ΑΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ…
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
(Τὶς δύο προηγούμενες Κυριακὲς εἴδαμε,
ὅτι τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἑνὸς Χριστιανοῦ εἶνε τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾷ τὸ
Χριστό, καθὼς καὶ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ τὸν ἀγαποῦμε.
Ἂς δοῦμε τώρα καὶ πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη πρὸς Τὸν ΧΡΙΣΤΟ).
ΕΑΝ τὴν ὥρα αὐτή, ἀγαπητοί μου,
εἶχα κάποιο κλειδὶ καὶ ἄνοιγα τὶς καρδιές σας, τί ἆραγε θὰ εὕρισκα μέσα;
Ζητῶ στὴν καρδιά σας μιὰ θέσι
γιὰ τὸ Χριστό. Εδατε καμμιὰ φορὰ στὰ λεωφορεῖα; κάθονται νεώτεροι,
μπαίνει κάποιος ποὺ ἔχει ἀνάγκη, κανείς δὲν παραχωρεῖ θέσι, κι ἀκούγεται
τότε ἡ φωνὴ «Μιὰ θέσι παρακαλῶ!». Ἔτσι κ᾿ ἐδῶ. Ὅλες οἱ θέσεις τῆς
καρδιᾶς μας εἶνε κατειλημμένες ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια πράγματα. Μία θέσι γιὰ τὸ
Χριστὸ δὲν ὑπάρχει. Δὲν τὸν ἀγαποῦμε δυστυχῶς.
Ἂν ἀγαπούσαμε πραγματικὰ τὸ Χριστό, ἡ ἀγάπη δὲν κρύβεται. Εἶνε ὅπως τὸ φῶς, φαίνεται· εἶνε ὅπως ὁ ἦχος, ἀκούγεται· εἶνε ὅπως ἡ φωτιά, θερμαίνει. Δὲν κρύβεται ἡ ἀγάπη. Ἂν εἴχαμε ἀγάπη στὸ Χριστό, θὰ φαινόταν. Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη; Τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος· «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. 14,15).
Ἔπειτα, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀγάπη, ἐπιδιώκουν τὴ συνάντησι μεταξύ τους. Ὁ χωρισμὸς τοὺς πονεῖ· προσπαθοῦν νὰ βρίσκουν εὐκαιρία συναντήσεως. Κι ὅταν συναντῶνται, κάθονται καὶ κουβεντιάζουν ὧρες ὁλόκληρες. Ἂν λοιπὸν εἴχαμε ἀγάπη, θὰ προσπαθούσαμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ βροῦμε εὐκαιρία νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸ Χριστό. Ποῦ μποροῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε;
* Συναντώμεθα μαζί του τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Τότε τὸ σκουλήκι, ὁ ἄνθρωπος, συνομιλεῖ μὲ τὸν Κύριο καὶ Δημιουργό του.
* Συναντώμεθα στὴ μελέτη τῆς Γραφῆς. Ὅταν ἀνοίγῃς καὶ διαβάζῃς, ἀκοῦς τὴ φωνή του.
* Τὸν συναντοῦμε ἀκόμη στὸν ἐκκλησιασμό. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,2-3).
* Συναντώμεθα μὲ τὸ Χριστὸ ἐπίσης στὴν ἐλεημοσύνη. Κάθε φορὰ ποῦ ἐλεεῖς τὸ φτωχό, εἶνε σὰν νὰ συναντᾷς τὸν διο τὸ Χριστό.
Ἂν ἀγαπούσαμε πραγματικὰ τὸ Χριστό, ἡ ἀγάπη δὲν κρύβεται. Εἶνε ὅπως τὸ φῶς, φαίνεται· εἶνε ὅπως ὁ ἦχος, ἀκούγεται· εἶνε ὅπως ἡ φωτιά, θερμαίνει. Δὲν κρύβεται ἡ ἀγάπη. Ἂν εἴχαμε ἀγάπη στὸ Χριστό, θὰ φαινόταν. Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη; Τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος· «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. 14,15).
Ἔπειτα, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀγάπη, ἐπιδιώκουν τὴ συνάντησι μεταξύ τους. Ὁ χωρισμὸς τοὺς πονεῖ· προσπαθοῦν νὰ βρίσκουν εὐκαιρία συναντήσεως. Κι ὅταν συναντῶνται, κάθονται καὶ κουβεντιάζουν ὧρες ὁλόκληρες. Ἂν λοιπὸν εἴχαμε ἀγάπη, θὰ προσπαθούσαμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ βροῦμε εὐκαιρία νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸ Χριστό. Ποῦ μποροῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε;
* Συναντώμεθα μαζί του τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Τότε τὸ σκουλήκι, ὁ ἄνθρωπος, συνομιλεῖ μὲ τὸν Κύριο καὶ Δημιουργό του.
* Συναντώμεθα στὴ μελέτη τῆς Γραφῆς. Ὅταν ἀνοίγῃς καὶ διαβάζῃς, ἀκοῦς τὴ φωνή του.
* Τὸν συναντοῦμε ἀκόμη στὸν ἐκκλησιασμό. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων…» (Ψαλμ. 83,2-3).
* Συναντώμεθα μὲ τὸ Χριστὸ ἐπίσης στὴν ἐλεημοσύνη. Κάθε φορὰ ποῦ ἐλεεῖς τὸ φτωχό, εἶνε σὰν νὰ συναντᾷς τὸν διο τὸ Χριστό.
* Ἡ μεγαλυτέρα ὅμως συνάντησι μὲ τὸ Χριστὸ γίνεται «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. 24,35), στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας. Τότε, ὅταν κοινωνοῦμε ἀξίως τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του, αἰσθανόμεθα τὴν καρδιά μας νὰ φλέγεται γι᾿ αὐτόν, ὅπως οἱ δύο μαθηταὶ ποὺ ἐπορεύοντο πρὸς Ἐμμαούς, καὶ θὰ λέμε κ᾿ ἐμεῖς· Κύριε, «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν» (ἔ.ἀ. 24,29).
Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, τίποτα δὲ᾿ θὰ μᾶς χώριζε ἀπὸ κοντά του. Καμμιά ἄλλη ἀγάπη ἀλλὰ καὶ κανένας φόβος. Τὸ Ἆσμα τῶν ᾀσμάτων, τὸ ποιητικώτατο αὐτὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, λέει ἕνα σπουδαῖο λόγο γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι παρεξηγοῦν τὸ θεόπνευστο αὐτὸ βιβλίο· νομίζουν ὅτι ἔχει θέμα τὸν ἐπίγειο ἔρωτα. Ὄχι, ὄχι. Τὸ Ἆσμα ᾀσμάτων θέμα ἔχει τὴν ἀγάπη τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό. «Τὸν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν» (κάθ. Μ. Τρίτης). Στὸ ᾎσμα ᾀσμάτων λοιπὸν διαβάζουμε, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶνε τόσο ἰσχυρά, ὥστε νικᾷ καὶ τὸ θάνατο· «Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Ποταμοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴ σβήσουν (ᾎσμ. 8,6-7). Γι᾿ αὐτὸ καμμιά δύναμις (δαίμονες, ἄνθρωποι, οὐράνια, ἐπίγεια), δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ χωρίσῃ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ῥωμ. 8,35).
Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, δὲν θὰ δεχόμασταν προσβολὴ τοῦ ὀνόματός του. Ὄχι μόνο ἐμεῖς δὲ᾿ θὰ βλαστημούσαμε ποτέ τὸ ἅγιο ὄνομά του, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέπαμε σὲ κανένα ἄλλο νὰ τὸ κάνῃ. Ἀδελφοί μου, στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὸ βῆμα καὶ νὰ πάω στὸ κελλί μου νὰ κλάψω. Ἂν ἀγαπούσαμε τὸ Χριστό, θὰ λέγαμε σὲ κάθε βλάσφημο· Νὰ πλένῃς τὸ στόμα σου γιὰ ν᾿ ἀναφέρῃς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου! Στὴν Ἀβησσυνία δὲν ὑπάρχει Ἀβησσυνὸς νὰ βλασφημῇ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δὲν βλασφημεῖται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους ἀσήμους· βλασφημεῖται καὶ ἀπὸ χείλη ἐπίσημα, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔπρεπε νὰ δίνουν τὸ παράδειγμα τοῦ σεβασμοῦ. Ἂν ὑπῆρχε ἐκκλησία ζῶσα, θὰ ἐστέκετο στὴν πόρτα ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ ἔλεγε σὲ τέτοιους βλασφήμους· ―Ἄλτ! δὲν ἔχετε θέσι στὸ ναό… Ἀλλὰ γιατί πηγαίνω στὰ ἐπίσημα πρόσωπα; Ἂς κατέλθω, ἂς προσγειωθῶ. Γυναῖκες, ποὺ ἀκοῦτε τοὺς ἄντρες σας νὰ βλαστημοῦν τὸ Χριστὸ κ᾿ ἐσεῖς τοὺς χαϊδεύετε, θὰ κολαστῆτε· διότι ἔχετε παραπάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀγάπη τοῦ συζύγου. Κ᾿ ἐσεῖς, πατεράδες, ποὺ ἀκοῦτε τὰ παιδιά σας νὰ βλαστημοῦν τὸ Χριστὸ καὶ δὲν τὰ ἐπιπλήττετε, θὰ κολαστῆτε. Κ᾿ ἐσεῖς, ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου, ποὺ βλέπετε τὸ ποίμνιό σας νὰ ἀσεβῇ στὸ Θεὸ καὶ δὲν τὸ ἐπιπλήττετε, θὰ κολαστῆτε. Ὁ Κύριος τὸ εἶπε· Ὅποιος δὲν μὲ ἀγαπᾷ παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του, τὸν πατέρα του, τὰ παιδιά του, δὲν εἶνε ἄξιος νὰ ὀνομάζεται μαθητής μου (βλ. Ματθ. 10,37-38).
* * *
Σὲ κάποιο μέρος τῆς Εὐρώπης ἕνας
ζωγράφος ζωγράφιζε αἰσχρὲς εἰκόνες. Κάποτε ὅμως μετανόησε· πῆρε τὶς
εἰκόνες ἐκεῖνες, ἔβαλε φωτιὰ καὶ τὶς ἔκαψε. Μετὰ κλείστηκε στὸ ἀτελιέ
του καὶ εἶπε· Κύριε, ὣς τώρα ζωγράφιζα ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ σκανδάλισα τὸν
κόσμο· ἀπὸ ᾿δῶ κ᾿ ἐμπρὸς θὰ ζωγραφίζω μόνο ἐσένα. Πῆρε λοιπὸν τὸ πινέλλο
κι ἄρχισε νὰ ζωγραφίζῃ τὸν Ἐσταυρωμένο. Κάθε πινελλιὰ καὶ δάκρυ·
ἔτρεχαν τὰ δάκρυά του κ᾿ ἔσμιγαν μὲ τὰ χρώματα. (Ἔτσι, ἀδέρφια μου,
ζωγράφιζαν τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὶς ἅγιες εἰκόνες στὸ Βυζάντιο. Τώρα οἱ
ζωγράφοι, κοσμικοί, ὅπως ζωγραφίζουν μιὰ σημερινὴ γυναῖκα, ζωγραφίζουν
καὶ τὴν Παναγία μας· καὶ τὴν ὥρα ποὺ ζωγραφίζουν ἔχουν στὸ στόμα τὸ
τσιγάρο. Ὄχι ἔτσι. Αὐτὲς οἱ εἰκόνες δὲν εἶνε ἁγιασμένες. Ἁγιασμένες εἶνε
ἐκεῖνες τοῦ Βυζαντίου, τότε ποὺ ταπεινοὶ καλόγεροι, μὲ νηστεῖες καὶ
δάκρυα ζωγράφιζαν τὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους.) Ὁ ζωγράφος
λοιπὸν αὐτὸς ζωγράφιζε. Καὶ ἦταν τόσο ἐπιτυχημένη ἡ ζωγραφιά, ποὺ ἅμα
ἔβλεπες τὸ Χριστὸ δὲ᾿ μποροῦσες νὰ μὴ συγκινηθῇς. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ
συγκινοῦσε περισσότερο, εἶνε ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου
ἔγραψε· «Χριστιανέ, τόσα ἔπαθα διὰ σέ· σὺ τί ἔκανες δι᾿ ἐμέ;». Αὐτὸ εἶνε
τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ, ἕνα παράπονο ποὺ διατυπώνεται πρὸς ὅλους μας.
Ἰδίως τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, δύο παράπονα ἀκούγονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
Χριστοῦ·
Τὸ ἕνα ἀπευθύνεται πρὸς ὅλο τὸ λαό μας, τὸν ὁποῖο κατ᾿ ἐπανάληψιν ἔχει εὐεργετήσει ὁ Κύριος. Γιατὶ ἂν ζοῦμε πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ φλούδα, τοῦτο δὲν ὀφείλεται στὴν εὐφυΐα ἢ στὴν ἀνδρεία ἢ στὰ πλούτη μας· τὸ ὀφείλουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὁ εὐεργέτης τῆς πατρίδος μας. Σ᾿ αὐτὸ τὸ λαὸ ὁ Χριστός μας, πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα, μὲ τὰ χείλη διψασμένα, μὲ τὴν πλευρὰ σχισμένη, μὲ τὸν ἀκάνθινο στέφανο, ἐκφράζει παράπονο, τὸ διο παράπονο ποὺ ἐξέφρασε καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους. Σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκοῦμε· «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι»! Τί σοῦ ἔκανα, λαέ μου. Κι ὅμως ἐσὺ «τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε» (ὄρθρ. Μ. Παρασκ., ιβ΄ ἀντίφ.). Τὸ ἕνα παράπονο εἶνε αὐτό.
Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάποιο ἄλλο παράπονο. Ὄχι πλέον πρὸς ὅλο τὸ λαό, ἀλλὰ πρὸς τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν ἀπόστολο Πέτρο μετὰ τὴν ἄρνησί του. Ὅταν τὸν συνάντησε μετὰ τὴν Ἀνάστασι, τοῦ ἔκανε ἕνα ἐρώτημα. Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὑπενθυμίζω κ᾿ ἐγὼ σ᾿ ἐσᾶς. Καὶ μὴν κοιμηθῆτε ἀπόψε, ἐὰν δὲν δώσετε τὴν ἀπάντησι σ᾿ αὐτό. Ἐρώτησε ὁ Χριστὸς τότε τρεῖς φορές· «Φιλεῖς με;», μὲ ἀγαπᾷς; (Ἰωάν. 21,15-17).
Τὸ ἕνα ἀπευθύνεται πρὸς ὅλο τὸ λαό μας, τὸν ὁποῖο κατ᾿ ἐπανάληψιν ἔχει εὐεργετήσει ὁ Κύριος. Γιατὶ ἂν ζοῦμε πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ φλούδα, τοῦτο δὲν ὀφείλεται στὴν εὐφυΐα ἢ στὴν ἀνδρεία ἢ στὰ πλούτη μας· τὸ ὀφείλουμε στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὁ εὐεργέτης τῆς πατρίδος μας. Σ᾿ αὐτὸ τὸ λαὸ ὁ Χριστός μας, πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα, μὲ τὰ χείλη διψασμένα, μὲ τὴν πλευρὰ σχισμένη, μὲ τὸν ἀκάνθινο στέφανο, ἐκφράζει παράπονο, τὸ διο παράπονο ποὺ ἐξέφρασε καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους. Σὰ᾿ νὰ τὸν ἀκοῦμε· «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι»! Τί σοῦ ἔκανα, λαέ μου. Κι ὅμως ἐσὺ «τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε» (ὄρθρ. Μ. Παρασκ., ιβ΄ ἀντίφ.). Τὸ ἕνα παράπονο εἶνε αὐτό.
Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάποιο ἄλλο παράπονο. Ὄχι πλέον πρὸς ὅλο τὸ λαό, ἀλλὰ πρὸς τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν ἀπόστολο Πέτρο μετὰ τὴν ἄρνησί του. Ὅταν τὸν συνάντησε μετὰ τὴν Ἀνάστασι, τοῦ ἔκανε ἕνα ἐρώτημα. Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὑπενθυμίζω κ᾿ ἐγὼ σ᾿ ἐσᾶς. Καὶ μὴν κοιμηθῆτε ἀπόψε, ἐὰν δὲν δώσετε τὴν ἀπάντησι σ᾿ αὐτό. Ἐρώτησε ὁ Χριστὸς τότε τρεῖς φορές· «Φιλεῖς με;», μὲ ἀγαπᾷς; (Ἰωάν. 21,15-17).
* * *
Ἀγαπητοί μου! Σὲ ὅλους καὶ στὸν
καθένα ἀπὸ μᾶς ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς τὸ ἐρώτημα «Φιλεῖς με;». Ξέρω πολὺ
καλά· πολλὰ πράγματα ἀγαπᾶτε στὸν κόσμο. Ἀγαπᾶτε οἱ ἄντρες τὶς γυναῖκες
σας, οἱ γυναῖκες τοὺς ἄντρες σας, οἱ μανάδες τὰ παιδιά σας· λαχταρᾶνε,
πονᾶνε οἱ καρδιές σας. Ἀλλ᾿ οὐαὶ καὶ
ἀλλοίμονο, ἐὰν μέσα στὴν καρδιά μας δὲν ὑπάρχῃ ἔστω ἕνα μόριο ἀγάπης
πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο. Ματαία τότε ἡ ζωή. Μόνο χυδαῖες ψυχὲς δὲν μποροῦν
ν᾿ ἀγαπήσουν τὸ Χριστό.
«Φιλεῖς με;». Σκεφθῆτε τὸ ἐρώτημα αὐτὸ καὶ ἀπαντῆστε. Πέστε στὸν Κύριο· Κύριε, ἀργήσαμε. Πέρασαν τὰ χρόνια μας σὲ ψεύτικες ἀγάπες, ποὺ ποτίζουν πικρία καὶ δηλητήριο. Κύριε, ἀργὰ σὲ ἀγαπήσαμε. Ἀλλ᾿ ἀπὸ σήμερα θὰ σὲ ἀγαπήσουμε ὅπως σὲ ἀγάπησαν οἱ μάρτυρες, ὅπως ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ὅπως ὁ λῃστής. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, τὴ Μεγάλη Παρασκευή, μαζὶ μὲ τὸ λῃστή, νὰ δώσουμε ἀπάντησι στὸν Κύριο καὶ νὰ τοῦ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· Κύριε, σὲ ἀγαποῦμε, σὲ λατρεύουμε, σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας. «Μνήσθητί» μας, «Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀμήν.
«Φιλεῖς με;». Σκεφθῆτε τὸ ἐρώτημα αὐτὸ καὶ ἀπαντῆστε. Πέστε στὸν Κύριο· Κύριε, ἀργήσαμε. Πέρασαν τὰ χρόνια μας σὲ ψεύτικες ἀγάπες, ποὺ ποτίζουν πικρία καὶ δηλητήριο. Κύριε, ἀργὰ σὲ ἀγαπήσαμε. Ἀλλ᾿ ἀπὸ σήμερα θὰ σὲ ἀγαπήσουμε ὅπως σὲ ἀγάπησαν οἱ μάρτυρες, ὅπως ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ὅπως ὁ λῃστής. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, τὴ Μεγάλη Παρασκευή, μαζὶ μὲ τὸ λῃστή, νὰ δώσουμε ἀπάντησι στὸν Κύριο καὶ νὰ τοῦ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· Κύριε, σὲ ἀγαποῦμε, σὲ λατρεύουμε, σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας. «Μνήσθητί» μας, «Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἑσπερινὴ ὁμιλία εἰς τὸν ἱ. ναὸν Ἁγίου Παύλου [ὁδ. Ψαρρῶν\ Ἀθηνῶν, Κυριακὴ Σταυροπροσκυνήσεως 16-3-1958)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου