Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Φοβερή ἁμαρτία ἡ φιλαρχία μέσα στήν Ἐκκλησία Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

 



Πουθενά η φιλαρχία δεν είναι τόσο φοβερή αμαρτία όπως στην Εκκλησία. Εάν περάσει στην καρδιά του ανθρώπου, διώχνει απ’ αυτήν την αγάπη, και μαζί με την αγάπη την αλήθεια. Και στην θέση τους ενθρονίζει κάθε κακό.
Η Εκκλησία κυβερνάται με την αγάπη και με την αλήθεια. Ο μεγαλύτερος διακονεί με αγάπη τον μικρότερο.Ο πρεσβύτερος είναι υπηρέτης όλων, πάντα κατά το παράδειγμα του παν-τέλειου Κυρίου Ιησού που δεν ήρθε στο γήινο κόσμο μας «διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. Κ’, 26-28).
Αυτό διακρίνει την Εκκλησία απ’ όλες τις οργανώσεις του κόσμου. Αυτό είναι που την κάνει όχι αυτού του κόσμου και που δείχνει ότι είναι όλη απ’ τον άλλον κόσμο, απ’ τον κόσμο της θεϊκής αγάπης και της αλήθειας του Χριστού.
Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/01/blog-post_966.html

Καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς


 Καθολικότης της Εκκλησίας

του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς

       Η ιδία η φύσις της Εκκλησίας είναι καθολική, διότι ο θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας, ούσης το Σώμα του Χριστού, περιέχει τα πάντα: ολόκληρον την δημιουργίαν του Θεού, ακριβέστερον την Οικονομίαν του Θεού περί του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Θεάνθρωπος Χριστός δι’ Εαυτού και εν Εαυτώ ήνωσε κατά τελειώτατον και πληρέστατον τρόπον τον Θεόν και τον άνθρω­πον, και διά του ανθρώπου όλους τους κόσμους και ό­λην την κτίσιν, διότι η κτίσις είναι ουσιαστικώς συνδεδεμένη με τον άνθρωπον (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-24) και η ένωσις αυτή εν Χριστώ είναι η υπόστασις της καθολικότη­τος της Εκκλησίας.Ο Θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας του Χριστού περιλαμβάνει και τον Θεόν και τον άνθρωπον και «τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και αόρατα, είτε (εισί) θρόνοι, είτε αρχαί, είτε κυριότητες, είτε εξουσίαι» (Κολ. 1, 16), διότι «τα πάντα δι’ αυτού -του Θεανθρώπου- και εις Αυτόν – τον Θεάνθρωπον- έκτισται…. και συνέστηκε, και Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας» (Κολ. 1, 17-18).

*   Ο Σωτήρ Χριστός ηγίασε την Εκκλησίαν δι’ όλης της Θεανθρωπίνης ζωής Του… αμείωτος και άτρεπτος είναι η αγιότης του Χριστού, της Κεφαλής της Εκκλησίας, και του Αγίου Πνεύματος, της ψυχής της, ως και επίσης η αγιότης της θείας διδασκαλίας της, της χάριτός της εις τα μυστήριά της και εις τας αρετάς της… Μόνον οι αμετανόητα αμαρτωλοί, οι εμμένοντες επιμόνως εν τω κακώ και εν θεομάχω εκουσία πονηρία, αποκόπτο­νται από την Εκκλησίαν….

*   Έξω από την Εκκλησίαν ούτε πραγματικόν πρόσωπον υπάρχει ούτε πραγματική κοινωνία. Η Εκκλησία είναι η μόνη πραγματική και αληθινή κοινωνία.

*   Διά τους Πατέρας, όπως και διά τους Αποστόλους η μοναδική Αλήθεια ήτο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός… και οι πρώτοι και οι δεύτεροι ουδέν γνωρίζουν ειμή τον Ιησούν Χριστόν, Εσταυρωμένον, Αναστάντα και Αναληφθέντα. Ο Σωτήρ Χριστός είναι το περιεχόμενον της παραδόσεως της αποστολικότητος εν τω Σώματι της Εκκλησίας.

*   Κατά τον λόγον του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, η Εκκλησία «καθολική καλείται διά το κατά πάσης είναι της οικουμένης από περάτων γης έως περάτων, και διά το διδάσκειν καθολικώς και ανελλιπώς άπαντα τα εις γνώσιν ανθρώπων ελθείν οφείλοντα δόγματα, περί τε ορατών και αοράτων πραγμάτων, επουρανίων τε επιγείων, και διά το παν γένος ανθρώπων εις ευσέβειαν υποτάσσειν, αρχόντων τε και αρχομένων, λογίων τε και ιδιωτών, και διά το καθολικώς ιατρεύειν μεν και θεραπεύειν άπαν το των αμαρτιών είδος των διά ψυχής και σώματος επιτελουμένων, κεκτήσθαι δε εν αυτή πάσαν ιδέαν ονομαζομένην αρετής εν έργοις τε και λόγοις και πνευματικοίς παντίοις χαρίσμασιν» (Κυρίλλου, Ιεροσ., κατήχησις ΙΗ’).

      Η θεανθρωπίνη καθολικότης της Εκκλησίας είναι εις την πραγματικότητα μία διαρκής κατά χάριν και αρετήν χριστοποίησις του ανθρώπου: τα πάντα και οι πάντες συνάγονται και συγκεφαλαιούνται εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, και τα πάντα βιούνται εν Αυτώ ως ιδικά μας και οικεία, όπως ζη ένας αδιαίρετος θεανθρώπινος οργανισμός. Διότι όλη η ζωή εν τη Εκκλησία είναι μία θεανθρωπίνη καθολικοποίησις, μία κατά χάριν και αρετήν θέωσις και χριστοποίησις και θεανθρωποποίησις και τριαδοποίησις, και εκκλησιοποίησις. Η θεανθρωπίνη αυτή καθολικότης της Εκκλησίας και καθολικοποίησις εν τη Εκκλησία διακρατείται και πραγματοποιείται διά της α­εί ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία κατά τον πλέον τέλειον τρόπον ενώνει τον Θεόν και τον άνθρωπον και όλην την κτίσιν, την οποίαν το τιμιώτατον αίμα του Θεανθρώπου Σωτήρος καθαρίζει από την αμαρτίαν, το κακόν και τον θάνατον (πρβλ. Κολ. 1. 19-22). Το θεανθρώπινον Πρόσωπον του Χριστού είναι ο άξων της καθολικότητος της Εκκλησίας. Διά τούτο ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει: «Όπου αν η Χριστός εκεί η Καθολική Εκκλησία». Η Εκκλησία πράγματι είναι ολόκληρος πεπληρωμένη από τον Θεάνθρωπον Χρι­στόν, καθ’ ότι αύτη είναι «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 23). Διά τούτο η Εκκλησία του Χριστού είναι καθολική εις εκάστην επισκοπήν της, δηλαδή εις εκάστην ορθόδοξον ευχαριστιακήν κοινότη­τά της, αλλά και εις έκαστον επίσκοπόν της και έκαστον πιστόν πρόσωπον εν αυτή, εις έκαστον κύτταρόν της. Εκ της καθολικότητος αυτής της ιδίας της φύσεως της Εκκλησίας πηγάζει και η παν-χρονική και η οικουμενική καθολικότης της. Την καθολικότητα και οικουμενικότητα και συνοδικότητα της Εκκλησίας κηρύττουν όλοι οι άγιοι Απόστολοι, Πατέρες της Εκκλησίας και αι Οικουμενικαί και Τοπικαί Σύνοδοι αυτής.

 http://www.impantokratoros.gr/D7492839.el.aspx 

Ὑπάρχει φιλανθρωπία χωρίς χριστοφιλία; Απαντά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

 

      

 Απαντά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
 Η χριστοφιλία διακλαδούται σε αδελφοφιλία, αληθοφιλία, δικαιοφιλία, αγαθοφιλία, αγιοφιλία, ειρηνοφιλία, αγνοφιλία, αγάπη για όλα όσα είναι θεϊκά, αγάπη για όλα όσα είναι αθάνατα, αγάπη για όλα όσα είναι αιώνια. Όλες αυτές οι αγάπες είναι θεϊκές, άγιες και αιώνιες, επειδή η ρίζα τους είναι θεϊκή, άγια και αιώνια. Ρίζα τους είναι η χριστοφιλία.
Όλες αυτές είναι φυσικές και απαραίτητες εκφάνσεις της χριστοφιλίας. Είναι οι δικές της αντικειμενικοποιήσεις, προβολές, πραγματοποιήσεις. Οι δικές της ενσαρκώσεις και πραγματώσεις. Εάν δεν υπάρχουν αυτές, δεν υπάρχει ούτε η χριστοφιλία. Εάν δεν υπάρχει η χριστοφιλία, δεν υπάρχει ούτε αληθινή θεοφιλία ούτε αληθινή φιλανθρωπία. Επειδή ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος η
αγάπη προς Αυτόν είναι πάντα και αγάπη προς Θεό και αγάπη προς άνθρωπο, δηλαδή θεοφιλία και φιλανθρωπία.
Στο χριστιανισμό η φιλανθρωπία είναι απόδειξη της θεοφιλίας, ενώ η θεοφιλία είναι απόδειξη της φιλανθρωπίας. Η αγάπη προς τον Θεό φυσικά εκδηλώνεται με την αγάπη προς τον άνθρωπο ως θεόμορφο όν. και αυτό σημαίνει ως θεϊκό αδελφό και αιώνιο συν-άδελφο. Γι’ αυτό ο άγιος Θεολόγος ιδιαίτερα τονίζει τούτο το ευαγγέλιο:
«Εάν τις είπη ότι αγαπά τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν∙ ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού».
Μόνο αισθανόμενος εν Θεώ, ειδωμένος εκ Θεού, ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο θεϊκός αδελφός, αθάνατος συνάδελφος. Έτσι αισθάνεται, θεάται και βλέπει τους ανθρώπους, μόνον ο άνθρωπος που βρίσκεται εν Χριστώ Θεώ, εν τη θεϊκή Του αγάπη.
Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
 http://makkavaios.blogspot.gr/2015/02/blog-post_78.html

῾Ο Θεός Λόγος εἶναι ἡ Ζωή ἡ αἰώνια, ἡ ᾿Αλήθεια, ἡ ᾿Αγάπη καί τό Φῶς ῞Αγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς Σχόλιο στήν Ἀποστολική Περικοπή- Α’ Επιστολή Ιωάννου Θεολόγου, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´στίχ. 1-7

 

 “῝Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς·”

Τό κύριο εὐαγγέλιο καί ἡ σκέψη καί ἡ ἀλήθεια· ὁ Θεός Λόγος ἐνσαρκώθηκε, ὥστε κι ἐμεῖς νά συσσαρκωθοῦμε μαζί Του· Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νά μᾶς θεώσει· Αὐτός -Ζωή αἰώνια- ἐμφανίστηκε στή γῆ, ὥστε νά ἔχουμε κοινωνία μαζί Του, ζώντας μαζί Του. «Περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» εἶναι τό θέμα αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου. Λές καί θέλει ὁ ἅγιος Θεολόγος νά μᾶς δώσει νέα ἐξήγηση τῆς κύριας χαρμόσυνης ἀγγελίας τοῦ Εὐαγγελίου του· «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (᾿Ιωάν. α´, 14).

῾Ο Θεός Λόγος, πού εἶναι Αἰώνια Ζωή, πέρασε σέ μᾶς· «ὃ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς» δηλαδή τό Αἰώνιο κατέβηκε στή γῆ, ἔγινε σάρκα, ἔγινε ἡ δική μας γήινη πραγματικότητα, ἔγινε προσιτό στά αἰσθητήριά μας, στή γνώση μας καί στίς αἰσθήσεις μας· κι αὐτό εἶναι «ὃ ἀκηκόαμεν»· ἀκούσαμε τό εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ Λόγου· εἶναι ἐκεῖνο «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν»· εἴδαμε Θεό σέ σῶμα, Θεό στόν κόσμο, τόν Θεό ἀνάμεσά μας· εἶναι ἐκεῖνο «ὃ ἐθεασάμεθα»· ἔχουμε δεῖ, ἔχουμε παρατηρήσει τόν Θεό στόν ἄνθρωπο· εἶναι ἐκεῖνο πού «αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»· ἄγγιξαν τό σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόσο πρίν ἀπό τόν σταυρικό του θάνατο, ὅσο καί μετά τήν ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς. «᾿Ακούσαμε, εἴδαμε, παρατηρήσαμε, ψηλαφήσαμε» -τό Λόγο τῆς ζωῆς, τό Θεό τῆς ζωῆς. ῾Ο Θεός Λόγος ἔγινε ἡ δική μας πιό προσιτή πραγματικότητα· κι ἐμεῖς αὐτό τό ἐπαληθεύουμε μέ τόν πιό ὀφθαλμοφανῆ, τόν πλέον πειραματικό τρόπο.῾Η μέθοδος εἶναι καθαρά πειραματική, δοκιμαστική. «῾Ο Λόγος τῆς ζωῆς» εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ Λογική τῆς ζωῆς, ἡ Σοφία τῆς ζωῆς, ἡ Λέξη τῆς ζωῆς. ῞Εως Αὐτόν -ἡ ζωή ἦταν ἄλογος, ἀνόητη· ἕως Αὐτόν- ἡ ζωή ἦταν ἀ-λογική, καί γι’ αὐτό μή λογική, σ’ αὐτήν δέν ὑπῆρχε κάποια στοιχειώδης λογική, ὅλα -χάος, τά πάντα- «πανηγύρι μάταιο»· ἕως Αὐτόν -Λόγο τῆς ζωῆς- ἡ ζωή ἦταν ἄλαλη καί ἄφωνη, δέν ἤξερε νά μιλᾶ, νά πεῖ, νά ἐκφράσει, νά ἐκφέρει τόν ἑαυτόν της, τό μυστήριό της, τό βάσανό της, τόν πόνο της, τή χαρά της. Μέ Αὐτόν, ἡ ζωή τά προσλαμβάνει ὅλα αὐτά· ἡ ζωή ἄρχισε νά μιλᾶ, ἐφόσον ἐλλογοποιήθηκε· ἡ ζωή πῆρε νόημα, ἐφόσον ἐλλογοποιήθηκε· ἡ ζωή ἔγινε σοφή, ἐφόσον ἐλλογοποιήθηκε. ᾿Ενῶ ἡ ζωή εἶχε γίνει ἄλογος, μή λογική -χωρίς νόημα, χωρίς στόχο, ἀνόητη- μέ τήν ἁμαρτία καί λόγῳ τῆς ἁμαρτίας.

᾿Εκεῖνο πού γιά τήν ἀνθρώπινη σκέψη, εἴτε τήν ἑλληνική, τή ρωμαϊκή, τήν ἰνδική ἤ ὅποια ἄλλη, ἦταν καί ἔμεινε ἰδανικό ἤ ἰδέα, ἀφηρημένο καί ἐπέκεινα, μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔγινε ζωή, δική μας γήινη ζωή. Γιά τόν Λόγο καί γιά τή Λογική τῆς ζωῆς δέν χρειάζεται νά πᾶμε σ’ ἄλλο κόσμο, ἐφόσον ἡ Λογική καί ὁ Λόγος τῆς ζωῆς εἶναι ἐδῶ, ἀνάμεσά μας. ᾿Εμεῖς ἔχουμε τόν Λόγο τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό ξέρουμε τή Λογική τῆς ζωῆς, τό στόχο τῆς ζωῆς, τό νόημα τῆς ζωῆς. ᾿Εάν ὡς τώρα δέν ξέραμε τήν ἀρχή τῆς ζωῆς, ἰδού· ὁ Θεός Λόγος! ᾿Αφοῦ εἶναι ᾿Εκεῖνο «πού ἦταν ἀπό τήν ἀρχή» – «ὃ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς». ῾Η ζωή δέν εἶναι κάτι χωρίς νόημα, ἀλλά ἐξαρχῆς κάτι θεϊκά λογικό. ᾿Ενῶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ δύναμη πού ὅλα τά ἀπολογοποιεῖ, στερεῖ τή θεϊκή λογική, τό θεϊκό νόημα καί τήν πρόνοια. Στήν πραγματικότητα, ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ μόνος ἀπονοητής τῆς ζωῆς.

(1, 2)

“καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·”

῞Εως τήν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου λές καί δέν ὑπῆρχε ζωή στή γῆ. ᾿Εάν ὑπῆρχε, αὐτό ἦταν ἀπομίμηση τῆς ζωῆς, κακέκτυπο τῆς ζωῆς, ἡ πλαστογράφηση τῆς ζωῆς· ἁπλά· ψευδοζωή. Γιατί τί ζωή εἶναι αὐτή στήν ὁποία ὑπάρχει θάνατος καί πού τελειώνει μέ τόν θάνατο; Αὐτό μοιάζει περισσότερο μέ βαθμιαία θανάτωση. Κι αὐτό σημαίνει βαθμιαῖο μαρτύριο. Μόνο ἐκείνη ἡ ζωή εἶναι ἄξια τοῦ ὀνόματός της, αὐτή πού δέν πεθαίνει, πού δέν τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἀλλά νικᾶ τό θάνατο καί μέ τήν ἀνάσταση φτιάχνει γέφυρα πρός τήν ἀθανασία. Δηλαδή ζωή εἶναι μόνο ἡ Αἰώνια Ζωή. Καί αὐτή ἡ ζωή ἐμφανίστηκε πρώτη φορά στό δικό μας ἀνθρώπινο κόσμο μέ τόν Θεό Λόγο· τόν Θεάνθρωπο Χριστό.

Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Θεολόγος εὐαγγελίζεται· «καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν». ῾Η ζωή καί ἡ Αἰώνια ζωή εἶναι συνώνυμα. Δέν ὑπάρχει ζωή χωρίς τήν Αἰώνια ζωή. Μέ τόν Θεάνθρωπο «ἡ ζωὴ ἐφανερώθη» στό δικό μας κόσμο τοῦ θανάτου καί τῆς ψευδοζωῆς. Μόλις σ’ ᾿Εκεῖνον «ἑωράκαμεν» τήν ἀληθινή ζωή, «ἑωράκαμεν» τί εἶναι ἡ ζωή· εἴδαμε καί βλέπουμε ὅτι μόνο ἡ αἰώνια ζωή -εἶναι πραγματική ζωή. Αὐτό εἶναι τό πλέον ὀφθαλμοφανές στόν Θεάνθρωπο.

῞Ολος ὁ Θεάνθρωπος κι ὅλα ἐν αὐτῷ ἀνασαίνουν καί ἀκτινοβολοῦν μέ τήν αἰώνια ζωή· δέν ὑπάρχει σκέψη Του πού νά μήν ἐκπηγάζει ἀπό τήν αἰώνια ζωή καί νά μήν ἐκβάλλει σ’ αὐτήν· ἔτσι καί κάθε λέξη Του καί ἔργο καί αἴσθημα. Σέ ὅ,τι δικό Του αἰσθάνεσαι τήν παρουσία τοῦ Αἰώνιου· καί τά κύματα τῆς αἰώνιας ζωῆς μᾶς ραντίζουν ἀπ’ ὅ,τι δικό Του.

Θέλεις νά δεῖς πῶς ζεῖ ὁ Αἰώνιος στό χρόνο; Κοίτα τόν ᾿Ιησοῦ. ῞Ολα ὅσα εἶναι ἐν Αὐτῷ σφύζουν αἰώνια ζωή, ὅλη ἡ ζωή! Τέτοια πού εἶναι καί στόν ἄλλο κόσμο· ὄχι, ὅμως ὅμοια μ’ αὐτήν τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἐφόσον Αὐτός «ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ» (᾿Ιωάν. ε´, 26). Εἶναι μαρτυρία αὐτοπτῶν. Κι ἐκεῖνοι ἀναγγέλλουν μέ ἀτελείωτη βεβαιότητα· «μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν». ῞Εως τή φανέρωσή Του ὁ θάνατος ἦταν μέσα μας καί γύρω μας· οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν οὔτε νά ξέρουν οὔτε νά ἀποκτήσουν τήν αἰώνια ζωή μέχρι πού Αὐτός ὁ ἴδιος κατέβηκε στόν κόσμο μας καί φανερώθηκε σέ μᾶς.

(1, 3)

“ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.”

᾿Από ποῦ προκύπτει στόν ἅγιο Θεολόγο τέτοια θαρραλέα μαρτυρία;  ᾿Από προσωπική ἐμπειρία· ἐπειδή ὁ ἴδιος γεύθηκε τήν αἰώνια ζωή, προσῆλθε σέ κοινωνία μ’ αὐτήν, εἶχε συμμετοχή σ’ αὐτήν μέσῳ τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Ζώντας μαζί μέ τόν Κύριο ᾿Ιησοῦ, ἔχοντας κοινωνία μ’ Αὐτόν, τότε πράγματι βρίσκεσαι στήν αἰώνια ζωή. Αὐτή ἡ ζωή εἶναι στήν πραγματικότητα, κοινωνία μέ τήν Τριαδική Θεότητα. Τό νά ἐντριαδοποιηθεῖς καί νά τριαδοποιηθεῖς μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό νά ζεῖς τήν αἰώνια ζωή. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν ἑαυτό του αἰσθάνεται καί βλέπει τήν αἰώνια ζωή. Καί συνέχεια βρίσκεται σέ κοινωνία μέ τά αἰώνια ἀνθρώπινα ὄντα.

᾿Εφόσον οἱ χριστιανοί, ὡς πρός αὐτό διαφοροποιοῦνται ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, στό ὅτι ἔχουν αἰώνια ζωή καί τή ζοῦνε ἐδῶ στή γῆ. Γι’ αὐτό καί ἀναγγέλλουν τή ζωή τήν αἰώνια. ᾿Απ’ αὐτήν τήν ἄποψη, ὅλα σ’ αὐτούς βασίζονται στήν προσωπική ἐμπειρία, στήν προσωπική κοινωνία μέ τό Αἰώνιο. Γι’ αὐτό ὁ αὐτόπτης ἅγιος ἀληθῶς εὐαγγελίζεται· «ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». ῾Η ζωή τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ ζωή μέ τή Θεϊκή Τριάδα, κοινωνία μ’ Αὐτήν, μέ τίς ζωοποιές δημιουργικές αἰώνιες δυνάμεις καί τά ἱερά. ῾Η κοινωνία μέ τό Αἰώνιο δίνει στούς ἀνθρώπους τήν αἰώνια ζωή. Δέν εἶναι κάποια ἐξωτερική παρατήρηση, ἀλλά ἐσωτερικό βίωμα τῆς ῾Αγίας Τριάδας.

Εἶναι πράγματι κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, συσσάρκωση μέ τόν Θεό. ῞Ολα εἶναι προσωπικά, ἐμπειρικά, ζωντανά, ὅλα καινούρια. ῞Ολος ὁ Θεός Λόγος εἰσέρχεται στόν ἄνθρωπο, ἐνανθρωπίζεται· μπῆκε σέ σῶμα, ἐνσαρκώθηκε. ῾Ο Λόγος εἶναι σέ σῶμα, στόν ἄνθρωπο, ἐδῶ μαζί μας καί ἀνάμεσά μας καί μέσα μας· καί μ’ Αὐτόν κι ὅλη ἡ Ζωή ἡ αἰώνια κι ὅλη ἡ ᾿Αλήθεια ἡ αἰώνια κι ὅλη ἡ ᾿Αγάπη ἡ αἰώνια κι ὅλο τό Φῶς τό αἰώνιο κι ὅλες οἱ τελειότητές Του οἱ αἰώνιες· γιά νά ἔχουμε μέσῳ Αὐτοῦ κοινωνία μ’ ὅλες τις θεϊκές, αἰώνιες τελειότητες. ῾Ο ῞Αγιος Θεολόγος εἶναι ξεκάθαρος· ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁλόκληρη μέσα στήν ῾Αγία Τριάδα – ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι· εἶναι ἡ κοινωνία μέ τήν ῾Αγία Τριάδα· «καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». ῾Ο Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας, γιά νά εἶναι μέσα μας· Αὐτός εἶναι καί μαζί μας, γιά νά εἶναι μέσα μας.

(1, 4)

“καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη”

᾿Απ’ αὐτή τή ζωή μέσα στήν ῾Αγία Τριάδα, ἀπ’ αὐτή τήν κοινωνία μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τό ἀνθρώπινο ὄν πληροῦται μέ τήν ἀληθινή χαρά, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τή θεϊκή ἀγαλλίαση. Χωρίς αὐτές τό ἀνθρώπινο ὄν γεμίζει θλίψη, λύπη, ἀθλιότητα. ῎Αλλωστε μέ τί, ἄν ὄχι μ’ αὐτά, μποροῦσε νά πληρωθεῖ ὁ θάνατος, καί πρίν ἀπ’ αὐτόν ἡ ἁμαρτία; Μέσα ἀπό κάθε ἁμαρτία στήν ψυχή ὁρμᾶ, ἐάν ὄχι ἡ λαίλαπα τῆς πικρίας, τότε ἡ λαίλαπα τῆς θελκτικῆς ἁμαρτίας, πού βαθμιαῖα μεταμορφώνεται σέ ὀδύνη.

Σέ κάθε περίπτωση, κάθε συντελεσμένη ἁμαρτία ἀφήνει στήν ψυχή τουλάχιστον μιά σταγόνα πικρίας, ἡ ὁποία ἀσυναίσθητα ἁπλώνεται στήν ψυχή καί, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, αὐξάνεται σέ πελώρια θλίψη. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει ἀπό ποῦ ἔρχεται ἡ θλίψη στήν ψυχή, στήν καρδιά. ᾿Ενῶ ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό, καί μέ τίς ἅγιες ἀρετές Του, πληρεῖ τό ἀνθρώπινο ὄν μέ διαρκῆ χαρά. ᾿Από τήν ζωή μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ζώντας μέ τό δίκαιο τοῦ Χριστοῦ, τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν πραότητα τοῦ Χριστοῦ – ἡ ἀνθρώπινη ψυχή πληροῦται ἀνείπωτης χαρᾶς. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοιτάξει μέσα του – ἰδού! ὅλος πλήρης θεϊκῆς χαρᾶς, δέν ἔχει θλίψη ἀπό τήν ἁμαρτία, οὔτε φόβο ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Θεολόγος εὐαγγελίζεται· «Καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη».

(1, 5)

“Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία.”  

Σ’ αὐτούς τούς στίχους βρίσκεται ἡ ἐξαιρετική ἐπαγγελία τοῦ Θεανθρώπου· «ὁ Θεός εἶναι φῶς». Αὐτός εἶναι ἡ αἰτία καί ἡ πηγή κάθε φωτεινοῦ, κάθε ἀληθινοῦ, κάθε καλοῦ, κάθε δίκαιου, κάθε ἀθάνατου· ἐνῶ μέ τίποτα δέν εἶναι αἰτία, οὔτε συν-αἰτία, μήτε πηγή, μήτε συν-πηγή τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου, τοῦ ψεύδους. Αὐτή τήν ἐπαγγελία ὁ Χριστός ἀνακοίνωσε καί μέ τή ζωή Του. ῎Εδειξε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πράγματι φῶς καί ὅτι σ’ Αὐτόν δέν ὑπάρχει κανένα σκοτάδι. Ποῦ ὑπάρχει σκοτάδι στόν Θεάνθρωπο; Ποῦ ὑπάρχει ἁμαρτία σ’ Αὐτόν; ᾿Εάν δείξει κάποιος μία ἁμαρτία σ’ Αὐτόν, θά ἔχει δείξει τό σκοτάδι. ᾿Αλλά αὐτό δέν εἶναι σέ θέση νά τό δείξει κανείς.

Τό σκοτάδι προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ ἁμαρτία ἀπό τόν διάβολο, πού εἶναι πλήρης σκότους. Γιατί ὁ διάβολος ἐξ αὐτοῦ εἶναι διάβολος, ἐπειδή εἶναι σέ ὅλα οὐσιαστική ἀντίθεση τοῦ Θεοῦ. «῾Ο Θεὸς φῶς ἐστι», ὁ διάβολος εἶναι σκοτάδι· ὁ Θεός εἶναι ζωή, ὁ διάβολος θάνατος· ὁ Θεός εἶναι ἀλήθεια, ὁ διάβολος ψεῦδος. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος Χριστός, ὡς ἀληθινός Θεός, μποροῦσε νά πεῖ γιά τόν ἑαυτό του· «᾿Εγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου», «᾿Εγώ εἶμαι τό φῶς τῆς ζωῆς». ᾿Ενῶ ὁ διάβολος θά μποροῦσε δίκαια νά πεῖ γιά τόν ἑαυτό του· «ἐγώ εἶμαι τό σκοτάδι τοῦ κόσμου· ἐγώ εἶμαι τό σκοτάδι τῆς ζωῆς». Αὐτός μέ τό σκοτάδι του κάνει τά ἀνθρώπινα μάτια νά μήν βλέπουν οὔτε τί εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ κόσμος, οὔτε τί εἶναι ἡ ζωή. Γιατί γιά νά μποροῦν νά δοῦν τά μάτια, χρειάζεται φῶς. Κι αὐτό τό ἔχει καί τό δίνει μόνο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. ᾿Εμεῖς μέ τό φῶς βλέπουμε. Τά μάτια μας εἶναι μάταια δίχως τό φῶς.

(1, 6)

“ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν.”

Κι αὐτό τό εὐαγγέλιο γιά τόν Θεό ὡς φῶς, μαρτυρήθηκε μέ τήν ἐμπειρία καί τήν προσωπική δοκιμή ὅλων τῶν πραγματικῶν χριστιανῶν. ᾿Αφοῦ προσωπικά ἐπιβεβαίωσαν ὅτι ζώντας μέ τόν Χριστό καί στόν Χριστό πράγματι ζοῦν μέ τό φῶς καί στό φῶς. Δέν ὑπάρχει σκοτάδι ἀπό τό ὁποῖο ὁ Χριστός δέν τούς βγάζει· δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πού δέν νικοῦν μέ τόν Χριστό. ῞Οπως πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου προηγεῖται τό λυκαυγές φῶς, ἔτσι καί μπροστά ἀπό τόν Χριστό -τό Φῶς τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς- προηγεῖται τό λυκαυγές φῶς τῶν ἁγίων ἀρετῶν Του. ᾿Εάν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νά τίς ἐφαρμόζει, αὐτές στήν ψυχή του ἁπλώνουν τό λυκαυγές φῶς, πού ἀναγγέλλει τή γέννηση τοῦ αἰωνίου ῾Ηλίου τῆς δικαιοσύνης, τό ὁποῖο, ὅταν γεννηθεῖ στήν ψυχή, ποτέ πιά δέν δύει.

῾Ομοίως, τό σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν προηγεῖται ἀπό τό σκοτάδι τοῦ δημιουργοῦ τῶν ἁμαρτιῶν. ᾿Εάν ὁρμήσουν στήν ψυχή, ἁπλώνουν μέσα της τό σκοτάδι, ὅλο καί πιό πυκνό, ὥστε ὁ ἄνθρωπος δέν καταλαβαίνει πότε τρύπωσε μέσα της ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός τοῦ σκοταδιοῦ καί τῆς ἁμαρτίας – ὁ διάβολος. ῞Οποιος ζεῖ στήν ἁμαρτία ζεῖ στό σκοτάδι, καί δέν ξέρει ποῦ πηγαίνει. Κάθε ἁμαρτία ἕλκει στό βασίλειο τῆς ἁμαρτίας -τόν θάνατο· καί κάθε σκοτάδι ἕλκει στό βασίλειο τοῦ σκότους- τήν κόλαση. ᾿Αλλά, καί στό βασίλειο τοῦ θανάτου καί στό βασίλειο τοῦ σκότους, ἕνας εἶναι ὁ βασιλιάς, ἕνας ἀφέντης – ὁ διάβολος. ῾Ο ἅγιος Εὐαγγελιστής ἀναγγέλλει· «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν».

(1, 7)

“ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτί περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας”

῾Ο Θεός Λόγος, πού εἶναι τό Φῶς, ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νά δώσει τό Θεϊκό Φῶς Του στούς ἀνθρώπους, νά τό καταστήσει προσιτό σ’ αὐτούς· γιά νά γίνει περιουσία τους. Γενικά, μέ τήν ἐνσάρκωσή του ὁ Θεός Λόγος θέλει ὅλα τά τοῦ Θεοῦ νά τά καταστήσει κοινά στούς ἀνθρώπους, γιά νά μποροῦν νά ἐνσωματωθοῦν στήν ἀνθρώπινη ζωή καί τόν κόσμο. Τό σύνθημα εἶναι· «ὡς αὐτός ἐστιν», ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε. ῞Οπως Αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι τό φῶς, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά γίνουμε φῶς. ᾿Εξίσου, ὅπως Αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι στήν ᾿Αλήθεια, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε σ’ αὐτήν. ῞Ολα τά δικά Του, μέ τήν ἐνσάρκωση ἔγιναν δικά μας.

Τήν ἴδια τήν αἰώνια Ζωή ἔφερε Αὐτός ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ καί μ’ αὐτήν ἔφερε καί ὅλα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ἡ αἰώνια ζωή συνυπάρχει· τήν αἰώνια ᾿Αλήθεια, τό αἰώνιο Φῶς, τήν αἰώνια Δικαιοσύνη, τήν αἰώνια ᾿Αγάπη, τήν αἰώνια Καλωσύνη, τήν αἰώνια Σοφία καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες αἰώνιες θεϊκές τελειότητες. Τά ἔφερε ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ, ὥστε ὅλα αὐτά νά γίνουν δικά μας, ἀνθρώπινα. ῾Η αἰώνια Ζωή γίνεται δική μας, ἐάν ζοῦμε σ’ ὅλες αὐτές τίς αἰώνιες θεανθρώπινες τελειότητες. ᾿Εάν ζοῦμε ἔτσι, οἱ θεϊκές δυνάμεις αὐτῶν τῶν αἰώνιων τελειοτήτων διώχνουν ἀπό μᾶς κάθε ἁμαρτία, μᾶς καθαρίζουν ἀπό κάθε ἀκαθαρσία. ᾿Εννοεῖται, ὅλες αὐτές οἱ τελειότητες συγκροτοῦν τήν οὐσία τοῦ Θεανθρώπινου Προσώπου· εἶναι τό αἷμα Του, τό σῶμα Του· καί ὅπου εἶναι τό ἅγιο αἷμα Του, ἐκεῖ εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ αἰώνια ζωή· καθώς στό αἷμα Του τό Θεανθρώπινο -βρίσκεται ἡ ζωή Του. Καί μέσῳ Αὐτοῦ καί ἀπ’ Αὐτόν καί λόγω Αὐτοῦ- καί ἡ δική μας.

῾Ο Θεάνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού δωρίζοντας τήν αἰώνια ζωή καί τίς αἰώνιες τελειότητές του στούς ἀνθρώπους, τούς ἑνώνει σέ μία νέα κοινωνία, ἀθάνατη, θεανθρώπινη, αἰώνια· σ’ ἕνα σῶμα, τήν ᾿Εκκλησία, τό ὁποῖο διαπερνᾶ καί διαρρέει τό θεανθρώπινο αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία ὅλους τούς κοινωνούς, ὅλους τούς συσσωματωμένους τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος. Τό ὑπεράγιο αἷμα μᾶς λούζει μέ τό Φῶς, μᾶς λούζει μέ τήν ᾿Αλήθεια, μᾶς λούζει μέ τό Δίκαιο, μέ τήν ᾿Αγάπη. Καί τό ἀνθρώπινο ὄν ἀστράφτει στήν ἀνείδωτη καθαρότητα. Γι’ αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής ἀναγγέλλει· «ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτί περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας».

        (Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)

http://www.alopsis.gr/alopsis/zwh.htm

«Ἡ χριστοειδής καρδία τοῦ κόσμου» Ἰουστίνος Πόποβιτς


  CHRIST_10-web

Ἰουστίνος Πόποβιτς

Καὶ δῶ σὲ μᾶς δουλεύουν σκληρὰ μὰ δουλεύουν δίχως προσευχή. Καὶ σὲ μᾶς ὑπάρχει σκέψη μὰ σκέψη δίχως προσευχή. Φαίνεται πῶς ὅλοι, συνειδητά καὶ ἀσυνείδητα, πασχίζουν νὰ ἀλλάξουν τὴν ἀπὸ Χριστοῦ δοσμένη οἰκονομία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, νὰ τὴν φτιάξουν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση δική τους. Στὴν θέση τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ν’ ἀποτυπώσουν τὴν δική τους εἰκόνα, νὰ καταλάβουν τὸ μέρος τῆς εἱκόνος. Ὅλα αὐτὰ ὅμως, λίγο ἤ πολύ, ἀγγίζουν τὰ ὅρια τῆς ἀνταρσίας: ἀπέρριψαν τὸν ἀπὸ Χριστοῦ ὁρισμένο οἰκονόμο, τὴν προσευχή, ἀπὸ τὸν οἶκο τῆς προσευχῆς καὶ νευρικὰ εἰσήγαγαν τοὺς νομικούς καὶ συνταγματικούς καὶ τοὺς ἐπιστημο-φιλοσοφικοὺς οἰκονόμους, αὐτοὺς τοὺς στερημένους ἀπὸ χάρη καὶ προσευχή.
Εἶναι φοβερά καὶ ἀπελπιστικὰ πολλοί, πάμπολλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐξυμνοῦν (θεοποιοῦν) τὸ «πνεῦμα τῶν καιρῶν», τὸ ἐνθρονίζουν στὴν καθέδρα τῆς διανοίας τους, τὸ προσκυνοῦν ὡς βασιλέα καὶ Θεό τους, τοῦ προσφέρουν θυσίες νομίζοντας ὅτι προσφέρουν ὑπηρεσία στὸν Χριστό. Γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι τὸ Αἰώνιο κριτήριο γιὰ τὸν χρόνο, ἀλλὰ ὁ χρόνος γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Δὲν νιώθουν πῶς ὁ χρόνος δίχως τὴν Αἰωνιότητα εἶναι τὸ πιὸ φρικιαστικὸ μεταφυσικὸ τέρας τὸ ὁποῖο σχεδιάζει κακοποιημένες φιγούρες τῆς ζωῆς παρμένες ἀπὸ τὸ φυσικὸ χῶρο, πλάθει τὴν ὕλη σὰν ἄλλο ζυμάρι καὶ τὴν καταβροχθίζει μὲ λαιμαργία. Καὶ ὁ Χριστός; Αὐτὸς ὁ περίεργος Χριστός; – Γιὰ τὴν χριστομάχο ὑψηλοφροσύνη δὲν εἶναι παρὰ μία τελειωμένη ἱστορία στὰ μεθυσμένα στόματα τῆς τραγωδίας ποὺ ἔχει μεθύσει τὸν πλανήτη.
Ὁ Χριστός, ἡ ἁπτή του παρουσία, τὸ θελκτικό του πρόσωπο, εἶναι γιὰ μένα ἡ ἀναγκαιότερη τῶν ἀναγκαιοτήτων. Ποθώντας συνεχῶς Ἐκεῖνον, πῶς νὰ μὴν ἀποκάμει ἡ ψυχή μου στὴν προσευχή; Μὰ μήπως μπορῶ νὰ Τόν προσεγγίσω καὶ ἀλλιῶς παρὰ μονάχα μὲ τὴν προσευχή; Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ φιλοσοφήσω, γιὰ νὰ φιλοσοφῶ περὶ Ἐκείνου δίχως προσευχή;

 http://orthodoxfathers.com/logos/christoeidis-kardia-tou-kosmou

Περί τοῦ ἀκαταλήπτου τῆς Ἁγίας Τριάδος Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

 

 Αποτέλεσμα εικόνας για ιουστινος ποποβιτς

 Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

«Ότι τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις εν εισί.
Και τρεις εισιν οι μαρτυρούντες εν τη γη, το Πνεύμα και το ύδωρ και το αίμα και οι τρεις εις το εν εισιν.» (Ιωάν. Α΄ 5,7-8)
Ιδού όλη η αλήθεια περί της Τριαδικής Θεότητας, νοητώς ακατάληπτης, αλλά εμπειρικώς δεδομένης. Η Θεϊκή πραγματικότητα είναι απεριόριστα βαθύτερη και ευρύτερη και υψηλότερη απ’ όλες τις ανθρώπινες ικανότητες της σκέψης, της γνώσης και των αισθημάτων. Αυτό είναι φυσικό, εφόσον η ίδια η απτή πραγματικότητα αυτού του γήινου υλικού κόσμου είναι αδιανόητα ευρύτερη και βαθύτερη και εκτενέστερη από την ανθρώπινη γνώση.
Η ίδια η ζωή, ως πραγματικότητα την οποία βιώνουμε εμείς τα ζωντανά ανθρώπινα όντα, είναι πολύ ευρύτερη και βαθύτερη και υψηλότερη από την ανθρώπινη λογική και νόηση, αν και αυτή είναι η δική μας πιο άμεση και πιο ρεαλιστική πραγματικότητα. Από τον πελώριο ωκεανό της ζωής μόλις κάτι εισέρχεται στα ανθρώπινα μικροσκοπικά αγγεία της γνώσης. Και ο ίδιος ο ωκεανός ξεχύνεται και διαχέεται ποιος ξέρει σε ποιες απεραντότητες και απειρότητες.
 Αυτό ισχύει σε μέγιστο βαθμό για την ζωή και της θεϊκές πραγματικότητες της Υπεραγίας Τριαδικής Θεότητας. Περί Αυτής γνωρίζουμε ότι μας δόθηκε συγκεκριμένα, εμπειρικά. Και μας έχει δοθεί ως επί το πλείστον με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου και με την παραμονή του Αγίου Πνεύματος στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας. Μας έχει δοθεί από την Τρισήλιο Θεότητα ό,τι χρειάζεται να γνωρίζουμε περί Αυτής και να έχουμε απ’ Αυτήν, ώστε να σώσουμε την ανθρώπινη οντότητά μας από την αμαρτία, το θάνατο και τον διάβολο και διά των αγίων μυστηρίων και αγίων αρετών να την οδηγήσουμε στην θεϊκή τελειότητα, δηλαδή τη χριστοποίηση, την πνευματοποίηση, τη θεοποίηση. Με μία λέξη: την τριαδοποίηση.
Το ότι ο Θεός είναι Τρισυπόστατο Όν, είναι πραγματικότητα την οποία οι άνθρωποι βιώνουν ασταμάτητα στην Εκκλησία, επειδή ασταμάτητα ζουν εκ του Πατρός διά Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
Αυτή η αλήθεια είναι πολύπλευρα αποκεκαλυμμένη στον Θεάνθρωπο και πλήρως πραγματοποιημένη στην Εκκλησία. Περί τούτου μαρτυρεί όλη η χαρισματική, αλλά πάντα πραγματική ζωή της Εκκλησίας. Και το μαρτυρεί με υλικά, χειροπιαστά, οφθαλμοφανή γεγονότα, που είναι γήινα υπαρκτά και λογικά αναμφισβήτητα. Περί αυτών ευαγγελίζεται ο άγιος Ευαγγελιστής: «και τρεις εισιν οι μαρτυρούντες εν τη γη, το Πνεύμα και το ύδωρ και το αίμα, και οι τρεις εις το εν εισίν».
Τούτο το «τρεις» έγινε τέλειο «εν» πριν απ’ όλα στον Θεάνθρωπο: ο Θεός, το αίωνιο Πνεύμα, έγινε άνθρωπος, ενώθηκε σώματι και αίματι και έδειξε ότι είναι πραγματικός άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο σε πλήρη ένωση με τον Θεό. Αυτό ήταν ο Κύριος Χριστός όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος: μεταμορφώνοντας τον εαυτό του σε Εκκλησία, έδωσε σ’ όλους τους ανθρώπους όλες τις απαραίτητες δυνάμεις με την βοήθεια των οποίων μπορούν, εάν φυσικά θέλουν, να μεταμορφώνουν βαθμιαία τους εαυτούς τους σε τέλεια ανθρώπινα όντα ζώντας διά του Θεανθρώπου και εν Θεανθρώπω, ειδικά στο άγιο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Επειδή η Θεία Μετάληψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άγιο Μυστήριο κατά το οποίο ο Θεός συγκεκριμένα και πραγματικά ενσαρκώνεται σε άνθρωπο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος λαμβάνει την πιο πραγματική και την πιο πειστική μαρτυρία, ότι ο άνθρωπος είναι όντως άνθρωπος διά της ενώσεως με τον Θεό, διά της ζωής εν Θεώ, διά της συνεχούς ενσαρκώσεως εν εαυτώ των αγίων, θεϊκών, χαρισματικών δυνάμεων του Θεού.

Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
 
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/06/blog-post_51.html

«Ἄμα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἐντός του τόν Θεό, εἶναι ἤδη στόν Παράδεισο»-Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

 


Η αθανασία του ανθρώπου ξεκινά από την σύλληψή του μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Και πότε αρχίζει ο Παράδεισος και η κόλαση του ανθρώπου ; Από την ελεύθερη επιλογή για το θεϊκό αγαθό ή για το δαιμονικό κακό, για τον Θεό ή για τον διάβολο.Και ο Παράδεισος μας και η κόλασις του ανθρώπου αρχίζουν εδώ από την γη για να συνεχιστούν αιώνια στην άλλη ζωή. Τι είναι Παράδεισος ;Είναι η αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Άμα ο άνθρωπος αισθάνεται εντός του τον Θεό, είναι ήδη στον Παράδεισο, γιατί όπου είναι ο Θεός εκεί είναι και η Βασιλεία του Θεού, εκεί και ο Παράδεισος. Από τότε που ο Θεός Λόγος κατέβηκε στην γη και έγινε άνθρωπος, ο Παράδεισος έγινε η αμεσότερη πραγματικότητα για την γη και τον άνθρωπο. Επειδή, όπου είναι ο Χριστός εκεί και ο Παράδεισος.

ΠΗΓΗ : ΑΒΒΑ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979) ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣΟΦΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ. 41 κ.ε.

http://tribonio.blogspot.gr/2014_05_01_archive.html

Μέ ποιό τρόπο νικοῦν οἱ χριστιανοί τόν κόσμο Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς

 


Αυτός ο κόσμος είναι πεδίο μάχης στο οποίο συνέχεια δίδεται ο αγώνας για τον Χριστός και ενάντια στο Χριστό. Εκείνοι που είναι από τον Θεό παλεύουν για τον Χριστό και νικούν εκείνους που είναι ενάντια στον Χριστό, τους νικούν με τον Χριστό-Θεό που είναι μέσα τους. Αυτός είναι στους ανθρώπινους κόσμους μας ο μόνος Νικητής της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου. Ο,τιδήποτε προέρχεται απ’ αυτά και εργάζεται γι’ αυτά, είτε αυτό είναι επιστήμη, ή πολιτισμός, ή θρησκεία, ή τέχνη, ή φιλοσοφία, ή κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα έχει νικηθεί από τον Χριστό. Οι σκλάβοι των αντιχριστιανικών ιδεών (και είναι πάντα του αντιχρίστου) είναι ποικίλοι και πολυάριθμοι, και μ’ όλα τα μέσα μάχονται ενάντια στον Χριστό.
Πράγματι, «ότι ουκ έστιν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. Στ΄ 12). Η πανοπλία της πάλης μας είναι οι ευαγγελικές αρετές: η μακροθυμία, η αγάπη προς τους εχθρούς, η προσευχή, η νηστεία, η αλήθεια, το δίκαιο, η καλωσύνη, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη και άλλα (βλ. Εφεσ. Στ΄, 13-18). Παλεύοντας με τούτα τα όπλα, εμείς πάντα «υπερνικώμεν» με τη βοήθεια του Κυρίου Χριστού, ο οποίος μας αγαπά (Ρωμ. η΄, 37). Γι’ αυτό ο άγιος Θεολόγος ευαγγελίζεται: «Υμείς εκ του Θεού εστε, τεκνία, και νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω».
Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
http://makkavaios.blogspot.gr/
2015/10/blog-post_17.html#more


Ἀδάμ, Ἰούδας, Πάπας Ἅγ. Ἰουστίνος Πόποβιτς

 

 

Ἅγ. Ἰουστίνος Πόποβιτς

Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία:
Το να θέλη κάνεις να γίνη καλός δια του εαυτού του.
Το να θέλη κάνεις να γίνη τέλειος δια του εαυτού του.
Το να θέλη κανείς να γίνη θεός δια του εαυτού του.
Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του.
Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιας έγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού. Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του. Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ό,τι ανήκει εις τον Θεόν.

Η πτώσις του πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον. 
http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2010/10/blog-post_5977.html

Γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος; Τί εἶναι ὁ Παράδεισος καί τί ἡ Κόλαση; Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Αγίου Ιουστίνου Ποποβιτς

 



  Αγίου Ιουστίνου Ποποβιτς
Πράγματι η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους δεν μπορούσε με τίποτα να καταδειχθεί καλύτερα παρά με τούτο: «απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον» (τον Θεό Λόγο), ώστε οι άνθρωποι να «ζήσωμεν δι’ αυτού».
Η ζωή του Θεού με την ενσάρκωση του Λόγου έγινε η δική μας, ανθρώπινη ζωή. Ο λόγος έγινε άνθρωπος, για μα δώσει στον άνθρωπο την ζωή του Θεού, να τον μάθει αυτήν την ζωή και να του δώσει τις δυνάμεις να μπορεί να πραγματώνει τούτη την ζωή και ανθρώπινες συνθήκες.
Ποια είναι η θεϊκή ζωή; Η ζωή του Ιησού Χριστού στην γη. Σε τι έγκειται τούτη η θεϊκή ζωή; Στο βίωμα της θείας Αλήθειας, της θείας Αγάπης, της θείας Δικαιοσύνης, της θείας Αγιοσύνης, και των υπολοίπων θείων ιδιοτήτων. Όλες αυτές τις θεϊκές ζωτικές δυνάμεις ο Θεάνθρωπος τις μετέφερε στο δικό μας ανθρώπινο κόσμο και τις μεταμόρφωσε στη δική μας ανθρώπινη ζωή. Εκείνος μπήκε στην ζωή μας, έφερε μέσα της τις δυνάμεις της θεϊκής ζωής κι έτσι μεταμόρφωσε τη δική μας ανθρώπινη ζωή σε θεοζωή.Σε τούτο έγκειται όλο το μυστήριο, όλη η αγάπη του Θεού προς εμάς τους ανθρώπους.
Έτσι ο Θεάνθρωπος με τον πιο τέλειο τρόπο έλυσε το πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής.
Οι άνθρωποι είναι κτισμένοι θεόμορφοι λόγω τούτης της θεοζωής. Εάν οι άνθρωποι ζούσαν με τις δυνάμεις της θεομορφίας και του θεοπόθου, όλο και περισσότερο και πληρέστερα θα πραγμάτωναν την θεοζωή και έτσι για πάντα θα παρέμεναν στον παράδεισο. Επειδή ο παράδεισος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εν Θεώ ζωή, η ζωή με τον Θεό, η θεοζωή. Μόλις ο άνθρωπος έβαλε την αμαρτία μέσα του, στην ζωή του, άρχισε να μεταμορφώνει την ζωή του σε διαβολοζωή. Επειδή ζωή με την αμαρτία σημαίνει ζωή με τον διάβολο, επειδή ο διάβολος ζεί μόνο με την αμαρτία. Θέλεις να μάθεις με τι ζει ο διάβολος; Πράττε την αμαρτία και θα μάθεις. Επειδή στην αμαρτία είναι όλο το μυστικό της ζωής του.
Ο διάβολος είναι όλος στην αμαρτία και ούτε καν υφίσταται έξω απ’ αυτήν. Και όπου είναι ο διάβολος, εκεί είναι και η κόλαση. Η κόλαση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ζωή μέσα στις αμαρτίες. Στην πραγματικότητα, η θεοζωή και η διαβολοζωή, η θεοφιλία και η διαβολοφιλία, είναι οι μόνοι δύο τρόποι ανθρώπινης ζωής στην γη και σε άλλους κόσμους, οι μόνες δύο κατηγορίες της ανθρώπινης ύπαρξης σε οποιονδήποτε κόσμο. Είναι οι δύο αιώνιοι καθορισμοί του ανθρωπίνου όντος. Ο άνθρωπος με τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτούς. Εάν μπορούσε να απελευθερωθεί απ’ αυτούς, θα έπαυε να είναι ανθρώπινο ον.
«Ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού», εν Χριστώ. Και εμείς θα ζήσουμε «δι’ αυτού», όταν ζούμε με την Αλήθεια Του, με την Αγάπη Του, με την Δικαιοσύνη Του, με την Καλωσύνη Του. Δηλαδή όταν ζούμε με το Ευαγγέλιό Του, με την Εκκλησία Του. Δεν είναι μόνο το Ευαγγέλιό Του στην Εκκλησία, αλλά και Αυτός ο ίδιος, ο θαυμαστός Θεάνθρωπος, με όλες τις τελειότητές Του και όλες τις άγιες δυνάμεις Του και αρετές. Και κάτι ακόμα περισσότερο βρίσκεται εδώ: η Εκκλησία είναι το αείζωο Σώμα του Θεανθρώπου Χριστού, ο αείζωος οργανισμός Του και τα μέλη της Εκκλησίας είναι μόρια και κύτταρα αυτού του οργανισμού, και όλοι «ζήσωμεν δι’ Αυτού», με τον Θεάνθρωπο.
Ως εκ τούτου, το μεγάλο Ευαγγέλιο του αγίου Βοανεργές «ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού», διαρκώς πραγματώνεται στην Εκκλησία, σε όλα τα μέλη της, από την αρχή της έως και σήμερα, επειδή όλοι αυτοί ζούν εν Αυτώ και δι’ Αυτού. Είναι μία αδιάκοπη ανέλιξη της θεοζωής. Σ’ αυτήν εισέρχεσαι με τα άγια μυστήρια. Σ’ αυτήν για πάντα μένεις με τις άγιες αρετές. Η Εκκλησία δεν είναι άλλο, παρά ο Θεάνθρωπος παρατεταμένος δι’ όλων των αιώνων, και εν Αυτώ η θεοζωή.

Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
http://makkavaios.blogspot.gr/

2015/12/blog-post_40.html#more

“Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος” Τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς “Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή”


 

Τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς
“Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή”
 
Ἐὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ….

τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση.

Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους.

Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης.
Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
 
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/04/blog-post_279.html

Ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ Αἰώνια Ζωή. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.


Μέχρι την Ανάστασή Του, ο Κύριος δίδασκε για την Αιώνια Ζωή, αλλὰ με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η Αιώνια Ζωή. Μέχρι την Ανάστασή Του, δίδασκε για την Ανάσταση των νεκρών, αλλὰ με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάσταση των νεκρών.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
 
http://proskynitis.blogspot.gr/2016/05/o.html

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ὁ σύγχρονος μεγάλος πατέρας καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας


  ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ: Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
 
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
              Η σερβική Ορθοδοξία έχει να επιδείξει μια σειρά μεγάλων αγίων, οι οποίοι λάμπρυναν την Εκκλησία του Αγίου Σάββα. Ένας από αυτούς υπήρξε ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μια όντως μεγάλη ασκητική και πατερική μορφή του περασμένου αιώνα.
       Γεννήθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού στα 1894, στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Οι ευσεβείς γονείς του Σπυρίδων και Αναστασία του έδωσαν το όνομα Ευάγγελος. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και το επώνυμό του Πόποβιτς σημαίνει Παπαδόπουλος. Μεγάλωσε με ευσέβεια είχε την τύχη να δει να θεραπεύεται θαυματουργικά η μητέρα του στη Μονή Πτσίνσκι από τον άγιο Πρόχορο. Από μικρός συνήθιζε  να μελετά το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Ιδιαίτερα τον σαγήνευε η ανάγνωση συναξαρίων και πατερικών συγγραμμάτων. Θεωρούσε τους Πατέρες της Εκκλησίας ως τους αληθινούς σοφούς.
      Το 1905 ο μικρός Ευάγγελος γράφηκε στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, έχοντας ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς.Το 1914, μόλις τέλειωσε τη σχολή, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Ακολούθησε την τύχη του σερβικού στρατού και βρέθηκε εξόριστος στην Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε την κλήση να γίνει μοναχός. Η κουρά του έγινε την 1η Ιανουαρίου  του 1916 στην Σκόδρα, από τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου Δημήτριο, δίνοντάς του το όνομα Ιουστίνος.
      Κατόπιν έφυγε από την Κέρκυρα, με τη βοήθεια του Μητροπολίτη Δημητρίου, για την Αγία Πετρούπολη για θεολογικές σπουδές. Όμως λόγω των πολιτικών εξελίξεων, έφυγε για την Οξφόρδη. Ύστερα από δύο χρόνια σπουδών υπέβαλε για έγκριση την διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Ή θρησκεία και η φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκι». Όμως αυτή απορρίφτηκε, λόγω της κριτικής του στις κακοδοξίες του δυτικού Χριστιανισμού και την υπεράσπιση του ορθοδόξου Ντοστογιέφσκι.
        Στα 1919, μετά το τέλος του πολέμου γύρισε στην πατρίδα του και διορίστηκε καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα παραιτήθηκε και μετέβηκε στην Αθήνα για τη συνέχιση των θεολογικών σπουδών του. Το 1926 έλαβε διδακτορικό πτυχίο στην Πατρολογία, με θέμα: «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Παράλληλα έμαθε άπταιστα την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική γλώσσα.
        Στη συνέχεια εργάστηκε ως  καθηγητής στις Εκκλησιαστικές Σχολές Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Το 1930 η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε στην Τσεχοσλοβακία για ιεραποστολή σε κοινότητες ορθοδόξων, που είχαν αποκηρύξει την Ουνία. Το έργο του εκεί υπήρξε μεγάλο και γι’ αυτό εξελέγη Επίσκοπος της νεοσυσταθείσας Επισκοπής Καρπαθίας, αξίωμα που δεν αποδέχτηκε λόγω ταπεινώσεως.
       Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε στη δοκιμαζόμενη Σερβία, περιφερόμενος σε διάφορες Μονές. Παράλληλα είχε διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου. Όμως με την επικράτηση της κομμουνιστικής εξουσίας το 1945, άρχισαν οι διώξεις κατά της Εκκλησίας. Διώχτηκαν 200 καθηγητές από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και μαζί τους ο Ιουστίνος. Κατέφυγε στην Ιερά Μονή  Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία. Το 1946 και φυλακί­στηκε. Αργότερα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως «εχθρός του λαού»! Σώθηκε χάρις στην παρέμβαση του Πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Άουσβιτς και απαίτησε την αποφυλάκισή του.
        Όμως διωγμένος από παντού, χωρίς σύνταξη και στερημένος από στοιχειώδη δικαιώματα, βρήκε καταφύγιο, ως πνευματικός, στη γυναικεία Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο νοτίου Σερβίας. Φυσικά ούτε εκεί βρήκε ησυχία, διότι οι άθεοι μαρξιστές τον παρακολουθούσαν ανελλιπώς και τον υπέβαλλαν συχνά  σε εξοντωτικές ανακρίσεις στο Βάλιεβο. Ήταν σχεδόν έγκλειστος στη Μονή, διότι του απαγορεύονταν η έξοδος, χωρίς άδεια των αρχών, ιδιαίτερα όταν συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος, για να μην έρχεται σε επαφή με τους Επισκόπους και τους επηρεάζει.
        Ο έγκλειστος Ιουστίνος παρά τις απαγορεύσεις, τις εξουθενώσεις, τις φοβέρες και απειλές, προσευχόταν αδιάκοπα και ζούσε αυστηρή ασκητική ζωή. Τελούσε όλες τις ακολουθίες του ημερονυκτίου ανελλιπώς. Τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία και νήστευε (δεν έτρωγε καθόλου) κάθε Παρασκευή, την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής και την Μ. Εβδομάδα. Μνημόνευε καθημερινά εκατοντάδες ονόματα στη Θεία Λειτουργία.
      Ο αυστηρός του όμως εγκλεισμός δεν στάθηκε εμπόδιο να γίνει γνωστός σε όλο τον κόσμο. Χιλιάδες ήταν οι επιστολές που έπαιρνε και επίσης χιλιάδες ήταν οι επισκέπτες του, από τη Σερβία και όλο τον κόσμο. Όταν έμενε μόνος στο ταπεινό κελί του, επί 28 χρόνια, έγραφε αδιάκοπα τα περισπούδαστα συγγράμματά του.       Κοιμήθηκε ειρηνικά, όχι τυχαία, την ημέρα του Ευαγγελισμού, ημέρα της γεννήσεώς του, στις 25 Μαρτίου του 1979. Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του έγινε το 2015 και αποτέλεσε σπουδαίο γεγονός για τη σερβική Εκκλησία και όλη την Ορθοδοξία. Αισθάνθηκαν οι πάντες την άρρητη ευωδία, η οποία εξήλθε από τον τάφο του! Η Σερβική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 14 Ιουνίου.
      Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ανήκει στις μεγάλες ιερατικές και θεολογικές μορφές της συγχρόνου Εκκλησίας, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας. Ο θεολογικός του λόγος καθαρός, ορθόδοξος, θεμελιωμένος στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι ο θεολόγος του Θεανθρώπου, ο οποίος με θαυμάσιο πατερικό ύφος, θεολόγησε με καταπληκτική ακρίβεια την εν τω Θεανθρώπω απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Υπήρξε συνεπής ορθόδοξος και στηλίτευε την αίρεση. Με σαφή λόγο απόδειξε την αίρεση του παπισμού και του προτεσταντισμού, ως απόλυτο εκφυλισμό της σώζουσα Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε για την σύγχρονη μάστιγα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτήρισε ως «παναίρεση». Μας κληροδότησε πολυπληθή αριθμό βαθυστόχαστων θεολογικών έργων, εφάμιλλα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, πολλά των οποίων κυκλοφορούν και στην ελληνική γλώσσα.

Ο νεοφανής άγιος Ιουστίνος είναι το μεγάλο τεκμήριο ότι η παρουσία των αγίων στην Εκκλησία μας είναι συνεχής και αδιάκοπη, έως τα έσχατα. Φανερώνει το μόνιμο θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας!

http://aktines.blogspot.gr/2016/06/blog-post_849.html#more

Περί Ἐκκλησίας – Θεάνθρωπος «το μόνον καινόν ὑπό τον ἥλιον» Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς


 Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Τό μυστήριον αὐτό, της ενανθρωπήσεως, εἶναι τόσον μεγάλον καί τόσον πρωτοφανές καί μοναδικόν, ὥστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός δικαίως νά λέγῃ ὅτι ὁ Θεάνθρωπος εἶναι «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον».
Θά προσέθετα: καί τό πάντοτε καινόν, τό καινόν τό μή παλαιούμενον, οὔτε εἰς τόν χρόνον, οὔτε εἰς τήν αἰωνιότητα. Ἀλλ’ εἰς τόν Θεάνθρωπον καί μέ τόν Θεάνθρωπον καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἕν «καινόν» ὄν ὑπό τόν ἥλιον, ἕν ὄν θεϊκόν, θεανθρώπινον, κατά Θεόν σπουδαῖον καί πολύτιμον, θείως αἰώνιον καί σύνθετον.
Τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ καί τό μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου ἡνώθησαν ἀχωρίστως, και οὕτως ἔγινε ἕν δυενικόν μυστήριον ἤ μάλλον τό παν-μυστήριον τοῦ ὄντος καί παντός τοῦ ὑπάρχοντος.
Πηγή: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, “Η Ορθόδοξος Εκκλησίας και ο Οικουμενισμός”,
Έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/03/blog-post_269.html#more

Ἅγιος Ἰουστίνος (Πόποβιτς) – Θεανθρώπινος πολιτισμός


Ο σκοπός του θεανθρώπινου πολιτισμού είναι να μεταμορφώσει όχι μόνο τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, αλλά μέσω αυτών και όλη την κτίση. Αλλά πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί ο σκοπός αυτός;

Μόνο με τα θεανθρώπινα μέσα. Και αυτά είναι οι ευαγγελικές αρετές: πίστη και αγάπη, ελπίδα και προσευχή, νηστεία και ταπείνωση, πραότητα και ευσπλαχνία, φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Όποιος ασκεί τις αρετές αυτές οικοδομεί την θεανθρώπινη ορθόδοξη κουλτούρα και τον πολιτισμό. Ο άνθρωπος που πράττει τις αρετές αυτές μεταβάλλει την ψυχή του από άσχημη σε όμορφη, από σκοτεινή σε φωτεινή, από αμαρτωλή και ζοφερή σε Χριστοειδή, ενώ το σώμα του το μεταβάλλει σε πλαίσιο το οποίο πλαισιώνει την Χριστοειδή ψυχή του.
 
Με την άσκηση των ευαγγελικών αρετών ο άνθρωπος αποκτά την εξουσία επάνω στον εαυτό του και επάνω στη φύση. Διώχνοντας την αμαρτία από μέσα του και από τον κόσμο που τον περιβάλλει, ο άνθρωπος εκδιώκει ταυτοχρόνως την άγρια και καταστρεπτική δύναμη, μεταμορφώνει ολότελα και τον εαυτό του και τον κόσμο, δαμάζει τη φύση και μέσα του και γύρω του. Τα καλύτερα παραδείγματα αυτού του γεγονότος είναι οι Άγιοι: Έχοντας αυτοί αγιασθεί και μεταμορφωθεί με την άσκηση των αρετών, αγιάζουν και μεταμορφώνουν και τη φύση ολόκληρη. Πολυάριθμοι είναι οι Άγιοι, τους οποίους διακονούσαν τα άγρια θηρία, οι οποίοι με μόνη την εμφάνισή τους δάμαζαν τους λέοντες, τις αρκούδες και τους λύκους. Η συμπεριφορά τους προς τη φύση ήταν και είναι προσευχή, πραότητα, ευσπλαχνία, τρυφερότητα, συμπεριφορά χωρίς καμιά σκληρότητα, αγριότητα και εχθρότητα.
 
Τη βασιλεία του Θεού επί της γης, την ορθόδοξη πολιτεία, δημιουργεί όχι εξωτερική, βίαιη, μηχανική επιβολή, αλλά εσωτερική, ελεύθερη, προσωπική αποδοχή του Κυρίου Ιησού, με την ακατάπαυστη άσκηση των ευαγγελικών αρετών. Διότι η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μέσω των εξωτερικών ορατών οδών, αλλά μέσω των εσωτερικών, πνευματικών αοράτων οδών. Ο Σωτήρας είπε: «Ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν, ιδού ώδε ή ιδού εκεί· ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστί» (Λουκ. 17:20-21)· δηλαδή, εντός τής δημιουργημένης από τον Θεό θεοειδούς ψυχής, εντός της ψυχής της αγιασμένης από το Άγιο Πνεύμα. Διότι η βασιλεία του Θεού είναι «δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14:17). Ναι, εν Πνεύματι Αγίω και όχι εν πνεύματι ανθρώπου. Μπορεί να είναι εν πνεύματι ανθρώπου τόσο, όσο αυτός θα γεμίσει τον εαυτό του με το Άγιο Πνεύμα διαμέσου των ευαγγελικών αρετών. Γι’ αυτό τον λόγο η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή της ορθόδοξης αγωγής και του πολιτισμού είναι: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6:33)· δηλαδή θα προστεθούν όλα τα αναγκαία για την συντήρηση του σώματος: η τροφή, το ένδυμα, η κατοικία (πρβλ. Ματθ. 6:25-32). Όλα αυτά είναι μόνο συμπλήρωμα της βασιλείας του Θεού. Ο πολιτισμός όμως της Δύσης επιζητεί πρώτα αυτό το συμπλήρωμα. Σ’ αυτό έγκειται και η τραγικότητά του, διότι κατανάλωσε την ψυχή του μεριμνώντας για τα πράγματα. Ο αναμάρτητος όμως Κύριος είπε μια για πάντα: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε… πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί· οίδε γαρ ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6:25, 32-33).
* * *
Τεράστιος είναι ο κατάλογος των αναγκών, τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος επινοεί με πάθος. Και για την ικανοποίηση των πολυάριθμων και χωρίς νόημα αναγκών τους οι άνθρωποι μετέβαλαν αυτόν τον χρυσό αστέρα του Θεού σε σφαγείο. Ο φιλάνθρωπος όμως Κυριος αποκάλυψε προ πολλού το ενα «ου έστι χρεία» (Λουκ. 10:42) σε κάθε άνθρωπο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ποιο είναι αυτό; Ο Θεάνθρωπος Κυριος και καθετί που φέρει μαζί Του: η θεία Αλήθεια, η θεία Δικαιοσύνη, η θεία Αγάπη, η θεία Αγαθοσύνη, το θείο Φως, η θεία Αγιότητα, η θεία Αθανασία, η θεία Αιωνιότητα και όλες οι άλλες θείες τελειότητες. Ιδού, αυτό είναι «ου εστί χρεία» στον άνθρωπο και στην ανθρωπότητα, ενώ όλες οι άλλες ανάγκες του ανθρώπου σε σύγκριση προς αυτήν είναι τόσο δευτερεύουσες, ώστε να είναι σχεδόν άχρηστες.
 
Όταν ο άνθρωπος με ευαγγελική σοβαρότητα σκέπτεται το μυστήριο της ζωής του και του κόσμου, έρχεται κατ’ ανάγκην στο συμπέρασμα, ότι ανάγκη των αναγκών είναι το να απαρνηθεί όλες τις ανάγκες και να ακολουθήσει και να ενωθεί με Αυτόν με την άσκηση των ευαγγελικών αρετών και αγώνων. Αν τυχόν δεν το κάνει αυτό, ο άνθρωπος παραμένει πνευματικά άκαρπος, χωρίς νόημα, χωρίς ζωή· η ψυχή του ξεραίνεται, διασκορπίζεται, αποσυντίθεται και βαθμιαία πεθαίνει, εωσότου πεθάνει οριστικά ολόκληρος, χωρίς υπόλειμμα. Διότι το θείο στόμα του Χριστού είπε: «Καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε. Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν εμοι καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν. Εάν μή τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι και καίεται» (Ιω. 15:4-6).
 
Μόνο με την πνευματική οργανική ενότητα με τον Θεάνθρωπο Χριστό μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τη ζωή του στην αιώνια ζωή και το είναι του στο αιώνιο είναι. Ο άνθρωπος της θεανθρώπινης κουλτούρας και του πολιτισμού δεν είναι ποτέ μόνος, όταν σκέπτεται με τον Χριστό και δια του Χριστού, όταν εργάζεται με τον Χριστό και δια του Χριστού, όταν αισθάνεται με τον Χριστό και δια του Χριστού. Με μία λέξη, αυτός ακατάπαυστα ζει εν Χριστώ τω Θεώ και δια του Χριστού. Διότι τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τον Θεό; Στην αρχή ημιάνθρωπος, στο τέλος μη άνθρωπος. Μονο στον Θεάνθρωπο βρίσκει ο άνθρωπος το πλήρωμα και την τελείωση τού είναι του, βρίσκει το πρωτότυπό του, το άπειρο και ατελεύτητό του, την αθανασία και την αιωνιότητά του, την απόλυτη αξία του. Μονο ο Κυριος Ιησούς μεταξύ των ανθρώπων και των όντων ανακήρυξε την ψυχή του ανθρώπου ως τον ύψιστο θησαυρό σε όλους τους κόσμους. «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδίση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι δώση άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού»; (Ματθ. 16:26).
 
Όλοι οι ήλιοι και τα άστρα δεν αξίζουν όσο μια ψυχή. Αν καταναλώσει ο άνθρωπος την ψυχή του στο κακό και τις αμαρτίες, δεν θα μπορέσει να δώσει αντάλλαγμα γι’ αυτήν, έστω και αν γίνει κυρίαρχος όλων των ηλιακών συστημάτων. Μενει λοιπόν για τον άνθρωπο μία και μόνη διέξοδος, άλλη δεν υπάρχει. Ιδού αυτή: Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι η μόνη ασφάλεια της ψυχής του ανθρώπου, η μόνη βεβαίωση της αθανασίας και της αιωνιότητας. Η ψυχή δεν ασφαλίζεται με τα πράγματα, αλλ’ αιχμαλωτίζεται απ’ αυτά. Ο Θεάνθρωπος ελευθερώνει τον άνθρωπο από την τυραννία των πραγμάτων. Τον άνθρωπο του Χριστού δεν εξουσιάζουν τα πράγματα, αλλ’ αντιθέτως αυτός έχει εξουσία επάνω σ’ αυτά. Επειδή στο τιμολόγιο του Χριστού η ψυχή του ανθρώπου έχει ασυγκρίτως μεγαλύτερη αξία από όλα τα όντα και τα πράγματα, γι’ αυτό ο ορθόδοξος άνθρωπος με όλη τη μέριμνά του, με όλη την προσοχή του αφιερώνεται στην ψυχή του. Διότι ο ορθόδοξος πολιτισμός είναι πρωτίστως και κατ’ εξοχήν πολιτισμός της ψυχής.
 
Ο άνθρωπος είναι μεγάλος μόνο δια του Θεού και εν τω Θεώ· αυτό είναι η θεμελιώδης αρχή του θεανθρώπινου πολιτισμού. Χωρίς τον Θεό ο άνθρωπος δεν είναι παρά εβδομήντα κιλά αιμόφυρτης ύλης. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τον Θεό, αν όχι τάφος δίπλα σε τάφο;
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 157-161 (αποσπάσματα, με γλωσσική απλοποίηση).
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/03/blog-post_941.html

Δέν ἔχω τίποτα ἄλλο νά προσφέρω στόν Ἅγιο, πέρα ἀπό τόν κόπο μου αὐτό. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.

 



D ιηγύνται ένα περιστατικὸ απὸ τη ζωὴ του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Του μεγάλου αυτού Σέρβου Θεολόγου και προσφάτως αναγνωρισθέντος Αγίου της Εκκλησίας.

Πρέπει να ήταν το έτος 1929, δηλαδὴ όταν ο Άγιος ήταν σε ηλικία 35 ετών. Ήταν καλοκαίρι, και ξεκίνησε απὸ το Βράνιε με προορισμὸ το Μοναστήρι του Αγίου Προχόρου. Πήγαινε συχνὰ στο Μοναστήρι αυτό, με το οποίο και είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο, γιατὶ είχε μεγάλη αγάπη στον Άγιο Πρόχορο. Ήταν ήδη Καθηγητὴς Πανεπιστημίου στη Θεολογικὴ Σχολὴ στο Βελιγράδι.
Ο δρόμος μέχρι το Μοναστήρι ήταν δύσβατος και γι’ αυτὸ αρκετὰ κουραστικός. Ο Άγιος, για να υπερνικά αυτὲς τις δυσκολίες, χρησιμοποιούσε κάποιο απλὸ αυτοκίνητο, για να διασχίσει τον βουνήσιο δρόμο, που οδηγούσε στο Μοναστήρι.
Σε μιὰ λοιπὸν τέτοια επίσκεψή του συνάντησε στο δρόμο του, μιὰ γερόντισσα, κι αμέσως κατάλαβε ότι κι αυτὴ κατευθυνόταν με τα πόδια προς το Μοναστήρι. Τότε ο Άγιος έκανε νόημα στον οδηγὸ να σταματήσει και προσκάλεσε τη γριούλα να ανέβει στο αυτοκίνητο, γιατί, όπως της εξήγησε, κι εκείνος πήγαινε όπου και αυτή.
– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, του απάντησε η γριούλα, αλλὰ εγὼ είμαι φτωχή.
Ο Άγιος τότε της χαμογέλασε και τη διαβεβαίωσε ότι δεν θα πλήρωνε τίποτε, μιὰ και το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο απὸ εκείνον.
Τότε η γερόντισσα, του είπε:
– Δεν το ‘πα γι’ αυτό, παιδί μου. Αλλὰ επειδὴ εγὼ είμαι φτωχή, δεν έχω τίποτα άλλο να προσφέρω στον Άγιο, πέρα απὸ τον κόπο μου αυτό.
Τότε ο Άγιος χτύπησε μεμιάς το μέτωπό του ως ένδειξη κατάπληκτου θαυμασμού και μονολόγησε:
– Αχ, Ιουστίνε, έγινες Καθηγητὴς Θεολογίας, κι όμως! Την ευσέβεια αυτής της γερόντισσας απέχεις πολὺ, για να τη φτάσεις..
Στράφηκε τότε και πάλι στον οδηγό. Τον πλήρωσε, κατέβηκε απὸ το αυτοκίνητο και συνέχισε πεζὸς μαζὶ με τη γριούλα, τον υπόλοιπο δρόμο έως το Μοναστήρι.
https://proskynitis.blogspot.gr/2017/06/blog-post_13.html?m=1

Γιατί καί πῶς πρέπει νά διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφὴ


 Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

 Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ βιογραφία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο αὐτό. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἡ βιογραφία τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸ κόσμο. 
Μέσα σ’ αὐτὴ περιγράφεται πῶς ὁ Θεός, γιά νά δείξει τὸν ἑαυτὸ Του στούς ἀνθρώπους, ἔστειλε τὸ Θεὸ Λόγο, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ σὰν ἄνθρωπος εἶπε στούς ἀνθρώπους, ὅλα ὅσα ὁ Θεὸςἔχει, ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ γιά τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ γιά τοὺς ἀνθρώπους πού ζοῦν σ’ αὐτόν. Ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς Λόγος τὸ σχέδιό Του στόν κόσμο. Ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τή βοήθεια τοῦ λόγου, ἔδειξε τὸ Θεὸ στούς ἀνθρώπους, ὄσο εἶναι δυνατὸ ὁ ἀνθρώπινος λόγος νά περιλάβει τὸν ἀπερίληπτο Θεό. Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο στόν κόσμο αὐτὸ καὶ στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν σ’ αὐτόν, ὁ Κύριος τὸ ἔδωσε μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Μέσα σ’ αὐτὴν ἔδωσε τίς ἀπαντήσεις γιά ὅλα τὰ ἐρωτήματα. Δέν ὑπάρχουν ἐρωτήματα πού νά βασανίζουν τὴν ἀνθρωπίνη ψυχὴ καὶ για τὰ ὁποῖα νά μὴν ἔχει δοθεῖ μέσα στήν Ἁγία Γραφὴ εἴτε ἄμεση εἴτε ἔμμεση ἀπαντήση. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἐπινοήσουν περισσότερα ἐρωτήματα ἀπ’ ὄσες ἀπαντήσεις ὑπάρχουν μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Τὸ ὅτι δέν βρίσκεις στήν Ἁγία Γραφὴ ἀπάντηση σὲ κάποιό σου ἐρώτημα, σημαίνει ἢ ὅτι ἔθεσες ἀσήμαντο ἐρώτημα ἢ ὅτι δέν μπόρεσες νά διαβάσεις τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νά πάρεις τήν τελική ἀπάντηση.
 
Στήν Ἁγία Γραφὴ ὁ Θεὸς ἔδειξε:
 
1) Τὶ εἶναι ὁ κόσμος, ἀπό ποῦ προέρχεται, γιά ποιὸ λόγο ὑπάρχει, πρὸς τά ποῦ πορεύεται, ποῦ θὰ καταλήξει.
 
2) Τὶ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπό ποῦ ἔρχεται, ποῦ πηγαίνει, ποία εἶναι ἡ οὐσία του, γιά ποιὸ λόγο ὑπάρχει, πῶς θὰ τελειωθεῖ.
 
3) Τὶ εἶναι τὰ ζῷα, τὶ εἶναι τὰ φυτά, γιά ποιὸ λόγο ὑπάρχουν; τὶ ἐξυπηρετεῖ ἡ ὕπαρξή τους; τὶ προσφέρουν;
 
4)Τὶ εἶναι τὸ καλό, ἀπό ποῦ προέρχεται, ποῦ ὁδηγεῖ, γιά ποιὸ λόγο ὑπάρχει, πῶς ἀποκτᾶται.
 
5)Τὶ εἶναι τὸ κακό, ἀπό ποῦ προέρχεται, πῶς ὑπάρχει, γιά ποιὸ λόγο ὑπάρχει, πῶς θὰ τελειώσει,
 
6)Τὶ εἶναι δίκαιοι καί τί ἁμαρτωλοί, πῶς ἀπὸ ἕναν ἁμαρτωλὸ βγαίνει δίκαιος καί πῶς ἕνας ἐπηρμένος δίκαιος μπορεῖ νά καταντήσει ἁμαρτωλός· πῶς ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ καί πῶς τὸ διάβολο· ὁλόκληρος ὁ δρόμος ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ ὡς τὸ κακό, ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς τὸ διάβολο.
 
7)Ὅλα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος, ὁλόκληρος ὁ δρόμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τή σάρκα ὡς τὸ Θεό, ἀπὸ τή σύλληψή του μέχρι τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή του.
 
8)Τὶ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἡ ἱστορία τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,τὶ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ποῖος ὁ δρόμος τους, ὁ σκοπὸς καὶ ἡ τελείωσή τους.
Γενικά, ὁ Θεὸς στήν Ἁγία Γραφὴ εἶπε ὅλα ὅσα χρειαζόταν νά πεῖ στούς ἀνθρώπους. Στήν Ἁγία Γραφὴ βρίσκεται ἡ βιογραφία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ καθενὸς μας ἀνεξαιρέτως. Σ’ αὐτὴν ὁ καθένας μας μπορεῖ νά βρεῖ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτὸ του νά παρουσιάζεται καὶ νά περιγράφεται λεπτομερῶς: ὅλες οἱ ἀρετές σου καὶ τὰ ἐλαττώματα πού ἔχεις καὶ δεν ἔχεις. Θὰ βρεῖς τοὺς δρόμους μέσῳ τῶν ὁποίων ἡ ψυχή σου καὶ ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου, βαδίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στήν τελειότητα καὶ ὁλόκληρο τὸ δρόμο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ διάβολο. Στήν Ἁγία Γραφὴ θὰ βρεῖς τρόπους ν’ ἀπελευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Θὰ βρεῖς μὲ μιά λέξῃ, ὃλη τὴν ἱστορία τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας, καὶ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν δικαίων.
 
Εἶσαι θλιμμένος; στήν Ἁγία Γραφὴ θὰ βρεῖς παρηγορία. Εἶσαι λυπημένος; τή χαρά· εἶσαι θυμώδης; τή γαλήνη∙ εἶσαι ἐμπαθής; τή σωφροσύνῃ· εἶσαι ἄφρονας; τή σοφίᾳ· εἶσαι κακός; τήν καλωσύνη· εἶσαι ἐγκληματίας; τὸ ἔλεος καὶ τή δικαιοσύνῃ· εἶσαι μισάνθρωπος; τὴν ἀγάπη. Σ’ αὐτὴν θὰ βρεῖς φάρμακο γιά ὅλες σου τίς ἀτέλειες καὶ τὰ ἐλαττώματα, καὶ τροφὴ γιά ὅλες σου τίς ἀρετὲς καί τίς ἀσκήσεις. Εἶσαι ἀγαθός; ἡ Ἁγία Γραφὴ θὰ σὲ μάθει νά γίνεις ἀγαθότερος καὶ ἀγαθότατος. Εἶσαι εὐαίσθητος; αὐτὴ θὰ σὲ μάθει τὴν ἀγγελικὴ τρυφερότητα· εἶσαι ἔξυπνος; αὐτὴ θὰ σὲ μάθει τή σοφίᾳ· ἀγαπᾷς τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τοῦ τρόπου καὶ τοῦ λόγου; Δέν ὑπάρχει ὡραιότερος καὶ συγκινητικότερος ἀπὸ τὸ λόγο πού ὑπάρχει στο βιβλίο τοῦ Ἰώβ, καὶ τοῦ Σολομῶντος, καὶ τοῦ Δαβίδ, καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου… Ἐδῶ ἡ μουσική, ἡ ἀγγελικὴ μουσικὴ τῆς αἰωνίας ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ντύθηκε μὲ ἀνθρώπινες λέξεις.
 
Ὄσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος διαβάζει καὶ μελετᾷ τὴν Ἁγία Γραφή, τόσο περισσότερο βρίσκει αἰτίες ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νά τὴν μελετᾷ ἀσταμάτητα. Αὐτὴ εἶναι, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, σὰν τὴν εὐωδιαστὴ ῥίζα, ποὺ ὅσο περισσότερο τρίβεται, τόσο περισσότερο εὐωδιάζει. Ὅσο βασικὸ εἶναι τὸ γιατὶ πρέπει νά διαβάζει κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ ἴδιο ἐπίσης βασικὸ εἶναι τό πῶς πρέπει νά διαβάζει κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφή.
 
Πῶς πρέπει νά διαβάζει κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφή;
 
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ ἐπικεφαλής τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, εἶναι οἱ καλύτεροι καθηγητὲς σ’ αὐτό. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, μποροῦμε νά ποῦμε, ἔγραψε τὸ πέμπτο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν σοβαρὴ προετοιμασία γιά τὴν ἀναγνώση καὶ τή μελέτῃ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καὶ ἡ προετοιμασία ἔγκειται σὲ τί; Καταρχὴν στή προσευχή. Προσευχήσου στό Κύριο νά φωτίσει τὸ νοῦ σου, ὥστε νά κατανοήσει τούς λόγους της, καὶ νά χαριτώσει τήν καρδίᾳ σου νά αἰσθανθεῖς τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων αὐτῶν καὶ τή ζωή. Συνειδητοποίησε ὅτι αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ, ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπευθύνει σὲ σένα. Ἡ προσευχή, σὲ σχέση μὲ τίς ἄλλες εὐαγγελικὲς ἀρετές, εἶναι ἡ καταλληλότερη γιά νά καταστήσει ἰκανὸ τὸν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τὴν Ἁγία Γραφή.
 
Πῶς πρέπει να διαβάζεται ἡ Ἀγ. Γραφή;
 
Μὲ προσευχή, φόβο καὶ σεβασμό, γιατὶ σὲ κάθε λέξῃ ὑπάρχει καὶ ἀπὸ μιά σταγόνα αἰωνίας ἀληθείας, καὶ ὅλες οἱ λέξεις ἀποτελοῦν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῆς αἰωνίας ἀληθείας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δέν εἶναι βιβλίο, ἀλλὰ ζωή. Γιατὶ οἱ λέξεις της «πνεῦμα καὶ ζωή ἐστιν» (Ἰωάν. 6,63), γι’ αὐτὸ μποροῦν νά γίνουν καταληπτὲς ἐάν τίς κάνουμε ψυχὴ τῆς ψυχῆς μας καὶ ζωὴ τῆς ζωῆς μας. Αὐτὸ εἶναι βιβλίο πού διαβάζεται μὲ ζωή, μὲ ἔργο. Πρῶτα ἀξίζει νά ζήσει κανεὶς καὶ μετὰ νά καταλάβει. Ἐδῶ ἰσχύει ὁ λόγος ἐκεῖνος τοῦ Σωτῆρα: «ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν…» (Ἰωάν, 7,17). Δούλεψε γιά νά καταλάβεις. Αὐτὸ εἶναι βασικὸς κανόνας τῆς ὀρθόδοξης ἐρμηνευτικῆς. Συνήθως ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχὴ διαβάζει γρήγορα τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ μετὰ ὅλο καὶ πιὸ ἀργά, μέχρις ὅτου στό τέλος ἀρχίζει νά διαβάζει λέξῃ πρὸς λέξῃ. Γιατὶ σὲ κάθε λέξῃ ἀνακαλύπτει ἀτελειώτη ἀλήθεια καὶ ἄφατο μυστήριο. Κάθε μέρα Διαθήκης, ἀλλὰ παράλληλα μ’ αὐτὸ ἐξάσκησε καὶ μιά ἀρετή. Ἐξάσκησέ την μέχρις ὅτου σοῦ γίνει συνήθεια. Παραδείγματος χάριν ἐξάσκησε πρῶτα τή συγχώρεσῃ τῶν προσβολῶν. Αὐτὸ νά σοῦ γίνει καθημερινὸ καθῆκον, καὶ παράλληλα μὲ αὐτὸ εὔχου πρὸς τὸν Κύριο: «Κύριε ἀγαθέ, δῶσέ μου ἀγάπη γι’ αὐτούς πού μὲ προσβάλλουν». Καὶ ὅταν μετατρέψεις τὴν ἀρετὴ αὐτὴ σὲ συνήθεια, τότε θὰ σοῦ εἶναι εὐκολότερη κάθε ἄλλη μετὰ ἀπ’ αὐτήν, καὶ ἔτσι θὰ ἐργαστεῖς μὲ τή σειρὰ μέχρι τὴν τελευταία. Βασικὸ εἶναι νά διαβάζεις τὴν Ἁγία Γραφὴ ὄσο τὸ δυνατὸν περισσότερο. Ὅ,τι ὁ νοῦς δέν ἀντιλαμβάνεται θὰ τὸ αἰσθανθεῖ ἡ καρδία. Κι ἂν ἄκομα ὁ νοῦς σου δέν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἡ καρδία σου δέν αἰσθάνεται, ἐσὺ ἐν τούτοις διάβαζε. Γιατὶ μὲ τὴν ἀναγνώση σπείρεις τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου· καὶ ὁ σπόρος αὐτὸς ἐκεῖ δέν θὰ καταστραφεῖ, ἀλλὰ βαθμιαία καὶ ἀπαρατήρητα θὰ περάσει στήν φύσῃ τῆς ψυχῆς σου, καὶ θὰ ἐκπληρωθεῖ σὲ σένα ὁ λόγος τοῦ Σωτῆρα, γιά τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος: «βαλεῖ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ καθεύδει καὶ ἐγείρεται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστᾶ καὶ μηκύνεται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός» (Μάρκ. 4,26 – 29). Βασικὸ εἶναι νά σπείρεις καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει ν’ αὐξάνεται ἡ σπορά. Μόνο μὴ βιάζεσαι γιά τὴν ἐπιτυχία, ὥστε να μὴ μοιάσεις μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού σήμερα σπέρνει καὶ τὴν ἑπομένη θέλει νά θερίσει. Διαβάζοντας τὴν Ἁγία Γραφὴ μεταφέρεις τὸ φύραμα στή ζύμη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός σου, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ αὐξάνεται, διαπερνᾶ τήν ψυχή μέχρις ὅτου διεισδύσει σ’ αὐτήν καὶ ζυμωθεῖ μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη. Τελικὰ ἡ παραβολὴ γιά τὸν σπορέα καὶ τὸ σπόρο μπορεῖ να ἐφαρμοσθεῖ στόν καθένα μας. Σὲ μᾶς δόθηκε μέσα στήν Ἁγία Γραφὴ ὁ σπόρος τῆς θεϊκῆς ἀληθείας. Διαβάζοντάς την, σπείρουμε τὸ σπόρο αὐτὸ στήν ψυχὴ μας. Καὶ αὐτὸς πέφτει καὶ σὲ πετρώδη καὶ σὲ ἀκανθώδη μέρη τῆς ψυχῆς ἀλλὰ κάτι πέφτει καὶ στήν καλὴ γῆ τῆς καρδίας μας καὶ φέρει καρπό. Καὶ ὅταν θὰ δεῖς τὸν καρπὸ καὶ τὸν δοκιμάσεις τότε ἀπὸ τήν γλυκύτητα καὶ τήν χαρά θὰ βιαστεῖς νά καθαρίσεις καὶ τὰ πετρώδη καὶ τὰ ἀκανθώδη μέρη τῆς ψυχῆς σου, νά ὀργώσεις καὶ να σπείρεις τὸ σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε πότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι σοφὸς μπροστὰ στά μάτια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ἀκούει τοὺς λόγους καὶ τοὺς ἐκτελεῖ. Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 7, 24). Κάθε λόγος τοῦ Σωτῆρα ἔχει τὴν ἰσχὺ καὶ τήν δύναμη νά θεραπεύει καί τίς φυσικὲς καί τίς ψυχικὲς ἀσθένειες. «Εἰπὲ λόγο, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. 8, 8). Ὁ Σωτῆρας «εἰπέ λόγο» καὶ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος τοῦ ἑκατοντάρχου. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ τώρα, ὁ Κύριος ἀδιάκοπα ἐπαναλαμβάνει τοὺς λόγους Του καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα καὶ σ’ ὅλους μας. Μόνο πρέπει νά σταθοῦμε, νά ἐμβαθύνουμε σὲ αὐτοὺς καὶ νά τοὺς δεχθοῦμε μὲ τὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου. Καὶ τὸ θαῦμα θὰ γίνει καὶ σὲ μᾶς. Καὶ θὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχὴ μας ὅπως ἀκριβῶς θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος ἐκείνου. Γιατὶ στό Εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένο καὶ τὸ ἀκόλουθο: «προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλοὺς καὶ ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λό­γω καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν» (Ματθ. 8,16).
 
Αὐτὸ κάνει καὶ σήμερα, γιατὶ «ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»(Ἔβρ. 13,8).
 
Στήν μέλλουσα κρίσῃ θὰ κριθοῦν ἐκεῖνοι πού δεν ὑπακοῦσαν στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ εἶναι ἀνεκτότερη ἡ γῆ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομμόρας ἀπ’ ὅ,τι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως γι’ αὐτοὺς (Ματθ. 10, 14 – 15). Πρόσεξε! Στήν τελικὴ κρίσῃ θὰ σοῦ ζητηθῖὶ λόγος, γιά τό τι ἔκανες μὲ τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, γιά τὸ ἂν τοὺς ὑπάκουσες καὶ υἱοθέτησες, ἂν χαιρόσουν ἢ ντρεπόσουν γι’ αὐτούς. Ἂν ντρεπόσουν γι’ αὐτούς, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ντραπεῖ γιά σένα «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων» (Μάρκ. 8, 38). Λίγες εἶναι οἱ λέξεις τῶν ἀνθρώπων πού δέν εἶναι ἔρημες καὶ κενές, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι λίγες ἐκεῖνες γιά τὶς ὁποῖες δέν θὰ κριθοῦμε (Ματθ. 12, 36). Γιά ν’ ἀποφύγει αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μελετήσει καὶ νά μάθει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, νά τὰ οἰκειοποιηθεῖ. Γιατὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Θεὸς τὰ ἀνακοίνωσε στούς ἀνθρώπους, γιά νά τὰ κάνουν κτῆμα τους καὶ μέσῳ αὐτῶν νά κάνουν δικὴ τους καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Σὲ κάθε λόγο τοῦ Σωτῆρα ὑπάρχει περισσοτέρη αἰωνιότητα καὶ ἀφθαρσία, ἀπ’ ὅ,τι σ’ ὁλόκληρο τὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ὁλοκλήρη τή γῇ μὲ ὁλοκλήρῃ τὴν ἱστορία τους. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν» (Ματθ. 24,35). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στούς λόγους τοῦ Σωτῆρα ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ κάθε τι θεϊκό, γι’ αὐτὸ δέν θὰ παρέλ­θουν. Ὁ ἄνθρωπός πού τοὺς οἰκειοποιεῖται γίνεται πιὸ ἄφθαρτος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τή γῇ, γιατὶ μέσα σ’ αὐτοὺς ὑπάρχει μία δύναμη πού κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀθάνατο καὶ αἰώνιο. Ἡ ἐκμάθηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκπληρώσή τους κάνει τὸν ἄνθρωπο – συγγενῆ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸ δήλωσε ὅταν εἶπε «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὖ­τοι εἶσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες» (Λουκ. 8, 21). Τοῦτο σημαίνει: ἀκούς, διαβάζεις τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ; εἶσαι κατὰ τὸ ἥμισυ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ· τὸν ἐκτελεῖς; εἶσαι ὁλόκληρος ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι χαρὰ καὶ προνόμιο μεγαλύτερο κι ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ προνόμια. Μὲ τὴν ἐκμάθηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ξεχειλίζει μία μακαριότητα στήν ψυχή πού δέν μοιάζει μὲ τίποτα τὸ γήινο. Ὁ Σωτῆρας αὐτὴν ἐννοοῦσε ὅταν εἶπε: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11, 28).
 
Μεγάλο εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Λόγου.
 
Τόσο μεγάλο ὥστε αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὀνομάζεται στήν Ἁγία Γραφὴ Λόγος. Ὁ Θεὸς εἶναι Λόγος (Ἰωάν. 1,1). Ὅλοι οἱ λόγοι, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸν αἰώνιο καὶ ἀπόλυτο αὐτὸ Λόγο, εἶναι γεμάτοι Θεό, θεϊκὴ ἀλήθεια, αἰωνιότητα, δικαιοσύνη. Ἀκούς τοὺς λόγους αὐτούς; Ἀκούς τὸ Θεό. Τοὺς διαβάζεις; Διαβάζεις ἀπ’ εὐθείας τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς – Λόγος ἔγινε σάρξ, ἔγινε ἄνθρωπος (Ἰωάν. 1, 14) καὶ ὁ βουβὸς καὶ βραδύγλωσσος ἄνθρωπος ἄρχισε νά ὀρθώνει λέξεις αἰωνίας ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ.
Στούς λόγους τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει κάποιος χυμὸς ἀθανασίας ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀναγνώση τῶν λόγων Του πέφτει σταγόνα -σταγόνα στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ζωογονεῖ ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τήν φθορά. Αὐτὸ ἀποκαλύπτει ὁ Σωτῆρας ὅταν λέει: «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντι μὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον… καὶ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. 5,24). Τοῦτο σημαίνει ὅτι μὲ τὴν ἀναγνώση, καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ διδάσκεσαι τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα διδάσκεσαι τὴν ἀθάνατη καὶ αἰώνια ζωή. Ἂν πιστεύεις σ’ αὐτοὺς τοὺς λόγους μ’ ὅλη σου τήν πίστη, ἔμαθες ἤδη τί εἶναι αἰώνια ζωή καὶ πέρασες ἀπὸ τὸ θάνατο στή ζωή. Γι’ αὐτὸ ὁ Σωτῆρας ἐπιμένει ἀποφασιστικά: «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν ἐμὸν λόγον τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 8, 51).
 
Κάθε λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτος Θεό, γι’ αὐτὸ ὅταν εἰσέρχεται στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν καθαρίζει ἀπὸ κάθε ῥύπο. Ἀπὸ κάθε Του λόγο βγαίνει δύναμη, ἡ ὁποία καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ὁ Σωτῆρας στό Μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στούς πάντα παρόντες ἀκροατὲς Του, στούς μαθητὲς Του, τοὺς λόγους ἐκείνους: «ἥδη ὑμεῖς καθαροὶ ἔστε διὰ τὸν λόγον, ὃν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰωάν.15,3). Ὅ,τι εἶναι γραμμένο μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ὁ Κύριος καὶ οἱ Ἀπόστολοι Του ὀνομάσαν λόγο Θεοῦ, λόγο Κυρίου (Ἰωάν. 17, 13 – Πρ. Ἀπ. 6, 2 -13, 46- 16,32-19, 20-Β ‘ Κορ. 2,17-Κολ. 1, 15 -Β’ Θεσ. 3, 1). Καὶ ἂν δέν τὸν διαβάζεις καὶ δέν τὸν δέχεσαι σὰν τέτοιο, τότε θὰ μείνεις στό σκοτάδι τῶν βουβῶν καὶ βραδύγλωσσων ἀνθρωπίνων λέξεων, τῶν κενῶν καὶ ἐρήμων.
 
Κάθε λόγος τοῦ Σωτηρὰ εἶναι γεμᾶτος ἀλήθεια καὶ ὅταν εἰσέλθει στήν ψυχὴ τὴν ἁγιάζει σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ ὁ Σωτῆρας ἀπευθύνει τήν προσευχή Του, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα Του: «Πάτερ! ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστιν» (Ἰωάν. 17,17). Δέν δέχεσαι τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ σὰν λόγο τοῦ Θεοῦ, σὰν λόγο ἀληθείας; Αὐτὸ εἶναι ψέμα καὶ ὁ πατέρας τοῦ ψέματος πού βρίσκεται μέσα σου, ἐπαναστατεῖ κατ’ αὐτῆς τῆς ἀληθείας. Σὲ κάθε λόγο τοῦ Σωτῆρα ὑπάρχουν πολλὲς ὑπερφυσικὲς ἀλήθειες καὶ εὐλογίες. Καὶ αὐτὸ εἶναι πού χαριτώνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐπισκεφθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος ὁλοκλήρη τὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας ὀνομάζει: «λόγον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. Ἀπ. 20, 32), «λόγον Ἀληθείας» (Ἐφ. 1, 13), «λόγον ζωῆς» (Φιλιπ. 2, 16).
 
Σὰν ζῶσα χαροποιὸς δύναμη, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ θαυματουργικὰ καὶ ζωοδοτικά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀκούει καὶ τὸν δέχεται μὲ πίστη (Ἀ’ Θεσ. 2, 13). Ὅλα ἔχουν σπιλωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ ὅλα καθαρίζονται μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσευχή, τὰ πάντα, κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ σκουλήκι (Ἀ’ Τιμ. 4, 6). Μὲ τὴν ἀλήθεια πού ἔχει μέσα του, μὲ τήν δύναμη πού ἔχει, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ δικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἀρ­μῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμησε­ων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Ἔβρ. 4,12). Δέν ὑπάρχει τίποτα τὸ μυστικὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸν καὶ γι’ αὐτόν. Γιατὶ κάθε θεῖος λόγος ἔχει μέσα του κάτι ἀπὸ τὸν αἰώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔχει τήν δύναμη νά γεννᾷ καὶ ἀναγεννᾷ πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ γεννώμενος ἀπ’ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος, γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Πάνω σ’ αὐτὸ βασιζόμενος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰάκωβος γράφει πρὸς τοὺς χριστιανούς, ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς «ἀπεκύησε λόγον ἀληθείας» (1,18) καὶ ὁ ἅγιος Πέτρος τοὺς λέει ὅτι εἶναι «ἀναγεγεννημένοι διὰ λόγου ζῶντος Θεοῦ καὶ μένοντος στούς αἰῶνες» (Ἀ’ Πέτρ. 1, 23). Ὅλοι οἱ λόγοι, ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς στούς ἀνθρώπους, προέρχονται ἀπὸ τὸν Αἰώνιο Λόγο, ποὺ εἶναι λόγος ζωῆς καὶ παρέχει αἰώνια ζωή.
 
Ζῶντας μὲ τὸ Λόγο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννιέται ἀπὸ τὸ θάνατο στή ζωή. Γεμίζοντας τὸν ἑαυτὸ του μὲ τὴν αἰώνια ζωή, ὁ ἄνθρωπος γίνεται νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ κοινωνὸς θείας φύσεως (Β’ Πέτρ. 1, 4) καὶ ἡ μακαριότητά του δέν θὰ ἔχει τέλος.
 
Σὲ ὅλα αὐτὰ τὸ βασικό, τὸ βασικότερο, εἶναι ἡ πίστη καὶ τὸ αἴσθημα ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Γιατὶ μὲ τή θαλπωρή αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος ἀνοίγεται τὸ μυστήριο κάθε λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως μὲ τή θαλπωρή τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου ἀνοίγει ὁ κάλυκας τοῦ εὐόσμου λουλουδιοῦ. Ἀμήν.
(Ἀνέκδοτη ὁμιλία τοῦ Ὁσίου Σέρβου θεολόγου)
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/06/blog-post_341.html