ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΟΥΜΕ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
(Τὴν περασμένη Κυριακὴ εἴδαμε, ὅτι τὸ
μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἑνὸς Χριστιανοῦ, ἁμάρτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος
κρίνει τὸν ἁμαρτωλὸ ἄξιο ἀναθεματισμοῦ, εἶνε τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾷ τὸ Χριστό.
Τώρα θὰ δοῦμε, γιατί πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Χριστό)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, μύριοι
λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸν Κύριο καὶ ἡ καρδιά μας νὰ
φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη του. Ποιοί εἶνε οἱ λόγοι αὐτοί;
Πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸν Κύριο πρῶτον γιὰ τὶς ὑλικὲς εὐεργεσίες του. Εἶνε ὁ Δημιουργὸς καὶ Πλάστης μας. Ῥίξτε ἕνα βλέμμα γύρω στὴ φύσι. Κοιτάξτε τὸ ταπεινὸ χορταράκι. Λὲς καὶ κάποιος μυστικὸς ἀργαλειὸς δουλεύει ὅλο τὸ χειμῶνα μέσ᾿ στὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ ὑφαίνει περσικοὺς τάπητες, καὶ τὴν ἄνοιξι στρώνει ὅλη τὴ γῆ. Τὸ χορτάρι ποὺ πατοῦμε δὲν εἶνε δικό μας· εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δέντρα, ποὺ τὰ κλαδιά τους λυγίζουν ἀπὸ τοὺς καρπούς, τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Τὰ ῥυάκια ποὺ κελαρύζουν, οἱ ποταμοὶ ποὺ κυλοῦν τὰ ῥεύματά τους, ἡ θάλασσα ποὺ ἁπλώνεται μεγάλη κι ἀφρίζει, ἔργα τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦν, τὰ πουλιὰ ποὺ ψάλλουν μέσ᾿ στὰ δάση, ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας, μὲ τὸ ὀξυγόνο ποὺ ἀναπνέουμε, τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ ἥλιος, ποὺ μᾶς θερμαίνει, τοῦ Χριστοῦ εὐεργεσία εἶνε. Ἀτενίστε καὶ τὴ νύχτα τὸν οὐρανό· θὰ δῆτε στὰ ὕψη μυριάδες ἀστέρια, καντήλια καὶ πολυελέους τοῦ Ὑψίστου. Ὅλα αὐτὰ εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε.
Δὲ᾿ σᾶς εἶπα τίποτα. Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἐλᾶτε νὰ σᾶς πάω κάπου ἀλλοῦ νὰ θαυμάσετε τὸ Θεό. Ἐκεῖ πλέον κι ὁ ἄπιστος γίνεται πιστός.
Πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸν Κύριο πρῶτον γιὰ τὶς ὑλικὲς εὐεργεσίες του. Εἶνε ὁ Δημιουργὸς καὶ Πλάστης μας. Ῥίξτε ἕνα βλέμμα γύρω στὴ φύσι. Κοιτάξτε τὸ ταπεινὸ χορταράκι. Λὲς καὶ κάποιος μυστικὸς ἀργαλειὸς δουλεύει ὅλο τὸ χειμῶνα μέσ᾿ στὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ ὑφαίνει περσικοὺς τάπητες, καὶ τὴν ἄνοιξι στρώνει ὅλη τὴ γῆ. Τὸ χορτάρι ποὺ πατοῦμε δὲν εἶνε δικό μας· εἶνε τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δέντρα, ποὺ τὰ κλαδιά τους λυγίζουν ἀπὸ τοὺς καρπούς, τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Τὰ ῥυάκια ποὺ κελαρύζουν, οἱ ποταμοὶ ποὺ κυλοῦν τὰ ῥεύματά τους, ἡ θάλασσα ποὺ ἁπλώνεται μεγάλη κι ἀφρίζει, ἔργα τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦν, τὰ πουλιὰ ποὺ ψάλλουν μέσ᾿ στὰ δάση, ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ ἀέρας, μὲ τὸ ὀξυγόνο ποὺ ἀναπνέουμε, τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ ἥλιος, ποὺ μᾶς θερμαίνει, τοῦ Χριστοῦ εὐεργεσία εἶνε. Ἀτενίστε καὶ τὴ νύχτα τὸν οὐρανό· θὰ δῆτε στὰ ὕψη μυριάδες ἀστέρια, καντήλια καὶ πολυελέους τοῦ Ὑψίστου. Ὅλα αὐτὰ εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε.
Δὲ᾿ σᾶς εἶπα τίποτα. Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἐλᾶτε νὰ σᾶς πάω κάπου ἀλλοῦ νὰ θαυμάσετε τὸ Θεό. Ἐκεῖ πλέον κι ὁ ἄπιστος γίνεται πιστός.
Ἐλᾶτε μέσα στὸ σπίτι ἑνὸς
οἰκογενειάρχου καὶ πλησιάστε στὴν κούνια τοῦ παιδιοῦ. Τὸ κλάμα τοῦ
παιδιοῦ, τὸ χαμόγελο τοῦ παιδιοῦ, εἶνε ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τὰ
λουλούδια. Μανάδες, ποὺ κρατᾶτε στὴν ἀγκαλιά σας αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους,
σκεφτήκατε, ὅτι αὐτὰ εἶνε δῶρα τοῦ Χριστοῦ μας;
Αὐτὰ δὲν εἶνε δικές μου ἰδέες, ἀγαπητοί μου· εἶνε λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως λέει· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος…». Καὶ παρακάτω· «Πάντα», ὅλα τὰ δημιουργήματα, «δι᾿ αὐτοῦ», διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Ἰωάν. 1,1-3). Δὲν ὑπάρχει τίποτε στὸν κόσμο ποὺ νὰ ἔγινε χωρὶς τὴ δύναμι καὶ τὴ θέλησί του.
Καὶ αὐτὰ μὲν εἶνε οἱ ὑλικές του εὐεργεσίες. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ὑπάρχουν καὶ οἱ πνευματικές εὐεργεσίες. Ὁ ἄνθρωπος, λόγῳ τοῦ δεσμοῦ μὲ τὴ γῆ καὶ τὶς φυσικὲς ἀνάγκες, αἰσθάνεται τὶς ὑλικὲς εὐεργεσίες. Πόσοι ὅμως αἰσθάνονται καὶ τὶς πνευματικές; Ποιές εἶν᾿ αὐτές; Ἡ μεγαλυτέρα, ἡ ὑψίστη εὐεργεσία, τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, εἶνε τὸ τίμιο ξύλο, τὸ «τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός…», δηλαδὴ ὁ τίμιος σταυρός.
Κι ἂν ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, ἔλειπαν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο καὶ ὑπῆρχε μόνο ὁ σταυρός, ἔφτανε ὁ σταυρὸς καὶ μόνο νὰ μαρτυρήσῃ τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο! «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
Αὐτὰ δὲν εἶνε δικές μου ἰδέες, ἀγαπητοί μου· εἶνε λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως λέει· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος…». Καὶ παρακάτω· «Πάντα», ὅλα τὰ δημιουργήματα, «δι᾿ αὐτοῦ», διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Ἰωάν. 1,1-3). Δὲν ὑπάρχει τίποτε στὸν κόσμο ποὺ νὰ ἔγινε χωρὶς τὴ δύναμι καὶ τὴ θέλησί του.
Καὶ αὐτὰ μὲν εἶνε οἱ ὑλικές του εὐεργεσίες. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ὑπάρχουν καὶ οἱ πνευματικές εὐεργεσίες. Ὁ ἄνθρωπος, λόγῳ τοῦ δεσμοῦ μὲ τὴ γῆ καὶ τὶς φυσικὲς ἀνάγκες, αἰσθάνεται τὶς ὑλικὲς εὐεργεσίες. Πόσοι ὅμως αἰσθάνονται καὶ τὶς πνευματικές; Ποιές εἶν᾿ αὐτές; Ἡ μεγαλυτέρα, ἡ ὑψίστη εὐεργεσία, τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, εἶνε τὸ τίμιο ξύλο, τὸ «τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός…», δηλαδὴ ὁ τίμιος σταυρός.
Κι ἂν ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, ἔλειπαν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο καὶ ὑπῆρχε μόνο ὁ σταυρός, ἔφτανε ὁ σταυρὸς καὶ μόνο νὰ μαρτυρήσῃ τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο! «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
Τί λέξεις καὶ τί εἰκόνες νὰ βρῶ γιὰ νὰ σᾶς δείξω τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο; Θ᾿ ἀναφέρω δύο – τρία παραδείγματα, γιὰ νὰ τονίσω, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὶς φυσικὲς εὐεργεσίες εἶνε οἱ πνευματικὲς εὐεργεσίες του.
α΄. Ὑπάρχει ἕνα πουλὶ ποὺ λέγεται πελεκᾶνος. Ὅσοι ἔχουν ζήσει στὴν ὕπαιθρο, θὰ τὸ ἔχουν δεῖ. Ὁ πελεκᾶνος εἶνε φιλόστοργος. Ἀγαπάει τὰ παιδιά του. Ἀλλὰ συμβαίνει κάποτε, ὅταν ὁ πελεκᾶνος ἀπουσιάζῃ γιὰ νὰ βρῇ τροφή, ἡ φωλιὰ νὰ μείνῃ ἀφρούρητη· καὶ τότε φίδι φαρμακερὸ κατορθώνει νὰ φτάσῃ ὣς ἐκεῖ καὶ νὰ δηλητηριάσῃ τὰ παιδιά του. Ὅταν ὁ πελεκᾶνος γυρίζει βλέπει τὰ πουλιά του νὰ σπαρταροῦν. Δὲν εἶνε βέβαια γιατρὸς οὔτε φαρμακοποιός· ἀλλὰ ἡ ἀγάπη, τὸ ἔνστικτο, τὸν κάνει καὶ γιατρὸ καὶ φαρμακοποιό. Αὐτό, ποὺ ὕστερα ἀπὸ τόσους αἰῶνες ἀνεκάλυψε ἡ ἐπιστήμη, τὴ μετάγγισι αἵματος, τὸ γνώριζε ὁ πελεκᾶνος νωρίτερα. Ὅταν λοιπὸν βλέπῃ τὰ πουλιά του νὰ κινδυνεύουν, σχίζει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ στῆθος του πρὸς τὴν καρδιά, παίρνει ἀπ᾿ τὸ δικό του ζωογόνο αἷμα, ποτίζει ἕνα – ἕνα τὰ πουλιά του, κι αὐτὰ ζωντανεύουν· ἀναζωογονοῦνται μὲ τὸ αἷμα τοῦ πατέρα τους.
Παράδειγμα εἶνε αὐτό. Ποιά εἶνε τὰ πουλιά; Ἐμεῖς ὅλοι. Ποιό εἶνε τὸ φίδι; Εἶνε ὁ σατανᾶς, ὁ ἑωσφόρος, «ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος,… ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀπ. 12,9). Ποιό εἶνε τὸ φαρμάκι; Ἡ ἁμαρτία. Ποιός εἶνε ὁ πελεκᾶνος; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἄνοιξε τὴν πλευρά του καὶ πότισε τὴν ἀρρωστημένη ὕπαρξί μας μὲ τὸ ζωογόνο αἷμα του. Δὲν σᾶς λέω δικά μου φανταστικὰ πράγματα. Τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅταν θὰ παρακολουθήσετε τὸν Ἐπιτάφιο θρῆνο, μεταξὺ τῶν ἄλλων ὡραίων τροπαρίων θ᾿ ἀκούσετε νὰ ψάλλῃ ὁ ψάλτης·
«Ὥσπερ πελεκὰν
τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε,
σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας
ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς».
Ὦ Χριστέ! σὰν τὸν πελεκᾶνο, ποὺ ἄνοιξε τὴν πλευρά του καὶ ἔσταξε στὸ στόμα τῶν παιδιῶν του τὸ αἷμα του τὸ ζωογόνο, ἔτσι κ᾿ ἐσὺ ἄνοιξες τὶς φλέβες σου καὶ μᾶς πότισες μὲ τὸ αἷμα σου τὸ τίμιο. Τὸ εἶχε πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Ἤμασταν νεκροὶ λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ ὁ Θεὸς «μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μὲ τὸ Χριστό» (βλ. Ἐφ. 2,5· Κολ. 2,13).
Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό· λίγοι ἐκτιμοῦν τὴν εὐεργεσία αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία θά ᾿πρεπε νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε ἀδιαλείπτως. Δὲν ἔχει ὅμως ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς. Ἂν οἱ Εὐρωπαῖοι εἶνε ἀγνώμονες, ἔφθασε ἡ ὥρα ν᾿ ἀγαπηθῇ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἄλλους λαούς, στοὺς ὁποίους κηρύττουν τώρα οἱ ἱεραπόστολοι.
β΄. Κάποιος ξένος βρῆκε στὰ νησιὰ τοῦ ὠκεανοῦ ἕναν ἄγριο ποὺ εἶχε βαπτισθῆ Χριστιανός. Εἶδε, ὅτι ὁ ἰθαγενὴς αὐτός, ὅποτε ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δάκρυζε. ―Γιατί, τοῦ λέει, ὅταν λὲς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δακρύζεις; Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀγρίου πλημμύριζε ἀπὸ ἀγάπη, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα του ἦταν φτωχή. ―Νὰ σοῦ πῶ, λέει, τί μοῦ ἔκανε ὁ Χριστός… Ἔσκυψε καὶ μὲ τὸ δάχτυλό του ἔκανε πάνω στὸ χῶμα ἕνα κύκλο. Ἔπειτα πῆρε χορταράκι ξηρό, ἄχυρο, κ᾿ ἔβαλε γύρω – γύρω στὴν περιφέρεια· ἔγινε ἔτσι ἕνας κύκλος ἀπὸ χόρτο ξηρό. Κατόπιν ἔπιασε ἕνα σκουλήκι καὶ τὸ ἔβαλε ἀκριβῶς στὸ κέντρο τοῦ κύκλου. Ἐν συνεχείᾳ πῆρε σπίρτο, ἔβαλε φωτιὰ στὸ χόρτο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ἡ φωτιὰ σχημάτισε ἕνα πύρινο στεφάνι. Τὸ σκουλήκι ἔνιωσε τὶς φλόγες καὶ ἄρχισε νὰ κάνῃ ἀπεγνωσμένες προσπάθειες πρὸς κάθε κατεύθυνσι γιὰ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν κλοιό. Ἀλλὰ παντοῦ συναντοῦσε τὶς φλόγες καὶ ὠπισθοδρομοῦσε· ἕως ὅτου, ἀπελπισμένο, κουλουριάστηκε καὶ περίμενε πλέον τὸ θάνατο. Τότε ὁ ἰθαγενὴς ἁπλώνει τὸ χέρι, τὸ παίρνει καὶ τὸ βάζει στὴν παλάμη του. ―Μὲ κατάλαβες; τοῦ λέει. Ἐγὼ εἶμαι τὸ σκουλήκι. Τὸ πύρινο στεφάνι εἶνε ἡ ἁμαρτία τοῦ κόσμου· ὅπου νὰ πήγαινα, μπροστά μου ἦταν ἡ ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χριστὸς καί, μὲ τὰ ματωμένα χέρια του, πῆρε ἐμένα τὸ σκουλήκι καὶ μὲ ἔσωσε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωτιά.
Βλέπετε ἕνας ἄγριος πῶς αἰσθάνεται τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λείπει ἀπὸ τοὺς «πολιτισμένους»; Στοὺς «χριστιανοὺς» τῆς Δύσεως δὲν ὑπάρχει πιὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό. Ὑπῆρχε ἄλλοτε. Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦσαν πραγματικὰ τὸ Χριστό. Τώρα «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12).
γ΄. Ἀναφέρω ἕνα ἀκόμη παράδειγμα καὶ τελειώνω. Στοὺς πρώτους αἰῶνας ζοῦσε ἕνας φλογερὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε· Ἂν ἀνοίξετε τὴν καρδιά μου, δὲ᾿ θὰ βρῆτε μέσα μου «πῦρ φιλόυλον», δὲν θὰ βρῆτε ἀγάπη κοσμική· μέσα μου ὑπάρχει μιὰ μόνο ἀγάπη, ὁ ἔρως τοῦ Χριστοῦ… Τὸν ἔπιασαν, τὸν μετέφεραν σιδηροδέσμιο καὶ τὸν ἔρριξαν μέσα στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ῥώμης. Λέοντες βρυχώμενοι ἔπεσαν ἐπάνω του, ἐνῷ ἐκεῖνος προσηύχετο ―τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν πατοῦσε πλέον τὴ γῆ― καὶ κατακομμάτιασαν τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου. Ἡ παράδοσις λέει, ὅτι ἀπ᾿ ὅλο τὸ σῶμα του, ἐκεῖνο τὸ μέλος ποὺ δὲν ἔθιξαν καθόλου ἀλλὰ τὸ σεβάστηκαν κι αὐτὰ τὰ θηρία, ἦταν ἡ καρδιά του. Διότι μέσα στὴν καρδιά του ἦταν γραμμένο μὲ χρυσᾶ γράμματα «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς μου».
Σᾶς ἀνέφερα, ἀγαπητοί μου, τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Χριστό. Ἀπομένει νὰ ποῦμε, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ θὰ μιλήσουμε σὺν Θεῷ τὴν ἐρχομένη Κυριακή.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἑσπερινὴ ὁμιλία εἰς τὸν ἱ. ναὸν Ἁγίου Παύλου [ὁδ. Ψαρρῶν Ἀθηνῶν, Κυριακὴ Σταυροπροσκυνήσεως 16-3-1958)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου