5.
Δεν θα μου επαρκέση η ημέρα να διηγούμαι και τα κατορθώματα των
συνεργών εις το ευαγγέλιον τού Χριστού και την δύναμιν του προστάγματος,
πόσον καλά αρμόζει εις όλους. «Πρόσεχε σεαυτώ». Να είσαι νηφάλιος,
σκεπτικός, φύλαξ των παρόντων και προνοητικός δια τα μέλλοντα. Μη αφήνης
να σου διαφυγή το παρόν εξ αιτίας της οκνηρίας και μη λαμβάνης
σαν δεδομένην την απόλαυσιν αυτών που μήτε υπάρχουν και που τυχόν δεν θα
υπάρξουν, ωσάν, να τα έχης εις τα χέρια σου. Ή μήπως δεν υπάρχει εκ
φύσεως η αρρώστια αυτή εις τους νέους, δηλαδή το να νομίζουν με την
ελαφρότητα της γνώμης, ότι κατέχουν κιόλας αυτά που ελπίζουν; Διότι όταν
κάποτε ηρεμήσουν ή κατά την νυκτερινήν ησυχίαν, πλάθουν με την
φαντασίαν ανύπαρκτα πράγματα μεταφερόμενοι εις όλα με την ευκολίαν της
σκέψεως, με το να φαντάζωνται βίον περίοπτον, λαμπρούς γάμους,
ευτεκνίαν, βαθειά γεράματα, τιμάς από όλους. Έπειτα, επειδή δεν ημπορούν
να σταματήσουν πουθενά τας ελπίδας, αλαζονεύονται δι’ αυτά
που θεωρούνται μεγάλα μεταξύ των ανθρώπων. Αποκτούν καλά και μεγάλα
σπίτια. Αφού τα γεμίσουν με διάφορα κειμήλια, πε-ριφράττουν τόσην γην,
όσην εις αυτούς η ματαιότης των λογισμών έχει αποκόψει από ολόκληρον την
κτίσιν. Πάλιν τα πλούσια εισοδήματα από αυτήν τα αποθηκεύουν εις τας
αποθήκας της ματαιοδοξίας. Κοντά εις αυτά προσθέτουν ζώα, απειράριθμον
πλήθος δούλων, πολιτικός εξουσίας, ηγεμονίας εθνών, αξίωμα στρατηγού,
πολέμους, νίκας και αυτήν ακόμη την βασιλείαν. Όλα αυτά αφού τα
διέτρεξαν με τας κούφιας φαντασίας της διανοίας, νομίζουν, λόγω της
άκρας μωρίας, ότι απολαμβάνουν, ωσάν να είναι κιόλας παρόντα και κείμενα
εμπρός εις τα πόδια των, αυτά που έχουν ελπισθή. Το να βλέπη όνειρα
κανείς ενώ το σώμα είναι άγρυπνον, τούτο είναι αρρώστια ακαμάτου και
οκνηράς ψυχής. Ο λόγος της Γραφής δια να καταπιέζη λοιπόν αυτήν την
αποχαύνωσιν του νού και τον πυρετόν των λογισμών και δια να αναχαιτίζη,
ωσάν με κάποιον χαλινόν, την αστάθειαν της διανοίας, παραγγέλλει το
μεγάλο και σοφόν τούτο παράγγελμα· «σεαυτώ, λέγει, πρόσεχε». Να μη
φαντάζεσαι τα ανύπαρκτα, αλλά να οικονομής τα παρόντα προς το συμφέρον.
Νομίζω δε ότι ο νομοθέτης δια να αποβάλη και εκείνο το πάθος από την
συνήθειαν εχρησιμοποίησε την ιδίαν παραίνεσιν. Επειδή είναι εύκολον
πράγμα εις τον καθένα από μας να περιεργάζεται τα ξένα παρά να σκέπτεται
τα ιδικά του, δια να μη παθαίνωμεν αυτό, σταμάτησε, λέγει, να
περιεργάζεσαι τα κακά τού τάδε, μη δίδης αργοσχολίαν εις τους λογισμούς
να εξετάζουν την ξένην ασθένειαν, αλλά «σαυτώ πρόσεχε». Δηλαδή να
στρέφης το όμμα της ψυχής σου εις την έρευναν τού εαυτού σου. Διότι
πολλοί, σύμφωνα με τον λόγον τού Κυρίου, «το μεν κάρφος το εν τω οφθαλμώ
τού αδελφού κατανοούσι, την δε εν τω οικείω οφθαλμώ δοκόν ουκ
εμβλέπουσι». Μη παύσης λοιπόν να διερευνάς τον εαυτόν σου, αν η ζωή σου
προχωρή σύμφωνα με την εντολήν. Να μη εξετάζης όμως τα εξωτερικά, μη
τυχόν ημπόρεσης να ανακάλυψης ψεγάδι κάποιου, όπως εκείνος ο ακατάδεκτος
και αλαζονικός φαρισαίος, που εδικαίωνε τον εαυτόν του και εξευτέλιζε
τον τελώνην. Αλλά μη παραλίπης να αυτοανακρίνεσαι, μη τυχόν διέπραξες
κάποιο αμάρτημα κατά τους στοχασμούς, μη η γλώσσα έσφαλεν εις κάτι τι
με το να προτρέξη της διανοίας, μη εις τα έργα των χεριών σου έχει
πραχθή κάτι από τα ακούσια. Και εάν εις την ζωήν σου ευρής να είναι
πολλά τα αμαρτήματα (και εξάπαντος θα ευρής αφού είσαι άνθρωπος), λέγε
τα λόγια τού τελώνου˙ «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Πρόσεχε,
λοιπόν, τον εαυτόν σου. Αυτός ο λόγος θα σου χρησιμεύση σαν κάποιος
καλός σύμβουλος που υπενθυμίζει τα ανθρώπινα και όταν λαμπρά ευημερής
και όταν ολόκληρος η ζωή κυλά κατά την φυσικήν φοράν των πραγμάτων. Αλλ’
όμως και όταν πιέζεσαι κάτω από δύσκολους περιστάσεις, ευκαιριακώς θα
ήταν δυνατόν να επαναλαμβάνεται εις την καρδίαν, ώστε μήτε λόγω επάρσεως
να επαρθής εις υπερβολικήν αλαζονείαν, μήτε από απελπισίαν να
καταρρεύσης εις χυδαίαν μελαγχολίαν. Υπερηφανεύεσαι δια τον πλούτον, και
καυχάσαι δια τους προγόνους, και χαίρεσαι δια την πατρίδα και το
σωματικόν κάλλος και δια τας τιμάς που δέχεσαι από όλους; «Πρόσεχε
σεαυτώ», διότι είσαι θνητός˙ «χώμα είσαι και εις το χώμα θα
πας». Κύτταξε τριγύρω αυτούς που πριν από εσέ έχουν δοκιμασθή εις τας
όμοιας καυχήσεις. Που είναι αυτοί που είχαν περιβληθή τας πολιτικάς
εξουσίας; Που είναι οι ακαταμάχητοι ρήτορες; Που είναι οι οργανωταί των
πανηγύρεων; Οι λαμπροί ιπποκόμοι, οι στρατηγοί, οι σατράπαι, οι
τύραννοι; Δεν έγιναν όλοι σκόνη; Δεν είναι όλοι ένα παραμύθι; Δεν
διατηρείται η ανάμνησις της ζωής των εις τα ολίγα κόκκαλα; Σκύψε εις
τους τάφους μήπως ημπόρεσης και διακρίνης ποίος είναι ο δούλος και ποίος
ο κύριος, ποίος ο πτωχός και ποίος ο πλούσιος Ξεχώρισε, εάν ημπορής,
τον αιχμάλωτον από τον βασιλέα, τον ισχυρόν από τον αδύνατον, τον
όμορφον από τον άσχημον. Εφόσον λοιπόν ενθυμήσαι την φύσιν σου δεν θα
αλαζονευθής ποτέ. Θα ενθυμήσαι όμως τον εαυτόν σου, όταν προσεχής τον
εαυτόν σου.
6.
Έχεις πάλιν κακήν καταγωγήν και είσαι άσημος, πτωχός από πτωχούς,
χωρίς εστίαν, χωρίς πατρίδα, αδύνατος, στερείσαι τα καθημερινά, τρέμεις
αυτούς που κατέχουν την εξουσίαν, φοβάσαι και εντρέπεσαι όλους εξ αίτιας
της ταπεινότητος τού βίου σου; Αλλ’ ο «πτωχός, λέγει, δεν απειλείται».
Μη λοιπόν απελπισθής· μη απόρριψης κάθε καλήν ελπίδα, διότι τίποτε
αξιοζήλευτον δεν έχεις εις το παρόν, αλλ’ οδήγησε την ψυχήν σου υψηλά,
και προς τα αγαθά, που έχει κιόλας δημιουργήσει δια σε ο Θεός και προς
αυτά, που σύμφωνα με την υπόσχεσίν του απόκεινται εις το μέλλον. Και
πρώτα – πρώτα είσαι λοιπόν άνθρωπος· το μόνον θεόπλαστον από τα
ζώα. Δεν αρκεί λοιπόν αυτό, εφόσον στοχάζεσαι σωστά, το ότι έχεις
διαπλασθή προς την ουράνιον γαλήνην από τα ίδια τα χέρια του Θεού που
εδημιούργησεν όλα; Έπειτα ότι, και επειδή έγινες σύμφωνα με την εικόνα
του κτίστου σου, ημπορεί με ενάρετον ζωήν να κατευθυνθής προς την
αγγελικήν ομοτιμίαν; Έλαβες ψυχήν νοεράν με την οποίαν στοχάζεσαι τον
Θεόν, με τον λογισμόν κατανοείς την φύσιν των όντων, δρέπεις τον
γλυκύτατον καρπόν της σοφίας. Όλα τα χερσαία ζώα και ήμερα και άγρια,
όλα όσα ζουν και τρέφονται εις τα νερά και όσα πετούν εις αυτόν τον
αέρα, είναι δούλα και υποχείριά σου. Συ δεν εφεύρες τέχνας, δεν ίδρυσες
πόλεις και δεν επενόησες όλα όσα είναι αναγκαία και όσα προορίζονται δια
τρυφηλήν ζωήν; Δεν σου είναι βατά τα πελάγη εξ αιτίας της λογικής; Η
ξηρά και η θάλασσα δεν υπηρετούν την ζωήν σου; Ο αέρας και ο ουρανός και
τα συστήματα των αστέρων δεν σου επιδεικνύουν την τάξιν των; Διατί
λοιπόν είσαι μικρόψυχος; Διότι το άλογόν σου δεν έχει αργυρά χαλινάρια;
Αλλ’ έχεις τον ήλιον που αδιακόπως καθ’ όλην την ημέραν προς χάριν σου
κράτα την λαμπάδα. Δεν έχεις τας ακτινοβολίας τού αργύρου και
τού χρυσού, αλλ’ έχεις την σελήνην που σε περιλάμπει με το άπλετον φως
της. Δεν έχεις επιβή σε χρυσοκέντητα αμάξια, αλλ’ έχεις τα πόδια ιδικόν
σου όχημα και σύμφυτον με σε. Διατί λοιπόν μακαρίζεις αυτούς που
κατέχουν πλούσιον βαλάντιον και που χρειάζονται ξένα πόδια δια
να μεταβούν κάπου; Δεν κοιμάσαι εις κρεββάτι ελεφάντινον, αλλ’ έχεις την
γην που είναι τιμιωτέρα από πολλά φίλντισι και έχεις γλυκείαν την
ανάπαυσιν επάνω εις αυτήν, γρήγορον τον ύπνον και από κάθε φροντίδα
απηλλαγμένον. Δεν κατακλίνεσαι κάτω από χρυσήν οροφήν, έχεις όμως
τον ουρανόν που ακτινοβολεί τριγύρω με τα απερίγραπτα κάλλη των άστρων.
Και αυτά βέβαια είναι τα ανθρώπινα. Τα άλλα όμως είναι ακόμη πιο
ανώτερα. Δια σε ο Θεός μεταξύ των ανθρώπων, δια σε η χορηγία του αγίου
Πνεύματος, η κατάλυσις του θανάτου, η ελπίς της αναστάσεως, τα
θεία προστάγματα που σου τελειοποιούν την ζωήν, η πορεία προς τον Θεόν
δια των εντολών, η όμορφη βασιλεία των ουρανών, τα έτοιμα στεφάνια της
δικαιοσύνης, εφ’ όσον δεν αποφυγής τους κόπους της αρετής.
7.
Εάν προσεχής τον εαυτόν σου, αυτά και πολύ περισσότερα θα εύρης γύρω
σου. Και τα μεν παρόντα θα απολαύσης, δεν θα στενοχωρηθής δε δι’ αυτό
που λείπει. Παντού όπου και αν ευρίσκεσαι το παράγγελμα αυτό θα σου
προσφέρη μεγάλην βοήθειαν. Παραδείγματος χάριν η οργή σου εκυριάρχησεν
εις τα λογικά και οδηγείσαι από τον θυμόν εις λόγια άσχημα και
εις πράξεις δυσάρεστους και θηριώδεις; Εάν προσεχής τον εαυτόν σου, θα
καταστείλης τον θυμόν, ωσάν κάποιο δύστροπον και δυσκολοχαλίνωτον
πουλάρι, προσβαλλόμενος, σαν με μαστίγιον, με το πλήγμα του λόγου. Θα
κρατάς και την γλώσσαν και δεν θα χειροδικής εναντίον αυτού που
σε εξώργισεν. Επίσης επιθυμίαι που κάμνουν μανιώδη την ψυχήν την ρίχνουν
εις βιαίας ορμάς και ακόλαστους. Εάν λοιπόν προσεχής τον εαυτόν σου και
ενθυμηθής ότι το ευχάριστον τούτο παρόν δια σε θα κατάληξη εις τέλος
πικρόν και ο γαργαλισμός που προκαλείται τώρα εις το σώμα από την
ηδονήν, αυτός θα γέννηση το φαρμακερό σκουλήκι που θα σε τιμωρή αιώνια
εις την κόλασιν και η φλόγωσις της σαρκός θα γίνη μητέρα του αιωνίου
πυρός, ευθύς αμέσως θα φυγαδευθούν αι ηδοναί και κάποια θαυμαστή
εσωτερικά γαλήνη από την ψυχήν και ησυχία θα επικρατήση, όπως με την
παρουσίαν κάποιας σώφρονος κυρίας κατασιγάζει ο θόρυβος των ακολάστων
υπηρετριών. Πρόσεχε λοιπόν τον εαυτόν σου. Και γνώριζε ότι το μεν
λογικόν είναι και νοερόν μέρος της ψυχής, το δε παθητικόν είναι και
άλογον. Και εις το μεν λογικόν υπάρχει εκ φύσεως η εγκράτεια, εις δε το
παθητικόν και άλογον η υπακοή και η πειθώ γίνεται δια του λόγου. Μη
λοιπόν αφήσης, αν ποτέ ο νους υποδουλωθή, να γίνη δούλος των παθών. Μήτε
πάλιν να επιτρέψης εις τα πάθη να ξεσηκωθούν εναντίον του λογικού και
να διατήρησης την κυριαρχίαν της ψυχής επάνω εις αυτά. Και γενικώς η
σωστή κατανόησις τού εαυτού σου θα προσφέρη αρκετήν χειραγωγίαν δια
να εννοήσης τον Θεόν. Εάν δηλαδή προσεχής τον εαυτόν σου δεν θα σου
λείψη τίποτε δια να εξιχνίασης από την δημιουργίαν των όλων τον
δημιουργόν, αλλ’ εις τον εαυτόν σου, ωσάν εις μικρόν διάκοσμον, θα ιδής
την μεγάλην σοφίαν του κτίστου. Να αντιλαμβάνεσαι τον Θεόν ασώματον από
την ασώματον ψυχήν που υπάρχει μέσα σου, και ως κάτι που δεν
περιορίζεται τοπικώς. Αφού και ο νους σου δεν έχει προηγουμένην διαμονήν
εις τόπον, αλλά προσδιορίζεται τοπικώς δια της συνδέσεως του με το
σώμα. Να πιστεύης ότι ο Θεός είναι αόρατος, αφού εννοήσης την φύσιν της
ψυχής σου, διότι και αυτή δεν γίνεται αντιληπτή με τα σωματικά
μάτια. Διότι ούτε έχει χρωματισθή, ούτε έχει σχηματισθή ούτε έχει
περιληφθή σε κάποιο σωματικόν σχήμα, αλλά γίνεται γνωστή μόνον από τας
ενεργείας. Ώστε να μη επιδίωξης εις την περίπτωσιν τού Θεού να τον ιδής
με τα μάτια, αλλά αφού επιτρέψης εις την διάνοιαν την πίστιν να
έχης νοητήν αντίληψιν περί αυτού. Να θαυμάζης τον τεχνίτην, πως συνέδεσε
την δύναμιν της ψυχής με το σώμα, ώστε, ενώ φθάνει μέχρι τα πέρατα του,
να οδηγή εις σύμπνοιαν και κοινωνίαν τα μέλη που απέχουν πάρα πολύ
μεταξύ των. Σκέψου ποία είναι η δύναμις της ψυχής που χορηγείται εις το
σώμα, ποία είναι η συμπάθεια που από το σώμα επανέρχεται εις την ψυχήν,
πως δέχεται μεν από την ψυχήν το σώμα την ζωήν και πως δέχεται από το
σώμα πάλιν η ψυχή τους πόνους. Ποίας αποθήκας διαθέτει δια τας γνώσεις,
διατί η προσθήκη των νέων γνώσεων δεν καλύπτει την γνώσιν των
προηγουμενών, αλλά διαφυλάσσονται ασύγχυτοι και ξεκάθαροι αι
εντυπώσεις, χαραγμένοι ωσάν εις χαλκίνην στήλην εις το λογικόν μέρος της
ψυχής. Πως χάνει το κάλλος της με το να γλυστρά εις τα σαρκικά πάθη και
πως πάλιν όταν αποκαθάρη το αίσχος που προέρχεται από την κακίαν,
βαδίζει δια της αρετής την πορείαν της ομοιώσεώς της προς τον κτίστην.
8.
Πρόσεξε, εάν θέλης, μετά την θεώρησιν της ψυχής, και εις την
κατασκευήν τού σώματος και θαύμασε πως ο αριστοτέχνης εδημιούργησεν αυτό
κατάλυμα που πρέπει εις λογικήν ψυχήν. Απ’ όλα τα ζώα μόνον τον
άνθρωπον έπλασεν όρθιον, δια να γνωρίζης από το σχήμα αυτό ότι η ζωή σου
προέρχεται από την ουράνιον συγγένειαν. Διότι τα μεν τετράποδα όλα προς
την γην βλέπουν, και προς το μέρος της κοιλίας σκύβουν εις τον άνθρωπον
όμως η ανάβλεψις προς τον ουρανόν είναι έτοιμη, ώστε να μη ασχολήται με
την κοιλίαν, μήτε με τα υποκοίλια πάθη, αλλά να έχη ολόκληρον την ορμήν
προς την ανοδικήν πορείαν. Έπειτα με το να θέση την κεφαλήν εις
την κορυφήν τού σώματος μέσα εις αυτήν ετοποθέτησε τας πιο αξιολογωτέρας
από τας αισθήσεις. Εκεί η όρασις και η ακοή και η γεύσις και η
όσφρησις, όλαι η μία δίπλα εις την άλλην κατοικούν. Και ενώ είναι
συγκεντρωμένοι εις τόσον μικρόν χώρον, κατά τίποτε δεν εμποδίζει η μία
εις την ενέργειαν της γειτονικής. Βέβαια τα μάτια έχουν καταλάβει την
πιο υψηλήν σκοπιάν, ώστε κανένα από τα σωματικά μόρια να μη εμβαίνη
μπροστά εις αυτά, αλλά καθήμενα κάτω από κάποιαν μικράν προεξοχήν των
φρυδιών, βλέπουν κατ’ ευθείαν εμπρός εξ αιτίας της προεξοχής που
υπάρχει επάνω. Η ακοή πάλιν δεν έχει απ’ ευθείας άνοιγμα, αλλά με τον
κυκλοειδή πόρον αντιλαμβάνεται τους εις τον αέρα θορύβους. Και αυτό
είναι έργον της ουρανίου σοφίας, ώστε η μεν φωνή ανεμπόδιστα να
διέρχεται η στρεφόμενη δεξιά και αριστερά εις τας κυρτότητας να
ενηχή περισσότερον, ώστε τίποτε να μη ημπορή να γίνη εμπόδιον εις την
αίσθησιν από αυτά που εξωτερικά παρεμβάλλονται. Γνώρισε καλά και την
φύσιν της γλώσσης, πως είναι και απαλή και ευλύγιστος και επαρκεί εις
κάθε ανάγκην του λόγου με την ποικιλίαν της κινήσεως. Τα δόντια, που
είναι συγχρόνως όργανα της φωνής με το να παρέχουν αντιστήριγμα εις την
γλώσσαν, είναι συγχρόνως και υπηρέται της τροφής. Άλλα μεν με το να την
κόπτουν και άλλα δε με το να την αλέθουν. Και έτσι επιθεωρών το κάθε τι
με τον πρέποντα λογισμόν και πληροφορούμενος την έλξιν του αέρος δια του
πνεύματος, την διατήρησιν της θερμότητος εις την καρδίαν, τα όργανα της
πέψεως, τους φορείς του αίματος, απ’ όλα αυτά θα κατανόησης την
ανεξερεύνητον σοφίαν τού ποιητού σου, ώστε και συ ο ίδιος να ειπής μαζί
με τον προφήτην «δι’ εμέ τέτοια γνώσις είναι υπερθαυμαστός». «Πρόσεχε,
λοιπόν, παντού», δια να προσεχής τον Θεόν, εις τον οποίον ανήκει η δόξα
και η δύναμις εις όλους τους αιώνας. Αμήν.
Απόσπασμα από το Βιβλίο “Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΡΓΑ,”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου