Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979 η μνήμη του τιμάται 14
Ιουνίου). κατά το έτος 1929, δηλαδή όταν ο Άγιος ήταν σε ηλικία 35 ετών,
ξεκίνησε κάποια μέρα του καλοκαιριού από το Βράνιε με προορισμό το
Μοναστήρι του Αγίου Προχόρου. Πήγαινε συχνά στο Μοναστήρι αυτό, με το
οποίο και είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο, γιατί είχε μεγάλη αγάπη στον Άγιο
Πρόχορο, όταν ήταν ήδη καθηγητής Πανεπιστημίου στην Θεολογική Σχολή στο
Βελιγράδι.
Ο δρόμος μέχρι το Μοναστήρι ήταν δύσβατος και γι’ αυτό αρκετά
κουραστικός. Ο Άγιος, για να υπερνικά αυτές τις δυσκολίες,
χρησιμοποιούσε κάποιο απλό αυτοκίνητο (ταξί), για να διασχίσει τον
βουνήσιο δρόμο που οδηγούσε στο Μοναστήρι. Σε εκείνη λοιπόν την επίσκεψή
του, συνάντησε στο δρόμο του μια γερόντισσα και αμέσως κατάλαβε, ότι
και αυτή κατευθυνόταν με τα πόδια προς το Μοναστήρι.
Τότε ο Άγιος έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει και προσκάλεσε
την γριούλα να ανέβει στο αυτοκίνητο, γιατί, όπως τις εξήγησε και
εκείνος πήγαινε όπου και αυτή.
– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, του απάντησε η γριούλα, αλλά εγώ είμαι φτωχή.
Ο Άγιος τότε τις χαμογέλασε και την διαβεβαίωσε, ότι δεν θα πλήρωνε τίποτε, μια και το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο από εκείνον.
Τότε η γερόντισσα του είπε:
– Δεν το είπα γι’ αυτό, παιδί μου. Αλλά επειδή εγώ είμαι φτωχή,
δεν έχω τίποτα άλλο να προσφέρω στον Άγιο Πρόχορο, πέρα από τον
κόπο μου αυτόν.
Τότε ο Άγιος χτύπησε με μιας το μέτωπό του ως ένδειξη κατάπληκτου θαυμασμού και μονολόγησε:
– Αχ, Ιουστίνε, έγινες καθηγητής Θεολογίας και όμως! Την ευσέβεια αυτής της γερόντισσας απέχεις πολύ για να την φτάσεις.
Στράφηκε τότε και πάλι στον οδηγό. Τον πλήρωσε, κατέβηκε από το
αυτοκίνητο και συνέχισε πεζός μαζί με την γριούλα τον υπόλοιπο δρόμο έως
το Μοναστήρι…
Στην εποχή των ανέσεων και της λογικής, ίσως αδυνατούμε να
εννοήσουμε βαθύτερα, την προσφορά της γριούλας, αλλά και τον θαυμασμό
της ενέργειάς της από τον Άγιο. Γιατί μάθαμε στην άνεση και στις
ευκολίες. Γιατί απεχθανόμαστε τον κόπο και την κακοπάθεια. Όλα τα
μπορούμε πλέον με το πάτημα ενός κουμπιού. Μάθαμε να δωρίζουμε από το
περίσσευμα, όχι από το υστέρημα. Και στο Θεό και στους ανθρώπους.
Μάθαμε ν’ αγαπούμε από συμφέρον ή έστω από συμπάθεια και όχι έμπονα και
θυσιαστικά.
Γι’ αυτό και αυθόρμητα αναδύεται το ερώτημα: Γιατί πρέπει να
κουραστούμε; Έχει ανάγκη ο Θεός την σωματική μας καταπόνηση; Όχι φυσικά.
Ο Θεός δεν έχει να ωφεληθεί σε τίποτε από την δική μας άσκηση. Όμως η
άσκηση είναι η μητέρα του αγιασμού και η κακοπάθεια η γεννήτρα της
αρετής.
https://www.facebook.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου