Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ



    λοι ο νθρωποι φοβόμαστε τ θάνατο κα δυσανασχε-τομε, ταν τν συναντομε τν ντιμετωπίζουμε, ετε στος δικούς μας ετε κα σ μς τος διους. πίσης γαπομε τ ζωή, εκ κα ς τυχε, κα μάλιστα τν νετη, πολαυστικ κα χωρς κανένα πρόβλημα ζωή. Τ βάζουμε δ μ τ Θεό, ταν μας πισκεφθε θάνατος ο θλίψεις κα τ βάσανα. ντίθετα διαφορομε κα φησυχάζουμε, ταν, μες ο διοι ο δικοί μας, χουμε μν συνεχ κα ταλάντευτη σχέση μ τν μαρτία, λλ ζομε καλ χωρς κανένα πρόβλημα. Γι’ ατό, ς παρακολουθήσουμε κάποιες σκέψεις το γίου Χρυσοστόμου πάνω στ σα ναφέραμε, πο θ μς βοηθήσουν ν’ ντιδρομε σωστ κα κατ Θεό.
    Γιατί φοβόμαστε τ θάνατο;

   
Α. Διότι δν πιστεύουμε στν νάσταση το Κυρίου μας. ερς πατρ παρατηρε, στν μιλία το πρς τν γία Πελαγία, πο πεσε π τ ψηλότερο μέρος το σπιτιο της κα σκοτώθηκε, γι ν μ τν τιμάσουν ο Ρωμαοι στρατιτες πο ρθαν ν τν συλλάβουν, τι, μετ τν νανθρώπιση το Κυρίου μας, θάνατος γινε τόσο νίσχυρος, πο τν περιφρονον χι μόνο ο νδρες, χι μόνο ο γυνακες, λλ κα ατς ο κόρες. πως ταν συλλάβουν να λιοντάρι, το βγάλουν τ δόντια, το σπάσουν τ νύχια, το κόψουν τ χαίτη κα τ λυσοδέσουν, κανες δν τ φοβται· πως βγάζουν τ δηλητήριο π τς κόμπρες κα μετ παίζουν μαζί τους· τσι γινε κα μ τ θάνατο. Τν περιφρονον κόμη κα τ νεαρ κορίτσια. ν στν Παλαι Διαθήκη -πο δν ταν λοφάνερο τ δόγμα τς ναστάσεως- νδρες μεγάλοι κα σπουδαοι -πως βραάμ, ακώβ, λίας- φοβήθηκαν τν θάνατο (πρβλ. Γέν. 12,11-13 · 28,20 · Βάσ. Γ΄19,2-3).

    Κα μες σήμερα φοβόμαστε τ θάνατο, γιατί δν πιστεύουμε στν νάσταση το Κυρίου μας. Ψάλλουμε τ «Χριστς νέστη» θιμοτυπικά, κα μετά, χωρς ν περιμένουμε ν συμμετάσχουμε στ «συμπόσιο τς πίστεως», δηλαδ στ θεία λειτουργία, σηκωνόμαστε κα φεύγουμε. νταλλάσσουμε τ χαρ κα τ βίωση το γεγονότος τς ναστάσεως, μ τν πόλαυση -κατ μία ρα περίπου νωρίτερα- το πασχαλινο τραπεζιο κα το πνου. νταλλάσσουμε τν Εχαριστιακ Μόσχο, πού μας χαρίζει τν αώνια ζωή, μ τν λικ μνό, πο -εδικ στν ποχή μας- μς χαρίζει περισσότερα τριγλυκερίδια κα χοληστερίνη, χωρς ν καλύπτει οσιαστικς νάγκες το αυτο μας.

   
Β. Διότι δν χουμε γάπη γι τ βασιλεία τν ορανν. Παλος πο ταν ραστς παράφορός της βασιλείας το Θεο, διότι γνώρισε π’ ατ τ ζω τ κάλλη το παραδείσου, λεγε στς πιστολς το· «μο τ ζν Χριστς κα τ ποθανεν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21) κα «Ζ δ οκέτι γώ. ζ δ ν μο Χριστός» (Γάλ. 2,20). Δηλαδή, ζοσε μόνο γι τ χατίρι το Χριστο, γι ν βοηθε τ ργο τς κκλησίας κα τ θάνατο τν θεωροσε κέρδος κα τυχερό! Τ διο κα Συμεν Θεοδόχος ζοσε γι ν δε τ Χριστ σν βρέφος κα μόλις τν εδε επε τ περίφημο «νν πολύεις τν δολο σου, δέσποτα, κατ τ ρμα σου ν ερήν, τι εδον ο φθαλμοί μου τ σωτήριόν σου, τοίμασας κατ πρόσωπον πάντων τν λαν, φς ες ποκάλυψιν θνν κα δόξαν λαο σου σραήλ». Τ διο κα Μέγας Βασίλειος, ταν πειλήθηκε π τν Μόδεστο, τι θ τν κτελέσει ν δν πακούσει τν ρειαν ατοκράτορα Οάλη, κενος πάντησε · «μν κα πότε».
    Γ. Διότι δν χουμε συνείδηση γαθή. ζωή μας δν εναι ν τάξει πέναντι στ Θεό. Δν τηρομε τ νόμο του, λλ οτε κα γωνιζόμαστε μ ποφασιστικότητα κα αταπάρνηση γι ν τν τηρήσουμε. Οτε κα λυπόμαστε γι’ ατό, οτε κα ζητομε τ λεός του. φο μως δν γωνιζόμαστε ν’ ρέσουμε στ Θεό, τότε καλύτερα ν πεθάνουμε· γιατί τίποτα δν κερδίζουμε παραμένοντας σ’ ατ τ ζωή, λλ ντίθετα συνεχς πιβαρύνουμε τ θέση μας. Κα ν ξέρουμε τι Θες τ στιγμ πο παίρνει τν κάθε νθρωπο π’ ατ τ ζωή, ατ στιγμ εναι πι δανική. Τν παίρνει, ταν χει φθάσει στν νώτερη ρίμανση πο μπορε, ταν χι μόνο δν πάρχει λλη βελτίωση στν πνευματική του κατάσταση, λλ ντίθετα κινδυνεύει κα ν χειροτερέψει.
    Δ. Δν ζομε μ τ σκληραγωγία πο ρμόζει σ χριστιανούς. Ζομε τν μαλθακ κα χανο κα νωθρ βίο. Ἐὰν ζούσαμε τν δυνηρ βίο τς σκήσεως (γρυπνία, νηστεία, προσευχ συνεχής, ρνηση το δίου θελήματος κα τν μαρτωλν πιθυμιν) τότε θ πιθυμούσαμε τν νάπαυση δι το θανάτου. Γι’ ατ κα Θεός, πειδ βλέπει ατ τν πλαδαρότητα κα τν χαυνότητά μας, πιτρέπει τ βάσανα κα τς θλίψεις, τς ποικίλες ντιξοότητες κα δυσχέρειες, γι ν μ πορροφηθομε π τν γλυκύτητα το κόσμου. Γι’ ατ πέτρεψε ν ποφέρουν ο σραηλτες στν Αγυπτο, στε ν πιθυμον τν πομάκρυνσή τους π ατν κα τ μετάβασή τους στ γ το σραήλ.

   
ς μ φοβόμαστε λοιπν τν θάνατο λλ τν μαρτία. ς μ ποφεύγουμε τν σκηση οτε ν μεμψιμοιρομε γι τς θλίψεις κα τ βάσανα πο ντιμετωπίζουμε. ς μ μακαρίζουμε πλς ατος πο ζον· οτε ν θρηνομε πλς ατος πο ποθνσκουν. λλ ς θρηνομε ατος πο εναι μαρτωλοί, ετε ζον ετε ποθνσκουν. Κα ς μακαρίζουμε τος δικαίους, ετε ζον ετε ποθνσκουν.
    Κα κάτι λλο· ν πάθεις κάτι δικα κα χωρς ν φταίς, κα τ ποφέρεις μ πομον κα δοξολογία, τότε εσαι μοιος μ τος μάρτυρες. δίκαιος κα πολύαθλος Ἰὼβ δν πέφερε γι τν Θεό, οτε εχε συνείδηση τι εναι μάρτυρας. Τ διο κα φτωχς Λάζαρος στν Καιν Διαθήκη. Κι μως, πειδ δν διαμαρτυρηθήκανε κα πομείνανε γόγγυστα τ παθήματά τους, Θες τος κατάταξε μεταξ τν γίων μαρτύρων. κόμη, κα ταν εμαστε μαρτωλο κα πάσχουμε δίκαια, ν χαιρόμαστε· διότι ατ συντελε στν ξάλειψη τν μαρτημάτων μας. ν ταν καλοτυχομε κα καλοπερνομε, ζώντας μόνο γι τν αυτό μας κα διαφορώντας γι τος λλους, τότε τιμωρούμαστε. ταν πλούσιος πγε στ κόλαση κα πέφερε, κα ζήτησε π τν βραμ ν στείλει τ Λάζαρο ν τν δροσίσει, στω κα πειροελάχιστα, κενος πάντησε· «Παιδί μου θυμήσου τι σύ, ταν ζοσες, πολάμβανες λα τ’ γαθά· δ Λάζαρος πολάμβανε λα τ κακά. Τώρα εναι φυσικό, σ ν ποφέρεις κα κενος ν’ πολαμβάνει» (Λούκ.16,25).
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου