι αυτό συνεπάγεται στην καθημερινότητά τους.
Αυτό, όσο και αν προσπαθεί, με «έξυπνα», αλλά ύπουλα αφηγήματα, η παράταξη των κυβερνώντων να το χρυσώσει, γνωρίζει πλέον ο ελληνικός λαός ότι δεν σημαίνει απλώς κατάργηση της χριστιανικής ταυτότητας και συνειδήσεως των Ελλήνων, αλλά, πρωτίστως, περιφρόνηση και απαξίωση της πνευματικής και ψυχικής τους ζωής.
Συνεπώς, είναι σαφές για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, ότι, σε μια δημοκρατική χώρα, αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι δυνατόν να γίνεται με πραξικοπήματα, σε αντίθεση με τα πιστεύματα, τα αισθήματα και τη θέληση του λαού
Έτσι, όλο αυτό το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης είναι αντιλαϊκό και, επομένως, δεν πρόκειται για συνταγματική αναθεώρηση, αλλά για συνταγματική ανατροπή, που μόνον συντακτική και όχι αναθεωρητική βουλή μπορεί να πράξει.
Πολύ ενδιαφέρον έχουν όλα όσα είπε στην Πάτρα, κατά τον εορτασμό του Απ. Ανδρέα (30-11-2018), ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για το θέμα του χωρισμού Πολιτείας – Εκκλησίας που επιχειρείται διά της συνταγματικής αναθεώρησης:
«Όλοι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το τι θετικά έχει συνεισφέρει για το λαό μας και το έθνος μας η αγαστή συμπόρευση Εκκλησίας-Πολιτείας και λαού όλα αυτά τα χρόνια. Μπορείς να αλλάζεις κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος τις διατάξεις εκείνες, οι οποίες έχουν κανονιστικό περιεχόμενο.
Όμως, δεν μπορείς να αλλάζεις διατάξεις, οι οποίες αποτυπώνουν μία ιστορική αλήθεια, η οποία παραμένει πάντοτε χωρίς να έχει τίποτε αλλάξει. Και κατά τούτο -και ακριβώς επειδή αυτή η αλήθεια ισχύει και σήμερα- δεν δικαιολογείται η αναθεώρησή τους.
Και το λέω αυτό, γιατί η αναγνώριση αυτού του ρόλου της Εκκλησίας στην πορεία του λαού μας και του έθνους μας, δεν αφορά μόνον εκείνους που πιστεύουν, αλλά επειδή συνιστά ιστορική αλήθεια, αφορά τους πάντες, για αυτό -το τονίζω- σε όλες τις αναθεωρήσεις των Συνταγμάτων, αλλά ακόμη και σε συντακτικές συνελεύσεις, το ζήτημα αυτό έχει ομολογηθεί από όλους εκείνους που θέσπισαν αναθεωρήσεις, ανεξάρτητα από το αν πίστευαν ή όχι.
Έχω χρέος να αναδείξω τι είναι εκείνο, το οποίο δεν μπορεί, με βάση τις διατάξεις των Συνταγμάτων και του ισχύοντος Συντάγματος, να αμφισβητήσει κανείς σήμερα. Το πρώτο είναι γνωστό, ποιος υπήρξε ο ρόλος της Εκκλησίας, σε ό, τι αφορά και την έκρηξη της εθνεγερσίας και την περαιτέρω πορεία, γιατί ο ρόλος αυτός υπήρξε ενεργός, καθοριστικός και πριν από την έκρηξη εθνεγερσίας και κατά τη διάρκεια της εθνεγερσίας και κατά τη δημιουργία και την πορεία του νεότερου ελληνικού κράτους.
Η Εκκλησία υπήρξε πάντοτε παρούσα σε όλους τους μεγάλους εθνικούς αγώνες, υπό την ευρεία έννοια του ρόλου, που δεν περιλαμβάνουν μόνον την υπεράσπιση πατρίδας αλλά και την υπεράσπιση της κοινωνίας μας».
Με βάση όλα τα παραπάνω, αλλά, ιδιαιτέρως, με όσα αναφέρει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως Καθηγητής συνταγματικού δικαίου, είναι σαφές ότι ο βίαιος χωρισμός –διαζύγιο- της πολιτείας από την Εκκλησία, που επιδιώκεται από την παρούσα πολιτειακή εξουσία, αποτελεί ένα ιδεοληπτικό αφήγημα, που είναι αντίθετο με το παρόν Σύνταγμα, αλλά, προπαντός, δεν εκφράζει κανένα εθνικό ή θρησκευτικό σκοπό.
Μάλιστα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, «κανείς συνταγματικός νομοθέτης, όχι μόνο ο “αναθεωρητικός”, αλλά και αυτός ακόμη ο “συντακτικός”, δεν διανοήθηκε να καταργήσει τη θρησκευτική ταυτότητα της Ελληνικής Πολιτείας».
Επομένως, η ουδετεροθρησκεία που προτείνεται αποτελεί κατ΄ ουσία χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, είναι εκ του πονηρού και, σαφώς, αντιτίθεται στο ισχύον Σύνταγμα αλλά και στην ιστορική και θρησκευτική συνείδηση και κληρονομιά του ελληνικού λαού.
"Ορθόδοξη Αλήθεια", 05-12-2018