Την τέχνη της αγιογραφίας, στην αρχή έμαθε από τον Γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αλλά από την πολλή επιμέλεια που έδειξε στην τέχνη αυτή, έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος από το δάσκαλό του.
Όσον όμως επιμελής ήταν στην τέχνη της αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στην χριστιανική πίστη, πολύ δε περισσότερο ήταν αμελής και περιφρονητής της καλογερικής ζωής και Ιδέας. Είχε τόση απιστία που δεν παραδεχόταν τίποτε, ούτε πώς υπάρχει Θεός και γενικά απιστούσε σε όλα της Εκκλησίας τα ιερά και αγία Μυστήρια του χριστιανισμού.
Επομένως δεν νήστευε, δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε προσεύχονταν, ούτε κοινωνούσε τα Άρχαντα Μυστήρια και ειρωνεύονταν τους Μοναχούς τους οποίους αποκαλούσε «φασουλοφάγους» καί πολλές άλλες κατηγόριες εναντίον τους έλεγε.
Με τον Γέροντα μου Ιωακείμ Μοναχόν είχε γνωριμία και μερική φιλία από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων που είχε κάνει κι αυτός από το 1915 – 16 και επειδή του είχε εμπιστοσύνη του έλεγε πολλές φορές τα μυστικά του.
Κατά το έτος 1923 – 24 αφού έμαθε την αγιογραφία έφυγε από τα Καυσοκαλύβια και εγκατεστάθηκε στις Καρυές, στο Λαυριώτικο Κελλί που είναι επάνω από τις Καρυές «Άγιος Γεώργιος» το λεγόμενο των «Σκουρταίων», εκεί που σήμερα έχει κτιστεί εκκλησία έπ’ ονόματι του αγίου Νικόδημου, όπου βρίσκεται και η αγία «κάρα», και εκεί συνέχισε το εργόχειρο της αγιογραφίας.
Ο Γέροντας μου όταν πήγαινε στις Καρυές, ο Π. Ιωαννίκιος με πολλή χαρά τον δέχονταν και τον φιλοξενούσε, λέγοντας με την ευκαιρία αυτή τα παράπονα του και πολλές φορές τον ρωτούσε για τίς απορίες πού είχε γύρω από την χριστιανική πίστη και την Καλογερική. Ο Γέροντας μου άνθρωπος πιστός και πνευματικά καλλιεργημένος, παρ’ όλο που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, δεν μπορούσε να τον πείσει, για τις αλήθειες της χριστιανικής Πίστεως, και τον σπουδαίο ρόλο που έπαιζε και παίζει ο Μοναχισμός στον χριστιανισμό και την Εκκλησία του.
Α’ Το ανεξήγητο όνειρο της γιαγιάς του
Μια μέρα ο Γέρο – Ιωαννίκιος, μεγάλος στην ηλικία πια, είπε στον Γέροντα μου: «Βρε Πάτερ Ιωακείμ, αυτά που μου λες, πως υπάρχει Θεός και άλλη ζωή, πως υπάρχει κρίση και ανταπόδοση, δηλαδή τιμωρία αιώνια του κάκου που κάνει ο άνθρωπος εδώ στην γη και πληρωμή αθάνατη για κάθε καλό έργο. Οτι υπάρχει Κόλαση για τους κακούς και Παράδεισος για τους καλούς. Οτι υπάρχουν δαίμονες που θα τυραννούν αιώνια τους αμαρτωλούς και άλλα παρόμοια που λένε οι Καλόγεροι και οι Παπάδες, εγώ τα θεωρώ παραμύθια, αλλά κι αν υπάρχουν αυτά που λες κι εσύ, εδώ θα είναι, στην ζωή αυτή και η Κόλαση και ο Παράδεισος. Μετά το θάνατο δεν υπάρχει, καημένε τίποτε. Σαν πεθάνω εγώ δεν με νοιάζει για τίποτε, δεν λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες «γαία πυρί μιχθήτω» έτσι λέω κι εγώ, τσιμέντο να γίνη το σώμα και η ψυχή, που λες πώς έχουμε.
Και δεν μου λες σε παρακαλώ, συνέχισε να λέει ο Π. Ιωαννίκιος, ποιος ήρθε άπ’ εκεί, από την άλλη ζωή, από τον άλλο κόσμο, για να μας βεβαιώνει γι’ αυτά τα πράγματα, οτι υπάρχει άλλη ζωή;».
Ο Γέροντας μου προσπαθούσε με μαρτυρίες της αγίας Γραφής και του ιερού Ευαγγελίου, να του αποδείξει την αλήθεια, για όλα αυτά τα πράγματα, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε από αυτά. Τούτο γινότανε πολλές φορές και πολλά χρόνια.
Σε μια τέτοια συζήτηση, ο Γέρο – Ιωαννίκιος, εμπιστευτικά είπε στον Γέροντα μου Ιωακείμ, αφού πρώτα τον παρακάλεσε να τον βεβαιώσει οτι αυτά που θα του εμπιστευθεί δεν θα τα πει σε κανέναν, για να μη φανεί αντίθετος προς τις αθεϊστικές θεωρίες του: «Πάτερ Ιωακείμ ένα πράγμα μου έχει κάνει εντύπωση, έχει καρφωθεί μέσα στο μυαλό μου και δεν μπορώ ακόμη να το εξηγήσω.
Δηλαδή, ήμουνα μικρό παιδί 12-13 χρόνων στην Πατρίδα μαζί με τον μεγαλύτερο μου αδελφό Θανάση, τον πατέρα μου και την γιαγιά, την μητέρα του πατέρα μου, που όταν οι Τούρκοι μας κυνήγησαν από το σπίτι μας στην Καππαδοκία, και αφού στον δρόμο πέθανε η μητέρα μου, κυνηγημένοι μείναμε οι τέσσερεις και εγκατασταθήκαμε σε ένα έρημο σπίτι έξω από την Τραπεζούντα.
Εκεί μια βραδυά στην γιαγιά μου, παρουσιάστηκε στον ύπνο της, ένας σοβαρός και πολύ χαριτωμένος άνθρωπος και με παρακλητικό ύφος της είπε: «Σε παρακαλώ γιαγιά, πες στα παιδιά και εγγόνια σου να μη με κατουρούν».
Η γιαγιά μας επειδή είμαστε κυνηγημένοι και κατατρομαγμένοι από τους Τούρκους, νόμισε οτι πρόκειται για ένα κοινό όνειρο και δεν έδωσε καμμία ιδιαίτερη σημασία.
Το όνειρο αυτό επαναλήφθηκε τρεις νύχτες συνέχεια και ήταν πολύ ζωντανό, αλλά η γιαγιά μας και πάλι δεν είπε τίποτε στον πατέρα μου. Την τετάρτη όμως νύχτα στον ύπνο και πάλι της γιαγιάς μου ξαναπαρουσιάστηκε ο άνθρωπος εκείνος, αυτή τη φορά όμως πολύ φοβερός την όψη και απειλητικά της είπε: «Είμαι ο Γεώργιος Ελευθεριάδης, σε ειδοποίησα τρεις φορές να πεις στα παιδιά σου να μη με κατουρούν και εσύ δεν είπες τίποτε, μάθε λοιπόν πώς αν κι αυτή τη φορά δεν θα τους πεις να σταματήσουν να μη με κατουρούν, θα πάθετε μεγάλο κακό».
Μετά απ’ αυτό το όνειρο ή γιαγιά μου ξύπνησε τρομαγμένη, πήγε ξύπνησε τον πατέρα μου και με φόβο διηγήθηκε το τρομερό εκείνο όνειρο, που όπως είπαμε από ημέρες συνέχιζε να βλέπει.
Τί είχε συμβεί λοιπόν, εγώ με τον αδελφό μου και τον πατέρα μου, είπε ο Μοναχός Ιωαννίκιος στον Γέροντα μου, βγαίναμε την νύχτα από μια πόρτα που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνούσαμε από ένα ξέσκεπο διάδρομο και ακριβώς εκεί κάτω πού ήτανε χωράφι ουρούσαμε.
Όταν η γιαγιά είπε το όνειρο στον πατέρα μου, το πρωί σαν ξημέρωσε, πήγανε με την γιαγιά μου, στο σημείο εκεί που ουρούσαμε, σκάψανε και σε βάθος δύο και πλέον μέτρων, βρήκανε ανθρώπινο σκελετό σε κανονικό τάφο.
Πήραν τα οστά που ήσαν πεντακάθαρα, τα πλύνανε με κρασί, κατά την συνήθεια που είχαν, με πολύ ευλάβεια, η γιαγιά μου τα θυμίασε με λιβάνι και τοποθέτησε τα οστά αυτά μέσα σε κάσσα και τα έβαλλαν στο ράφι του σπιτιού.
Το ανεξήγητο δράμα της Γιαγιάς και του πατέρα
Το βράδυ της ημέρας εκείνης, παρουσιάζεται πάλι σοβαρός εκείνος άγνωστος, με χαρούμενο αυτή την φορά ύφος και είπε στην γιαγιά και στον πατέρα μου, διότι αυτή τη φορά παρουσιάστηκε στον ύπνο και στούς δυο: «Σας ευχαριστώ πολύ, για το καλό που μου κάνατε, θα παρακαλώ τον Θεό και ουράνιο πατέρα μας, να σας φυλάξει από κάθε κίνδυνο στη ζωή αυτή, να σας ανταμείψει στην άλλη ζωή την αιώνια και να σας χαρίσει την βασιλεία των ουρανών».
Αυτό το πράγμα, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει θεός, άλλη ζωή, κρίσις και ανταπόδοσις; Αυτά τα πράγματα δεν χωράνε στο φτωχό μου μυαλό και δεν μπορώ ούτε να τα καταλάβω, ούτε να τα εξηγήσω αλλά ούτε και να τα ξεχάσω.
Διότι εξέτασε ο πατέρας μου στην Τραπεζούντα για το όνομα αυτό, που στο όνειρο της γιαγιάς μου φανερώθηκε ο ξένος και δήλωσε, το βρήκε οτι υπήρχε πλούσια οικογένεια με το όνομα αυτό του Γεωργίου Ελευθεριάδη, πρίν από 300 περίπου χρόνια.
Αν δεν υπάρχει Θεός; Αν δεν υπάρχει άλλη ζωή; Αν δεν υπάρχει βασιλεία των ουρανών και ανταπόδοση και ανταμοιβή αιώνια; Τότε ο άνθρωπος εκείνος, πώς μας φανέρωσε οτι υπάρχει και ζει κι οτι ο σκελετός του, τα οστά του μολύνονται και λερώνονται από τις ακαθαρσίες και τα ούρα τα δικά μας; Και όταν τα ανακαλύψαμε ήλθε πάλι και μας ευχαρίστησε και μας είπε καθαρά, οτι θα παρακαλέσει το Θεό, τον ουράνιο Πατέρα μας κλπ. που ανέφερε στην γιαγιά μας; Όλα αυτά, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να τα εξηγήσω και να τα καταλάβω, όπως σας είπα, τί σημαίνουν;
Β’ Κρίσις και ανταπόδοση του καλού και τ ο υ κ α κ ο ύ
Επίσης, σε όλη μου τη ζωή παρατήρησα πως, οτι και να κάνει ο άνθρωπος είτε αδικία είτε καλωσύνη, οπωσδήποτε θα πληρωθεί. Αυτό δεν μπορεί κανείς να μου το αμφισβητήσει ή να το διαψεύσει και να με πείσει για το αντίθετο.
Δηλαδή, αν κάνεις αδικία θα τιμωρηθείς με τέτοιο τρόπο, που δεν θα καταλάβεις από που σου ήρθε, όπως λέτε εσείς οι Καλόγεροι «εν άλλοις πταίομεν καί εν άλλοις τιμωρούμεθα».
Αν πάλι κάνεις καμμιά καλωσύνη ή ελεημοσύνη, θα πληρωθείς με κρυφό ή και φανερό τρόπο. Όταν πάλι κάνει κανένας εκδίκηση θα τιμωρηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά.
Έτσι πολλές φορές έρχομαι σε δύσκολη θέση και λέω στον εαυτό μου, εφόσον δεν υπάρχει τίποτε, τότε ποιος διευθύνει και κατευθύνει όλα αυτά τα πράγματα;
Ο Γέροντας μου τότε βρήκε την ευκαιρία και του ανέφερε την παραβολή που λέγει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στο ιερό Ευαγγέλιο για τον άσπλαγχνο και πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο (Λουκ. ΙΣΤ’ 19-31), (Ματθ. Ε’ 14-20, ΣΤ’ 10-13, Ζ’ 21) και άλλα πολλά, για το Θεό, για τον Παράδεισο, και για την Κό-λαση, όπως περιγράφονται στις Ευαγγελικές περικοπές: Ματ. Ε’ 22-29, Η’ 12, Γ” 28, ΙΓ’ 42•- 50, ΚΒ’ 13, ΚΓ’ 24-33, ΚΔ’ 30) και για τα διάφορα κολαστήρια όπως τα ονομάζουν οι άγιοι Ευαγγελισταί: «το πυρ το άσβεστον, οπού ό σκώληξ αυτών ου τελευτά καί το πυρ ου σβέννυται» (Μάρκ. Θ’ 43, 44, 48 καί Λουκ. ΙΓ’28 κλπ.).
Από τότε ο πάτερ Ιωαννίκιος έπεσε σε αμφιβολία και λίγο λίγο άρχισε να σκέπτεται σοβαρώτερα και να φιλοσοφεί πάνω σ’ αυτά τα θαύματα τόσο πού τον αξίωσε ο Θεός, προς το τέλος της ζωής του, να έξομολογηθεί με ειλικρινή μετάνοια και με πραγματική συντριβή της καρδιάς του πίστεψε και ζήτησε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ομολογήσας και παραδεχθείς όλα τα Μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας ιερά και άγια καί έφυγε από την ζωή αύτη μετανοιωμένος καί διορθωμένος, με ζωντανή την πίστη της αιώνιας ζωής και με την ελπίδα της -ψυχικής σωτηρίας πλησίασε καί πήγε κοντά στον Δεσπότη Χριστό, να ζει αιώνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου