Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

H Παναγiα η μητερα του Θεου, η Θεοτοκος, αλλα και η μητερα ολων των Χριστι­ανων, ειναι η Σκεπη του κοσμου


ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

MANA TOY KODSMOY

Η Παναγία, ἀγαπητοί μου, τῆς ὁποίας τὴν Σκέπη ἑορτάζουμε, εἶνε πρόσωπο ἱ­ερό. Ἀλλ᾿ ὅπως ὁ Υἱός της ἔγινε «σημεῖον ἀντιλεγό­μενον» (Λουκ. 2,34), ἔτσι καὶ ἐκείνη ποὺ τὸν φιλο­ξένησε στοὺς ἁγίους κόλπους της ὡς ἄνθρωπο. Μετὰ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία εἶνε σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Ἄλλοι τὴν ὑβρίζουν καπηλικώτατα, τὴ βλα­­σφημοῦν, τὴν περιφρονοῦν· ἄλλοι ὅμως τὴν ἀ­γαποῦν, τὴ σέβονται, τὴν τιμοῦν, τὴν ὑψώ­νουν ὣς τὰ οὐράνια. Οἱ πα­πικοὶ ἔφθασαν ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεσι τῆς «Μαριολατρίας», δηλα­δὴ νὰ τὴ λατρεύσουν ὡς θεά, ὅπως ἔκαναν γιὰ ἄλλες γυναῖκες οἱ ἀρ­χαῖοι πρόγονοί μας.
Ἡ Ὀρ­θόδοξος Ἐκ­κλησία ἀπέχει καὶ ἀπ’ τοὺς προτεστάντες ποὺ τὴ θεωροῦν ὡς ἁ­πλῆ γυναῖ­­κα, καὶ ἀπ’ τοὺς φράγκους ποὺ τὴν ἔχουν σχε­δὸν θεοποιήσει μὲ τελετὲς καὶ ἀγάλ­ματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦμε τὴ μέση καὶ βασιλι­κὴ ὁδό· τὴν τιμοῦμε ὑπεράνω ὅ­λων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλ’ ὄχι ὡς Θεόν. Ἀπὸ κα­ταβολῆς μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου δὲ θὰ γεν­νηθῇ ἄλλο λογικὸ κτίσμα σὰν αὐτήν. Εἶνε ἡ «ἁ­γία ἁγίων μείζων» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ), ὑπερ­ά­νω τῶν ἁγί­ων ἀνδρῶν παλαιᾶς καὶ καινῆς δια­θήκης, ὑπερ­άνω πατριαρχῶν καὶ προφητῶν, ὑ­περάνω τοῦ τι­μίου Προδρόμου, ὑπεράνω πατέ­ρων καὶ μαρτύρων καὶ ὁσίων, ὑπεράνω ―προ­χω­ροῦμε― καὶ ἀγ­­γέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ναί, ἀλ­λὰ Θεὸς δὲν εἶνε. Θεὸς ἕνας εἶνε, ὁ Κύρι­ος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Ὅπως στὸν οὐρανὸ ―λέ­νε οἱ πατέρες― ὑ­­π­άρχει ἕνας ἥλιος, μία σελήνη καὶ πολλὰ ἄστρα, ἔτσι στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας ἥλι­­ος πνευματικὸς ἄδυτος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη – πανσέληνος ἡ Παναγία, καὶ ἑκατομμύρια ἄστρα οἱ ἅγιοι. «Οὐρανὸς πολύ­φωτος ἡ ἐκκλησία ἀνεδείχθη…» (κοντ. 13ης Σεπτ.)
Τιμοῦμε λοιπὸν τὴν Παναγία μας. Καὶ λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας σχέσεώς της μὲ τὸν Κύριο ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ἔχουμε μεσίτρια. Ἐ­κείνη προσεύχεται διαρκῶς στὸ Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφοῦ κατὰ τὴ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5, 16), πολὺ περισσότερο «ἰσχύει δέησις μη­τρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (Μ. Ἀπόδ.).
Ἡ Παναγία εἶνε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοτόκος, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα ὅλων τῶν Χριστι­ανῶν, «ἡ γλυκειά μας μάνα». Γι’ αὐτὸ καθένας, ὅποιος κι ἂν εἶνε καὶ σὲ ὅποια περίστασι κι ἂν βρεθῇ, ἐκείνην φωνάζει.

Ἡ Παναγία εἶνε ζωντανή. Ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ κάνει θαύματα, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων. Μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία της, ἑλκύει τὸ ἔ­λεος τοῦ Θεοῦ. Τὰ θαύματά της εἶνε πολλά.
Ἕνα βιβλίο, ποὺ γνώρισε μεγάλη κυκλοφο­­ρία στὴν τουρκοκρατία, εἶνε ἡ «Ἁ­μαρτωλῶν Σω­τηρία». Ἦ­ταν τρόπον τινὰ τὸ ἀ­ναγνωστικὸ τῶν ὑ­ποδούλων καὶ ἡ μελέτη του γέννησε ἥρωες. Ὑποδεικνύει στοὺς ἁμαρτωλοὺς πῶς νὰ ζήσουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὑπῆρχε στὰ σπίτια τῶν Χριστια­νῶν. Τὸ διάβαζα κ’ ἐγὼ μικρὸς στὸ πατρικό μου κ᾽ ἔκλαιγα ἀπὸ συγκίνησι. Τὸ βιβλίο αὐτὸ σὲ εἰδικὸ μέρος ἐξ­ι­στορεῖ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ ἡ Παναγία.
Ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω στὴν ἀγάπη σας δύο θαύματα, ἕνα παλαιὸ καὶ ἕνα νεώτερο.

* * *

Ποιό εἶνε τὸ παλαιό; Συνέβη στὴν Κωνσταν­τινούπολι στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπὶ τῆς βα­σιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἀγαρηνοὶ πολιορ­κοῦσαν τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ στρατὸς ἄ­γρυ­πνος φρουροῦσε τὰ τείχη. Καὶ ὁ λαὸς ὅ­λος ἔκανε ἀ­γρυπνία μὲ δάκρυα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Εἶ­χαν περάσει πλέον τὰ μεσάνυ­χτα. Καὶ τότε ἔ­γινε τὸ θαῦμα. Εἶνε αὐτὸ τοῦ ὁ­ποίου τὴν ἐπέτειο ἑορτάζουμε σήμερα. Σὲ κάποια γωνιὰ τοῦ ναοῦ προσευχόταν μαζὶ μὲ ὅλους κ’ ἕ­νας ἀσκη­τής, ὁ ὅσι­ος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Αἴ­φνης τί ἔγινε; Μὲ τὴν κε­ραία τῆς πίστεως, ποὺ εἶχε ἐ­κεῖνος, εἶδε ἕ­να ὅραμα θαυμάσιο. Ἀπὸ τὰ οὐ­ράνια μέσα σὲ φῶς κατέβαινε ἡ Παναγία μας συνοδευομένη ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Ἦλθε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, εἰσ­ῆλ­θε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσ­οδο, στάθηκε μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ δεήθηκε ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Ἔπειτα ἀ­φαίρεσε ἀ­πὸ τὴν ἁγία κεφα­λή της τὸ μαν­τήλι ποὺ φοροῦ­σε ―τότε ὅ­λες οἱ γυναῖκες φοροῦ­σαν μαν­τήλι―, ἅπλωσε αὐ­τὸ τὸ κάλυμμά της, τὸ μαφόριον ὅπως λε­γόταν, καὶ σκέπασε μ’ αὐτὸ τὸ λαό, μικροὺς καὶ μεγάλους, τὸ στρα­τὸ καὶ τοὺς ἄρχοντας, ὅλη τὴν Πόλι, καὶ τέλος ἀπεχώρησε ἐπιστρέφοντας πάλι στοὺς οὐρανούς. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀνδρέ­ας, τὸ ἐπιβε­βαίωσε καὶ ὁ μαθητής του ἅγιος Ἐπιφάνιος ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἡ εἴδησις μετεδόθη καὶ ἔδωσε δύναμι στοὺς ὑπερασπιστὰς τῆς πόλεως. Τὴν ἐπέτειο λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ θαύματος ἑ­ορτάζουμε σήμερα. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁγία Σκέπη, μία ἀπὸ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Ἴσως ὅμως κάποιος σκεφθῇ· ―Αὐτὰ συν­έ­βαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω, ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐπανέλα­βε καὶ στὶς ἡμέρες μας. Πότε; Στὶς 28 Ὀκτωβρί­ου 1940. Ὅσοι ἤμεθα αὐτόπται, αὐτήκοοι καὶ συντελεσταὶ τῶν γεγονότων ἐκείνων, ἔχου­με αἴσθησι τοῦ μεγαλείου. Τί ἔγινε τότε; Ἤχησαν οἱ σειρῆνες, σήμαναν οἱ καμπάνες, σάλπισαν οἱ σάλπιγγες. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοναδικὸ φαινόμενο. Ἔφευγαν οἱ νέοι πρόθυμοι γιὰ τὸ μέτωπο, σὰ νὰ πήγαιναν σὲ γάμο. Ἔπαλλαν ἀπὸ ἐν­θουσιασμὸ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Πορεύονταν ἐν καιρῷ νυκτός, μὲ τὰ πόδια, χωρὶς αὐ­το­κίνητα. Ἔσπευδαν νὰ δώσουν τὸ παρών. Ἂν τοὺς ἔψαχνες, εἶχαν ὅλοι σταυρουδάκι στὸ λαι­μὸ καὶ στὸ πορτοφόλι τὴν εἰ­κόνα τῆς ὑπεραγί­ας Θεοτόκου, ποὺ χάρισε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύ­σανθος μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του. Καὶ πήγαιναν ἀ­πὸ κορυ­φὴ σὲ κορυφή. Καὶ πῆραν τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τὰ ἕνωσαν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Εἶπαν τὸ «ΟΧΙ» ἐκεῖ­νο, τὸ πανελλήνιο, ποὺ ἔ­μεινε στὴν ἱστορία, γιατὶ ἔχει τόση ἀξία ὅση καὶ τὸ«Μολὼν λαβέ» τοῦ Λεωνίδα. Ὅσοι ὑπηρέτησαν τότε ὡς στρατιωτικοὶ ἱερεῖς, θυμοῦν­ται ὅτι, ὅταν κατελήφθη ὁ Μοράβας, μπαίνον­τας στὴν Κορυτσά, οἱ στρατιῶτες μας ὅλοι, ὅ­πως ἦταν ἱδρωμένοι καὶ σκονισμένοι, πῆγαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ γονυπετεῖς αὐ­τοὶ καὶ ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔψαλαν ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ «Τῇ ὑ­περμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν κα­τελάμβαναν μιὰ ψηλὴ κορυ­φὴ καὶ ὕ­ψωναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, πάλι «Τῇ ὑ­περμά­χῳ Στρα­τηγῷ…» ἔψαλλαν. Καὶ κάτι ἄλ­λο θαυμαστό, ποὺ ἔμαθα· ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀσκηταί, ποὺ ἔγιναν μοναχοὶ ἀκριβῶς δι­ότι ὡς στρα­τιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ εἶδαν τὸ θαῦ­μα τῆς Παναγίας, εἶδαν πάνω στὶς ψηλὲς κορυ­φὲς τὴν ἴδια τὴν Παναγία μας. Τὴν εἶδαν, ὅπως τὴν εἶ­δε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἀσκητὴς στὸ ναὸ τῶν Βλαχερῶν. Ὤ ἡμέρες δόξης τότε, ποὺ τὸ ἔθνος μας προκάλεσε τὸν παγκόσμιο θαυμασμό!…

* * *

Ἱερὸ πρόσωπο ἡ Παναγία μας. Καὶ πρέπει νὰ τιμᾶται. Τιμᾶται ὅμως;
Ὤ, ἐδῶ μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω. Δὲν ἔχουμε κράτος χριστιανικό. Ἂν εἴχαμε, στὴν Ἑλλάδα δὲν θ’ ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια τῆς Παναγίας. Τώρα, ἂν τολμήσῃς καὶ βρίσῃς τὴ γυναῖ­κα τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας ἢ τὸν ἴδιο ἢ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν ἀρχηγὸ κάποιου κόμματος, πᾷς δυὸ χρόνια φυλακή. Δὲν εἴμεθα ἀναρχικοὶ οὔτε συνιστοῦμε ἀπειθαρχία. Εἴμεθα νομοταγεῖς. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν πῶ, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἐξελέγησαν διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, εἶνε μὲν ἄξια τιμῆς, ἀλλὰ μπρο­στὰ στὸ Χριστὸ καὶ μπροστὰ στὴν Παναγία ―ἐὰν πιστεύουμε― εἶνε πελώρια μηδενικά. Ἐν τούτοις βλέπεις τὸ δικαστὴ καί, ὅταν ἀκούσῃ ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν Παναγία, γελάει ἐπὶ τῆς ἕδρας του. Ἂν ἀκούσῃ, ὅτι κάποιος βλαστήμησε τὴν κυρία προέδρου δημοκρατίας, ἄ τότε πέφτει τιμωρία!…. Νά ἡ ἁμαρτία μας· παύσαμε νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία, καὶ κάναμε Θεὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων.
Βλαστημοῦν δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες. Εἴμεθα τὸ πλέον βλάσφημο κράτος. Κ᾽ ἔπειτα ἀποροῦ­με γιατί γίνεται σεισμός. Κ᾽ ἐγὼ ἀπορῶ πῶς δὲν ἔπεσαν ἀκόμη καὶ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ νὰ μᾶς κατακαύσουν.
Ἀλλὰ ἵλεως γενοῦ, Κύριε. Ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἐκλείψῃ αὐτὸ τὸ κακό. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημάει· ἁμαρτάνεις κ᾽ ἐσὺ ποὺ τὸν ἀκοῦς ἀδιάφορος. Ὁ Πλάτων εἶπε ὅτι «τῆς Ἑλλάδος ὑβριζομένης οὐδείς πρέπει νὰ μένῃ ἀπαθής». Κ’ ἐμεῖς λέμε· τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν προσώπων ὑβριζομένων, ἀφείλεις ―ἂν πιστεύῃς― νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως τοὐλάχιστον θὰ διεμαρτύρεσο ἐὰν κάποιος ἔλεγε τὴ μητέρα σου πόρνη. Τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς Χριστὸ καὶ Παναγιά, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ».
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ μία θερμὴ προτροπή. Κανείς μὰ κανείς νὰ μὴν ἀνεχώμεθα νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα στὸν τόπο μας. Ἂς δημιουρ­γηθοῦν ἀντιβλασφημικὲς ὁμάδες, ὥστε ὁ κάθε βλάσφημος νὰ φιμώνεται. Καὶ τότε πᾶν στόμα καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὑμνῇ τὴν Παναγία Παρθένο εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Στον ιερό ναὸ Ἁγίας Σκέπης Πτολεμαΐδος, Δευτέρα 27-10-1986 ἑσπέρας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου