ΔΕΧΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΣΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ;
Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζοντάς τους την πτώση τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλαση του πυρός που τα περιμένει.
Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήσει στο εξής να παλέψει μαζί του ή έστω και να τον πλησιάσει, μη τυχόν και πληγωθεί από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά ένα σύντροφό του:
-Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθεί, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιός άραγε να το γνωρίζει αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
— Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ’ αυτό και να τον δοκιμάσω;
— Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβει ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθεί να ρωτήσει τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ’ εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξει ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχει μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τά σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και τον ρώτησε:
— Για ποιό λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα τής καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυά σου και την καρδιά μου;
— Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω τού πλήθους των εγκλημάτων μου.
-Και τί θέλεις να κάνω για σένα. αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωση αυτοαποκαλείται δαίμονας ό άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
— Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακαλέσεις πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανερώσει αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθεί κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
— Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανερώσει αν δέχεται το διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και τού λέει:
— Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρη του δαίμονα: Και γιατί ήρθε αυτός διάβολος να σε πειράξει;»
— Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωση, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
— Μη λυπηθείς γι’ αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλεια των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζονται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανεί η σκληρότητα και απόγνωση των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθει, μη τον σκανδαλίσεις απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής:
«Για να καταλάβεις ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμονας και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθεί, εάν βέβαια φυλάξεις αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πει: «Ποιά είναι αυτά;» Κι εσύ να του πεις: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιός είσαι και από πού ήρθες, για να τον δοκιμάσεις. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνειά σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό.
Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να ταπεινωθείς και να βρεις έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχεις όμως πρόφαση απολογίας Ενώπιον Του κατά τη ημέρα τής κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσεις κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πως πρέπει ν’ αρχίσεις τη σωτηρία σου.
Ο Κύριος είπε να καθίσεις επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζεις εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός. ελέησόν με το αρχαίο κακό και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδέλυγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζεις αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθείς και να λιποψυχήσεις.
Όταν δε τα κάνεις αυτά με ταπείνωση, τότε θα επανέλθεις στην αρχαία τάξη και θα συγκαταριθμείς με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήσει μαζί σου να τα κάνει αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζονται μέχρι των έσχατων ημερών, ώστε να μη απελπίζονται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγηση θα συντελέσει πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζονται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμονας και άρχισε από μακριά να θρηνεί υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
-Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτελέσεις αυτά που σε διατάζει δι’ εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
-Και ποιά είναι αυτά που όρισε ο Θεός να κάνω;
-Ο Θεός προστάζει να σταθείς σ’ ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζεις νύχτα-μέρα εκατό φορές: Ο Θεός. ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την σχετισμένη άπατη κι άλλες τόσες Ο Θεός. ελέησόν με, το αρχαίο κακό, και όταν τα κάνεις αυτά, θα σε συναριθμήσει με τους αγγέλους του.
Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντάς τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως καί αρχαίο κακό και σκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό; Μη γένοιτο! Και ποιός το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και σκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω ένας δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με τη μετάνοια! Όχι. γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι. μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθεί ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
- Αλήθεια είπες. Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου. δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθείτε το μέγεθος της αγαθότητας του Δεσπότη Χριστού· ότι δηλ. αν και το διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρη τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.
Πηγή: «Αγιορείτικη Μαρτυρία» τευχ.7, σ.100-102.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου