Ὅλοι
οἱ
ἄνθρωποι
φοβόμαστε
τὸ
θάνατο
καὶ
δυσανασχε-τοῦμε,
ὅταν
τὸν
συναντοῦμε
ἢ
τὸν
ἀντιμετωπίζουμε,
εἴτε
στοὺς
δικούς
μας
εἴτε
καὶ
σὲ
μᾶς
τοὺς
ἴδιους.
Ἐπίσης
ἀγαποῦμε
τὴ
ζωή,
εἰκῇ
καὶ
ὡς
ἔτυχε,
καὶ
μάλιστα
τὴν
ἄνετη,
ἀπολαυστικὴ
καὶ
χωρὶς
κανένα
πρόβλημα
ζωή.
Τὰ
βάζουμε
δὲ
μὲ
τὸ
Θεό,
ὅταν
μας
ἐπισκεφθεῖ
ὁ
θάνατος
ἢ
οἱ
θλίψεις
καὶ
τὰ
βάσανα.
Ἀντίθετα
ἀδιαφοροῦμε
καὶ
ἐφησυχάζουμε,
ὅταν,
ἐμεῖς
οἱ
ἴδιοι
ἢ
οἱ
δικοί
μας,
ἔχουμε
μὲν
συνεχῆ
καὶ
ἀταλάντευτη
σχέση
μὲ
τὴν
ἁμαρτία,
ἀλλὰ
ζοῦμε
καλὰ
χωρὶς
κανένα
πρόβλημα.
Γι’ αὐτό,
ἃς
παρακολουθήσουμε
κάποιες
σκέψεις
τοῦ
ἁγίου
Χρυσοστόμου
πάνω
στὰ
ὅσα
ἀναφέραμε,
ποὺ
θὰ
μᾶς
βοηθήσουν
ν’
ἀντιδροῦμε
σωστὰ
καὶ
κατὰ
Θεό.
Γιατί
φοβόμαστε
τὸ
θάνατο;
Α. Διότι δὲν πιστεύουμε στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Ὁ ἱερὸς πατὴρ παρατηρεῖ, στὴν ὁμιλία τοῦ πρὸς τὴν ἁγία Πελαγία, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ ψηλότερο μέρος τοῦ σπιτιοῦ της καὶ σκοτώθηκε, γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀτιμάσουν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες ποὺ ᾖρθαν νὰ τὴν συλλάβουν, ὅτι, μετὰ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας, ὁ θάνατος ἔγινε τόσο ἀνίσχυρος, ποὺ τὸν περιφρονοῦν ὄχι μόνο οἱ ἄνδρες, ὄχι μόνο οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς οἱ κόρες. Ὅπως ὅταν συλλάβουν ἕνα λιοντάρι, τοῦ βγάλουν τὰ δόντια, τοῦ σπάσουν τὰ νύχια, τοῦ κόψουν τὴ χαίτη καὶ τὸ ἁλυσοδέσουν, κανεὶς δὲν τὸ φοβᾶται· ὅπως βγάζουν τὸ δηλητήριο ἀπὸ τὶς κόμπρες καὶ μετὰ παίζουν μαζί τους· ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸ θάνατο. Τὸν περιφρονοῦν ἀκόμη καὶ τὰ νεαρὰ κορίτσια. Ἐνῷ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη -ποὺ δὲν ἦταν ὁλοφάνερο τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως- ἄνδρες μεγάλοι καὶ σπουδαῖοι -ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἠλίας- φοβήθηκαν τὸν θάνατο (πρβλ. Γέν. 12,11-13 · 28,20 · Βάσ. Γ΄19,2-3).
Καὶ
ἐμεῖς
σήμερα
φοβόμαστε
τὸ
θάνατο,
γιατί
δὲν
πιστεύουμε
στὴν
ἀνάσταση
τοῦ
Κυρίου
μας.
Ψάλλουμε
τὸ
«Χριστὸς
Ἀνέστη»
ἐθιμοτυπικά,
καὶ
μετά,
χωρὶς
νὰ
περιμένουμε
νὰ
συμμετάσχουμε
στὸ
«συμπόσιο
τῆς
πίστεως»,
δηλαδὴ
στὴ
θεία
λειτουργία,
σηκωνόμαστε
καὶ
φεύγουμε.
Ἀνταλλάσσουμε
τὴ
χαρὰ
καὶ
τὴ
βίωση
τοῦ
γεγονότος
τῆς
ἀναστάσεως,
μὲ
τὴν
ἀπόλαυση
-κατὰ
μία
ὥρα
περίπου
νωρίτερα-
τοῦ
πασχαλινοῦ
τραπεζιοῦ
καὶ
τοῦ
ὕπνου.
Ἀνταλλάσσουμε
τὸν
Εὐχαριστιακὸ
Μόσχο,
πού
μας
χαρίζει
τὴν
αἰώνια
ζωή,
μὲ
τὸν
ὑλικὸ
ἀμνό,
ποὺ
-εἰδικὰ
στὴν
ἐποχή
μας-
μᾶς
χαρίζει
περισσότερα
τριγλυκερίδια
καὶ
χοληστερίνη,
χωρὶς
νὰ
καλύπτει
οὐσιαστικὲς
ἀνάγκες
τοῦ
ἐαυτοῦ
μας.
Β. Διότι δὲν ἔχουμε ἀγάπη γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ Παῦλος ποὺ ἦταν ἐραστὴς παράφορός της βασιλείας τοῦ Θεοῦ, διότι γνώρισε ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὰ κάλλη τοῦ παραδείσου, ἔλεγε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ· «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεὶν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21) καὶ «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ. ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γάλ. 2,20). Δηλαδή, ζοῦσε μόνο γιὰ τὸ χατίρι τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ βοηθεῖ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ θάνατο τὸν θεωροῦσε κέρδος καὶ τυχερό! Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Θεοδόχος ζοῦσε γιὰ νὰ δεῖ τὸ Χριστὸ σὰν βρέφος καὶ μόλις τὸν εἶδε εἶπε τὸ περίφημο «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλο σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὁ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅταν ἀπειλήθηκε ἀπὸ τὸν Μόδεστο, ὅτι θὰ τὸν ἐκτελέσει ἂν δὲν ὑπακούσει τὸν ἀρειανὸ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ἐκεῖνος ἀπάντησε · «Ἀμὰν καὶ πότε».
Γ.
Διότι δὲν
ἔχουμε
συνείδηση
ἀγαθή.
Ἡ
ζωή
μας
δὲν
εἶναι
ἐν
τάξει
ἀπέναντι
στὸ
Θεό.
Δὲν
τηροῦμε
τὸ
νόμο
του,
ἀλλὰ
οὔτε
καὶ
ἀγωνιζόμαστε
μὲ
ἀποφασιστικότητα
καὶ
αὐταπάρνηση
γιὰ
νὰ
τὸν
τηρήσουμε.
Οὔτε
καὶ
λυπόμαστε
γι’
αὐτό,
οὔτε
καὶ
ζητοῦμε
τὸ
ἔλεός
του.
Ἀφοῦ
ὅμως
δὲν
ἀγωνιζόμαστε
ν’
ἀρέσουμε
στὸ
Θεό,
τότε
καλύτερα
νὰ
πεθάνουμε·
γιατί
τίποτα
δὲν
κερδίζουμε
παραμένοντας
σ’
αὐτὴ
τὴ
ζωή,
ἀλλὰ
ἀντίθετα
συνεχῶς
ἐπιβαρύνουμε
τὴ
θέση
μας.
Καὶ
νὰ
ξέρουμε
ὅτι
ὁ
Θεὸς
τὴ
στιγμὴ
ποὺ
παίρνει
τὸν
κάθε
ἄνθρωπο
ἀπ’
αὐτὴ
τὴ
ζωή,
αὐτὴ
ἡ
στιγμὴ
εἶναι
ἡ
πιὸ
ἰδανική.
Τὸν
παίρνει,
ὅταν
ἔχει
φθάσει
στὴν
ἀνώτερη
ὡρίμανση
ποὺ
μπορεῖ,
ἢ
ὅταν
ὄχι
μόνο
δὲν
ὑπάρχει
ἄλλη
βελτίωση
στὴν
πνευματική
του
κατάσταση,
ἀλλὰ
ἀντίθετα
κινδυνεύει
καὶ
νὰ
χειροτερέψει.
Δ.
Δὲν
ζοῦμε
μὲ
τὴ
σκληραγωγία
ποὺ
ἁρμόζει
σὲ
χριστιανούς.
Ζοῦμε
τὸν
μαλθακὸ
καὶ
χαῦνο
καὶ
νωθρὸ
βίο.
Ἐὰν
ζούσαμε
τὸν
ὀδυνηρὸ
βίο
τῆς
ἀσκήσεως
(ἀγρυπνία,
νηστεία,
προσευχὴ
συνεχής,
ἄρνηση
τοῦ
ἰδίου
θελήματος
καὶ
τῶν
ἁμαρτωλῶν
ἐπιθυμιῶν)
τότε
θὰ
ἐπιθυμούσαμε
τὴν
ἀνάπαυση
διὰ
τοῦ
θανάτου.
Γι’
αὐτὸ
καὶ
ὁ
Θεός,
ἐπειδὴ
βλέπει
αὐτὴ
τὴν
πλαδαρότητα
καὶ
τὴν
χαυνότητά
μας,
ἐπιτρέπει
τὰ
βάσανα
καὶ
τὶς
θλίψεις,
τὶς
ποικίλες
ἀντιξοότητες
καὶ
δυσχέρειες,
γιὰ
νὰ
μὴ
ἀπορροφηθοῦμε
ἀπὸ
τὴν
γλυκύτητα
τοῦ
κόσμου.
Γι’
αὐτὸ
ἐπέτρεψε
νὰ
ὑποφέρουν
οἱ
Ἰσραηλῖτες
στὴν
Αἴγυπτο,
ὥστε
νὰ
ἐπιθυμοῦν
τὴν
ἀπομάκρυνσή
τους
ἀπὸ
αὐτὴν
καὶ
τὴ
μετάβασή
τους
στὴ
γῆ
τοῦ
Ἰσραήλ.
Ἂς μὴ φοβόμαστε λοιπὸν τὸν θάνατο ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία. Ἃς μὴ ἀποφεύγουμε τὴν ἄσκηση οὔτε νὰ μεμψιμοιροῦμε γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε. Ἃς μὴ μακαρίζουμε ἁπλῶς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν· οὔτε νὰ θρηνοῦμε ἁπλῶς αὐτοὺς ποὺ ἀποθνῄσκουν. Ἀλλὰ ἂς θρηνοῦμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἁμαρτωλοί, εἴτε ζοῦν εἴτε ἀποθνῄσκουν. Καὶ ἂς μακαρίζουμε τοὺς δικαίους, εἴτε ζοῦν εἴτε ἀποθνῄσκουν.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου