Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Ο ελεήμων Θεός αιτία γυρεύει και αφορμή δια να σώσει ψυχή


Ο ελεήμων Θεός αιτία γυρεύει και αφορμή δια να σώσει ψυχή
Όταν εξομολογείται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η ψυχή του και γίνεται αδάμαντας φωτεινός…
Χωρίς την εξομολόγηση, μετάνοια δεν λογίζεται και χωρίς την μετάνοια άνθρωπος δεν σώζεται…
Αν δεν αφήσεις την αμαρτία ότι και αν κάνεις πηγαίνει χαμένο. Μόλις χωρίσεις και αφήσεις την αμαρτία όλα είναι συγχωρημένα μετά την εξομολόγηση…
Όλα συγχωρούνται, μόνο όσα δεν εξομολογηθούν, εκείνα δεν συγχωρούνται… Χύσε δύο σταγόνες δάκρυα με πόνο ψυχής και ξεπλύνεται όλος ο ρύπος…
Μόνο την μετάνοια του ανθρώπου, εάν λάβει εις χείρας Του ο Φιλάνθρωπος, όλα τα άλλα γνωρίζει Αυτός να οικονομεί πανσόφως εις σωτηρία… Ο ελεήμων Θεός αιτία γυρεύει και αφορμή δια να σώσει ψυχή.
by  

Δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού


Το χρήμα και ο πλούτος, είναι ένα θέμα που η διαχρονικότητα το χαρακτηρίζει. Σε όλες τις εποχές βλέπουμε πόσο απασχολεί τους ανθρώπους στις ζωές των οποίων πολλές φορές γίνεται στόχος, τον οποίο αγωνιζόμαστε να κατακτήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός μας έδωσε το δικαίωμα να απολαμβάνουμε τα αγαθά και όσα κερδίζουμε, αλλά να τα διαχειριζόμαστε σωστά και να τα κερδίζουμε δίκαια. Να κατακυριεύσουν τη γη ήταν μια από τις εντολές του Κυρίου στους πρωτόπλαστους αλλά χωρίς να αδικήσουν και να κλέψουν από τους συνανθρώπους τους αφού δύο εντολές του Δεκαλόγου είναι «ου κλέψεις»,  και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν».
Ο Ιησούς στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους, «ουαί υμίν τοις πλούσιοις, ότι απέχετε την παράκληση υμών»(Λουκ. 6,24).Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί το Θεό. Περιφρονεί το συνάνθρωπό του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται τη δικαιοσύνη
Επίσης βλέπουμε ότι ο Κύριος μακάρισε τους φτωχούς: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν βασιλεία του Θεού»( Λουκ. 6.20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι δίνει τη δυνατότητα να ελπίζει στο Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται μόνο στη σωματική του υπόσταση μόνο αλλά ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατη ψυχή, η οποία έχει τις δικές της ανάγκες.
Δεν αρνείται λοιπόν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο μέσα στη ζωή μας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Είναι δύναμη το χρήμα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη αδυναμία. Πολλές φορές βλέπουμε να υποδουλώνει εκείνον που το έχει αφού τον καθιστά πλεονέκτη και κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρία». Επίσης βλέπουμε πολλές φορές ότι προκειμένου να αποκτηθούν τα πλούτη και να διαφυλαχτούν, ο άνθρωπος εκτίθεται σε πολλούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν»,( Α’ Τιμ. 6,9), τονίζει ο Απόστολος Παύλος. Ένας τρίτος πειρασμός που αντιμετωπίζουν οι κυνηγοί του χρήματος είναι ότι εύκολα πέφτουν σε παγίδες και καταπατούν τον ηθικό νόμο. Εκμεταλλεύονται τους άλλους και παρανομούν.
Γι αυτό και ο Κύριος στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή επισημαίνει ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δε λέει ότι είναι αδύνατο αλλά δύσκολο, έτσι όταν οι ακροατές θα ρωτήσουν «και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατα παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά, και η σωτηρία των πλουσίων, αρκεί να συνειδητοποιήσουν τις «υποχρεώσεις» τους και να αγωνιστούν να τις εκπληρώσουν.
Πρώτο και κυριότερο να τα κερδίζουμε όλα με θεμιτά μέσα. Με τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα. όχι με εκμετάλλευση των συνανθρώπων μας και με απάτες. Δεύτερη υποχρέωση και εξίσου σημαντική, το χρήμα να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος να καταντά υπηρέτης του χρήματος. Επίσης ο πλούτος στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα να μην αγνοούμε το διπλανό μας, ο οποίος μπορεί να βασανίζεται από φτώχεια και μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό να φυλακίζουμε το χρήμα, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Επιπλέον η ευγνωμοσύνη μας προς το Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε διαχειριστές. Αυτοί που με φρόνηση και γενναιοδωρία πρέπει να τα διαχειριστούμε όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους που και εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σον περίσσευμα γένηται εις το εκείνου το υστέρημα» (Β΄Κορ. 8,13). Ο Μέγας Βασίλειος απαντώντας στο ερώτημα «ποιον αδικώ κατέχοντας τα δικά μου;» αναφέρει: «Ποια είναι δικά σου; Από που τα πήρες και τα διατηρείς στη ζωή σου; Δε γεννήθηκες γυμνός; Και πάλι δε θα επιστρέψεις γυμνός στη γη;»
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εποχή στη οποία ζούμε είναι κατ’ εξοχήν υλιστική και πλουτοκρατική. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους διακατέχονται από τη δίψα του πλούτου και κυριαρχούνται από μια ακατανίκητη φορά προς τα υλικά αγαθά. Παντού προβάλλει και κυριαρχεί ο λεγόμενος οικονομικός τύπος του ανθρώπου, ο homo economicus. Όλοι μας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεχόμαστε τη φθοροποιό επίδραση της υλιστικής νοοτροπίας, όπως και ο νέος της ευαγγελικής περικοπής. Ο νέος αναστατώθηκε όταν άκουσε ότι πρέπει να πουλήσει όσα έχει και «γύρισε την πλάτη» στην αιώνια ζωή, διάλεξε την υλική ευμάρεια  και απέρριψε τη σωτηρία της ψυχής του. Παράδειγμα προς αποφυγήν ο νέος του Ευαγγελίου. Οφείλουμε λοιπόν εμείς να επιδείξουμε πολλή προσοχή. Να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί η μανία και η κακή διαχείριση του πλούτου, να μην πέσουμε στη φοβερή παγίδα της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Να μη μας κυριεύσει η απάτη του πλούτου και για χάρη του λησμονήσουμε το Θεό, αδιαφορήσουμε για τους ανθρώπους και αμελήσουμε τον ιερό σκοπό της ζωής που είναι η σωτηρία μας.
Ηλιάνα Κάουρα, θεολόγος

Μια νύχτα με φουρτούνα


Στα παλιά τα χρόνια δύσκολο πράγμα ήτανε να ταξιδεύεις απ΄ ένα τόπο σε άλλον. Κίνδυνοι στη στεριά από κακούργους κι απ΄ αγρίμια, κίνδυνοι και στη θάλασσα από φουρτούνες. Δεν ήτανε, βλέπεις, και τα καράβια της προκοπής. Καρυδότσουφλα ήτανε και συχνά παίρναν μαζί τους στον πάτο της θάλασσας και τις ζωές που κουβαλούσαν.
Σ΄ ένα καράβι εκείνου του καιρού μπήκε απ΄ το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης μια μέρα κι ένας χριστιανός. Έπρεπε να ταξιδέψει για σπουδαία δουλειά. Ε,  και τ΄ αποφάσισε. Μα, καλός χριστιανός όπως ήταν, αποβραδίς πήγε πρώτα στην εκκλησιά τ΄ Αϊ-Νικόλα. Άναψε το κεράκι στη χάρη του, γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα και ζήτησε μέσα απ΄ την καρδιά του από τον Άγιο των θαλασσινών να τον προστατέψει. Ύστερα πέρασε από συγγενείς και φίλους, αποχαιρέτισε και μπήκε στο πλοίο. Καλά ταξίδευαν  όλη τη μέρα. Γαλήνια η θάλασσα κι ο αγέρας φούσκωνε καθώς έπρεπε τα πανιά. Μα, ξάφνου, σαν καλοσκοτείναισε, άλλαξ΄ ο καιρός. Τινάχτηκαν από το πρωτοΰπνι τα ναυτόπουλα, πιάσανε να γυρίζουν τα πανιά.
Ακούει τη φασαρία ο χριστιανός, ξυπνά κι αυτός και τρέχει, όπως το λέει ο Χριστός μας, να βάλει ένα χεράκι, να βοηθήσει. Σκαμπανεβάζει η θάλασσα το καράβι. Μπερδεύεται ανάμεσα σε γάντζους και σκοινιά ο άνθρωπος, τρικλίζει και πέφτει στ΄ αφρισμένο κύμα αφήνοντας φωνή, π΄ αντήχησε στριγκλιά μες στη βουή της θάλασσας και του ανέμου.
Τρέξαν οι ναύτες. Ρίξανε σκοινιά, ανάψανε δαυλιά μήπως και δούνε κάτι μες στα σκοτάδια. Τίποτα! Για ώρα πολλή ψάχνανε, φωνάζαν απ΄ τη μια κι απ΄ την άλλη μεριά. Ως και σκάλα σκοινένια έριξ΄ ο πιο τολμηρός και κατέβηκε ίσαμε τις κορφές των κυμάτων, μήπως δει και δώσει χέρι, για να σωθεί ο δύστυχος ο άνθρωπος.Χαμένος κόπος! Γύρισαν πικραμένοι στο πόστο του ο καθένας. Ο άνεμος σφύριζε κι έσπρωχνε γρήγορα το καράβι, που ολοένα απομακρυνόταν. Κι εκείνοι λυπημένοι κοίταγαν πίσω τ΄ άγρια σκοτάδια και κυλούσανε στα τραχιά τους μάγουλα αλμυρά νερά από τα μάτια τους…
Σαν εβυθίσθη στο άγριο νερό ο χριστιανός, τρεις λέξεις πρόλαβε και φώναξε: «Άγιε Νικόλα, βόηθα!». Κι ευθύς – μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε – βρέθηκε ευθύς καταμεσής στη σάλα του σπιτιού του. Και τρέχαν πάνω του ποτάμια τα θαλασσινά νερά. Κι εκείνος δεν κατάλαβε και ξαναφώναξε: «Βόηθα, Άγιε Νικόλα», κι άκουσε την ίδια του τη φωνή ν΄ αντηχεί μέσα στο σπίτι του.
Ξύπνησαν και πετάχτηκαν απ΄ τα κρεβάτια οι δικοί του. Βάλαν κι εκείνοι τις φωνές! Φτάσανε φίλοι και γειτόνοι ξαφνιασμένοι απ΄ το νυχτερινό νταβαντούρι. Ανάψανε λυχνάρια και καντήλια και δεν ήξεραν τι να τον ρωτήσουνε, σαν είδαν τα νερά να τρέχουνε ακόμα από πάνω του κι απ΄ το κεφάλι και τους ώμους του να κρέμοντ΄ οι κορδέλες των φυκιών. Σαστίσανε, βλέπεις, οι άνθρωποι, μ΄ ακόμα πιο πολύ τα  ΄χε χαμένα ο χριστιανός εκείνος. Έπιασε να τους λέει την ιστορία μα… σταματούσ΄ εκεί που περδικλώθηκε κι έπεσε στη θάλασσα. Τι άλλο να πει; Α! και πως πέφτοντας φώναξε για βοήθεια τον Αϊ-Νικόλα. Κοιτάγαν όλοι σαστισμένοι τα νερά που σούρωναν ακόμα από τα ρούχα του. Δε βγάζανε άχνα, μα όλοι στοχάζονταν το θαύμα το παράδοξο. Ένας από τους σπιτικούς έπιασε να ψιθυρίζει το «Κύριε, ελέησον».
«Κύριε, ελέησον», αντιμίλησαν κι οι άλλοι.
Άλλαξε τα βρεγμένα ρούχα ο χριστιανός και τράβηξε μες στη νυχτιά στην εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα. Εκεί, γονατιστόν μπροστά στη χάρη του, τον βρήκε το ξημέρωμα. Εκεί τον βρήκανε κι οι χριστιανοί, που ήρθαν σαν ακούσαν την καμπάνα. Άρχισ΄ ο όρθρος και προχώρησε και μπήκανε στη λειτουργία. Κι έκλαιε μπρος στον Άγιο ο χριστιανός κι έκλαιε μαζί του ο λαός όλος. Κι η εκκλησιά ευώδιαζε! Ευώδιαζε απ΄ το θαύμα!
Κι ο Άγιος μέσ΄ απ΄ την κορνίζα του έλαμπε από θείο φως και χαμογελούσε.
Πηγή: http://www.pemptousia.gr/

Η υποκρισία συνιστά αμάρτημα, σοβαρότατο κίνδυνο για την χριστιανική μας ζωή


Αποτελεί συμπεριφορά διαβολική, αφού πρώτος ο διάβολος υποκρίθηκε, εξαπατώντας έτσι τους πρωτοπλάστους. Ο υποκριτής υποκρίνεται τον ευσεβή χωρίς να είναι στην πραγματικότητα.
Όλοι μας λίγο έως πολύ, έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το ρόλο του δικηγόρου του Θεού. Διεκδικούμε το ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (Ντοστογιέφσκυ) που θέλει να διορθώσει το Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με τον φαρισαϊσμό μας.  Ο Μ. Βασίλειος μας δίνει έναν θαυμάσιο ορισμό: Υποκριτής είναι αυτός που στο θέατρο υποδύεται διαφορετικό πρόσωπο… Έτσι και σε τούτη τη ζωή πολλοί ενεργούν όπως οι θεατρίνοι. Άλλα έχουν μέσα στην καρδιά τους και άλλα δείχνουν εξωτερικά προς τους ανθρώπους». (Μ. Βασιλείου, Λόγος περί Νηστείας Α’ 24).
  Posted by

Πώς είναι ο Θεός;


Ένας νέος πήγε σ ‘ έναν σοφό γέροντα και τον παρακάλεσε θερμά:
-Με απασχολεί το ερώτημα: Υπάρχει Θεός; Ειπέ μου, σε παρακαλώ! Εσύ το πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός;
-Και βέβαια το πιστεύω, του απάντησε ο γέροντας.
-Και ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, το πιστεύεις κι αυτό;
-Και βέβαια, το πιστεύω.
-Και τον Θεό ποιος τον έφτιαξε;
-Εσύ, του απάντησε σοβαρά και ξερά ο γέροντας.
Ο νεαρός σοκαρίστηκε με την απάντηση του γέροντα.
Τον ρώτησε και πάλι λοιπόν:
-Γέροντα, εγώ σε ρωτάω σοβαρά, του είπε. Κι εσύ μου λες πως εγώ έφτιαξα το Θεό.
-Μα κι εγώ σοβαρά σου μιλάω, του απάντησε ο γέροντας. Πολύ σοβαρά. Και πρόσεξε γιατί. Εσύ μ’ όλ’ αυτά που με ρωτάς, δείχνεις πως δεν ψάχνεις να βρεις το Θεό όπως είναι. Εσύ ψάχνεις να βρεις έναν Θεό όπως τον θέλεις εσύ, όπως τον φαντάζεσαι εσύ, κομμένον στα μέτρα σου. Αυτόν τον Θεό λοιπόν θα τον έχεις φτιάξει εσύ. Δεν θα είναι ο αληθινός Θεός. Και πρόσθεσε ο άγιος αυτός γέροντας:
-Ψάξε να βρεις τον αληθινό Θεό, παιδί μου. Να Τον δεχτείς όπως είναι. Μην Τον θέλεις όπως εσύ τον φαντάζεσαι. Προσπάθησε να γίνεις εσύ όπως σε θέλει ο Θεός. Προσπάθησε να Τον καταλάβεις όπως είναι. Και ν’ αγαπήσεις το θέλημά Του, όπως είναι.
Πηγή: http://panagiamilesiotisa.blogspot.gr/

Γιατί οι ευσεβείς και οι φτωχοί αδικούνται;


Κάποτε ένας άγιος γέροντας προσευχόταν στο Θεό να του αποκαλύψει το μυστήριο, γιατί  άνθρωποι δίκαιοι και ευσεβείς είναι φτωχοί και δυστυχούν και αδικούνται, ενώ πολλοί άδικοι και αμαρτωλοί είναι πλούσιοι και αναπαύονται, και πως ερμηνεύονται οι κρίσεις του Θεού.
Ο Θεός θέλοντας να τον πληροφορήσει, του έβαλε στην καρδιά λογισμό να κατεβεί στον κόσμο. Περπατώντας λοιπόν ο Γέροντας, βρέθηκε σ’ ένα δρόμο πλατύ, όπου περνούσαν πολλοί. Εκεί υπήρχε ένα λιβάδι και μια βρύση με καθαρό νερό. Ο αββάς, κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δένδρου και σε λίγο, να που περνά ένας άνθρωπος πλούσιος, που ξεπέζεψε και κάθισε να φάει. Εκεί που αναπαυόταν, βγάζει ένα πουγκί με εκατό φλουριά, για να τα μετρήσει.. Αφού τα μέτρησε, νόμισε πως τα έβαλε πάλι μέσα στο ρούχο του, εκείνα όμως έπεσαν κάτω στη γη. Σηκώθηκε λοιπόν και καβαλίκεψε το άλογο του, αφήνοντας εκεί τα φλουριά.
Έπειτα πέρασε από εκεί άλλος οδοιπόρος, για να πιει νερό. Βρίσκει τα φλουριά, τα παίρνει και φεύγει γρήγορα.
Κατόπιν ήλθε άλλος φτωχός πεζοδρόμος, φορτωμένος και κουρασμένος, και κάθισε κι αυτός να αναπαυτεί. Ενώ έβγαζε ένα παξιμάδι για να φάει, έρχεται και ο πλούσιος και πέφτει πάνω στο φτωχό και του λέει με θυμό: « Γρήγορα, δος μου τα φλουριά που βρήκες». Ο φτωχός με όρκους μεγάλους έλεγε πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Τότε ο πλούσιος άρχισε να τον δέρνει με τη βίτσα του λουριού του αλόγου του και με ένα χτύπημα τον σκότωσε. Και άρχισε να ψάχνει όλα τα ρούχα και τα πράγματα του φτωχού, και επειδή δε βρήκε τίποτε έφυγε πολύ λυπημένος.
Ο αββάς βλέποντας όλα αυτά έκλαιγε και σπαρασσόταν η καρδιά του για τον άδικο φόνο και παρακαλώντας τον Κύριο έλεγε: «Κύριε, ποια είναι η βουλή Σου και πως υπομένει αυτά η αγαθότητα Σου; Τότε παρουσιάσθηκε Άγγελος και του είπε: μη λυπάσαι, Γέροντα, διότι όλα με το θολή του Θεού γίνονται, αλλά κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση και άλλα για οικονομία. Μάθε, λοιπόν, ότι αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου  που τα βρήκε. Ο δεύτερος είχε περιβόλι αξίας εκατό φλουριών, αυτό δε ο πλούσιος ως πλεονέκτης που ήταν, το πήρε δικαστικώς μόνο για πενήντα φλουριά. Κι επειδή παρακαλούσε ο φτωχός περιβολάρης το Θεό να κάνει εκδίκηση, οικονόμησε ο Θεός έτσι και τα έδωσε διπλά αντί πενήντα φλουριά, εκατό.
Εκείνος δε ο άνθρωπος που φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει φόνο, επειδή, όμως, είχε έργα χριστιανικά και θεάρεστα, θέλοντας ο Θεός να τον σώσει και να τον καθαρίσει από την αμαρτία του φόνου, οικονόμησε να σκοτωθεί άδικα, για να σωθεί η ψυχή του. Αυτός δε, ο πλεονέκτης, που έκανε το φόνο, έμελλε να κολασθεί από την πλεονεξία του, γι αυτό τον άφησε ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου, για να πονέσει η ψυχή του και να ζητήσει μετάνοια. Και να τώρα, αφήνει τον κόσμο και πάει να γίνει μοναχός.
Λοιπόν πήγαινε τώρα στο κελί σου και μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, διότι είναι ανεξερεύνητες, και ανεξιχνίαστη η προνοητική των πάντων του Θεού διακυβέρνηση, και δεν φθάνει ο νους και η δύναμη της γνώσεως του ανθρώπου να κατανοήσει τα θεία μυστήρια. Γι αυτό κάθε άνθρωπος  πρέπει να λέει: «δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις Σου» και από την απόλυτη πίστη του θα σωθεί, καθώς λέγει η Γραφή: «ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται».
Αφού άκουσε αυτά από τον άγγελο ο Αββάς, δόξαζε το Θεό.

Η Αχαριστία


Είτε προσευχόμαστε για τον εαυτό μας είτε για τους άλλους η προσευχή πρέπει να είναι καρδιακή.
Το πρόβλημα των άλλων να γίνεται και δικό μας πρόβλημα. Πρέπει να κάνετε προετοιμασία για την προσευχή. Να διαβάζετε ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιο ή το Γεροντικό και μετά να προσεύχεσθε.
Χρειάζεται μια προσπάθεια για να μεταφερθεί ο νους στο θείο χώρο.
Η μελέτη μοιάζει με γλυφιντζούρι που μας δίνει ο Θεός για να μας οδηγήσει στα πνευματικότερα.
Με τη μελέτη θερμαίνεται η ψυχή.
Να ζείτε στο κλίμα της διαρκούς δοξολογίας και ευχαριστίας του Θεού.
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η αχαριστία.

Το καλό από την απογοήτευση


Η πορεία της ζωής φαίνεται ότι έχει πολλά σκαμπανεβάσματα και πολλές εκπλήξεις. Οι υπολογισμοί και οι προγραμματισμοί αποδεικνύονται άσκοποι, καθώς τα γεγονότα έρχονται διαφορετικά.
Νομίζω όμως πως τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι τόσο οδυνηρό όσο η απογοήτευση από τους ανθρώπους. Από αυτούς που περίμενες ν’ αγαπηθείς όπως αγάπησες, να πάρεις όπως έδωσες, να σταθούν κοντά σου όπως στάθηκες.
Κι είναι ο πόνος της απογοήτευσης δυνατός και γι’ αυτό πολύ θεραπευτικός! Αν αφεθείς στην απογοήτευση, διαλύθηκες «εις τα εξ ων συνετέθεις». Ο μέσα σου κόσμος συγχίζεται, ανατρέπεται, εξοντώνεται. Αν μπορέσεις να υπομείνεις, θα δεις το φάρμακο του πόνου να θεραπεύει τις ακαταστασίες, τις εξαρτήσεις, τα λάθη σου. Κυρίως «να κτυπά κέντρο» τη φιλαυτία που καλύπτεται από την αγάπη, το δόσιμο, τη συμπόρευση.
Γιατί, αν αγαπάς, δίνεσαι, συμπορεύεσαι. Αναμένοντας ο άλλος να κάνει και σε σένα τα ίδια, είναι σίγουρο πως δεν αγαπάς, δεν δίνεσαι, δεν συμπορεύεσαι «καθώς Εκείνος».
Αυτή η προτροπή του Κυρίου Ιησού, να αγαπούμε «καθώς μας αγάπησε», ανατρέπει τα συμβατικά, τα συμφεροντολογικά και οδηγεί στη θυσία, στο «απαρνησάσθω εαυτόν». Τότε κατανοείς τη μικρή δική σου αγάπη και τη μεγάλη τη δική Του. Γνωρίζεις, μέσα από τον πόνο της απογοήτευσης, πως η αγάπη σου έχει όρια και πως η δική Του δεν έχει όρια.
Έτσι, το φάρμακο της απογοήτευσης είναι αναγκαίο, για να βρεις το δρόμο του θανάτου που ζωογονεί. Αν αγαπάς, δίνεσαι, συμπορεύεσαι χωρίς να περιμένεις τίποτα κι έχεις το παν.
Αν στη ζωή μας τίποτα δεν είναι τυχαίο, τότε τα ευχάριστα αλλά κυρίως τα δυσάρεστα, έχουν το λόγο τους. Το ποιος είναι θα το μάθουμε ίσως σύντομα, ίσως μετά. Σίγουρα όμως θα τον γνωρίσουμε «εν τη εσχάτη ημέρα της του Κυρίου παρουσίας», όπου θα αποκαλυφθούν όλα. Κυρίως θα γνωρίσουμε την κρυμμένη αγάπη του Θεού μας που με τα πολλά δώρα Του και τις φανερές ή αφανείς ευεργεσίες Του μάς οδηγούσε στην πνευματική ανάπτυξη.
Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι η πνευματική μας ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται χωρίς άσκηση, πόνο και προσπάθεια, θα καταλάβουμε από τον νυν αιώνα τη σημασία της απογοήτευσης που γευτήκαμε. Όπως και τη σημασία της σιωπής και ανοχής του Θεού που παραχώρησε να πονέσουμε, για να πάμε πιο πέρα, πλησιάζοντάς Τον πιο ουσιαστικά, ζώντας όπως Εκείνος και πλησιάζοντας πιο αληθινά τους ανθρώπους αγαπώντας τους όπως είναι, καθώς θα τους αγαπούμε «καθώς Εκείνος μας αγάπησε».
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός


Όχι, όμως, για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος, αλλά για ν” αποκομίζουμε απ” αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος.
Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα.
Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν, όμως, πάθουμε και το παραμικρό κακό από κάποιον, τότε τα χάνουμε, βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.
Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.
Γι αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία, όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος, αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις, που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.
Άλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ” αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού.
Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν” αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.
Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν.
Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν” ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν” ανησυχούν, αν όσα λένε γι” αυτούς είναι αληθινά.
Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Περι φιλαυτίας και ελευθερίας

 

του Αρχιμανδρίτη Γεωργίου Καψάνη
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους
Απομαγνητοφωνημένη (με κάποιες τροποποιήσεις) ομιλία,
εις την Θεολογικήν Σχολήν Αθηνών, μετά την τέλεσιν της Ακολουθίας του Μεγάλου Αποδείπνου, τη Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1988.
Επειδή βρισκόμαστε στην περίοδο της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής διάλεξα αυτό το θέμα, που δεν θα είναι τόσο μία δική μου διαπραγμάτευσι αλλά κυρίως μία παρουσίασι χωρίων από τους άγιους Πατέρας μας. Θα παρουσιάσουμε και θα υπομνηματίσουμε κάποια πατερικά χωρία, ώστε να είναι για όλους μας η ομιλία μου αυτή μία μελέτη των νηπτικών Πατέρων γύρω από το τόσο σοβαρό αυτό θέμα της φιλαυτίας και της ελευθερίας.

Διδαχές Γερόντων

 

Διδαχές Γερόντων

για το θάνατο, για την ψυχή, για τη φιλαργυρία, τους σύγχρονους ανθρώπους, για την Ορθοδοξία, την αντιμετώπιση των αιρετικών, για τη φύση και τη σημερινή Ελλάδα.
Από το βιβλίο «Διδαχές Γερόντων» του πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
 
α’. Για το θάνατο
1.   Ο Γέροντας  Φιλόθεος έλεγε ότι ο άνθρωπος στην παρούσα ζωή περνάει από πολλές δυσκολίες, τις όποιες πρέπει να αντιμετωπίζει με πίστη στο Θεό. Ειδικό­τερα τόνιζε: «Ή παρούσα πρόσκαιρη ζωή μοιάζει με θά­λασσα και εμείς οι άνθρωποι είμαστε πλοιάρια. Και όπως τα πλοία πού ταξιδεύουν στη θάλασσα δεν συναντούν μό­νο γαλήνη αλλά πολλές φορές συναντούν ισχυρούς ανέ­μους και μεγάλες τρικυμίες και κινδυνεύουν, έτσι και ε­μείς, οι όποιοι ταξιδεύουμε στη θάλασσα της πρόσκαιρης ζωής, συναντούμε πολλές φορές ισχυρούς ανέμους, και μεγάλες τρικυμίες, σκάνδαλα, πειρασμούς, ασθένειες, θλί­ψεις,   στενοχώριες,   διωγμούς και  διάφορους κινδύνους. Δεν πρέπει όμως να δειλιάζουμε. Να έχουμε θάρρος, αν­δρεία, πίστη. Και αν ως άνθρωποι ολιγόψυχοι και ολιγόπιστοι δειλιάσουμε στους κινδύνους, να φωνάξουμε στο Χριστό όπως ό Πέτρος και εκείνος θα απλώσει το χέρι του και θα μας βοηθήσει».

Αποφθέγματα Ρώσων Αγίων και Γερόντων

 






Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ:


«Χριστός Ανέστη, χαρά μου!».
«’Οτε ελάλουν εκ του νοός μου συνέβαινον σφάλματα».
«Νηστεία δεν είναι μόνο να τρώει κανείς αραιά, αλλά και να τρώει λίγο. Δεν είναι φρόνιμο αυτός που νηστεύει, να περιμένει με ανυπομονησία την ώρα του γεύματος και να ρίχνεται με βουλιμιά – σωματική και πνευματική στο φαγητό. Η αληθινή νηστεία εξ άλλου δεν είναι μόνο στο να δαμάζει κανείς το σώμα του, αλλά και στο να στερείται, προκειμένου να δόση ψωμί σ’ εκείνον που δεν έχει.»
«Απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και χιλιάδες θα βρουν κοντά σου τη σωτηρία».
«’Αν είσαι σωστός χριστιανός, χιλιάδες άνθρωποι γύρω σου – βλέποντάς σε θα σωθούν.»
«Ας μην ακολουθούμε το δρόμο της απογοητεύσεως, διακήρυττε, κτυπώντας χαρούμενα το πόδι του στο έδαφος. Ο Χριστός τα νίκησε όλα. Ανάστησε τον Αδάμ. ’Έδωσε πάλι στην Εύα την αξιοπρέπειά της. Θανάτωσε τον θάνατο».
«Γιατί ζεις χωρισμένος από την γυναίκα σου; Πήγαινε γρήγορα να την ξαναβρείς. Πήγαινε.» (Σε άνδρα που ζούσε χωρισμένος από τη γυναίκα του).
«Εάν πιστεύεις, χαρά μου, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι…»
«Η ζωή μας, μπορεί να συγκριθεί με μια λαμπάδα καμωμένη από κερί και φυτίλι, που καίει με μια φλόγα που εμείς ανάψαμε. Το κερί – είναι η πίστη μας. Το φυτίλι η ελπίδα μας. Και η φλόγα – η αγάπη που ενώνει την πίστη μαζί με την ελπίδα, όπως το κερί και το φυτίλι καίνε μαζί με αποτέλεσμα τη φωτιά. ’Ένα κερί κακής ποιότητας βγάζει, όταν το ανάβεις και όταν το σβήνεις, μια άσχημη μυρωδιά. ’Όμοια είναι και η ζωή ενός αμαρτωλού…».
«Το πάν είναι ν’ αποφασίσεις κάτι. Η απόφαση είναι η αρχή.»
Αγίου Σιλουανού:




«Κράτα τον νου σου στον Άδη και μη απελπίζου»
Ο Κύριος κελεύει ημάς να αγαπώμεν Αυτόν εξ’ όλης ψυχής, αλλά πως είναι δυνατόν να αγαπάς Εκείνον τον Οποίον ουδέποτε είδες, και πως να μάθεις αυτήν την αγάπη; Ο Κύριος γνωρίζεται εκ της ενεργείας Αυτού εις την ψυχή. ‘Όταν ο Κύριος επισκεφθεί αυτήν, η ψυχή γνωρίζει ότι ήτο ο προσφιλής Επισκέπτης και αναχώρησε, η δε ψυχή επιθυμεί και αναζητεί Αυτόν μετά δακρύων: «Που εκρύβης, Φως μου; Πού είσαι χαρά μου; Τα ίχνη Σου ευωδιάζουν εν τη ψυχή μου, αλλά Συ απήλθες, και η ψυχή μου Σε ποθεί, και ηκηδίασεν η καρδία μου και θλίβεται, και ουδέν πλέον χαροποιεί εμέ, διότι επίκρανα τον Κύριον, και Αυτός εκρύβη απ’ εμού».
Εάν είμεθα απλοί ως τα παιδία, ο Κύριος θα εδείκνυεν εις ημάς τον παράδεισο, θα εβλέπομεν Αυτόν εν τη δόξη των Χερουβίμ και των Σεραφείμ και πασών των επουρανίων δυνάμεων και των Αγίων. Αλλά δεν είμεθα ταπεινοί, και δια τούτο βασανίζομε και εαυτούς και τους άλλους, όσοι ζουν μεθ’ ημών.
Εκ της αγάπης προς τον αδελφό έρχεται η χάρις, και δια της αγάπης προς τον αδελφό φυλάττεται. Εάν όμως δεν αγαπώμεν τον αδελφό, τότε και η αγάπη του Θεού δεν έρχεται εις την ψυχή, ένεκα της κατακρίσεως ή του μίσους προς τον αδελφό.
‘Ω, πόσον πρέπει να ικετεύωμεν τον Κύριον, ίνα δώσει εις την ψυχή το ταπεινόν ‘Αγιον Πνεύμα! Η ταπεινή ψυχή έχει μεγάλη ανάπαυσιν, η υπερήφανος όμως βασανίζει η ιδία εαυτήν. Ο υπερήφανος δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού και ευρίσκεται μακράν Αυτού. Υπερηφανεύεται ότι είναι πλούσιος ή επιστήμων ή ένδοξος, αλλά δεν γνωρίζει το έσχατο της πενίας και της απώλειας αυτού, διότι τον Θεό δεν γνώρισε. ‘Όστις όμως αγωνίζεται κατά της υπερηφάνειας, εις αυτόν ο Κύριος γίνεται βοηθός, ίνα νικήσει τούτο το πάθος.
Φαίνεται εις πολλούς ότι οι Άγιοι είναι μακράν αφ’ ημών. Αλλά είναι μακράν εκείνων οίτινες φυλάττουν τας εντολάς του Χριστού και έχουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Επικαλείσθε μετά πίστεως την Θεοτόκο και τους Αγίους. Ούτοι ακούουν των προσευχών ημών και γνωρίζουν και τους διαλογισμούς ημών.
Οι ‘Άγιοι ακούουν των προσευχών ημών και έχουν από Θεού την δύναμιν, ίνα βοηθούν ημάς. Τούτο είναι γνωστό εις όλον το γένος των χριστιανών.
Εάν ζητείς όπως ο νούς σου προσεύχηται ηνωμένος μετά της καρδίας, και δεν επιτυγχάνεις τούτου, τότε λέγε την προσευχή δια του στόματος και κράτει τον νούν εν ταις λέξεσι της προσευχής, ως διδάσκει η «Κλίμαξ». Εν καιρώ ο Κύριος θα δόση εις σε και την καρδιακήν προσευχή, άνευ λογισμών, και θα προσεύχησαι αβιάστως.
Ο Κύριος έδωκεν εις ημάς την εντολή να αγαπώμεν τον Θεό εξ’ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ψυχής. Αλλ’ άνευ προσευχής πως είναι δυνατόν να αγαπάς; Δια τούτο ο νούς και η καρδία του ανθρώπου οφείλουν πάντοτε να είναι ελεύθεροι δια προσευχή.
Παρομοίαν αναζήτησιν της επιγνώσεως του θελήματος του Θεού, δια της αμέσου εν προσευχή στροφής προς Αυτόν, ιδίως εν καιρώ ανάγκης ή θλίψεως, οδηγεί τον άνθρωπο εις την κατάστασιν περί της οποίας ομιλεί ο Γέρων: «Ακούει εντός της ψυχής αυτού απάντησιν εκ του Θεού και διδάσκεται και κατανοή την χειραγωγίαν Αυτού… Ούτως οι πάντες πρέπει να μανθάνωμεν να αναγνωρίζωμεν το θέλημα του Θεού, διότι, αν δεν μανθάνωμεν, ποτέ δεν θα γνωρίσωμεν αυτήν την οδόν».

Ό Άγιος Ιεράρχης Καλλίνικος από την Τσερνίκα (1787-1868)

 

Α) Ή ζωή του
Ό άγιος Ιεράρχης Καλλίνικος από την Τσερνίκα γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1787 στο Βουκουρέστι κοντά στην εκκλησία του αγίου Βησσαρίωνος. Κατά το άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος.
Οι γονείς του ονομάζονταν Αντώνιος καί Άνθη καί ήταν πολύ ευσεβείς. Ό μεγαλύτερος κατά την ηλικία από τα παιδιά των ήταν ιερεύς έγγαμος. Αργότερα μπήκε στη μοναχική ζωή καί εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος. Ομοίως καί ή μητέρα του αγίου Καλλινίκου, ή μακαριά Άνθη, αφού μεγάλωσε τα παιδιά της, αναχώρησε για το μοναστήρι Πασάρεα, όπου έλαβε το μεγάλο καί Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Φιλοθέη μεγαλόσχημη.
Ό νεαρός Κωνσταντίνος, ό μικρότερος μεταξύ των παιδιών, έλαβε από μικρός μία σπάνια θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Σπούδασε στο Βουκουρέστι, στα σχολεία πού λειτουργούσαν εκείνο τον καιρό, δίπλα στην εκκλησία. Το έτος 1807 εισήλθε στην μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Τσερνίκα. Μπήκε στην υπακοή του οσίου στάρετς άρχιμανδρίτου Τιμοθέου. στις 12 Νοεμβρίου 1808 έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Καλλίνικος. στις 3 Δεκεμβρίου 1808 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος. στις 13 Φεβρουαρίου 1813 χειροτονήθηκε Ιερομόναχος, ενώ στις 20 Σεπτεμβρίου 1815 χειροθετήθηκε Πνευματικός από τον ίδιο Μητροπολίτη της Ρουμανικής χώρας Νεκτάρι Ανέλαβε επίσης καί το διακόνημα του εκκλησιαστικού στο Μοναστήρι Τσερνίκα. Το καλοκαίρι του έτους 1812 ταξίδευσε στην Μολδαβία μαζί με τον Πνευματικό του ιερομόναχο μεγαλόσχημο Ποιμένα ως συνοδό του, ενώ το έτος 1817 μετέβη στο Αγιον Όρος. στις 14 Δεκεμβρίου 1818 ό όσιος Καλλίνικος εξελέγη ηγούμενος στο μοναστήρι Τσερνίκα. Δεν ήταν τότε παραπάνω από 31 ετών. Για την ταπεινή ζωή του καί την καλή διακυβέρνηση της μονής, στις 9 Απριλίου 1820 χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης καί διηύθυνε το μοναστήρι Τσερνίκα επί 32 χρόνια, δημιουργώντας μια εκλεκτή μοναχική αδελφότητα.
στις 14 Σεπτεμβρίου 1850 εξελέγη επίσκοπος στην επαρχία Ρίμνικ του Νέου Σεβήρου, την οποίαν ποίμανε επί 17 χρόνια. στις 24 Μαΐου 1867 αποσύρθηκε από τον θρόνο για το μοναστήρι της μετανοίας του, ενώ στις 11 Απριλίου 1868 απεδήμησε για τους ουράνιους θαλάμους.
Ή αγιοποιήσεις του αγίου ίεράρχου Καλλινίκου έγινε στις 21 Οκτωβρίου 1955, ενώ ή πανηγυρική μνήμη του τελείται στις 11 Απριλίου.
Β) Έργα καί λόγοι διδασκαλίας

Ό όσιος Αρχιμανδρίτης Γεώργιος μεγάλος ηγούμενος του μοναστηρίου Τσερνίκα (1806)

 

Α) Ή ζωή του
Ό όσιος ηγούμενος Γεώργιος γεννήθηκε στα μέρη του Φαγκαρας τίς πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος. Επιθυμώντας να υπηρέτηση τον Χριστό από την νεότητα του, βρήκε για καταφύγιο της ψυχής του τα μοναστήρια της Τρανσυλβανίας. Άλλα μη μπορώντας να υπομείνει τίς θρησκευτικές διώξεις, κατά τίς όποιες αναγκάζονταν οί άνθρωποι να γίνουν ουνίτες, ό νεαρός Γεώργιος ήλθε στα Καρπάθια στην Ρουμανική Χώρα.
Στον δρόμο προς το Όρος του Αθωνος, έγινε προσωρινός μαθητής ενός Έλληνος αρχιερέως, ό όποιος κατοικούσε στο Βουκουρέστι. Αφού έγινε ρασοφόρος καί διάκονος, αναχώρησαν μαζί με τον αρχιερέα γέροντα του για την Κωνσταντινούπολη καί το Αγιον Όρος κατά τα μέσα του 18ου αιώνος. Όταν απέθανε εκεί ό γέροντας του, ό ιεροδιάκονος Γεώργιος έγινε μαθητής του στάρετς Παϊσίου στην σκήτη του Προφήτου Ήλιου στον Άθωνα. Το έτος 1752 ό όσιος Παίσιος τον έκειρε μοναχό, ενώ το 1754 τον χειροτόνησε ιερέα για το κοινόβιο του. Σ’ αυτή την σκήτη άσκήτευσε ό μεγαλόσχημος ιερομόναχος Γεώργιος δέκα χρόνια. Το έτος 1763 επέστρεψε στην Μολδαβία, στο μοναστήρι Ντραγκομίρνα μαζί με τους 64 μαθητάς του στάρετς Παϊσίου.
Στην Ντραγκομίρνα ό όσιος Γεώργιος πέρασε 12 χρόνια ακόμη σαν ιερεύς, Πνευματικός καί οικονόμος σε 350 μοναχούς καί αδελφούς. Κατόπιν μετώκησε στο μοναστήρι του Σέκου κατά το 1775 με 200 μοναχούς. Εδώ έζησε μόνο δύο χρόνια κοντά στον όσιο Παΐσιο καί κατόπιν ήλθε πάλι στην σκήτη του Προφήτου Ήλιου στον Άθωνα.
Την άνοιξη του έτους 1781 ήλθε στην Μολδαβία να ίδή τον ηγούμενο καί τους αδελφούς του μοναστηρίου Νεάμτς. Πριν ακόμη προλάβει να επιστρέψη, εξελέγη από τον μητροπολίτη Γρηγόριο της Ούγγροβλαχίας ηγούμενος της σκήτης της Τσερνίκας, ή οποία ήταν εγκαταλελειμμένη για πολλά χρόνια. Σε τέσσερα χρόνια διοργάνωσε καλά την σκήτη καί προσείλκυσε γύρω του 54 αδελφούς. Κατόπιν, επειδή αρρώστησε, άφησε ως παρακαταθήκη την γραπτή διαθήκη του στους μαθητάς του για το πώς θα ζήσουν στο μέλλον στο μοναστήρι Τσερνίκας. Ή διαθήκη αυτή έχει μεγάλη πνευματική σπουδαιότητα. Το ίδιο έτος ό στάρετς Γεώργιος έγινε πάλι υγιής καί έζησε ακόμη 22 χρόνια. Επειδή αυξήθηκαν οι αδελφοί γύρω του, ό μητροπολίτης Γρηγόριος του έδωσε υπό την ποιμαντική του φροντίδα το έτος 1793 καί το μοναστήρι Καλνταρουσάνι. Ως ηγούμενος αυτών των δύο μοναστηριών, ό όσιος Γεώργιος μοίρασε την συνοδεία του σε δύο μέρη, τοποθετώντας σε κάθε μοναστήρι καί από ένα ικανό οικονόμο. Επέβαλε στην εκκλησία την καθημερινή εκκλησιαστική ακολουθία, την συχνή εξομολόγηση, την υπακοή καί την κοινοβιακή τράπεζα, κατά την παράδοση του Άθωνος καί συμφώνα με την γραπτή διαθήκη του.

Όσιος Παίσιος ό Μέγας Μεγάλος στάρετς του μοναστηρίου Νεάμτς (1722-1794)

 

Ό όσιος Παίσιος από το Νεάμτς ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στάρετς πού γνώρισε ποτέ ό Ρουμανικός μοναχισμός.
Κατά πασά πιθανότητα ήταν στην καταγωγή Μολδαβός, ίσως να καταγόταν από το γένος των Καντεμίρ. Λόγω των συχνών επιθέσεων των Οθωμανών καί Τατάρων, οί προγονοί του μετοίκησαν καί εγκατεστάθησαν στην πόλη Πολτάβα της Μικρορωσίας. Ό όσιος στάρετς Παίσιος γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1722 στην Πολτάβα από γονείς ευλαβείς. Ό πατήρ του ήταν ιερεύς στον καθεδρικό ναό της Πολταβας. Σ’ αυτό το σπίτι υπήρχε ή ευλογία του Θεού. Ό Πέτρος (αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομα του στάρετς) ήταν το ενδέκατο παιδί από τα δώδεκα αδέλφια. Ορφάνεψε μικρός από πατέρα, καί δόθηκε από την μητέρα του για να σπουδάσει στην Ακαδημία Μοβιλεάνα του Κιέβου το 1735. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών, ή ψυχή του δεν εύρισκε ανάπαυση σ’ αυτά. Αισθανόταν το κάλεσμα για την μοναχική πολιτεία. Το φθινόπωρο του έτους 1739, όταν ήταν μόλις 17 ετών, αναχώρησε αναζητώντας ένα μοναστήρι καί έναν καλό Πνευματικό πού θα ήταν τόσο αναγκαίος για την ψυχή του. Επί επτά χρόνια περιπλανιόταν στις περισσότερες σκήτες καί μοναστήρια, μεταξύ των οποίων καί στην λαύρα Πετσέρσκα. Στο μοναστήρι Μεντβεντέσκι έγινε ρασοφόρος με το όνομα Πλάτων. Μα επειδή δε ν βρήκε ανάπαυση καί πνευματική ησυχία στα μοναστήρια της Ουκρανίας, παρακινήθηκε από το Άγιο Πνεύμα καί πέρασε στην Μολδαβία το 1745. Εδώ αγωνίζονταν πολλοί μοναχοί από την Μικρορωσία. Ό Πλάτων εγκαταστάθηκε στην σκήτη Τρεστιένι. Ύστερα επήγε στην σκήτη Κίρνουλ, κοντά στον ποταμό Μπουζάου, όπου ευρισκόταν τότε εκεί καί ό ερημίτης Ονούφριος. Το καλοκαίρι του 1746 αναχώρησε για τον Άθωνα καί έζησε λίγο καιρό στην έρημο, κοντά στην Μονή του Παντοκράτορας. Το 1750 ο στάρετς Βασίλειος έκειρε μοναχό τον ερημίτη Πλάτωνα, δίνοντας του το όνομα Παίσιος. Άπ’ αυτό το έτος ό ταπεινός Παΐσιος άρχισε να δέχεται μαθητάς στην σκήτη του αγίου Προφήτου Ήλιου (Ρωσική), όπου καί διέμενε. Έλαβε κατόπιν την ιεροσύνη καί έζησε στο Αγιον Όρος συνολικά 17 χρόνια. Το καλοκαίρι του 1763 ήλθε στην Μολδαβία με τους μαθητάς του καί κατοίκησε στο μοναστήρι Ντραγκομίρνα. Εδώ έμεινε 12 χρόνια —μέχρι τίς 14 Οκτωβρίου 1775— αφού δημιούργησε μιαν αδελφότητα από 350 μοναχούς. Το φθινόπωρο του 1775 ήλθε στο μοναστήρι του Σέκου, συνοδευόμενος από 200 μαθητάς. Πάλι το καλοκαίρι του 1779 μετώκήσε για τελευταία φορά στην μεγάλη Λαύρα της Μολδαβίας, στο μοναστήρι Νεάμτς.
Στο μοναστήρι Νεάμτς ο όσιος πέρασε τα τελευταία 15 χρόνια, πού ήταν τα πλέον καρποφόρα πνευματικά άπ’ όλη την ζωή του. Εδώ κατάρτισε ικανό αριθμό από μεταφραστές των έργων των αγίων Πατέρων, οργάνωσε την αδελφότητα κατά το αγιορείτικο τυπικό, δημιούργησε μια μεγάλη σε αριθμό συνοδεία, ή οποία πλησίαζε τους χίλιους μοναχούς, δίδαξε πολλούς μαθητάς του στην εξάσκηση της νοεράς προσευχής καί είχε πνευματικές σχέσεις με πολλά μοναστήρια, στάρετς, Πνευματικούς, ερημίτες, επισκόπους καί άρχοντας. στις 15 Νοεμβρίου 1794 ό μεγάλος στάρετς του μοναστηρίου Νεάμτς, ο επονομασθείς μέγας Βελιτσικόβσκυ, εξεδήμησε προς την μακαριά ανάπαυση, σε ηλικία 72 ετών. Ενταφιάσθηκε δίπλα στην εκκλησία, όπως φαίνεται μέχρι σήμερα.
Β) Έργα καί λόγοι διδασκαλίας

Ο σοφός γέροντας Δανιήλ.

 

Ό Γέροντας αυτός Δανιήλ, κατά κόσμο λέγονταν Δημήτριος Ισιδώρου και κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, αφού τελείωσε τη λεγόμενη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, από υπερβολικό ζήλο στην αρετή και τον Μοναχισμό, νέος ακόμη σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έφυγε κρυφά από τους γονείς και συγγενείς του και πήγε στην Πάρο. Στο νησί ‘κείνο βρήκε τον άγιο Αρσένιο, ό όποιος είχε κάνει χρόνια στο Αγιον Όρος, από το όποιον εξαναγκάσθηκε να φύγει λόγω των πολλών τότε σκανδάλων και κατά τις θείες βουλές του Υψίστου ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ή οποία ήταν μετόχι της εν Νάξο Ιεράς Μονής «Φανερωμένης». Στην Πάρο κοντά στον άγιο Αρσένιο δεν έμεινε πολύ, διότι αυτός προέτρεψε τον Δημήτριο να μεταβεί το συντομότερο στο Αγιον Όρος, εφόσον θέλει να γίνει και να είναι πραγματικός Καλόγερος.

Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ 1860-1934

 

Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης Σπετσέρης από την Κεφαλληνία, ήταν παιδί ιερέα, ήλθε να κοινοβιάσει στη Σκήτη αύτη, στην Καλύβα των «αγίων Αναργύρων» πού είχαν τότε οι Γέροντες, Χριστόφορος με τον υποτακτικό του Συνέσιο Μοναχό.
Ό Γέρων Χριστόφορος ήταν αυτός πού μετέβαλε το Μοναστήρι του Κουτλουμουσίου από ιδιόρρυθμο πού ήταν πρώτα, σε κοινόβιο. Σ’ αυτούς τους ενάρετους γεροντάδες ήλθε και κοινοβίασε ό Ιωάννης, ό όποιος αφού υπέμεινε τη σκληρή δοκιμασία, με σπουδή και προθυμία, οί Γέροντες τον έκειραν Μοναχό, ονομάσαντας αυτόν Ιωακείμ.
Ό Μοναχός Ιωακείμ, μετά από αρκετά χρόνια υπακοής στους γεροντάδες του, επειδή είχε αφήσει ημιτελείς τις σπουδές του. κατόπιν αδείας και ευλογίας των πνευματικών του, επέστρεψε στον κόσμο όπου τέλειωσε τις θεολογικές και άλλες επιστήμες και επανήλθε στην υπακοή με μεγαλύτερη προθυμία και ταπείνωση.
Μετά το θάνατο των Γεροντάδων του, πήρε υποτακτικό τον πατέρα θεοφύλακτο, ένα απλό και αγαθό μοναχό, ό όποιος μας διηγήθηκε από τη ζωή του γέροντα του τα ακόλουθα:
α) Σε μια θεία λειτουργία, πού με τον εφησυχάζοντα τότε στο Αγιον Όρος, επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, έκαναν στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, κατά την ώρα του καθαγιασμού και της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων είδεν ό πατήρ Ιωακείμ λάμψη σαν προβολέα, από τον κουμπέ της εκκλησίας να επισκιάζει τα Τίμια Δώρα — ή χάρις του παναγίου Πνεύματος—. Αυτό το υπερφυσικό φαινόμενο, ό Π. Ιωακείμ, είπε στον υποτακτικό του π. Θεοφύλακτο, με την εντολή και επιτίμιο, να μην ειπεί σε κανένα τίποτε, όσο αυτός θα βρίσκεται στη ζωή.
β) Μετά πάροδο καιρού, ό επίσκοπος Βόλου Γερμανός, κάλεσε τον Ιωακείμ Σπετσέρη, για πνευματικό έξομολόγο στην επαρχία του. Εκεί μια ευλαβής κυρία Ανδρομάχη, έβλεπε τον Π. Ιωακείμ, όταν έβγαινε στη μεγάλη είσοδο της θείας Λειτουργίας με τα Τίμια Δώρα, να σηκώνεται στον αέρα και να μη πατάει στη γη, παρά μόνο όταν έφτανε στον Σολέα του ιερού, τότε πατούσε κάτω.

Γέροντα Καλλίνικο στα Κατουνάκια

 

Στο Αγιον Όρος, από το δέκατο τρίτο καί δέκατο τέταρτο αιώνα, καλλιεργήθηκε καί αναπτύχθηκε ή νηπτική προσευχή, σ’ όλη την περιοχή, Ιδιαίτερα δε ξεκίνησε από τη Σκήτη της Γλωσσίας, εκεί πού σήμερα είναι ή περιφέρεια της Προβάτας, στη Βίγλα, στα Καυσοκαλύβια, στα Κατουνάκια, στη Μικρή και μεγάλη Αγιάννα, στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και σε διαφορά άλλα μέρη.
Στη Σκήτη της Γλωσσίας και στη Βίγλα, τη νηπτική ή νοερά προσευχή, δίδαξαν ό άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, οι αδελφοί Ξανθόπουλοι Ιγνάτιος και Κάλλιστος και πολλοί άλλοι πατέρες αγιορείτες, οι εκείνων μαθητές και διάδοχοι.
Στη Βίγλα ό Γέρων Κορνήλιος, ό όποιος έγραψε και μέθοδο νηπτικής θεωρίας και πρακτικής εξασκήσεως, για τη νοερά και καρδιακή προσευχή.
Στα Κατουνάκια, πολλοί ήσαν πού είχαν το χάρισμα αυτής της προσευχής, αλλά μέχρι των ήμερων μας, έφτασε ή φήμη της μεγάλης αρετής και πνευματικής διακρίσεως δύο από τους πλέον σπουδαίους εργάτες του είδους αυτού:
Α’ Τον προαναφερθέντα θεωρητικό και σοφό Γέροντα των Δανιηλαίων Δανιήλ, και
Β’ Τον ησυχαστικώτατο Γέροντα Καλλίνικο, ό όποιος επί 55 και πλέον χρόνια αγωνίστηκε, στην ερημική Καλύβη του «Αγίου Γερασίμου του Νέου», στα λεγόμενα κάτω Κατουνάκια.
Ό Γέρων Καλλίνικος, καθώς μας διηγήθηκαν οι Γεροντάδες μας και οι εκείνου διάδοχοι: Ό ευλαβέστατος Γέρων Χριστόδουλος και ό υποτακτικός του πάτερ Καλλίνικος ό νέος, πού βρίσκονται ακόμη αγωνιζόμενοι στην ησυχαστική Καλύβα του «Αγίου Γερασίμου» και οι όποιοι έζησαν από πολύ κοντά τον άγιο αυτόν ησυχαστή και νηπτικό πατέρα. Αυτός, μας είπαν, ήταν μια μεγάλη ασκητική μορφή, πού αφοσιώθηκε κυριολεκτικά στη νηπτική προσευχή και έγινε για πολλά χρόνια έγκλειστος.

Μεγάλοι Διδάσκαλοι της Ερήμου Η μικρή σκήτη της Αγίας Άννας

 

Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Αννης, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ό Ρήτωρ» και ό υποτακτικός του άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος, δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε πότε ήρθε στο Αγιον Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν στην περιοχή αυτή της Μικρής Άγιάννας και ότι έκοιμήθη το έτος 1606, που όμως έκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, οί χριστιανοί σ’ όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οί προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό έξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.
Ό «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πιεζόμενος συχνά από όλα σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει, ζήτησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του αγίου Διονυσίου του Ρήτορας, ό όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο του, στην έρημο του Άθωνα και του οποίου ή ασκητική μορφή και φήμη αγίου ήταν διάχυτη σ’ όλο το Αγιον Όρος.
Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη, κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητού του, αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον «Πρώτο» του Όρους, σαν πιο κατάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ό όποιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο Θεό, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ’ ολόκληρη τη Χαλκιδική.
Κέντρο της παραμονής του, είχε τον Ισβορο, πού σήμερα λέγεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης «Χωράν μεγάλην».
Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και ευαγγελικής περιοδείας του, «ενήργησε ό Θεός» πολλά σημεία και θαύματα.
Ένα άπ’ αυτά είναι και ή φοβερή οπτασία, ενός ευλαβούς χωρικού Εκεί Δημητρίου, την οποία ό ίδιος έγραψε στην καθαρεύουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του αγίου Διονυσίου. Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή, αποδίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη γλώσσα:

Ανακάλυψη Αγνώστου Λειψάνου Στη Περιοχή Της Μικρής Αγίας Άννας

 

Κατά καιρούς πολλοί Πατέρες καί αδελφοί χριστιανοί, σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους έχουν δει θαυμαστά καί υπερφυσικά πράγματα. Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, κοιμήθηκε καί προς τις αιώνιες Μονές του Κυρίου αναπαύθηκε, ό Γέρο – Κυπριανός, από τη Μικρή Άγιάννα, στο σημερινό ησυχαστήριο των χρυσοχόων Θωμάδων, ό όποιος μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό :
«Θα έχουν περάσει πολλά χρόνια, δε θυμάμαι καλά πότε, κίνησε ένας ευλαβής χριστιανός από την Κρήτη ναρθει στο Αγιον Όρος, για να προσκυνήσει τον ιερό αυτόν τόπο με τους Αγίους του, καί να δει τον πρώτο του ξάδερφο, το Γέροντα Ευθύμιο, που έμενε στη τελευταία ησυχαστική Καλύβα πού είναι χωρίς εκκλησία στο κατώτερο μέρος της Μικρής Άγιάννας.
Ό χριστιανός αυτός, στη Δάφνη πού είναι το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Όρους, είχε έρθει από την Κρήτη με πλοίο, πού περνούσε τότε μια φορά την βδομάδα, κι από κει με μια μικρή βάρκα έφτασε το απογευματάκι, ό καλός αυτός χριστιανός, στο μικρό φυσικό ορμίσκο της Άγιάννας. Δε γνώριζε πώς να πάει στη μικρή Άγιάννα, πού ασκήτευε Όρος συγγενής του Γέρο – Ευθύμιος.
Ρώτησε ένα Μοναχό, ό όποιος πρόθυμα του έδειξε το δρόμο, φυσικά το μέρος εκεί όλο κατσάβραχα με πολλά κατσικοδρομάκια. Ό άνθρωπος πήρε ένα από τα δρομάκια αυτά, πού τον έβγαλε στη τοποθεσία πού τη λένε «Πείνα», εκεί όμως συναντά κανείς βράχια πού τον οδηγούν σ’ αδιέξοδο.
Πήρε τον ανήφορο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ή ώρα περνούσε, ό ήλιος έγερνε προς τη δύση, τελικά με πολύ κόπο και κίνδυνο να γκρεμιστεί, αφού περιπλανήθηκε πολλή ώρα γύρω στα βράχια, έφτασε στο ησυχαστήριο των Αρχαγγέλων, εκεί πού, ό Κρητικός Αγάπιος Λάνδος, έγραψε το βιβλίο «Αμαρτωλών Σωτηρία» και πού ανήκει στην περιφέρεια της Μικρής Άγιάννας. Εκεί από τον Γέροντα Γρηγόριο οδηγήθηκε και πήγε στον ξάδελφο του Γέρο – Ευθύμιο.
Ό Γέρο – Ευθύμιος, γέροντας του Γέρο – Χριστόδουλου του επίσης Κρητικού, περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον ξάδελφο του και τον έβαλε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωσε να συνέλθει από τον πολύ κόπο, άρχισε να διηγείται στον Γέρο – Ευθύμιο την περιπέτεια του πού είχε στα βράχια και κει πού του ‘λεγε αυτά, ρώτησε το Γέρο – Ευθύμιο:
— Δε μου λες ξάδερφε, αυτόν τον πεθαμένο πού είδα πέρα κει δα στα βράχια, μέσα σε μια σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω κι εγώ να ιδώ πώς θάβετε τους πεθαμένους μοναχούς.
Ό Γέρο – Ευθύμιος σαν άκουσε για σπηλιά και πεθαμένο, την άλλη μέρα πρωί – πρωί, πήρε τον ξάδελφο του και πήγε στο Γέρο Κυπριανό το χρυσοχόο πού γνώριζε τα μέρη εκείνα σπιθαμή προς σπιθαμή, γιατί ό Γέρο Κυπριανός ασκήτευε εκεί από μικρό παιδάκι και συχνά στα μέρη εκείνα μάζευε όπως και άλλοι Πατέρες και ασκητές σαλιγκάρια. Όταν του είπαν αυτά τα πράγματα, ό Γέρο-Κυπριανός έμεινε κατάπληκτος, σαν άκουσε για σπηλιά, έπεσε σε μεγάλη συλλογή, πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, μήπως από την πείνα κι από την κούραση, ό Κρητικός, φαντάστηκε τα πράγματα αυτά και παρεκάλεσαν τον Κρητικό προσκυνητή να τους ειπεί, τι ακριβώς είδε. Πώς και που είδε τον πεθαμένο;

Ο Γέρο – Φιλάρετος στα Καρούλια

 

Συμπληρωματικά για τον πνευματικό αγωνιστή και ερημίτη, στα ησυχαστικά Καλύβια των Καρουλίων, Γέρο – Φιλάρετο, αναφέρουμε ένα θαύμα που ενήργησε η Θεία Πρόνοια, για να βγάλει τον εργάτη αυτόν της αρετής, από κάθε σκέψη και φροντίδα, για τα υλικά πράγματα, τα οποία πάντοτε είναι εμπόδιο στην πρόοδο και την είσοδο μας στην πνευματική ζωή και κυρίως είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο να αποκτήσει κανείς την δωρεά του θεού, που είναι η συνεχής και αδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Για να ελευθερώσει λοιπόν ο Πανάγαθος θεός την καρδιά του Γερο – Φιλάρετου από περιττή φροντίδα και να γίνει σ’ εμάς ένα μάθημα σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να έχουμε πίστη και ελπίδα στο Θεό και αγάπη και σεβασμό στους συνανθρώπους μας, συνέβη το ακόλουθο γεγονός:
Κατά το έτος 1935 ο Γέρο Φιλάρετος είχε απόλυτη ανάγκη για διακόσιες δραχμές. Τούτο είχε απασχολήσει πολύ την σκέψη και την καρδιά του Γέροντος, τον οποίον είδε μια μέρα, ο υμνογράφος Πάτερ Γεράσιμος Μακραγιαννανίτης, να περνάει από το Καλύβι του «Τίμιος Πρόδρομος» και να είναι πολύ στενοχωρημένος. Στην ερώτησή του: «Τί έχεις Γέρο – Φιλάρετε, τί σου συμβαίνει Αββά και είσαι τόσο στενοχωρημένος;».

Ο χημικός Γεράσιμος Μενάγιας

 

Όταν με το Γέροντα μου είμαστε στα Κελλιά της Κερασιάς, ως το 1942, γνωριστήκαμε με τον μακαρίτη Γέροντα Γεράσιμο Μοναχό τον Μενάγια, Κεφαλληνία την καταγωγή, ό όποιος μας διηγήθηκε το αξιοπερίεργο καί σπουδαίο γεγονός.
Όταν οι γονείς του, πλούσιοι καί ευκατάστατοι Κεφαλλήνες, τον στείλανε να σπουδάσει στη Γερμανία χημικός, από νέος ήταν πολύ ευλαβής καί διακρίνονταν για την ευσέβεια του, αλλά δεν έπαυε κι αυτός να έχει τις διάφορες νεανικές επιθυμίες και αδυναμίες της εποχής του.
Σαν φοιτητής, στο δωμάτιο πού έμενε, κάθε βράδυ έκανε την προσευχή του, διάβαζε Απόδειπνο, πως είχε διδαχθεί από τους ευσεβείς γονείς του. Μετά άρχιζε τη μελέτη των διαφόρων μαθημάτων της επιστήμης του.
Με την πάροδο του χρόνου, καταλάβαινε, πριν να ανάψουν τα ηλεκτρικά φώτα, να φωτίζεται το δωμάτιο του με ένα παράξενο φως. Στην αρχή λίγο καί με τον καιρό γίνονταν τόσο πολύ, πού δε χρειάζονταν να ανάψει άλλο φως.
Στην αρχή δεν έδωσε σημασία στο φαινόμενο αυτό, αλλά, όπως ό ίδιος μας έλεγε, άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός διαφέρει από τους άλλους νέους της εποχής του, τόσο πού λίγο, λίγο αραίωνε τις συναναστροφές τους και έτσι σίγα – σιγά, απομακρύνθηκε από κάθε φίλο και γνωστό.
Σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην επιστήμη του, αρίστευε σε όλα τα μαθήματα και έγινε ένας από τους καλύτερους χημικούς της εποχής του. Άμα πήρε το πτυχίο του, προσλήφθηκε αμέσως σα χημικός και διορίστηκε διευθυντής στα εργοστάσια του Μπενάκη, στο Κάιρο της Αιγύπτου.
Το περίεργο εκείνο φως τον ακολούθησε και στο Κάϊρο. Εκεί τον κυρίευσε ή ιδέα του εγωισμού και της υπερηφάνειας κι πίστευε ότι αυτός είναι και κανένας άλλος ανώτερος του δεν υπάρχει. Έγινα, μας είπε, δύστροπος, τόσο πού δε δεχόμουν από κανένα κουβέντα και άρχισα να συναναστρέφομαι τους Πνευματιστές. Τελικά δαιμονίστηκε και υπέφερε πολύ από το δαιμόνιο πού τον τυραννούσε.
Από το εργοστάσιο δεν τον άφηναν να παραιτηθεί, γιατί ήταν αγαπητός και απαραίτητος. Ό πνευματικός του όμως, του σύστησε ότι πρέπει να φύγει αμέσως και να πάει στο Αγιον Όρος.
Πήγε στη Μονή του Αγίου Παύλου, πού είχε συμπολίτες, οι όποιοι τον δέχθηκαν με χαρά και προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν. Αφού προχώρησε πολύ ή ασθένεια του, τον έστειλαν, με ένα αδελφό της Μονής, στο Γέροντα Καλλίνικο στα Κατουνάκια, ό όποιος όπως είπαμε είχε φήμη, πώς έχει το χάρισμα από το θεό να βγάζει δαιμόνια και γενικά φημίζονταν για τις αρετές του.
Ό Γέρο – Καλλίνικος, πρακτικός Μοναχός, ταπεινός, απλούς, στο ήθος άπλαστος και στους τρόπους άκακος, στην αρχή απέφευγε να τον δεχθεί, προφασιζόμενος και λέγοντας πώς είναι πολύ αμαρτωλός και ανάξιος για ένα τέτοιο επιχείρημα, αλλά για την υπακοή, στους Πατέρες της Μονής του Αγίου Παύλου, τον δέχθηκε και τον έβαλε σε ένα δωμάτιο επί έξι μήνες να ακολουθεί τη σειρά, τις προσευχές και ιερές Ακολουθίες, στα κομβοσχοίνια και τις μετάνοιες, με τους άλλους πατέρες της συνοδείας του, από τους αδελφούς της οποίας, βρίσκεται ακόμη εν τη ζωή ό Γέρων Χριστόδουλος ηλικίας περίπου 80 ετών.

Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους,

 

Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους, τόσο που όμοιος του, στην καλλιτεχνική εμφάνιση της αγιογραφίας, δεν φάνηκε μετά από τον Εμμανουήλ Πανσέληνο (14 αιών) με το όνομα Ιωαννίκιος Μαυρόπουλος, από την Καισαρεία της Καππαδοκίας.
Την τέχνη της αγιογραφίας, στην αρχή έμαθε από τον Γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αλλά από την πολλή επιμέλεια που έδειξε στην τέχνη αυτή, έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος από το δάσκαλό του.
Όσον όμως επιμελής ήταν στην τέχνη της αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στην χριστιανική πίστη, πολύ δε περισσότερο ήταν αμελής και περιφρονητής της καλογερικής ζωής και Ιδέας. Είχε τόση απιστία που δεν παραδεχόταν τίποτε, ούτε πώς υπάρχει Θεός και γενικά απιστούσε σε όλα της Εκκλησίας τα ιερά και αγία Μυστήρια του χριστιανισμού.
Επομένως δεν νήστευε, δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε προσεύχονταν, ούτε κοινωνούσε τα Άρχαντα Μυστήρια και ειρωνεύονταν τους Μοναχούς τους οποίους αποκαλούσε «φασουλοφάγους» καί πολλές άλλες κατηγόριες εναντίον τους έλεγε.
Με τον Γέροντα μου Ιωακείμ Μοναχόν είχε γνωριμία και μερική φιλία από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων που είχε κάνει κι αυτός από το 1915 – 16 και επειδή του είχε εμπιστοσύνη του έλεγε πολλές φορές τα μυστικά του.
Κατά το έτος 1923 – 24 αφού έμαθε την αγιογραφία έφυγε από τα Καυσοκαλύβια και εγκατεστάθηκε στις Καρυές, στο Λαυριώτικο Κελλί που είναι επάνω από τις Καρυές «Άγιος Γεώργιος» το λεγόμενο των «Σκουρταίων», εκεί που σήμερα έχει κτιστεί εκκλησία έπ’ ονόματι του αγίου Νικόδημου, όπου βρίσκεται και η αγία «κάρα», και εκεί συνέχισε το εργόχειρο της αγιογραφίας.
Ο Γέροντας μου όταν πήγαινε στις Καρυές, ο Π. Ιωαννίκιος με πολλή χαρά τον δέχονταν και τον φιλοξενούσε, λέγοντας με την ευκαιρία αυτή τα παράπονα του και πολλές φορές τον ρωτούσε για τίς απορίες πού είχε γύρω από την χριστιανική πίστη και την Καλογερική. Ο Γέροντας μου άνθρωπος πιστός και πνευματικά καλλιεργημένος, παρ’ όλο που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, δεν μπορούσε να τον πείσει, για τις αλήθειες της χριστιανικής Πίστεως, και τον σπουδαίο ρόλο που έπαιζε και παίζει ο Μοναχισμός στον χριστιανισμό και την Εκκλησία του.
Α’ Το ανεξήγητο όνειρο της γιαγιάς του

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ Τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη

 

Ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό.
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε:
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ;
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς.
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».

Φοβερή οπτασία του Αγίου Αντωνίου γιά τούς αιρετικούς: Άλογα κτήνη γύρω απὸ τήν Αγία Τράπεζα

 

Εἶναι ὄντως φοβερὸ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος σχετικὰ μὲ τὴν παρουσία αἱρετικῶν μέσα σὲ ὀρθόδοξους ναούς. Τὸ ὅραμα αὐτὸ αἰτιολογεῖ, ἐξηγεῖ παραστατικὰ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπαγορεύουν μὲ συνοδικοὺς κανόνες τὴν εἴσοδο αἱρετικῶν σὲ καθαγιασμένους χώρους, τὴν συμμετοχὴ τους σὲ ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες, τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα. Οἱ αἱρετικοὶ μὴ δεχόμενοι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν πατέρα τους τὸν διάβολο, στὴν προβολὴ πλανεμένων ἀπόψεων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία τους «μᾶλλον ἄγονος καὶ ἄλογος καὶ διανοίας ἐστὶν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία».
Συγκλονίσθηκε λοιπόν, καὶ ἐτρόμαξε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὅταν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ δῇ στὸ ὅραμά του τοὺς Ἀρειανοὺς νὰ περικυκλώνουν τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ὡς ἡμίονοι (= μουλάρια), νὰ τὸ λακτίζουν καὶ νὰ τὸ μιαίνουν. Τόση ἦταν ἡ λύπη καὶ ἡ στεναχώρια του, ὥστε ἔβαλε τὰ κλάμματα, ὅπως πικράθηκαν καὶ ἔκλαυσαν πολλοὶ εὐσεβεῖς, ὅταν εἶδαν τὸν αἱρεσιάρχη πάπα νὰ εἰσάγεται μέσα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, τὸν ὁποῖο μάλιστα Ἅγιο κατήργησε τὸ Βατικανό, καὶ νὰ τὸν μολύνῃ. Εἴμαστε βέβαιοι πὼς, ἂν διαβάσουν καὶ μάθουν αὐτὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἁγίου οἱ πατριάρχες,οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἂν βέβαια ἐξακολουθοῦν ὡς Ὀρθόδοξοι νὰ σέβονται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θὰ διακόψουν τὶς λειτουργικὲς ἀμοιβαῖες φιλοξενίες καὶ ἐπισκέψεις, τὶς ἑβδομάδες συμπροσευχῆς καὶ τὶς ἀποστολὲς ἀντιπροσωπειῶν στὶς θρονικὲς ἑορτές. Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ συμπεριλαμβάνονται καὶ αὐτοὶ ὡς συνεργοὶ στὸ φρικτὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου.

Θεία οπτασία του Αγίου Ακακίου

 

Ό άγιος Ακάκιος, όπως αναφέρει ό διάδοχος αυτού Παπα-Ίωνάς, είδε τον όσιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη κατά την ώρα της Ιεράς Ακολουθίας στο Κυριάκο, να θυμιάζει φορώντας ιερατική στολή, περιφέρονταν θυμιάζοντας το Ναό και τους Πατέρες και τον ακολουθούσαν κι άλλοι σαράντα ιεροπρεπείς καί όσιοι με τα επανοκαλύμμαυχο τους.
Όταν είδε αυτούς ό άγιος Ακάκιος, ρώτησε τον όσιο Μάξιμο: «Ποιοι είναι αυτοί, πού ακολουθούν θυμιάζοντας;» Καί του ήλθε απάντηση, πώς είναι οί σεσωσμένοι δια του αγίου Μαξίμου όσιοι από την περιφέρεια των Καυσοκαλυβίων.
Ό ιστοριογράφος του Κυριάκου της Σκήτης αυτής, στο Νάρθηκα της εκκλησίας έχει ανιστορήσει, προς επιβεβαιώσει της αποκαλύψεως του Αγίου Ακάκιου, με τη σειρά τους Αγίους: Αθανάσιο τον κτήτορα της Μεγίστης Λαύρας, Πέτρον τον Αθωνίτη, Νείλο τον όσιο, Μάξιμο τον υπόπτερο, Νήφωνα τον όσιο καί άλλους να είναι γονατιστοί με τον όσιο Ακάκιο τον νέο, προ του θρόνου της Παναγίας Τριάδος καί πρεσβεύουν για όλους τους Πατέρες καί αδελφούς πού θα τελειώσουν το βίο θεάρεστα στον ιερό αυτόν καί ευλογημένο τόπο, το «Περιβόλι της Παναγίας».
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ Ο ΣΑΛΟΣ
Στο ασκητήριο του Αγίου Νήφωνος, πολλά χρόνια έμεινε αγωνιζόμενος ό Πάτερ Θεοφύλακτος, πού είχε γίνει Μοναχός στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», καθώς μας διηγήθηκε ό Γέρο – Μιχαήλ από την ίδια Καλύβα «Ευαγγελισμός», δυο μέρες προ του θανάτου του, ό όποιος συνέβη ότι απροσδόκητα στις αρχές του μηνός Ιουνίου του 1979, κατά το χρονικό διάστημα πού γράφαμε το ανά χείρας βιβλίο, στο Νοσοκομείο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ» των Αθηνών. Ό Γέρων αυτός Θεοφύλακτος, προσποιούνταν το σάλο καί τον κουφό, για να μη τον ενοχλούν οί άλλοι Μοναχοί, το 1924 ήμερα Σάββατο κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια καί μετά τη θεία λειτουργία πού έφυγαν οί άλλοι Πατέρες, από τους οποίους είχε ζητήσει χωριστά από τον καθένα συγχώρεση, σταύρωσε τα χέρια καί παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Δεσπότη Χριστού, χαρούμενος, διότι μετά τρεις μέρες πού τον επισκέφθηκαν οί Πατέρες τον βρήκαν στη στάση αυτή σχηματισμένο μέσα στο σπήλαιο του Αγίου Νήφωνος με το χαμόγελο στα χείλη.

Άγνωστος Άγιος ερημίτης

 

Ό Γέροντας της Καλύβας του αγίου Ακάκιου του νέου, Ιερόθεος Μοναχός, μας διηγήθηκε, ότι μεταξύ της Μονής Μεγίστης Λαύρας και της Σκήτης των Καύσο καλυβιών, στην περιφέρεια αυτή, ασκήτευε ένας ερημίτης, γνωστός με το όνομα Πανάρετος, ό όποιος μια μέρα, μετά από την καθιερωμένη προσευχή και τον κανόνα του, του ήρθε ή ιδέα να φτιάξει, μπροστά στη σπηλιά του, ένα μικρό κηπάκι, για να έχει σωματική άσκηση και απασχόληση και λίγη παράκληση από τα κηπευτικά πού θα καλλιεργούσε.
Μετά από πολλές μέρες αγώνα και με πολύ κόπο, επειδή τα μέρη εκείνα είναι πετρώδη, έσκαψε αρκετό μέρος και έφτασε σε ένα σημείο πού βρήκε μια πλάκα, ή οποία τον δυσκόλευε να προχωρήσει. Ήταν βραδάκι, ό Γέροντας αυτός, από την πολλή εργασία κουράστηκε και είπε με τη σκέψη του να σταματήσει ως εκεί το σκάψιμο. Ή περιέργεια όμως να μάθει, τι πλάκα είναι εκείνη και τι κρύβει μέσα, δεν τον άφηνε ήσυχο κι έτσι πήρε ένα σίδερο, το έβαλε σε μια γωνιά κι όταν σήκωσε λίγο την πλάκα, βγήκε από μέσα εύωδία άρρητη, πλημμύρισε όλος ό τόπος από ουράνιο άρωμα.
Ό ήλιος, από ώρα είχε βασιλέψει κι έπαιρνε να σκοτεινιάζει, τότε ό Γέροντας ερημίτης εκείνος, ξέχασε την κούραση πού είχε και βάλθηκε να σηκώσει όλη την πλάκα, την οποία τελικά κατόρθωσε να σηκώσει και τι να δει μέσα; Ή πλάκα έκρυβε κανονικό τάφο μέσα στον όποιον ήταν σώμα σε σχήμα κοιμωμένου άνθρωπου, πού ήταν ντυμένος Ιερά άμφια, ποιος ξέρει από πόσα χρόνια και φαινόταν σαν να είχε πεθάνει και ενταφιασθεί την προηγούμενη μέρα.
Στο μέρος εκείνο, μόνο ό Γέρων Πανάρετος είχε πολλά χρόνια πού ασκήτευε και δεν έτυχε να γνωρίζει κανείς εκεί γύρω, πού είχανε, άλλος 50 κι άλλος 60 χρόνια ασκητική ζωή και κανείς τους δε γνώριζε τίποτα για την άσκηση ή το θάνατο μεγάλου ασκητή και ερημίτη, όπως έδειχνε να ήταν ό ευλογημένος αυτός Άγιος.
Ό ερημίτης αυτός Μοναχός Πανάρετος, από τη χαρά για το εύρημα του κι από την πολλή εύωδία πού έβγαινε από το άγιο εκείνο λείψανο, έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος, κατάπληκτος, κι όταν συνήλθε, από την πρώτη αυτή συγκίνηση, άρχισε με δάκρυα να προσεύχεται, να παρακαλεί και να λέγει: «Άγιε του Θεού σε ευχαριστώ πού φανερώθηκες σε μένα τον ανάξιο και αμαρτωλό, παρακαλώ την αγιοσύνη σου, πες μου ποιος είσαι; και πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε πού τελείωσες τον Ιερό αγώνα σου; Πού αφήκες τον έρημο τούτο τόπο και βρίσκεσαι στην αιώνια μακαριότητα; Έφ’ όσον ευδόκησε ό Θεός να σε βρω κι αξιώθηκα να δω την όψη σου, πες μου σε παρακαλώ ποιο είναι τ’ όνομά σου;»
Για μια στιγμή σκέφτηκε πώς πρέπει να πάει στο Μοναστήρι της Λαύρας, να αναφέρει το γεγονός και να ‘ρθουν οι Πατέρες της Μονής να παραλάβουν το άγιο αυτό λείψανο, με δόξες και τιμές όπως πρέπει σε έναν τέτοιο μεγάλο άγιο.
Μ’ αύτη τη σκέψη, προσευχόμενος, έμεινε πολλές ώρες ό Γέρων Πανάρετος. Κόντευε να ξημερώσει, από τον πολύ κόπο και την αγρυπνία, απόκαμε, τον πήρε για λίγο ένας ελαφρός ύπνος και τότε βλέπει τον Άγιο αυτόν να παρουσιάζεται μπρος του και με πολύ θυμωμένο πρόσωπο και αυστηρό ύφος να του λέγει:
«— Δε μου λες αββά, τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
~Ό Γέρων, με πολύ φόβο απάντησε:
«— Άγιε του Θεού, σκέφτηκα να ειδοποιήσω, άμα φέξει ό θεός την ήμερα, το Μοναστήρι της Λαύρας, για ναρθούν να σε πάρουν και να μην είσαι ‘δώ στην έρημο περιφρονημένος!»
Ό άγιος, πού ή στολή του έλαμπε σαν τον ήλιο, του είπε με αυστηρό και πάλι ύφος:
«— Δε μου λες Γέροντα, μαζί κάναμε εδώ τους αγώνες και την υπομονή, πού θέλεις εσύ να κανονίσεις για μένα και το λείψανο μου; Πώς θέλεις τώρα να με πάρουν από τον άγιο τούτο τόπο, στον όποιον, με τη δύναμη και τη χάρι του Θεού, αγωνίστηκα να -τον αποκτήσω περισσότερα από 50 χρόνια σκληρής και στερημένης ζωής; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να διαταράξεις τη μακαριά ησυχία, πού με τη δωρεά του Θεού το σώμα μου απολαμβάνει εδώ, ως την ήμερα τη μεγάλη εκείνη και επιφανή, της δευτέρας του Χριστού ενδόξου παρουσίας, πού θα λάβει ή ψυχή με το σώμα την αιώνια αμοιβή, από τον δίκαιο μισθαποδότη και κριτή Δεσπότη Χριστό και Θεό μας. Και τώρα σε παρακαλώ να βάλεις πάλι την πλάκα στη θέση της, όπως τη βρήκες και μέχρι την ήμερα πού θα σε πάρει ό Κύριος από τη ζωή αυτή, δε θα φανερώσεις τίποτα, από όσα είδες και άκουσες! Πρόσεξε, αν παρακούσεις θα πάθεις μεγάλο κακό από τον Κύριο».
Μ’ αυτά ξύπνησε ό Γέρο – Πανάρετος τρομαγμένος και παρακάλεσε τον άγνωστο και ανώνυμο εκείνον άγιο, να τον συγχωρέσει και θα κάνει κατά την επιθυμία του. Κάλυψε αμέσως τον τάφο, όπως του είπε ό άγιος και όταν γέρασε πολύ, άφησε το μέρος εκείνο και πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων οπού έζησε αρκετά χρόνια.
Ό Γέρο – Πανάρετος, πού είδε με τα μάτια του και έζησε το γεγονός αυτό, όταν προείδε το θάνατο του, τις τελευταίες μέρες της ζωής του, κάλεσε τους Πατέρες της Σκήτης, στους οποίους έκαμε γνωστό το γεγονός αυτό, χωρίς να φανερώσει λεπτομέρειες και την τοποθεσία.. Έτσι από το επιτίμιο αυτό του αγίου εκείνου ερημίτη, έμεινε και θα μείνει για πάντα άγνωστος, ό ευλογημένος και χαριτωμένος εκείνος Μοναχός και άγιος Ασκητής, στους ανθρώπους, άλλα γνωστός και με μεγάλη παρρησία στο Θεό.

Άγιοι Ιερόθεος και Τιμόθεος.

 

Στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου» εκεί, πού είναι και το Σπήλαιο του αγίου Ακάκιου, κι όπου έζησε καί άσκήτευσε ό μεγάλος αυτός Δάσκαλος της αρετής. Ό ακάματος αυτός εργάτης, πού με την άκρα ταπείνωση έφτασε από την πράξη στη θεωρία και από τη θεωρία στην πράξη της αρετής, επειδή κατά το αποστολικό λόγιο, «Πολύ Ισχύει δέησης δικαίου ενεργούμενη» (Ιακώβ. Ε’ 16), με την ευχή και πρεσβεία του αγίου Ακάκιου, οί διάδοχοι του, Ίωνας ό πνευματικός και μετ’ αυτόν ό υποτακτικός του Πελάγιος ιερομόναχος, Ακάκιος ό νεώτερος ως το 1880, εξακολούθησαν ασκητικά αγωνιζόμενοι, με άκρα υπακοή, αυταπάρνηση και ταπείνωση, συνέχισαν την ιερή Παράδοση της ασκητικής ζωής του οσίου Ακάκιου καί των Αγίων Πατέρων.
Μετ’ αυτούς, Ίωνας ό δεύτερος με τον Γέροντα Διονύσιο καί Ακάκιο συνέχισαν την πορεία της πνευματικής ζωής των προκατόχων των, μέχρι το 1910, οπόταν δύο αδελφοί Κακούνη από το Καστόριον της Πελοποννήσου καταγόμενοι, ξεκίνησαν από τοLINN της Ν. Υόρκης καί ήλθαν κατ’ ευθείαν στο Αγιον Όρος για να μονάσουν.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, αφού επισκέφθηκαν καί προσκύνησαν τα ιερά Μοναστήρια καί τις Σκήτες, ό μικρότερος εξ αυτών έμεινε στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», όπου το σπήλαιο του αγίου Ακάκιου, έγινε Μοναχός από το Γέροντα Διονύσιο καί ονομάστηκε Ιερόθεος.
Ό δε μεγαλύτερος αδελφός κοινοβίασε στο ησυχαστήριο της κάτω Παναγίας «Κοίμησης της Θεοτόκου» στη Μικρή Άγιάννα, υπό τη συνοδεία του πνευματικού Παπα – Στεφάνου καί του Παπα -Θεοδοσίου, εκεί έγινε Μοναχός μετονομασθείς Θεόδωρος.
Ό Μοναχός Θεόδωρος, από ήμερα σε ήμερα προόδευε στην υπακοή καί την πνευματική ζωή καί γενικά είχε επίδοση στις αρετές, έγινε δεκτός της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος καί από το ταπεινό του φρονήματος, πού τον χαρακτήριζε, ό Γέροντας του Παπα – Στέφανος, κατόπιν σχετικής ευλογίας της Σκήτης της Αγίας Αννης καί της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, τον προχείρισε ιεροδιάκονο.
Την ιερή διακονία του αυτή, με ευλάβεια υπηρετούσε μέχρις ότου κοιμήθηκε ό Γέροντας του Παπα – Στέφανος, μετά το θάνατο του οποίου, ό Διάκονος εκλήθη να υπηρετήσει στις τάξεις των Μοναχών του Ιερού Κοινοβίου του Όσιου Γρηγορίου.
Εκεί έγινε υπόδειγμα υπακοής και με ταπείνωση και υπομονή υπηρετούσε πάντας. Υπό την καθοδήγηση δε, του κατά πάντα θεοφοβούμενου και ενάρετου πνευματικού αρχηγός και Καθηγούμενου της Μονής αυτής αρχιμανδρίτη Αθανασίου, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.
Ό Πρεσβύτερος Θεόδωρος, παρ’ όλο ότι στη Μονή αυτή υπήρχαν πέντε άλλοι Πρεσβύτεροι: Ό προηγούμενος Γεώργιος, ο Παπα – Στέφανος, ό Παπα – Κωνσταντίνος, ο Παπα – Δημήτριος κι ό Παπα – Διονύσιος, ό ένας καλύτερος από τον άλλον, παρά ταύτα όλοι υπέδειξαν για διάδοχο στην ηγουμενία, τον Πρεσβύτερο Θεόδωρο, περισσότερο υπομονετικό από τους άλλους και έτσι «ψηφώ κανονική» εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς αυτής Μονής του Όσιου Γρηγορίου.
Ό τούτου αυτάδελφος, Παναγιώτης Κακούνης, όπως είπαμε, έγινε Ιερόθεος Μοναχός στα Καυσοκαλύβια στη Σπηλιά του αγίου Ακάκιου, όπου διαδέχθηκε τους προ αυτού Γέροντες Διονύσιο και Ακάκιο.

Άγιοι στη σκήτη της Αγίας Άννας

 

Ή ιερά Σκήτη της Αγίας Αννης έχει δώσει στη Μητέρα Εκκλησία δέκα τέσσερις Αγίους, Όσιους και Νεομάρτυρες γνωστούς με τα ονόματα:
1) Όσιος Γερόντιος ό Κτίτωρ,
2) Όσιος Σωφρόνιος Ιερομόναχος, του οποίου ό βίος μοιάζει απόλυτα με το βίο του αγίου Αλεξίου «του ανθρώπου του Θεού».
3) Οσιομάρτυς Νικόδημος μαρτύρησε στο Έλβασάν της Βορ. Ηπείρου.
4) Όσιομάρτυς Μακάριος ό εκ Κίου της Βιθυνίας και μαρτυρήσας εν Προύση.
5) Όσιομάρτυς Κοσμάς μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
6) Όσιομάρτυς Λουκάς εξ Αδριανουπόλεως, μαρτύρησε στη Μυτιλήνη.
7) Όσιομάρτυς Ιλαρίων από την Κρήτη, μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
8) Όσιομάρτυς Νικήτας ό Τραπεζούντιος, μαρτύρησε στις Σέρρες.
9) Όσιομάρτυς Δαβίδ εκ Κυδωνιών Μ. Ασίας, μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη.
10) Όσιομάρτυς Παύλος εκ Σοπωτού Πελοποννήσου, μαρτύρησε στην Τρίπολη.
11) Όσιομάρτυς Νεκτάριος, μαρτύρησε στα Βούρλα της Μ. Ασίας.
12) Ό Όσιος Γεράσιμος.
13) Ό Όσιος Νήφων
14) Ό Όσιος Σάββας ιερομόναχος μαθητής του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως επισκόπου χρηματίσας, ό όποιος κοιμήθηκε όσιακό και αιώνιο ύπνο το σωτήριον έτος 1948 στη νήσο Κάλυμνο, οπού μέχρι σήμερα βρίσκεται το ιερό σκήνός του, σώο και αδιάφθορο και εκπέμπει άρρητη εύωδία, προς δόξαν Θεού καί της Εκκλησίας, άλλα και καταισχύνη των υπό του Σατανά πλανωμένων, οί όποιοι βλασφημούν αμφισβητούντες την αγιότητα του μεγάλου φωστηρος της Μητέρας Εκκλησίας Αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού.
Έκτος των επωνύμων τούτων Όσιων καί Οσιομαρτύρων, ή Ιερά Σκήτη της Αγίας Αννης έχει πλήθος αμέτρητο Αγίων και Όσίων, οί όποιοι από υπερβολική ταπείνωση δε θέλησαν να είναι γνωστοί στους ανθρώπους αλλά, ζηλώσαντες εζήλωσαν τη δόξα του Θεού καί όχι των ανθρώπων, όπως θα ιδούμε, από την αρχή καί μέχρι τέλος του βιβλίου τούτου, θα βρούμε σ’ ολόκληρο το Αγιον Όρος, περισσότερους αγίους άγνωστους παρά γνωστούς.

ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ Τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ προφήτου

 

ἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν ὡς μέτρο ἐγκράτειας «τό παραμικρόν», τό νά παίρνει κανείς πάντα «λιγότερο» ἀπ᾿ ὅσο χρειάζεται εἴτε γιά νά φάει εἴτε γιά νά πιεῖ, δηλαδή νά μήν ἔχει ποτέ τήν κοιλιά του γεμάτη ἐντελῶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἔχει μέτρο καί στό φαγητό καί στό ποτό. Ἰδίως δέ τό χειμώνα πού πίνουν οἱ ἄνθρωποι πολύ κρασί καί τότε ὀφείλει ὁ μοναχός νά πίνει λιγότερο ἀπό τό κανονικό. Τό ἴδιο καί στό τραπέζι ὅταν τρώει. Καί δέν ἐφαρμόζεται μόνο σ᾿ αὐτά τό μέτρο τῆς ἐγκράτειας, ἀλλά καί στό πόσο θά κουβεντιάσει, πόσο θά κοιμηθεῖ καί στά ἐνδύματα καί γενικῶς σέ ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τίς αἰσθήσεις. Σ᾿ ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἐφαρμόσει κανείς τό μέτρο τῆς ἐγκρατείας.
ΣΧΟΛΙΟ ὑπό π.Αντωνίου Ρωμαίου:
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι τό πνεῦμα τοῦ ἀββᾶ, καθώς καί ὅλων τῶν Γερόντων τῆς ἐρήμου σχετικά μέ τό μέτρο τῆς ἐγκράτειας, δέν εἶναι ἡ ἀκραία ἄσκηση. Ἀλλά εἶναι ἡ ἔμμετρη πού ἐμπνέεται ἀπό τή νήψη καί τή διάκριση καί κρατάει τό μοναχό μακριά ἀπό τήν κενοδοξία, στήν ἀσφάλεια τῆς ταπείνωσης.
Καί ὁ ἀββάς Ἰωάννης, ὁ προφήτης, στήν παρούσα Ἀπόκριση, ἀλλά καί οἱ λοιποί Πατέρες, συνιστοῦν ὡς μέτρο ἐγκράτειας «τό εἶναι παραμικρόν». Δηλαδή τό νά κόβει κανείς λίγο ἀπό τό φαγητό του, λίγο ἀπό τό ποτό του καί ἀπό τήν ἀνάπαυσή του. Ὅλα συνετά μέ μέτρο, χωρίς θεαματικές ὑπέρμετρες ἀσκήσεις πού κουράζουν τόν ἀγωνιστή καί δημιουργοῦν συμπλέγματα ὑπερηφανείας. «Τά ὑπέρμετρα πάντα τῶν δαιμόνων εἰσίν».
Ρώτησαν κάποτε τόν ἀββά Ποιμένα «πῶς χρή νηστεύειν», πῶς πρέπει νά νηστεύουμε. Καί ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: «Ἐγώ θέλω τόν ἐσθίοντα καθ᾿ ἡμέραν, παρά μικρόν ἐσθίειν, ἵνα μή χορτάζηται».. Δηλαδή : Ἐγώ κρίνω σκόπιμο αὐτός πού τρώει κάθε μέρα, νά τρώει λίγο λιγότερο, ὥστε νά μή χορταίνει. Καί ὅταν ὁ ἀββάς Ἰωσήφ τόν ρώτησε γιατί, ὅταν ἦταν στόν κόσμο, ἔτρωγε κάθε δύο μέρες, ὁ Ὅσιος εἶπε : «Ταῦτα πάντα ἐδοκίμασαν οἱ Πατέρες ὡς δυνατοί· καί εὗρον ὅτι καλόν ἐστιν τό καθ᾿ ἡμέραν ἐσθίειν, παραμικρόν δέ». Δηλαδή ὅλα αὐτά τά δοκίμασαν οἱ Πατέρες ὡς δυνατοί καί κατέληξαν ὅτι εἶναι καλό νά τρώει κανείς κάθε μέρα ἀλλά νά κόβει λίγο ἀπό τό φαγητό του γιά τήν ἐγκράτεια.
Ὁ σκοπός δηλαδή καί ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἔμμετρης ἐγκράτειας καί ἄσκησης εἶναι τελικά ἡ ἀλλαγή τῆς καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλῶς ἡ συμμόρφωση σέ κάποια φανταχτερά καί θεαματικά «κατορθώματα». Γι᾿ αὐτό χρειάζεται συνεχής νήψη καί διάκριση. Ὥστε ἐφαρμόζοντας τό μέτρο τῆς ἐγκράτειας πού ταιριάζει στήν ὕπαρξή μας, νά μπορέσουμε νά δρομολογηθοῦμε πρός τήν ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί τελικά πρός τή μεταμόρφωσή μας, ἀποφεύγοντας «τόν παροξυσμό» τῶν ἀκροτήτων, πού εἶναι ἡ σατανική ἐκμετάλευση τῆς προαίρεσής μας.
ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΡΩΣΤΙΑ