Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Η περί του σώματος αντίληψη τού Μεγάλου Βασιλείου



Η αντίληψη που είχαν για το ανθρώπινο σώμα οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, έγινε αιτία να ξεσπάσουν σωρεία συζητήσεων και επιπλέον έδωσε την αφορμή στη διατύπωση όχι μόνο διαφορετικών αλλά ταυτόχρονα και αλληλοσυγκρουόμενων θεωριών. Έτσι άλλοι μεν, προσάπτουν κατηγορίες στους Πατέρες, για υιοθέτηση τής διδασκαλίας του Πλάτωνα περί διαρχίας σώματος και ψυχής και θεωρούν, ότι στην υποβάθμιση τής αξίας του σώματος έναντι τής  ψυχής συνέβαλαν κατά πολύ και οι επιδράσεις από τα ποικίλα μυστικιστικά ρεύματα και θρησκείες τής Ανατολής (Παρσισμός, Γνωστικισμός, Ζωροαστρισμός κ.λ.π.), άλλοι δε, παραβλέποντας ορισμένα δεδομένα από την ζωή των Πατέρων τονίζουν την θετική στάση αυτών ως προς το σώμα, υπογραμμίζοντας το καλό αυτού, λόγω τής ενανθρώπησης τού Υιού – Λόγου (Χριστού), ο οποίος προσέλαβε το ανθρώπινο σώμα και το θέωσε...

Όμως, όλες οι παραπάνω θέσεις χωλαίνουν και δεν αποδίδουν την πλήρη αλήθεια, για τον απλούστατο λόγο πως αποτελούν γενικεύσεις, οι οποίες διά τής απλουστεύσεως, περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εξωτερική εξέταση τού προβλήματος, παραγνωρίζοντας τα ιστορικά ρεύματα και την περιρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στα οποία κινήθηκε η σκέψη τού Μεγάλου Βασιλείου, όσον αφορά την εκκλησιαστική και θύραθεν (= η κλασσική παιδεία των Ελλήνων Εθνικών «ειδωλολατρών») γραμματεία τών πρώτων μ.Χ. αιώνων.
Κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες, στους κύκλους των Χριστιανών, η στάση απέναντι στο ανθρώπινο σώμα δεν ήταν ομοιόμορφη. Βέβαια σε επίπεδο επίσημης δογματικής διδασκαλίας τής Εκκλησίας, το σώμα ουδέποτε ταυτίστηκε αυτό καθεαυτό με την αμαρτία, ούτε πολύ περισσότερο διακρίνονταν αυτό διαρχικά από την ψυχή. Αλλά στην πράξη, ιδιαίτερα σε κάποιους ασκητές τής ερήμου και σε ορισμένες γνωστικές και εγκρατιστικές ομάδες, παρατηρείται έντονη αποστροφή προς το σώμα, και άμιλλα προς εξεύρεση τυραννικών μεθόδων για βασανισμό αυτού, προκειμένου να θανατωθεί η αμαρτία που κατοικεί σ’ αυτό ή να αποδεσμευθεί η ψυχή από την παχυλή σάρκα η οποία την περιβάλλει. Ο αντικειμενικός σκοπός όλων αυτών ήταν, να μπορέσει – αυτός που ποθούσε την τελειότητα – να μιμηθεί από τον παρόντα βίο την ασώματη ζωή των αγίων αγγέλων.
Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής τής νοοτροπίας μεταξύ των ασκητικών εκκλησιαστικών κύκλων είναι και τα παρακάτω: Ο Ωριγένης, όπως μαρτυρείται, ήταν αντίθετος στον εορτασμό των γενεθλίων, γιατί θεωρούσε πως δεν ταιριάζουν σ’ ένα Χριστιανό. Ο Άγιος Αντώνιος αισθανόταν ντροπή κάθε φορά που γευμάτιζε μαζί με άλλους μοναχούς, και κοκκίνιζε κάθε φορά που επρόκειτο να ικανοποιήσει κάποια σωματική του ανάγκη. Παρατηρείται λοιπόν γενικά, στην εν λόγω εποχή, υπερβολική έξαρση των ιδεωδών τής αγνότητας και τής παρθενίας. Ο εκούσιος ευνουχισμός, ο οποίος συνέβη λόγω τής παρερμηνείας τού ευαγγελικού χωρίου «…και υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι μόνοι τους έγιναν ευνούχοι για τη βασιλεία των ουρανών» Ματθαίος 19:12, ήταν τόσο ευρέως διαδεδομένος, ώστε να αναγκαστεί η Εκκλησία να θεσπίσει ειδικoύς κανόνες κατά τον 4ο αιώνα για την καταπολέμησή του. Έτσι ο 22ος Αποστολικός Κανόνας προστάζει να μην γίνεται κληρικός αυτός που εκούσια ευνουχίστηκε: «Αυτός που ακρωτηριάζει τον εαυτό του να μην γίνεται κληρικός˙ διότι είναι φονιάς του ίδιου του εαυτού, και εχθρός της δημιουργίας του Θεού». Ο 23ος Αποστολικός Κανόνας προστάζει να καθαιρείται ο κληρικός που ευνουχίστηκε: «Εάν κάποιος είναι κληρικός και ακρωτηριάσει τον εαυτό του να καθαιρείται˙ διότι είναι φονιάς του εαυτού του». Για τους λαϊκούς που εθελοντικά ευνουχίστηκαν ο 24ος Αποστολικός Κανόνας προστάζει να αφορίζονται για τρία χρόνια: «Λαϊκός που ακρωτηριάζει τον εαυτό του, αφορίζεται για τρία χρόνια˙ διότι γίνεται βλαβερός για την ζωή του». Επί πλέον, δεν ήταν και λίγοι οι τρόποι που επινοούσαν ορισμένοι μοναχοί για να ταλαιπωρούν το σώμα τους. Ακόμη και ο Μέγας Βασίλειος φρονεί, πως «η αποσκελέτωση του  σώματος και η επελθούσα χλωμάδα από την εγκράτεια» αποτελούν χαρακτηριστικά του γνήσιου Χριστιανού.
Οι ακραίες αυτές τάσεις και αντιλήψεις για το ανθρώπινο σώμα, οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα, αν απομονωθούν από το εσχατολογικό υπόβαθρο τού Χριστιανισμού και δεν εξεταστούν μέσα από ολόκληρο το ιστορικό πλαίσιο τής εποχής τους. Γι’ αυτό αξίζει να τονιστεί και να επισημανθεί, πως ανάλογα, μερικές φορές και πανομοιότυπα φαινόμενα, παρατηρούνται και από τους ειδωλολάτρες («εθνικούς»). Όμως η αποστροφή που ένοιωθαν αυτοί για το σώμα, απέρρεε από την εμπειρική βίωση τής εσωτερικής αντινομίας που υπάρχει στον άνθρωπο τής πτώσης, η οποία μπορεί να ανακουφιστεί με την απόλυτη διάκριση τού νου ή τής ψυχής από το σώμα, και στη συνέχεια με την απόδοση κακών σ’ αυτό. Έτσι, λόγου χάρη, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος λέγεται πως δεν μπορούσε να υποφέρει τον εαυτό του. Ο Πλωτίνος αρνούνταν να γιορτάσει τα γενέθλιά του και ντρέπονταν το σώμα του. Υπήρχαν επίσης ειδωλολάτρες ερημίτες και αυστηροί νηστευτές, είναι δε γνωστοί οι Νεοπυθαγόρειοι τής Ρώμης, οι Θεραπευτές τής Αιγύπτου, η ασκητική μορφή τού Απολλώνιου τού Τυανέα κ.λ.π.
Η ερμηνεία της καθολικής αυτής αποστροφής προς το σώμα κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, έγινε αντικείμενο έρευνας και προτάθηκαν διάφορες λύσεις, τις περισσότερες φορές όμως μονομερείς και υπερβολικές. Μία καινοφανή ερμηνεία έδωσε ο E.R. Dodds (1893 - 1979) καθηγητής Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Υποστηρίζει λοιπόν, πως η αποστροφή αυτή οφείλεται σε κάποια ενδημική ασθένεια, η οποία διαπότιζε ολόκληρο τον πολιτισμό των πρώτων μ.Χ. αιώνων. Πρόκειται – κατά τον Dodds πάντα – για μια ενδογενή νεύρωση, η οποία φανερώνει έντονα συναισθήματα ενοχής. Οι πλέον ακραίες θέσεις περιφρόνησης του σώματος απαντούν περισσότερο στους Γνωστικούς και τους Χριστιανούς και λιγότερο στους έχοντες ελληνική μόρφωση ειδωλολάτρες.
Πάντως, όπως και να έχει η αλήθεια, το γεγονός είναι ένα˙ πως ο Μέγας Βασίλειος γνώρισε στις περιηγήσεις που έκανε κατά την νεότητά του, τους αυστηρούς ασκητές τής Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Συρίας και Μεσοποταμίας, μετά δε την πρώτη έκπληξη που ένοιωσε – όπως μας εξομολογείται ο ίδιος – τους είδε όχι σαν νοσηρούς τύπους, αλλά ως πνευματικούς αδελφούς και εραστές τής κατά Χριστόν τελειότητας, οι οποίοι δείχνουν στην πράξη τη «νέκρωση τού Ιησού», προβάλλοντας αυτή στο σώμα τους. Κατά την εποχή εκείνη, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, «ευχόμουν και ο ίδιος, όσο μού ήταν μπορετό, να γίνω μιμητής εκείνων των ανδρών». Το γεγονός πως ο Βασίλειος, αν και μόλις προ ολίγου είχε αποφοιτήσει από τις εκλεπτυσμένες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών και ενώ δεν είχε βαπτιστεί ακόμα Χριστιανός, όχι μόνο δεν αισθάνθηκε αποστροφή, όπως θα περίμενε κάποιος, από τις ακρότητες τών ασκητών, αλλά τουναντίον μαγεμένος θέλησε να τους μιμηθεί, αποδεικνύοντας ότι γενικά αυτή η στάση προς το σώμα δεν ήταν κάτι το ανάρμοστο προς το πνεύμα τής εποχής του. Η ουσία όμως του προβλήματος δεν βρίσκεται στα φαινόμενα αυτά καθ’ εαυτά, τα οποία άλλωστε είναι πολλά και κοινά και στους Χριστιανούς και στους ειδωλολάτρες, αλλά στην ερμηνεία τους. Με άλλα λόγια, η προς το σώμα αποστροφή, είχε άλλο νόημα για τον Χριστιανό, ο οποίος μ’ αυτό τον τρόπο εξέφραζε τον πόθο του για νέκρωση τού εαυτού του και όσο το δυνατόν πληρέστερη μίμηση τού Χριστού εντός τής εσχατολογικής ατμόσφαιρας τού Χριστιανισμού, και άλλο για τον μορφωμένο ειδωλολάτρη και τον αιρετικό.
Συνεπώς για να εξετάσουμε ορθώς την αντίληψη τού Μεγάλου Βασιλείου περί του σώματος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τα παρακάτω
1. Το ιστορικό πλαίσιο εντός τού οποίου κινήθηκε η σκέψη του
2. Την επικρατούσα τάση προς υποτίμηση τών υλικών πραγμάτων κατά την διάρκεια τής υπό εξέταση εποχής
3. Την συμπάθεια τού Μεγάλου Βασιλείου για το ασκητικό ιδεώδες, με το οποίο ήλθε σε επαφή, όταν η νεανική του ψυχή αναζητούσε το απόλυτο και το ιδανικό.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, η φύση και ο σκοπός καθεμιάς από τις συγγραφές του, στις οποίες συναντάμε τις περί του σώματος απόψεις του, ποιες δηλαδή από αυτές απευθύνονται στις μοναχικές κοινότητες και ποιες στους ποιμαινομένους λαϊκούς.
Κατ’ αρχάς δέχεται ως φυσική κατάσταση τού σώματος και τού ανθρώπου αυτή που υπήρχε πριν από την πτώση του και αυτή που θα υπάρξει μετά την γενική ανάσταση κατά την Δευτέρα Παρουσία. Θεωρεί δε, το διάστημα που εκτείνεται μεταξύ τους αρνητικά και θετικά. Αρνητικά μεν λόγω υποταγής τού σώματος στην αμαρτία, θετικά δε ως πρόοδο ανακαίνισης του με τη χάρη τού Χριστού.
Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον Βασίλειο, νοείται ως συμμετρική και αρμονική σύνθεση (σώμα – ψυχή) η οποία διασπάστηκε από την αμαρτία. Κατά τη διάσπαση αυτή εμφανίζονται προοδευτικά και επικρατούν τα ξένα στοιχεία, τα οποία απορρέουν από την πτώση και την υποταγή στην αμαρτία. Η κατάσταση αυτή, η οποία θεωρείται ως ασθένεια που δεν υπήρχε μέσα στον άνθρωπο, αλλά προήλθε λόγω τής απομάκρυνσής του από τον Θεό, αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο. Έτσι στο δημιουργημένο από τον Θεό σώμα προσκολλήθηκε η ασθένεια με κύρια χαρακτηριστικά τον βιολογικό θάνατο, τον πόνο, την πείνα, την δίψα, την ανάγκη ύπνου, τον αγώνα για επιβίωση και απόκτηση υλικών αγαθών κ.λ.π., στη δε ψυχή εγκαταστάθηκε η αμαρτία. Όλα αυτά λοιπόν, δεν δημιουργήθηκαν από τον Θεό, αλλά είναι συνέπεια και εκφράσεις της πτώσης, δια της οποίας «υπέστη βλάβη» το καλό που υπήρχε στον άνθρωπο και τοιουτοτρόπως περιέπεσε αυτός «σε ποικίλες και πολλών ειδών ασθένειες». Συμπτώματα τής ασθένειας αυτής είναι οι φυσικές και ηθικές αλλοιώσεις προς το χειρότερο που εμφανίστηκαν σ’ αυτόν.
Έτσι με την «επιμιξία προς το χειρότερο» και με την «σύμπλευση» τής ψυχής με τα πάθη τής σάρκας, καταστράφηκε ολοσχερώς η απλότητα και η έλλειψη πονηριάς που ενυπήρχε στον άνθρωπο, επικράτησε δε σ’ αυτόν το νοσηρό, το ποικίλο και το πολυμερές. Το μ’ αυτόν τον τρόπο αλλοιωμένο ανθρώπινο σώμα, διαφέρει στην σημερινή «αρρωστημένη» του μορφή, οντολογικά και ηθικά με το σώμα πριν από την πτώση. Ο Μέγας Βασίλειος διακρίνει τα πάθη σε τρεις κατηγορίες
1. Τα πάθη τής σάρκας: διαίρεση, αυξομείωση και διάλυση
2. Τα πάθη τής εμψύχου σάρκας: κόπωση, οδύνη, πείνα, δίψα, ύπνος
3. Τα πάθη τής χρησιμοποιούσης το σώμα ψυχής: λύπη, αδημονία, διάφορες φροντίδες κ.λ.π.
Από τα παραπάνω, άλλα είναι φυσικά και αναπόφευκτα σε κάθε βιολογικό όν, άλλα δε υπεισέρχονται στα λογικά όντα «από μοχθηρή διάθεση, λόγω τής απείθαρχης ζωής και λόγω τής αγυμνασίας προς την αρετή».
Αφού είδαμε την πρόοδο τού ανθρώπου προς την παρακμή λόγω τής αμαρτίας, ας δούμε τώρα την πρόοδο τής ανακαίνισης του με τη χάρη τού Χριστού. Η ανακαίνιση και η αναμόρφωση αυτή τού ανθρώπου κατορθώνεται από την δυνατότητα που του προσφέρει η ενανθρώπηση τού Λόγου τού Θεού (Χριστού), ο οποίος έλαβε το ανθρώπινο σώμα και τα φυσικά σωματικά πάθη, όχι όμως και τα πάθη τα προερχόμενα από την κακία, διότι τα πάθη αυτά δεν αρμόζουν στην θεότητα. Μ’ αυτό λοιπόν τον τρόπο άρχισε η θεραπεία τού νοσούντος ανθρώπου και ο θάνατος που μας είχε κληροδοτήσει ο Αδάμ, καταβροχθίστηκε από την ζωοποιό θεότητα και ουσιαστικά καταργήθηκε, η δε αμαρτία νικήθηκε από την δικαιοσύνη του Κυρίου μας. Έτσι ο πιστός με την αγάπη τού Χριστού καταργεί τις συνέπειες τής διάσπασης που είχαν προέλθει από την πτώση, ενοποιεί πάλι τον εαυτό του και ταυτόχρονα ενώνεται μέσω τού Χριστού με τους συνανθρώπους του και τον Θεό. Η ενοποίηση αυτή, εκφράζεται καλύτερα από το δόγμα τής γενικής ανάστασης κατά την Δευτέρα Παρουσία, κατά την οποία η σάρκα που θα λάβουμε τότε, δεν θα είναι πλέον υπόδικη στον θάνατο ή δούλη στην αμαρτία.
Με βάση τα παραπάνω που ειπώθηκαν, όσον αφορά την διπλή θεώρηση από τον Βασίλειο για το σώμα, πριν από την πτώση και μετά από αυτή, οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και επιφυλακτικοί, κάθε φορά που γίνεται λόγος περί πλατωνισμού τού Βασιλείου, λόγω τών πλατωνικών ανθρωπολογικών εκφράσεων που χρησιμοποιεί, στις οποίες αποκαλεί το σώμα ως «φυλακή τής ψυχής», τον δε νου και την ψυχή τις ταυτίζει με τον όντως (= πραγματικό) άνθρωπο. Παρόμοια πρέπει να ερμηνευθεί η φαινομενική ασυνέπεια στη σκέψη τού Βασιλείου, εξαιτίας τής συνύπαρξης αρνητικών και θετικών απόψεων για το σώμα. Δεν υπάρχει καμιά αντινομία, γιατί όταν το σώμα υποτάσσεται στο «φρόνημα» τού Πνεύματος, μεταμορφώνεται σε ναό τού ζωντανού Θεού, όταν όμως κυβερνιέται από το φρόνημα τής σάρκας, καθίσταται κόλαση και φυλακή.
Έτσι μπορούμε τώρα να εκτιμήσουμε ορθά και την διδασκαλία του για την νέκρωση τής σάρκας, γιατί αντικείμενο τής νέκρωσης αυτής δεν είναι το σώμα καθαυτό, αλλά το φρόνημα τής σάρκας δηλαδή η έχθρα προς τον Θεό. Σκοπός δε τής εν λόγω νέκρωσης είναι η ισχυροποίηση τού φρονήματος τού Πνεύματος, που ενυπάρχει στον άνθρωπο, προκειμένου αυτός να γίνει μέτοχος τής πιο τέλειας ευλογίας δηλαδή της ειρήνης, η οποία νοείται ως κατάσταση σταθερότητας και γαλήνης τού νου προς τον Χριστό. Επειδή λοιπόν της πνευματικής αυτής αναγέννησης, προηγείται η εξάλειψη τού φρονήματος τής σάρκας που αντιτίθεται προς το θέλημα τού Θεού, η αναχώρηση από τον κόσμο δεν εκλαμβάνεται ως έξοδος από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά ως αποκόλληση τής ψυχής από τα ρέοντα και ως προπαρασκευή της καρδιάς για να δεχτεί τις αληθινές διδασκαλίες που θα τις αποκαλυφτούν. Η νέκρωση λοιπόν τής σάρκας ή πιο σωστά τής αμαρτίας, η σταύρωση εν Χριστώ, η μετάθεση της φροντίδας στο Κύριο κ.ό.κ. αποτελούν εκφράσεις του ίδιου πράγματος δηλαδή του αγώνα του πιστού για να μπει στη βασιλεία τού Θεού και να απολαύσει το τελευταίο και υψηλότερο δώρο, αυτός της θέας τού Θεού. Γι’ αυτό και η νέκρωση κατά τον Βασίλειο διαφέρει ριζικά από παρόμοια φαινόμενα που παρατηρούνται στους ειδωλολάτρες («εθνικούς»).
Ούτε βέβαια η νέκρωση είναι αυτοσκοπός και εξωτερικό γεγονός, αλλά συνεχής αγώνας που συντελείται στη ψυχή και νοείται σαν κάθαρση τής ψυχής από την αμαρτία μέσα σε εσχατολογικό πλαίσιο και ανακαίνιση τού ανθρώπου εν Χριστώ. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο πως η νέκρωση τού φρονήματος τής σάρκας σχετίζεται άμεσα με την θέαση τού Θεού. Γι’ αυτό και η φιλία τής ψυχής μετά του Αγίου Πνεύματος δεν νοείται σαν προσέγγιση στο χώρο δηλαδή τοπικά, αλλά τροπικά σαν χωρισμός από τα πάθη εκείνα, τα οποία κατέλαβαν την ψυχή και την έστρεψαν σε αγαπητική σχέση με την σάρκα, με αποτέλεσμα την αποξένωση από τον Δημιουργό.
Με την νέκρωση όμως ο άνθρωπος κατορθώνει από την παρά φύση κατάσταση που ζούσε να ξαναβρεί «το αρχαίο κάλλος» που είχε πριν από την πτώση του και την λαμπρότητα τής πραγματικής μορφής του. Πλέον ο άνθρωπος και το σώμα του ομοιάζουν με ένα μουσικό όργανο που διαλαλεί κάθε ώρα και κάθε στιγμή την δόξα του Θεού.   
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημητρίου Γ. Τσάμη: Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976
2. Νικοδήμου του αγιορείτη: Πηδάλιο, Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου Θεσσαλονίκη 1998
3. Καινή Διαθήκη της Αποστολικής Διακονίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου