Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα

Η πρώτη οικοδομική φάση επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου

alt

Η Σταύρωση. Πινακοθήκη Τετριακώφ, Μόσχα (Wink, 14ος αιώνας μ.Χ., με υποδήλωση «λόφου» Γολγοθά (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 30)

alt

Ο Πανίερος Ναός της Αναστάσεως. Ιερά Αυλή και νότια όψη με την είσοδο. Φαίνονται το κολοβωμένο κωδωνοστάσιο και ο τρούλος του Καθολικού των Ελλήνων (δεξιά). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 31)

alt

Γενική άποψη του Ιερού Συγκροτήματος του Ναού της Αναστάσεως (αεροφωτογραφία) από Α. Διακρίνονται ο τρούλος (μεγάλος) της Ροτόντας, του Καθολικού των Ελλήνων και το κωδωνοστάσιο με τους ελλειπόντες ορόφους. Επίσης, η Ιερά Αυλή (αριστερά) και το Μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου διαμένουν οι Αγιοταφίτες μοναχοί (επάνω) (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 32)
Στην εμφάνιση του το σημερινό Ιερό Συγκρότημα της Αναστάσεως έχει υποστεί την επίδραση του ισχύοντος status quo, δηλαδή τη συνύπαρξη πολλών θρησκευτικών Κοινοτήτων, οι οποίες ορίζουν την τύχη του μνημείου: την Ελληνορθόδοξη, με το Πατριαρχείο Ιεροσολύ­μων, ως την πρώτη βυζαντινή χριστιανική εξου­σία στον χώρο από την εποχή του Μεγάλου Κων­σταντίνου, την Καθολική, με την Κουστωδία της Αγίας Γης και το Τάγμα των Φραγκισκανών Μο­ναχών, και την Αρμενική, με το Αρμενικό Πα­τριαρχείο. Παράλληλα, δύο άλλες Κοινότητες, των Κοπτών και των Συριανών, έχουν επίσης δι­καιώματα. Η πολυδιάσπαση του χώρου του σε «εξιδιασμένα» (ανήκοντα σε μία Κοινότητα) και «κοινά» μέρη, και η έλλειψη μιας κοινής καλλιτε­χνικής βάσης και εκκίνησης για τη διαμόρφωση και τη διακόσμηση του, δημιούργησαν τη σημερινή εικόνα. Οι διαδοχικοί -περαστικοί ή μόνιμοι-Χριστιανοί διαχειριστές αυτού του μνημείου έ­χουν αφήσει και αφήνουν συνεχώς το αποτύπωμα της παρουσίας τους, χωρίς ίσως καλλιτεχνική αρ­μονία, αλλά με έντονη θέληση να δηλωθεί η ταυτό­τητα τους. Η έλλειψη καλλιτεχνικής ενότητας θα μπορούσε να είναι περισσότερο ανεκτή και θα α­ποτελούσε απείκασμα της διάσπασης του Χρι­στιανισμού στη σημερινή του δογματική πολυμορ­φία, εάν τα υπάρχοντα δείγματα της στον Πανίερο Ναό διακρίνονταν για την ποιοτική τους αξία. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι, ενόψει των γεγονότων του Θείου Πάθους, να σκιαγραφή­σει μέσω των ανασκαφικών δεδομένων την τοπο­γραφία του χώρου όπου αυτά συνέβησαν, και να καταγράψει το πρώτο εκτενές ανασκαφικό και οι­κοδομικό πρόγραμμα του Μεγάλου Κωνσταντί­νου.

alt

Παλαιές φωτογραφίες του τρούλου της Ροτόντας. Αριστερά οι φθορές του 19ου αιώνα και δεξιά η επισκευή του στην δεκαετία του 1970 (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 32)

Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ (1)

alt

Ο τρούλος της Ροτόντας, επισκευασμένος εξωτερικά και διακοσμημένος εσωτερικά με τις «θηριώδεις» ανάγλυφες ακτίνες από τον Τεξανό γραφίστα Ara Normat. Η δυσκολία ανεύρεσης κοινής αγιογραφικής βάσης από τις τρεις θρησκευτικές Κοινότητες οδήγησε και παλαιότερα και σήμερα σε εξωχριστιανικά μοτίβα, κατάλληλα για κοσμικά κτήρια (τράπεζες, χρηματιστήρια κ.ά.). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 33)
Η αυθεντικότητα ή μη της θέσης του Ιερού Συγκροτήματος είχε αμφισβητηθεί με ένταση από μερίδα ερευνητών. Οι πολέμιοι της στηρίχθηκαν κυρίως στην ερμηνεία των ευαγγελικών και άλλων ι­στορικών κειμένων, πριν διενεργηθούν οι ανασκα­φές των τελευταίων δεκαετιών και μελετηθούν τα πορίσματα τους. Η εντύπωση που υπήρχε από την περιγραφή του Ιωσήπου Φλαβίου για την Ιερουσα­λήμ (1ος αιώνας μ.Χ.) ήταν ότι η περιοχή του Γολ­γοθά και του κήπου με τον Τάφο βρίσκονται εντός των τειχών. Αν αυτό ίσχυε, δεν ήταν δυνατόν να εί­ναι η θέση του Ναού της Αναστάσεως η αυθεντική, καθώς δεν επιτρεπόταν η ταφή νεκρού εντός της πόλης. Εξάλλου ήταν σαφής η αναφορά των Ευαγ­γελιστών και του Αποστόλου Παύλου ότι ο Ιησούς εσταυρώθη έξω από την πόλη (Ιω. 19,20), κοντά σε μια από τις πύλες του τείχους της (Προς Εβραίους 13,12). Συγκρουόταν έτσι η περιγραφή του Ιωσή­που για την Ιερουσαλήμ του 70 μ.Χ. με τα δεδομέ­να της περιγραφής της από τους Αποστόλους κατά τη χρονική στιγμή της Σταυρώσεως (τέταρτη δεκα­ετία μ.Χ.).
Πέρα από τις εύλογες απορίες, στην ουσία η πολεμική αυτή άρχισε από άλλους λόγους, όχι κα­θαρά επιστημονικούς ή τοπογραφικούς, καθώς και χωρίς τις ανασκαφές, η συνεχής, αναμφίβολη και μακραίωνη παράδοση (τρεις αιώνες περίπου από τη Σταύρωση) της ταύτισης του τόπου του Μαρτυ­ρίου με τα Κωνσταντίνεια κτίσματα (326-335 μ.Χ.) είναι πειστική για τον καλοπροαίρετο μελετητή. Ωστόσο, η έντονη διαμάχη των τελευταίων αιώνων περί αυθεντικότητας οδήγησε στην αναζήτηση άλ­λων τοποθεσιών -12 συνολικά- γύρω από την πόλη της Ιερουσαλήμ. Εδώ δεν έχει βέβαια νόημα να ε­παναλάβουμε την άσκοπη και άκαιρη πλέον αυτή αναζήτηση. Σκόπιμο, όμως, είναι να σημειωθούν τα σημαντικότερα ιστορικά και αρχαιολογικά τεκ­μήρια, τα οποία διευκρινίζουν πλέον το θέμα και ίσως εξηγούν κατά έναν τρόπο τη βάση της αντίρ­ρησης της μερίδας αυτής των αμφισβητιών.

alt

Ο Πανάγιος Τάφος, έργο τον Κομνηνού (1810), υποστυλωμένος με μεταλλικά στοιχεία από τον σεισμό τον 1927, και οι νέες «θηριώδεις» ακτίνες τον τρούλον. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 33)
Ερευνώντας την τοπογραφία της Ιερουσαλήμ αναγνωρίζεται ένα εκτενές πρόγραμμα επέκτασης της πόλης προς δυσμάς κατά την περίοδο των Ασμοναίων, με σημαντική την επίδραση του ελληνιστικού τρόπου ζωής και οικοδομής στη διαμόρφωσή της. Το μεγαλύτερο έργο της δυναστείας είναι η κατασκευή του τείχους, το οποίο ο Ιώσηπος ονομάζει Παλαιόν Τείχος. Οι σχετικές αρχαιολο­γικές έρευνες έδειξαν ότι αυτό πρέπει να κτίσθηκε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., γεγονός που ενισχύεται και από το βιβλίο των Μακκαβαίων (1, 10, 10). Το έργο ολοκληρώθηκε από τον αδελφό του Σίμωνα.

 alt

Αριστερά: χάρτης της σημερινής Ιερουσαλήμ. Η κόκκινη γραμμή εντός δείχνει τα ανασκαφικά δεδομένα της διαδρομής του δεύτερου τείχους της εποχής τον Χριστού με τον Πανάγιο Τάφο (μαύρο) εκτός του τείχους.
Δεξιά: χάρτης με την αναπαράσταση των τριών τειχών: πρώτον (γαλάζιο), δεύτερου (κίτρινο) και τρίτον (41-79 μ.Χ. καφέ) της Ιερουσαλήμ, η διαδρομή των οποίων αποδεικνύει την αυθεντικότητα των ευαγγελικών διηγήσεων. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 34)
Η επόμενη οικοδομική φάση περιλαμβάνει η δυναστεία του Ηρώδη του Μεγάλου και τους Ρωμαίους διοικητές (67 π.Χ.-70 μ.Χ.), κατά την οποία η Ιερουσαλήμ φθάνει σε νέα κορύφωση και ε­πέκταση ως πόλη και πρωτεύουσα, ίσως η σημα­ντικότερη του απώτερου παρελθόντος της με ελ­ληνιστική τεχνοτροπία και κλίμακα. Στους χρό­νους του επισκευάσθηκε το πρώτο τείχος και προ­στέθηκε ένα δεύτερο τείχος προς βορρά της Άνω Πόλης. Το τελευταίο συνδέεται δυτικά με το πρώ­το τείχος στην πύλη Gennath (Κήπων) και κατα­λήγει στον πύργο Antonia ανατολικά, σε άμεση ε­παφή με τον περίβολο του Μεγάλου Ναού. Το τεί­χος αυτό έχει διαδρομή ορθογωνική προς Β και καμπυλούμενη προς Α. Τα ανασκαφικά δεδομένα που συναρτώνται με αυτό αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση της μορφής της πόλης κατά τη χρονική στιγμή της Σταυρώσεως και την αποσα­φήνιση δυστοκιών που οι πολέμιοι της θέσης ανα­γνώρισαν στα ιστορικά και τα θρησκευτικά κείμε­να της εποχής.

alt

Η Ιερουσαλήμ ως Αιλία Καπιτωλίνα (135 μ.Χ.), με τον Πανάγιο Τάφο εντός των τειχών, σε ορθογώνιο κάναβο. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 34)
Από τη διαδρομή του δεύτερου τείχους, όπως έχει αναπαρασταθεί, γίνεται σαφές ότι οι τόποι της Σταυρώσεως και της Ταφής του Θεανθρώπου βρίσκονται έξω από την τειχισμένη πόλη. Έτσι, η αρχαιολογική έρευνα δίνει την οριστική απάντηση στο θέμα της αυθεντικότητας. Βέβαια, τόσο η ανα­φορά του Ιωσήπου, όσο και η πληροφορία του Μαξίμου των Σάρδεων (επισκόπου του β΄ ημίσεως του 2ου αιώνα μ.Χ.) ότι ο Ιησούς «εν μέση Ιερουσαλήμ έπαθε», εξηγούνται τώρα απόλυτα. Ο Ιώσηπος συνέγραψε τα έργα του μετά το 70 μ.Χ., ενώ ο Μάξιμος περί το 160 μ.Χ. Ήδη, όμως, κατά τη βα­σιλεία του Ηρώδη Αγρίππα Ι (41-44 μ.Χ.) άρχισε να σχεδιάζεται το τρίτο τείχος που ολοκληρώθηκε από την εποχή των Ζηλωτών (41-44 μ.Χ.) μέχρι το 67-69 μ.Χ.

alt

Η μορφή της Ιερουσαλήμ (330-638 μ.Χ.) με τα χριστιανικά  μνημεία, τα οποία «αποδομούν»  σταδιακά το ορθογωνικό ρυμοτομικό σύστημα. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 35)
Το τρίτο αυτό τείχος διέτρεχε τον χώρο, αρχί­ζοντας από τον πύργο του Ιππικού (τη σημερινή πύλη της Γιάφας), προχωρούσε προς ΒΔ και στη συνέχεια ΒΑ και Ν, ορίζοντας μια νέα τεράστια έκταση, ατείχιστη μέχρι τότε, η οποία διπλασίαζε σχεδόν το μέχρι τότε μέγεθος της Ιερουσαλήμ. Αυ­τονόητα, ο Γολγοθάς και ο Τάφος του Χριστού βρίσκονται τώρα εντός του νέου τειχισμένου τμή­ματος της πόλης, αστική πραγματικότητα που πε­ριγράφουν ορθά ο Ιώσηπος και ο Μάξιμος.
Βέβαια, όλες αυτές οι θεαματικές κατασκευές σε τείχη και κτήρια της περιόδου των Ασμοναίων, του Ηρώδη και των Ζηλωτών πρόκειται να κατα­στραφούν το 70 μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτο­ρα Τίτο, ο οποίος ισοπέδωσε την Ιερουσαλήμ, για να την ανοικοδομήσει μετά από 65 χρόνια ο Αδριανός. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής αρχαιο­λογικά και άλλα ευρήματα για τη μορφή της Αιλίας Καπιτωλίνας, φαίνεται ότι οι θέσεις του Γολ­γοθά και του Τάφου, καλυμμένες από τον Αδριανό (αλλά γνωστές στους Χριστιανούς) με τον ναό της Αφροδίτης, βρίσκονται βόρεια του μεγαλύτερου α­νοικτού και δημόσιου χώρου, της αγοράς (Forum) της πόλης, πραγματικά «εν μέση πλατεία», όπως γράφει ο Μελίτων. Ο χώρος αυτός περιβαλλόταν από τέσσερις δρόμους και συνέπιπτε με το σημερι­νό Μουριστάν που γειτνιάζει με το συγκρότημα του Πανίερου Ναού της Αναστάσεως.

alt

Αναπαράσταση της σημερινής Παλαιάς Πόλης των Ιεροσολύμων μέσα στα τείχη του 16ου αιώνα μ.Χ. (τουρκική οχύρωση). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 35)

altalt

Ιερουσαλήμ - Γολγοθάς. Αριστερά ο χάρτης της πόλης την εποχή κατά την οποία κτιζόταν ο Ναός της Αναστάσεως. Ο προσκυνητής τον Μπορντό (333 μ,Χ.) βλέπει αριστερά τον λόφο Γαρήβ, με τον Γολγοθά (λατομείο - κήπο) στους πρόποδες του (εικόνα δεξιά), αλλά τα συνυπολογίζει ως «λοφίσκο» Γολγοθά. Εξ ου και η θεωρία του Γολγοθά ως «λόφου». (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 36)

Η ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ - ΚΗΠΟΥ ΤΟΥ ΓΟΛΓΟΘΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Αν το θέμα της αυθεντικότητας της θέσης των κορυφαίων προσκυνημάτων της Σταυρώσεως και της Ταφής έχει πλέον αποσαφηνισθεί, η τοπογρα­φία της εντούτοις δεν μπορεί να αναπαρασταθεί στην πληρότητα της, παρά ενδεικτικά και σε ορι­σμένα μόνο σημεία. Τούτο, άλλωστε, είναι αναμενόμενο μετά τις διαδοχικές αλλαγές που υπέστη ο χώρος στην ιστορική του διαδρομή.
Μελετώντας τα αρχαιολογικά δεδομένα, που ήλθαν στο φως χάρη στις ανασκαφές της Kathleen Kenyon (δεκαετίες 1960 και 1970) στην περιοχή του Muristan κοντά στον Ναό της Αναστάσεως, της Ute Lux στην εκκλησία του Λυτρωτή και του V. Corbo στον ίδιο τον Ναό της Αναστάσεως, α­ποκτούμε μια σφαιρικότερη εικόνα. Τα ανασκαφι­κά δεδομένα παρουσιάζουν, ανάμεσα σε άλλα ευ­ρήματα, εντυπωσιακά λαξευμένους ή ακατέργα­στους ογκώδεις λίθους σε διάφορα σημεία της πε­ριοχής, από τους οποίους φαίνεται καθαρά ότι σε μια προγενέστερη φάση της υπήρξε λατομείο, χρονολογούμενο στην Εποχή του Σιδήρου II, δηλαδή στον 7ο αιώνα π.Χ.
Χωρίς άλλες πληροφορίες για την αρχαιολο­γία της θέσης εικάζεται ότι το λατομείο εξακολου­θούσε να υπάρχει μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., σύμ­φωνα με την άποψη του V. Corbo, οπότε μετατρά­πηκε σε κήπο με καλλιέργειες δημητριακών και ο­πωροφόρων δένδρων (συκεών, ελαίων, χαρου­πιών κλπ.). Άλλες υποθέσεις θεωρούν ότι η περιο­χή κατοικήθηκε μέχρι την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (586 π.Χ.), στηριζόμενες στα ευρήματα της κεραμι­κής αυτής της περιόδου. Στον κρίσιμο, πάντως, χρόνο που μας ενδιαφέρει εδώ για την ιστορία των χριστιανικών γεγονότων φαίνεται ότι η περιοχή του Γολγοθά ήταν κήπος και ταυτόχρονα ταφική περιοχή, όπου είχαν λαξευτεί τάφοι, σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, σε διάφορα σημεία του εγκαταλελειμμένου πλέον λατομείου. Τέσσερις τά­φοι τουλάχιστον έχουν εντοπισθεί, χρονολογούμενοι στην εποχή του Χριστού: ο ένας βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Ροτόντας και θεωρείται ότι εί­ναι ο τάφος του Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Ένας δεύτερος, μεγαλύτερος, ανακαλύφθηκε κάτω από τη σημερινή Ιερά Αυλή, ο οποίος λαξεύτηκε αργότερα και μετατράπηκε σε κινστέρνα (της Αγίας Ελένης) κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κων­σταντίνου. Τέλος, ένας τρίτος είχε εντοπισθεί από τον C. Schlick και τον D. Bahat, κάτω από την εκ­κλησία των Κοπτών, ΒΑ του Ναού της Αναστάσε­ως.

alt

Τοπογραφικό διάγραμμα τον λατομείου - κήπου, του μεταγενέστερου Γολγοθά. Σημειώνονται οι τέσσερις τάφοι που εντοπίζονται στον χώρο και επίσης μερικά θραύσματα αγγείων του 7ου αιώνα π.Χ., που χρονολογούν το λατομείο. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 36)

alt

Αναπαράσταση τον λατομείου  κήπου από τον λόφο Γαρήβ με το τείχος της Ιερουσαλήμ στο βάθος (Λάββας-Λεφαντζής). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 37)

alt 

Αναπαράσταση τον Γολγοθά και τον λόφου Γαρήβ με το λατομείο - κήπο ενδιάμεσα (Λάββας-Λεφαντζής), ιδωμένα από το πλησίον ευρισκόμενο τείχος της πόλης. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 37)
Ο τέταρτος και σημαντικότερος είναι ο Τά­φος του Ιησού, ο οποίος ανήκε στον επονομαζό­μενο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, σύμφωνα με τις πληροφορίες των Αποστόλων (Ιω. 19: 38-41, Λου­κά, 23: 50-53, Ματθ. 27: 57-61 και Μάρκ. ΙΕ΄ 43). Ο Τάφος αυτός, λαξευμένος σε τμήμα βράχου του λατομείου, συνάγεται ότι είχε τη μορφή αρκοσολίου, δηλαδή ενός κοιλώματος μέσα στον βράχο με τοξοειδές άνοιγμα. Ήταν προορισμένος να δεχθεί έναν μόνο νεκρό και διαμορφώνεται σε ορθογώνιο χώρο. Το θρανίο όπου τοποθετείται ο νεκρός βρίσκεται δεξιά, ενώ αριστερά εντοπίζεται η είσο­δος με τον υπόλοιπο χώρο διακίνησης του νεκρι­κού θαλάμου. Αυτός ο τύπος τάφων διαφέρει από τους άλλους τρεις που ανακαλύφθηκαν στην ίδια περιοχή. Οι τελευταίοι ανήκουν στον λεγόμενο τύπο τάφου Kohn (πληθ. Kokhim), δηλαδή διαθέ­τουν περισσότερα από ένα κοιλώματα. Πρόκειται για απλά λαξευμένα στον βράχο κοιλώματα, όπου στο καθένα τοποθετείται ένας νεκρός. Συνήθως τα κοιλώματα αυτά είναι τρία σε παράλληλη θέση και μπροστά τους υπάρχει ο προθάλαμος για τα νεκρόδειπνα με έδρανα για τους επισκέπτες.
Μπορούμε, επομένως, να φαντασθούμε τοποθεσία του Γολγοθά και του Τάφου ως έναν εκτεταμένο χώρο με εξάρσεις και βυθίσματα στο φυσικό πέτρωμα, διαφόρου σχήματος, βάθους και ύψους, που προέκυψε από την εξόρυξη του λατομημένου λίθινου υλικού. Το μεγαλύτερο διαπιστωμένο βάθος στην περιοχή (στο σημείο εύρεσης του Τιμίου Σταυρού - παρεκκλήσιο της Αγίας Ελένης) είναι 9,52 μ. από το σημερινό δάπεδο (0,00 μ.) του Ναού της Αναστάσεως. Το μικρότερο βύθισμα εντοπίσθηκε στα 2,12 μ. αντίστοιχα, ενώ ο μέσος όρος από το σημείο μηδέν (0,00 μ.) ποικίλλει μεταξύ των 6,00 και 7,50 μ. Σε μερικά ο αυτά τα βυθίσματα-εξάρσεις ή τα «μάγουλα» του φυσικού πετρώματος πρέπει να είχαν λαξευτεί τάφοι που εντοπίσθηκαν με τις αρχαιολογικές έρευνες.
Αυτή η διαμορφωμένη ανώμαλη επιφάνεια του λατομείου, το οποίο έπρεπε να ήταν σε χρήση μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. κατά τον Corbo, δέχθηκε στη συνέχεια, όπως ήδη σημειώθηκε, μια διττή λειτουργία: εκείνη του κήπου και του νεκροταφείου Πολλά από τα βυθίσματα του καλύφθηκαν με χώμα σε ορισμένα τμήματα για την καλλιέργεια δη­μητριακών και οπωροφόρων δένδρων, ενώ σε άλ­λα, όπου οι παρειές (=μάγουλα) του πετρώματος ήταν κατάλληλες, λαξεύτηκαν τάφοι. Αυτή η ιδιο­μορφία του χώρου μπορεί ίσως να εξηγήσει η διάταξη και την ανάπτυξη των οικοδομικών έρ­γων τα οποία θα δημιουργηθούν τόσο στην εποχή του Αδριανού (135 μ.Χ.), όσο και στην εποχή τον Κωνσταντίνου (325/6-335/6 μ.Χ.).

altalt

Αναπαράσταση (αριστερά) τον σημείου της Σταυρώσεως με σημειωμένα κοιλώματα, τα οποία δημιουργούσαν με τη μορφή τον βράχου την εντύπωση κρανίου. Σήμερα σώζεται ένα κοίλωμα (δεξιά), το λεγόμενο «Σπήλαιο τον Αδάμ», στην πίσω πλευρά τον Γολγοθά. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 3Cool
Σε αυτό, λοιπόν, το λατομείο - νεκροταφείο-κήπο εντοπίζονται ο Γολγοθάς, όπου θα πραγμα­τοποιηθεί το γεγονός της Σταυρώσεως, και ο υπάρχων τάφος του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, στον οποίον θα εναποτεθεί το απόγευμα της Με­γάλης Παρασκευής ο νεκρός του Θεανθρώπου. Τα δύο αυτά κορυφαία χωρικά σημεία του Θείου Πά­θους δεν απέχουν περισσότερο από 40 μ. το ένα από το άλλο. Ο Τάφος βρίσκεται χαμηλότερα από το σημείο της Σταυρώσεως κατά 4,50 μ. στη σημε­ρινή τους θέση, όπως και ολόκληρος σχεδόν ο Να­ός της Αναστάσεως σήμερα (εκτός από τον ακόμη χαμηλότερο χώρο της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού). Αυτό υποδεικνύει επίσης τη μορφή και τη συσχέτιση που πρέπει να είχαν τα δύο αυτά ση­μεία στον κήπο-νεκροταφείο κατά τη στιγμή του μεγάλου γεγονότος της Σταυρώσεως. Στο επίπεδο του φυσικού πετρώματος και σε μία απ' αυτές τις παρειές θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε η Σταύρωση. Η παρειά αυτή, πιθανώς από τη λάξευση, να είχε αποκτήσει ή να φαινόταν ως μορφή κρανί­ου (κρανιόμορφη), εξ ου και η περιγραφή των Ευαγγελιστών για τον Γολγοθά ως «κρανίου τό­πον». Αυτό το συναντούμε και σε άλλα παρόμοια λαξευμένα σημεία της Παλαιστίνης και άλλων πε­ριοχών.

Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΩΣ ΛΟΦΟΣ

Από τα μέχρι τώρα τοπογραφικά δεδομένα των ανασκαφών δεν προκύπτει η υπάρχουσα πε­ποίθηση ότι ο Γολγοθάς ήταν λόφος. Οι αγιογρά­φοι τον εικονίζουν συνήθως ως μικρό, συμβολικό ή πραγματικό, λόφο, ενώ σε ομιλίες και σε άλλα κείμενα, θεολόγων και μη, ο τόπος του Μαρτυρίου περιέχει ανήφορο -συμβολικό και τοπογραφικό- και είναι ένας λόφος επάνω στον οποίο στήνονται οι Σταυροί των ληστών και του Ναζωραίου. Ωστόσο, από τις περιγραφές των γραπτών πηγών των Αποστόλων δεν συνάγεται κάτι τέτοιο. Ούτε, ό­μως, και λογικά μπορούσε να συμβαίνει, αν λάβου­με υπόψη μας τις άλλες διακριβωμένες σχετικές πληροφορίες, ότι δηλαδή ο Γολγοθάς ήταν κοντά στον Τάφο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε πρώην λα­τομείο και τώρα κήπο (μπορούσε να βρίσκεται λό­φος μέσα σε λατομείοWink. Τέλος, το πλέον ασύμβατο με τη λογική οχύρωσης μιας πόλης θα ήταν, εάν ο Γολγοθάς, ως λόφος, βρισκόταν έξω και κοντά στο τείχος της Ιερουσαλήμ. Μπορεί κανένας να δεχθεί λόφο δίπλα ή κοντά σε οχυρωματικό τείχος, από ό­που οι εχθροί, σε καιρό πολιορκίας, θα μπορούσαν να πλήξουν με ευχέρεια τους πολιορκούμενους;
Η αιτία αυτής της λανθασμένης εικόνας, που παραδόξως επικράτησε μέσα στους αιώνες και ε­ξακολουθεί να κυριαρχεί, αποδίδεται στην περι­γραφή ενός από τους πρώτους προσκυνητές του 4ου αιώνα μ.Χ., του ανώνυμου προσκυνητή του Bordeaux (Βορδίγαλα Γαλλίας, 333 μ.Χ.), ο οποίος χαρακτηρίζει τον Γολγοθά ως monticulus (βουνίον). Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του ως λοφίσκου ίσως βρίσκεται στη γειτνιάζουσα τοπογραφική σχέση του Γολγοθά με την περιοχή του Γαρήβ, η οποία, όπως αναφέρει ο προφήτης Ιερεμίας, ήταν λοφώδης. «Και σχοινίον διαμετρήσεως θέλει εξέλθη έτι απέ­ναντι αυτής επί του λόφου Γαρήβ (Gareb) και θέλει περιέλθη έως Γοάθ» (31:39).

ΤΑ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΕΠΙ ΕΠΟΧΗΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥ (135-325 μ.Χ.)

alt

Ο Ναός της Αναστάσεως, Ροτόντα. Ο τάφος τον Ιωσήφ εκ Αριμαθαίας πίσω από το Ιερό Κουβούκλιο, φωτισμένος. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 39)
Για τη συγκεκριμένη περιοχή της Σταυρώσεως και της Ταφής του Ιησού, κατά την περίοδο που αποτελούσε αστική πλέον περιοχή -εντός των τει­χών- δεν έχουμε πληροφορίες μέχρι το 135 μ.Χ., ό­ταν ο Αδριανός θα κτίσει τον ειδωλολατρικό ναό της Αφροδίτης. Η απόφαση του Αδριανού φαίνε­ται ότι είχε πολιτική σημασία, καθώς επιχειρούσε να ακυρώσει τη συμβολική σημασία της θέσης για τους Χριστιανούς. Τα ανασκαφικά δεδομένα επι­βεβαιώνουν ότι η θέση όπου στη συνέχεια χωροθετήθηκε ο ναός της Αφροδίτης υπήρξε ενεργός χώ­ρος λατρείας και τιμής των πρώτων Χριστιανών, λεν ήταν, ωστόσο, μόνο οι Εβραίοι-Χριστιανοί (οι οποίοι άλλωστε εκδιώχθηκαν από τα Ιεροσόλυμα και απαγορεύθηκε αυστηρά να επανέλθουν), αλλά κυρίως Χριστιανοί άλλων εθνοτήτων (και ασφαλώς πολλοί ελληνίζοντες της ιεροσολυμιτικής πα­ροικίας), οι οποίοι, μετά την εκδίωξη των Εβραί­ων, συνέχισαν να μένουν στην πόλη και να συχνά­ζουν στον τόπο του Μαρτυρίου.

alt

Ο Ναός της Αναστάσεως. Διαδοχικές φάσεις διαμόρφωσης τον λαξευμένου Τάφου του Ιησού, με απολαξεύσεις από τον βράχο. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 40)
Η επιχωμάτωση που πραγματοποίησε ο Αδριανός, και στη συνέχεια η διαμόρφωση του χώ­ρου επί Κωνσταντίνου (το 325-335 μ.Χ.) στην πε­ριοχή του Γολγοθά, φαίνεται ότι κάλυψαν την κοι­λότητα - «Σπήλαιο του Αδάμ», το οποίο ήλθε στο φως σχετικά πρόσφατα. Ο Ισπανός αρχαιολόγος F. Diez, εξετάζοντας τα ευρήματα της ανατολικής πλευράς του Γολγοθά όπου βρίσκεται το αναφερό­μενο στις πηγές «Σπήλαιο του Αδάμ», αποφαίνε­ται ότι η λατρεία της Χριστιανικής Κοινότητας της Ιερουσαλήμ στον χώρο της Σταυρώσεως αρχί­ζει ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η αναφερθείσα κοιλότητα - σπήλαιο μέσα στην παρειά του βράχου θα έπρεπε να χρησίμευε αρχικά ως τάφος, όπως και οι άλλες παρόμοιες και διάσπαρτες μέσα στο λα­τομείο. Μετά όμως τη Σταύρωση, μετατράπηκε σε λατρευτικό χώρο-παρεκκλήσιο. Η κεραμική και τα ίχνη κονιαμάτων, τσιμέντου και μαρμαροκονίας στο δάπεδο σε διάφορα χρώματα (κόκκινο, δερία, κίτρινο, πράσινο, ώχρας και λευκό) ως ται­νίες διακοσμητικές, δείχνουν ότι η κοιλότητα είχε διαμορφωθεί σε χώρο με λειτουργία λατρευτική και όχι πλέον ταφική. Η διακοσμητική αυτή επέν­δυση φαίνεται ότι αποσκοπούσε επίσης στο να κα­λύψει σε ορισμένα σημεία τη σεισμική ρωγμή, η ο­ποία διαπερνά και έχει τάμει τον βράχο του Γολ­γοθά σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Την ίδια ρωγμή θα συναντήσουμε έντονη και εντυπω­σιακή τόσο στη δυτική πλευρά του βράχου του Γολγοθά (σημερινό παρεκκλήσιο του Αδάμ), όσο και στην επιφάνεια του σημείου της Σταυρώσεως, όπως αποκαλύφθηκε μετά την αφαίρεση των πλακών το 1987 σε όλη της τη δραματική μεγαλοπρέπεια.

alt

Υποθετική αναπαράσταση της διαμόρφωσης τον χώρου επί Αδριανού (135 μ.Χ.), με την ανέγερση τον ναού της Αφροδίτης. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 40)
Εάν τα στοιχεία και η ερμηνεία του F. Diez γίνουν αποδεκτά -καθώς ο λόγος του δεν στερείται πειστικότητας-, τότε είναι λογικό να υπήρχε από την αρχή -μετά δηλαδή τη Σταύρωση- στον χώρο του Φρικτού Βράχου, και μάλιστα σε υπάρχον σπήλαιο-κοίλωμα (πρώην τάφο), χώρος για την τιμή και τη λατρεία του Θεανθρώπου. Ο χώρος αυτός πρέπει να ήταν σε χρήση μέχρι το 135 μ.Χ. οπότε καλύφθηκε μέσα στα «μπάζα» και την πλατ­φόρμα που κατασκεύασε ο Αδριανός για τον ναό της Αφροδίτης. Όταν πάλι ο Κωνσταντίνος ο Μέ­γας με την Αγία Ελένη απομάκρυναν το ειδωλο­λατρικό αυτό έρμα -προσχώσεις και κτίσματα φαίνεται ότι το Σπήλαιο δεν έγινε αντιληπτό και παρέμεινε επιχωματωμένο και άγνωστο στους Βυζαντινούς, οι οποίοι διαμόρφωσαν το Προσκύ­νημα του Γολγοθά και έκτισαν τη Βασιλική, τα αί­θρια και τη Ροτόντα, χωρίς να επέμβουν στον λα­τρευτικό αυτόν, κλειστό πλέον, χώρο. Σώζεται μόνο η εβραϊκή παράδοση για τον Τάφο τον Αδάμ, κάτω από το σημείο της Σταυρώσεως, το ο­ποίο μολονότι συνδέθηκε μνημονικά με το ανασκαφέν κοίλωμα, λόγω άγνοιας μεταφέρθηκε ση δυτική πλευρά του βράχου, όπου βρίσκεται σήμε­ρα το παρεκκλήσιο του Αδάμ.

Η ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (326-336 μ.Χ.)

Η γνώση μας για την πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση και λαμπρότητα οικοδομική φάση του Πανίερου Ναού της Αναστάσεως στην εποχή του Κωνσταντίνου (325/6-335/6 μ.Χ.) στηρίζεται τόσο σε γραπτές πηγές, όσο και στα αρχαιολογικά ευ­ρήματα που ήλθαν στο φως από εκτεταμένες ανα­σκαφικές έρευνες.
Το έναυσμα για την ιδέα να ανεγερθεί μεγαλο­πρεπής ναός στη θέση του Μαρτυρίου και της Τα­φής του Θεανθρώπου φαίνεται ότι δόθηκε τον Ιούνιο/Ιούλιο του 325 στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας. Εκεί ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος (314-333 μ.Χ.) υπέβαλε την ιδέα στον Μεγάλο Κωνσταντίνο να κατεδαφισθεί ο ειδωλο­λατρικός ναός της Αφροδίτης, κάτω από τον ο­ποίον είχαν ταφεί ο Γολγοθάς και ο Τάφος του Ιη­σού. Το αίτημα του Μακαρίου έγινε αποδεκτό, ό­πως αναφέρει ο Ευσέβιος (V.C. 3,2Cool, και αμέσως άρχισαν ανασκαφές, τις οποίες φαίνεται ότι πα­ρακολούθησε η βασιλομήτωρ Αγία Ελένη, ήδη βα­πτισμένη Χριστιανή. Ο Ευσέβιος (V. C. 3, 26) δεν φείδεται εντυπωσιακών απορριπτικών φράσεων για τους «δυσσεβείς άνδρες... δαιμόνων γένος», οι οποίοι «σπουδήν έθεντο σκότω και λήθη παραδούναι το θεσπέσιον... της αθανασίας μνήμα...», όσο και αποθεωτικών για τον αυτοκράτορα, ο ο­ποίος τώρα «...μόνος εις τω παμβασιλεί θεώ φίλος... πνεύματα γουν κάτοχος θείω χώρον αυτόν ε­κείνον τον δεδηλωμένον, πάσαις ου καθαραίς ύλαις εχθρών επιβουλαίς κατακεκρύφθαι... καθαίρεσθαι προστάττει...». Δίνεται, επομένως, η εντο­λή να καθαιρεθούν και να διαλυθούν «τα της πλά­νης οικοδομήματα» μαζί με τα ξόανα και τους ει­δωλολατρικούς δαίμονες. Στην περιγραφή του Ευσεβίου, πέρα από τον εγκωμιαστικό χαρακτήρα της επιχείρησης για την αποκάλυψη του τόπου του Μαρτυρίου, είναι ενδιαφέρουσα η φράση «χώρον αυτόν εκείνον τον δεδηλωμένον». Αποκαλύπτεται, έτσι, ότι ο εντοπισμός του αυθεντικού σημείου της Σταυρώσεως και της Ταφής ήταν για τους Χρι­στιανούς του 326 μ.Χ. αναντίρρητα σαφής και «δε­δηλωμένος», ώστε να σκάψουν εκεί ακριβώς όπου υπήρχαν τα τεκμήρια της θυσίας. Το υπογραμμί­ζουμε εδώ, για να φανεί πόσο ανυπόστατη είναι κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης της αυθεντικότη­τας του τόπου.
Τα ευρήματα της ανασκαφής περιγράφουν τό­σο ο Ευσέβιος, όσο και ο επίσκοπος Κύριλλος στην «Κατήχησίν» του (348-350 μ.Χ.). Ο πρώτος ομιλεί για το «σωτήριον άνδρον» (=Τάφος), ενώ ο Κύριλλος είναι περισσότερο περιγραφικός και σα­φής. Ομιλεί για «μνήμα» το οποίο λαξεύθηκε σε στερεά πέτρα (13, 35). Κατά την Κωνσταντίνεια οικοδομική φάση, ο λαξευμένος και με «σκεπήν» διαμορφωμένος Τάφος υφίστατο την πρώτη επέμ­βαση, στην προσπάθεια των αρχιτεκτόνων του Κωνσταντίνου να σχεδιάσουν και να πραγματο­ποιήσουν το νέο αρχιτεκτονικό μνημείο: τη λαξευ­μένη αυτή «σκέπην... προ της θύρας του σωτηρίου μνήματος...» (14, 9) φαίνεται ότι την αφαιρούν, για να δημιουργήσουν μια νέα αρχιτεκτονική σύν­θεση μεταξύ του λαξευμένου στον φυσικό βράχο Τάφου και του κελύφους, το οποίο από εδώ και στο εξής θα τον περιβάλλει μέχρι σήμερα ως «Ιε­ρόν Κουβούκλιον».
Βέβαια, η ακριβής μορφή της πρώτης αυτής Κωνσταντίνειας διαμόρφωσης δεν μας είναι πλέον γνωστή. Ο M. Biddle προτείνει μια κυκλοτερή δια­μόρφωση με επτά κίονες να περιβάλλουν τον λίθι­νο λαξευμένο Τάφο, ενώ δύο κίονες προς Α σχημα­τίζουν είσοδο και προθάλαμο. Το ζήτημα είναι ότι οι αρχιτέκτονες του Μ. Κωνσταντίνου προχώρη­σαν σε δραστική επέμβαση γύρω από τον Τάφο, με την έννοια ότι λατόμησαν το σώμα του φυσικού βράχου του παλαιού λατομείου γύρω από τον Τά­φο του Ιησού. Η μέχρι τώρα έρευνα θεωρεί συμπα­γείς τη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του. Έτσι δημιούργησαν μια επίπεδη επιφάνεια ολόγυρα, όπου θα χωροθετηθεί στη συνέχεια η Ροτόντα με τον Τάφο πάντα έκκεντρο.
Εάν παρατηρήσουμε με προσοχή τα δεδομένα μακροχρόνιων ερευνών γύρω και μέσα στον χώρο του Πανίερου Ναού της Αναστάσεως, ιδιαίτερα τα διάφορα ύψη στις επιμέρους περιοχές του, αποκαλύπτεται η ακανόνιστη και ανώμαλη επιφάνεια του παλαιότερου λατομείου με εξάρσεις και βυθί­σματα, τα οποία διαμορφώνουν μια έκταση 200 μ. (από Β προς Ν) και 150 μ. (από Α προς Δ). Πιθα­νότατα, οι αρχιτέκτονες του Κωνσταντίνου δεν α­φαίρεσαν τον φυσικό βράχο γύρω από τον Τάφο, για να διαμορφώσουν την κυκλοτερή μορφή της Ροτόντας. Πιθανόν μετά τις ανασκαφικές εργα­σίες και την απομάκρυνση των μη «καθαρών υλών» (Ευσέβιος, V. C. 3, 26) και των ερειπίων του Αδριάνειου ναού της Αφροδίτης, με επόπτη τον ε­πίσκοπο Μακάριο, προχώρησαν στη διαμόρφωση του με πυρήνες τα δύο κορυφαία στοιχεία-τεκμήρια του Θείου Πάθους, τον Τάφο και τον Γολγο­θά. Ολόκληρη η περιοχή γνώρισε μια νέα ριζική α­ναδιαμόρφωση, η οποία ισοπέδωσε τη στάθμη του Τάφου (753,22 μ.) γύρω από τον Γολγοθά (759,32 μ.), δημιουργώντας το δάπεδο του Ναού, με ακόμη χαμηλότερη στάθμη στην περιοχή της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού (743,70 μ.). Η ανασκαφή έφθασε στο βαθύτερο σημείο του παλαιού λατομείου. Μετά τις προκαταρκτικές εργασίες μπόρεσε να εφαρμοσθεί το σχέδιο ανέγερσης των αρχιτεκτόνων Ζηνοβίου και Ευσταθίου.

alt

Αριστερά, η σημερινή μορφή τον Ναού της Αναστάσεως με τις προσθήκες των σταυροφόρων (μαύρα στην κάτοψη δεξιά). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 41)

alt

Η εκκλησία τον Φρικτού Γολγοθά, Ναός Αναστάσεως. Ο χώρος της Σταυρώσεως το 1987. Ο βράχος είναι καλυμμένος με απλές πλάκες. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 41)

alt

Η εκκλησία τον Φρικτού Γολγοθά. Αντικατάσταση των πλακών με μεταλλικό σκελετό και κρύσταλλο, που αποκαλύπτει τον Φρικτό Βράχο, όπου στήθηκε ο Σταυρός. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 41)

alt

Η εκκλησία τον Φρικτού Γολγοθά. Γενική άποψη από τα πλάγια, μετά την τοποθέτηση τον διαφανούς προστατευτικού καλύμματος. . (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 42)
Η εργασία άρχισε από τον Τάφο, τον οποίο ο Ευσέβιος (3, 33-39) θεωρεί το πρώτο και κορυφαίο μνημείο του όλου συγκροτήματος. Εδώ η «φιλοτιμία του βασιλέως» προέβλεπε τη λαμπρή διαμόρφωση του με εξαίρετους κίονες και με άλλο δυνατό διάκοσμο. Η πιθανή μορφή του πρώτου Κωνσταντίνειου κελύφους αποδίδεται σκίτσο κάτοψης και όψης του M. Biddle, μα πιθανές κατόψεις και τομές του αυθεντικού λαξευμένου στον βράχο Τάφου. Εάν συγκρίνουμε. λαξευμένο και το πρώτο αρχιτεκτονικό κελί του Τάφου (Α και Β) μπορούμε να εννοήσουν όσα γράφει ο μετέπειτα επίσκοπος Ιεροσολύμων Κύριλλος (348 μ.Χ.) στην «Κατήχησίν» του (XVI, 9), όπου έμμεσα ασκεί κριτική στον αρχιτέκτονα που φαίνεται ότι αφήρεσε μεγάλο μέρος του φυσικού βράχου και το στέγαστρο του προθαλάμου για να διαμορφώσει τον Τάφο αρχιτεκτονικά με κιονοστοιχία ολόγυρα και νέο πρόπυλο με κίονες στην ανατολική πλευρά. Από τον αρχικό λίθινο όγκο του έμεινε μόνο όσο ήταν αναγκαίο για να ορίσει τον εσωτερικό του χώρο. Έτσι, όλο απέκτησε πλέον ναόσχημη επένδυση με κωνική στέγη, προθάλαμο και εσωτερικό ταφικό χώρο.
Ο Ευσέβιος δεν αναφέρει άλλη αρχιτεκτονική κατασκευή στο σημείο αυτό και προχωρεί σε περιγραφή ανατολικά, όπου διαμορφώνεται «καθαρόν αίθριον», «χώρος παμμεγέθης», περιβαλλόμένος με στοές στις τρεις πλευρές και επιστρωμένος και διακοσμημένος με «λαμπρόν λίθον». Κωνσταντίνεια Βασιλική, «έργον εξαίσιον», είναι πανύψηλη με μεγάλες διαστάσεις και επενδεδυμένη με ποικίλα μάρμαρα εσωτερικά. Η εξωτερική τοιχοδομία ήταν από «ξεστόν λίθον» με τόσο πολλούς αρμούς και επεξεργασία, όμοια σε ομορφιά και λαμπρότητα με μαρμάρινη πρόσοψη. Τη στέγη κάλυπτε «μολύβδου ύλη», που προστάτευε το μνημείο από τη βροχή. Η οροφή εσωτερικά ήταν διαμορφωμένη «γλυφαίς φατνωμάτων» σε όλη της την έκταση, με φατνώματα επιχρισμένα «χρυσώ διαυγεί», τα οποία διαδεχόμενα το ένα το άλλο δημιουργούσαν την εικόνα «μεγάλου πελάγους» κυματιστού, καθώς το φως σπινθηροβολούσε επάνω τους και έκανε «τον πάντα νεών» να λάμπει. Στη συνέχεια, ο Ευσέβιος περιγράφει τις διπλές στοές που δημιουργούν τα πλάγια κλίτη της Βασιλική που είχαν και αυτά την οροφή «χρυσώ πεποικιλμένην», ενώ τα υποστυλώματα των εξωτερικά κλιτών ήταν πεσσοί διακοσμημένοι.
Τρεις πύλες στην ανατολική της πλευρά δέχονταν τα πλήθη των προσκυνητών, ενώ απέναντι τους, στη δυτική πλευρά, ήταν το σημαντικότερο σημείο όλων: το ημισφαίριο, στεφανωμένο με 12 κίονες (όσοι και οι Απόστολοι), κοσμημένου στην κορυφή με κρατήρες «εξ αργύρου», «ανάθεμα κάλλιστον» του βασιλιά Κωνσταντίνου στον Θεό του. Η περιγραφή του Ευσεβίου κλείνει με την αναφορά του ανατολικού αίθριου που περιβαλλό­ταν επίσης με στοές. Εδώ βρίσκονται και οι «αύλειοι πύλαι», οι οποίες συνέδεαν το όλο συγκρότη­μα με την κεντρική λεωφόρο (Cardo), και «τα προπύλαια φιλοκάλως ησκημένα», ώστε να καθίσταται δυνατή εις τους διαβάτες η «καταπληκτική θέα των ένδον ορωμένων». Στην ίδια γενική περιγρα­φή επανέρχεται ο Ευσέβιος στο έργο του «De laudibus Constantini» (9,16), όπου εξαίρει το έργο της ανέγερσης του παρόντος ιερού συγκροτήμα­τος.

alt

Κάτοψη τον Γολγοθά μετά την απομάκρυνση των λίθινων πλακών. Διακρίνονται η σεισμική ρωγμή (δεξιά), το σημείο όπου στήθηκε ο Σταυρός (κέντρο), και διάφορα επίπεδα διαμόρφωσης του Ιερού Προσκυνήματος αριστερά. Σχέδιο Λάββας-Μητρόπουλος. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 43)

altalt

Εργασία επάνω στον βράχο τον Γολγοθά (αριστερά). Η αποκάλυψη της μεγάλης σεισμικής ρωγμής στο ίδιο σημείο το 1987 φέρει στη μνήμη τη ρήση του Ματθαίου: «καv ! γΖ σεwσθη καv α1 πsτραι σχwσθησαν» (27,51). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 43)
Η ιστορική τεκμηρίωση της πρώτης αυτής και λαμπρότερης οικοδομικής φάσης του κορυφαίου χριστιανικοί συγκροτήματος απασχόλησε πλειάδα ερευνητών από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Με­λέτη των μεταγενέστερων του Ευσεβίου πηγών και ανασκαφικά δεδομένα επαληθεύουν, με μικρές αποκλίσεις ως προς την ακριβή διάρθρωση των επιμέρους τμημάτων και τη χωροθέτηση ορισμένων λειτουργιών (π.χ. Βαπτιστήριο), την κάτοψη του Κωναταντίνειου αρχιτεκτονικού συνόλου. Βέ­βαια, υπάρχουν πολυάριθμες προσπάθειες αναπαράστασης του, από τις οποίες πολλές είναι ακραία υποθετικές, ιδίως οι προτάσεις του προηγούμενου αιώνα.
Οι σύγχρονες απεικονίσεις αποτυπώνουν τη συστηματική μελέτη και τη σύνθεση των ιστορι­ών πληροφοριών και των ανασκαφικών δεδομέ­νων του, αποκρυσταλλώνοντας τα συμπεράσματα από τις μέχρι στιγμής έρευνες. Νέες ανασκαφές ί­σως διαφωτίσουν λεπτομερέστερα κάποια σημεία, το βασικό ωστόσο σχήμα και η έκταση της πρώτης οικοδομικής φάσης μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέ­χονται στην κάτοψη των Gibson και Taylor και στην αναπαράσταση του όλου συγκροτήματος με μακέτα από τον Biddle.

alt

Ροτόντα. Το Ιερό Κουβούκλιο στο κέντρο με τον τρούλο. Αρχιτέκτων ο Έλληνας Νικόλαος Κάλφας Κομνηνός, από τη Μυτιλήνη (1810). (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 43)
Το όλο συγκρότημα είχε και διατηρεί ως γενικό προσανατολισμό τον κατά μήκος άξονα από Α προς Δ. Η μνημειακή του είσοδος βρισκόταν ανατολικά, στην κεντρική λεωφόρο της Αιλίας Καπιτωλίνας. Η Ιπποδάμεια πολεοδομική φάση της Ιε­ρουσαλήμ (σχέδιο του αυτοκράτορα Αδριανού του 135 μ.Χ.) δέχθηκε με τη χωροθέτηση του Κωνσταντίνειου συγκροτήματος μια πρώτη απόκλιση από τη γεωμετρική κανονικότητα του καννάβου. Η κεντρική λεωφόρος με τη διπλή κιονοστοιχία να διατρέχει όλο της το μήκος διεκόπη «αυθαίρε­τα» από τη μνημειακή διαμόρφωση της εισόδου του νεοανεγειρόμενου συγκροτήματος. Σηματοδοτείται, έτσι, μια πολεοδομική πρακτική, η οποία έχει εδώ την αρχή της, για να αποτελέσει στο εξής τον κανόνα χωροθέτησης των θρησκευτικών μνη­μείων στις υπάρχουσες «ιπποδάμειες», αλλά και νέες, πόλεις ή οικισμούς της Χριστιανικής Περιό­δου. Ο πυρήνας αυτής της ιεράρχησης ενυπάρχει στην έννοια του «ιερού ή αγίου χώρου» που ανα­δεικνύεται σε νέο, κυρίαρχο και επιβαλλόμενο στοιχείο πολεοδομικής σύνθεσης, χωρίς υποταγή ή συσχέτιση του με προϋπάρχοντα ρυμοτομικά σχήματα, οργανογράμματα ή ιδεογράμματα.

alt

Ροτόντα. Το Ιερό Κουβούκλιο από ΒΑ. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 44)
Σε ό,τι αφορά τον Ναό της Αναστάσεως, όπως αναφέρει η Εγερία το 384 μ.Χ. («Itineraria» 43, 7), ο προσκυνητής εισερχόταν μέσα από τρεις θύρες του εξωτερικού περιβόλου σ' ένα ευρύ αίθριο με κιονοστοιχίες στις τρεις πλευρές του (Ν, Α και το οποίο, με τρεις επίσης θύρες στην απέναντι πλευρά, οδηγούσε στο εσωτερικό της πεντάκλιτης Βασιλικής. Ίχνη των δύο από τις τρεις αυτές θύρες του εξωτερικού περιβόλου εντοπίσθηκαν μέσα στα σημερινά οικοδομήματα της περιοχής (στο ζαχαροπλαστείο «Xalatimos» και στο ρωσικό κτήριο).
Η Βασιλική είχε διαστάσεις 58,50 μ. μήκος και 40,50 μ. πλάτος, με το μεσαίο κλίτος υπερυψωμένο και φωτιζόμενο με σειρά πλευρικών παραθύρων και σημαντικά πλατύτερο από τα διπλά, πλάγια κλίτη. Δύο σειρές πεσσών και κιόνων δεξιά και αριστερά του κεντρικού κλίτους έφεραν δίκλινη μεσαία και τις απλές πλάγιες στέγες των τεσσάρων κλιτών. Ο στυλοβάτης της κιονοστοιχίας, μεταξύ του κεντρικού και του βόρειου προ του κλίτους, βρέθηκε στο σημερινό αρμενικό παρεκκλήσιο του Αγίου Βαρτάν, ενώ η δυτική του προέκταση εντοπίζεται στο παρεκκλήσιο της Αγίας Ελένης. Ο νότιος τοίχος του ίδιου παρεκλησίου πρέπει να είναι ο στυλοβάτης της κιονοστοιχίας που χώριζε το κεντρικό από το νότιο πρώτο κλίτος. Η δυτική προέκταση αυτού του στυλοβάτη είναι ορατή σήμερα στην ανατολική πλευρά του βράχου του Γολγοθά, με τον στυλοβάτη επίσης της κιονοστοιχίας που βρισκόταν μεταξύ των δύο νότιων πλευρικών κλιτών. Έχουμε, έτσι, αρκετά τεκμήρια των θεμελίων της Κώνσταντίνειας Βασιλικής, στην οικοδόμηση της οποίας φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν πολλοί δόμοι της Αδριάνειας κατασκευής του τεχνητού επιπέδου.
Η διαμόρφωση των επιπέδων του προπύλου από την κεντρική λεωφόρο, του ανατολικού αιθρίου της Βασιλικής του Ιερού Βράχου, του δυτι­κού αίθριου, του Τάφου με τη Ροτόντα και, τέλος, του Σπηλαίου της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού με το παρεκκλήσιο της Αγίας Ελένης, είναι αρκετά σύνθετη και θα πρέπει να απασχόλησε έντονα τους αρχιτέκτονες του συγκροτήματος. Ιδιαίτερα η σχέση του Σπηλαίου της εύρεσης και της Βασιλι­κής πρέπει να οδήγησε σε μια τολμηρή λύση: το επίπεδο της Βασιλικής να υψωθεί σημαντικά από το επίπεδο της κεντρικής λεωφόρου και αντίστοι­χα από τη δυτική πλευρά της, όπου βρισκόταν το δεύτερο αίθριο, μεταξύ αυτής και του Τάφου. Τό­σο το μεγάλο σε έκταση κλιμακοστάσιο, όπως α­πεικονίζεται στον χάρτη της Μαδηβάς, όσο και οι σωζόμενοι τοίχοι θεμελίωσης της Βασιλικής στην ανατολική πλευρά του βράχου του Γολγοθά, υπο­δεικνύουν ότι το δάπεδο της Βασιλικής έπρεπε να είναι σε σημαντικό ύψος επάνω από το επίπεδο της κεντρικής λεωφόρου. Η λύση αυτή επέτρεπε την άνετη πρόσβαση στο βαθύτερο τμήμα της εύ­ρεσης του Τιμίου Σταυρού, το οποίο ασφαλώς θα αποτελούσε χώρο προσκυνήματος και επομένως χρειαζόταν ανάλογη διαμόρφωση του χώρου κά­τω από το δάπεδο της Βασιλικής.
Αν οι μετρήσεις και οι υποθέσεις αντιστοι­χούν στην πραγματικότητα της εποχής, τότε έχου­με ένα αρχιτεκτονικό σύνολο όπου ο όγκος της Βασιλικής δέσποζε κυριαρχικά -καθώς η Ροτόντα ακόμη δεν υπήρχε-, ενώ τόσο το σημείο της Σταυρώσεως όσο και της Ταφής υποτάσσονταν. Ο Γολ­γοθάς βρισκόταν σε μια θέση τουλάχιστον έκκε­ντρη στη νοτιοδυτική της γωνία, σαν να συνιστούσε δευτερεύον στοιχείο της όλης σύνθεσης. Πράγ­ματι, από την πρώτη Κωνσταντίνεια φάση φαίνε­ται ότι, αρχιτεκτονικά τουλάχιστον, η προσοχή ε­πικεντρώθηκε στο σημείο του ευρεθέντος χριστιανικού συμβόλου, του Σταυρού, επάνω στο οποίο θα υψωθεί το μνημειακότερο αρχιτεκτόνημα του όλου ως αφιέρωμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Συνιστούσε έμπρακτη έκφραση ευγνωμοσύ­νης για τη νίκη του εναντίον του Μαξεντίου (312) και του Λικινίου (324) («εν τούτω (τω Σταυρώ) νί­κα»).
Ο Γολγοθάς, πάντως, παρέμεινε και αργότερα, σε μέγεθος ή μεγαλοπρέπεια, η architettura minora τον όλου συγκροτήματος. Το γεγονός αυτό ίσως δεν είναι άσχετο με το επίθετο που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα, «φρικτός». Ένας «φρικτός τόπος» δεν είναι δυνατόν να εξαίρεται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά. Παρέμεινε, έτσι, κορυφαίο προσκύ­νημα μέσα στον Άγιο Χώρο του Πάθους, αλλά στη γωνία και χωρίς ένταξη στους κύριους άξονες του όλου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος σε όλες τις οικοδομικές του φάσεις.

alt

Το Ιερό Κουβούκλιο. Νεκρικός θάλαμος. Δεξιά ο Τάφος τον Χριστού. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 45)

alt

Ροτόντα. Προθάλαμος Ιερού Κουβουκλίου με την είσοδο στον Τάφο. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 45)
Ως προς τη μορφή του χώρου της Αναστάσεως (Ροτόντας) στην πρώτη αυτή οικοδομική φάση, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ροτόντα -το κυκλικό περίβλημα γύρω από τον Τάφο- δεν αναφέρεται από τον Ευσέβιο (337 μ.Χ.), τον ανώνυμο προ­σκυνητή των Βορδιγάλλων (333 μ.Χ.) ή τον Κύ­ριλλο (348 μ.Χ.) που περιγράφουν αυτή τη φάση. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι σύγχρονη, αλλά μεταγενέστερη από την Κωνσταντίνεια Βα­σιλική (εγκαινιάσθηκε τον Σεπτέμβριο του 335 μ.Χ., ίσως την ημέρα του Σταυρού (14/9)).
Η πρώτη μνεία για τη Ροτόντα φαίνεται ότι γίνεται στο «Οδοιπορικό» της Εγερίας (384 μ.Χ.), η οποία ομιλεί για τις εισόδους και τις εξόδους κατά τη διάρκεια των τελετών στον χώρο της Ανα­στάσεως. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το δεύτερο σε όγκο και μνημειακότητα αρχιτεκτό­νημα της πρώτης οικοδομικής φάσης πρέπει να οικοδομήθηκε μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (337 μ.Χ.) και πριν από το «Οδοι­πορικό» της Εγερίας (384 μ.Χ.). Μια ακόμη αρχι­τεκτονική ένδειξη αυτής της ύστερης ανέγερσης της Ροτόντας είναι και η παράλληλη, όχι όμως ταυτόσημη, αξονική τους σχέση.
Το Ιερό Συγκρότημα συμπλήρωναν το Βαπτιστήριο και τα βοηθητικά κτίσματα για τις αναγκαίες πρακτικές χρήσεις της λειτουργίας του. Η χωροθέτησή του απασχόλησε τους ερευνητές, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για την αναντίρρητη θέση του. Η πιθανότητα να βρισκόταν στη νότια πλευρά του συγκροτήματος όπως και οι κινστέρνες, αναγκαίες για τη λειτουργία του, ίσως είναι η ισχυρότερη. Βέβαια, πολλά άλλα σημεία και χώροι, που είτε αναφέρονται στις πηγές, είτε αποκαλύφθηκαν με έρευνες και ανασκαφές, δεν μπορούν να αναγνωρισθούν ή να εντοπισθούν, με βεβαιότητα ή ακρίβεια, σε ένα αρ­χιτεκτονικό σύνολο με συνεχή ζωή, καταστροφές και φθορές ή αλλαγές κατόχων επί δεκαετίες αιώ­νων.

alt

Το Ιερό Κουβούκλιο. Ο Τάφος τον Χριστού. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 46)

alt

Το Ιερό Κουβούκλιο. Η είσοδος. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 46)
Οι έρευνες, κυρίως αρχαιολογικές, συμφω­νούν επίσης με την έλλειψη γραπτών ειδήσεων για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του Γολγοθά και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό το Προσκύνημα δέχθηκε κτίσμα στην επόμενη οικοδομική φάση του 7ου αιώνα, μετά την επιδρομή των Περσών και τις νέες εργασίες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον ηγούμενο και κατόπιν πατριάρχη Μόδεστο.
Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν, ο μνημονικός τόπος του Γολγοθά και του Τάφου του Χριστού θα αποτελέσει το πεδίο στο οποίο, μέσα από την αρχιτεκτονική, θα καταγραφεί η πολλαπλότη­τα και η απόκλιση από τον αρχικό δογματικό άξο­να της θρησκείας του Ναζωραίου.
Το «πίστευε και μη ερεύνα» υπήρξε μια ανα­γκαιότητα των πρώτων χριστιανικών χρόνων, ό­ταν οι αιρέσεις και οι αντιπαραθέσεις του ελληνι­κού και του ιουδαϊκού κοσμοθεωρητικού πνεύμα­τος είχαν φθάσει σε πρωτοφανή ακρότητα. Η εσω­τερική, όμως, αναγκαιότητα της σκέψης για ερωτή­ματα και έρευνα δημιούργησε την ίδια εποχή το «ε­ρευνάτε τας γραφάς». Ο Ναός της Αναστάσεως είναι ένα μοναδικό τοπογραφικό σημείο όπου συ­νυπάρχει η αναζήτηση ταύτισης ενός ιστορικού γε­γονότος -ας την ονομάσουμε αρχαιολογική έρευ­να- με την ανάγκη της πίστης. Στην πίστη η κινητήρια δύναμη είναι το συναίσθημα και όχι ο ορθολογισμός. Ωστόσο, αντικειμενική οντότητα δεν υπάρ­ξει σε ερωτήματα όπου συμπλέκονται λογική και συναίσθημα. Ένας ερευνητής της βιβλικής αρχαιολογίας χρήσιμο θα ήταν να αφήνει, ως ουδέτερος τρίτος, τα πράγματα - ευρήματα - μαρτυρίες να φωτίζουν το γεγονός, κρατώντας τις οριστικές ερμηνείες για ευθετότερο χρόνο, στην περίπτωση που μια μονοσήμαντη θέση δημιουργεί ασυμφωνία μαρτυρίας και ευρήματος.
Σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση της μορφής του Γολγοθά ως λατομείου και όχι ως λόφου, η νέα θεώρηση δεν αναιρεί το συμβολικό και υπαρξιακό του περιεχόμενο, ως του καθοδικού τόπου (βυθίσματος) του θανάτου, του ευρισκόμενου πλησιέστερα στον Κάτω Κόσμο, από όπου θα μπορούσε να προέλθει η Άνοδος, η Ανάσταση.

altalt

Αριστερά: ο Μέγας Κωνσταντίνος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Μικρογραφία. Δεξιά: προτομή-αντίγραφο τον Μ. Κωνσταντίνου, που βρίσκεται στο Κάστρο του Μπερατίου στην Αλβανία. (Πηγή: Περιοδικό Corpus, τεύχος 60, άρθρο «Ο Πανίερος ΝΑΟΣ της ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ στα Ιεροσόλυμα», Γ.Π. Λάββας Ακαδημαϊκός Αρχαιολόγος - Αρχιτέκτονας, σελίδα 47)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) C. Katsimbinis: "The uncovering of the eastern side of the hill of Calvary and its base. New lay out of the area of the Canons Refectory by the Greek Orthodox Patriarchate", Liber Annus 27,1977, pp. 197-208.
(2) Gerhard Kroll: AUF DEN SPUREN JESU, l0η έκδοση, Stuttgart 1988.
(3) Κ. Καλοκύρης: ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ, University Studio Press, 1999.
(4)  V. Corbo: IL SANTO SEPOLCRO DI GERUSALEMME, STUDIUM BIBLICUM FRANCISCANUM, 3 τόμοι, Jerusalem 1981.
(5) Dan Bahat: CARTA 'S HISTORICAL ATLAS OF JERUSALEM, Jerusalem α.χ.
(6) C. Schick: "Weitere Ausgrabungen auf dem russischen platz" ZDPV12, 1889, pp. 10-8.
(7) P. Walker: "HOLY CITY, HOLY PLACES?", CHRISTIAN ATTITUDES TO JERUSALEM AND TO HOLY LAND IN THE FOURTH CENTURY (Oxford Early Christian Studies), Oxford 1990.
(Cool E. Joan Taylor: "Golgotha: A reconsideration of the evidence for the sites of Jesus' Crucifixion and Burial", New Testament Studies 44, 1988, pp. 180-203.
(9) J. Wilkinson: "The Tomb of Christ. An Outline of its Structural History", Levant 4, 1972, s. 83-97.
(10) J. Wilkinson: "EGERIA'S TRAVELS TO THE HOLY LAND", Warminster 1981.
(11) G. Lavas-Th. Mitropoulos: "Golgothas Jerusalem. Die Aufdeckung der Kewzigungs stelle Christi", Πρακτικά του 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Χριστιανικής Αρχαιολογίας, Bonn 1991. Εκδ. Munster, 1995, τ. ΙΙ, σσ. 964-8.
(12) G.P. Lavas: "The Rock of Calvary. Uncovering Christ's Crucifixion Site", στο: The Real and Ideal Jerusalem in Jewish, Christian and Islamic Art. Studies in honor of Bezalel Narkiss on the Occasion of his Seventieth Bird day (=Jewish Art 23/24, 1997/98, Jerusalem 1998, pp. 147-50).
(13) J. Kruger: DIE GRABESKIRCHE ZU JERUSALEM , GESCHICHTE - GESTADT -BEDEUTUNG - SCHNELL + STEINER, REGENSBURG 2000. 
 Σημείωση: 1. Το «Μαρτύριον» χρησιμοποιείται με διττή σημασία, ως ο τόπος τέλεσης τον θείον Πάθους και ως μαρτυρία του χώρου εύρεσης τον Ζωοδότου Σταυρού.