Ο άνθρωπος έχει κάνει πολλές ανακαλύψεις πάνω σε σπουδαία
και φλέγοντα θέματα. Έτσι καμαρώνει και κομπάζει γι’ αυτές
και τις θεωρεί μεγάλες και σπουδαίες. Ο
James
Simpson
(1811-1870)
όμως, ο εφευρέτης του χλωροφορμίου, ο οποίος ήταν πολύ
πιστός άνθρωπος, αδιαφορώντας για την ανακάλυψή του και για
τη δόξα που του προσέφερε,
έλεγε ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη του είναι ο Χριστός.
Αυτήν διαλαλούσε και γι’ αυτήν χαιρότανε.
Να προσέξουμε τη γνώμη του
Simpson,
γιατί στην εποχή μας αντιμετωπίζουμε μια νέα εικονομαχία. Ο
λεγόμενος Δυτικός κόσμος που υποτίθεται είναι χριστιανικός,
με αμαρτωλές προφάσεις, όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για την
χριστιανική ιεραποστολή αλλά και την απαγορεύει. Με νόμους
ζητά να φύγουν τα σύμβολα του Χριστιανισμού από παντού.
Τίποτα να μη θυμίζει τον Χριστό και τον Χριστιανισμό.
Ποιος είναι όμως ο Χριστός;
Υπάρχουν πολλές απαντήσεις πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Διάφοροι λένε για τον Χριστό διάφορα.
Έτσι άλλοι λένε ότι ήταν ένας μεγάλος φιλόσοφος και
διδάσκαλος ανάμεσα στους τόσους άλλους που γνωρίζει η
ανθρώπινη ιστορία. Άλλοι τον θεωρούν σαν ένα μεγάλο μύστη.
Άλλοι τον παρουσιάζουν σαν ένα κοινωνιολόγο. Ήρθε, λένε,
στον κόσμο, για να ασχοληθεί με την κοινωνία και την πρόοδό
της. Άλλοι τον σκιαγραφούν σαν ένα κοινωνικό και θρησκευτικό
επαναστάτη, που ήρθε να ανατρέψει το κοινωνικό και
θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του. Άλλοι πρεσβεύανε ότι
είναι ένας εθνικός Μεσσίας. Οι Εβραίοι έτσι τον ονειρευόταν
και έτσι τον πίστευσαν. Γι’ αυτό και θέλησαν να τον
ανακηρύξουν βασιλιά τους. Ο Χριστός όμως τους απογοήτευσε.
Άλλοτε αποχωρούσε στην έρημο αποφεύγοντας την δημοσιότητα
και την ανάληψη κοσμικής εξουσίας και κάποια στιγμή, που
αυτοί ετοιμαζότανε να τον στέψουν, αυτός ήρθε «επί πώλου
όνου», κονιορτοποιώντας τα όνειρά τους και γελοιοποιώντας
τις αντιλήψεις τους.
Όλες οι θεωρήσεις του Χριστού που αναφέραμε είναι
ανθρωποκεντρικές.
Τον παρουσιάζουν σαν ένα σπουδαίο και επιφανή άνθρωπο.
Αποφεύγουν να παρουσιάσουν το μυστήριο των μυστηρίων, το
«μόνον καινόν υπό τον ήλιον» όπως λένε οι πατέρες, το
θεανθρώπινο του προσώπου του.
Υπάρχουν όμως και άλλες θεωρήσεις εντελώς βλάσφημες και
απαξιωτικές
ακόμη και της ανθρώπινης φύσεώς του.
Τον καιρό της επί γης παρουσίας του τον κατηγορήσανε σαν
«φάγο και οινοπότη, φίλο των τελωνών και των αμαρτωλών»
(Ματθ. 11,19)· σαν ενεργούμενο του σατανά, ότι δηλαδή κάνει
τα θαύματά του με τη δύναμη του σατανά (Ματθ. 9,34)· σαν
απατεώνα, «κύριε, εμνήσθημεν ότι ούτος
ο πλάνος
είπεν έτι ζων, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι» (Ματθ.27,63)·
σαν βλάσφημο και αντίθεο (Ματθ. 26,65). Τις κατηγορίες των
συγχρόνων του τις συνέχισαν κατά καιρούς διάφοροι λέγοντας
«άλλα αντ’ άλλων».
Στην εποχή μας παρουσιάσανε τον Χριστό ως σούπερ Σταρ, ως
σούπερ αφιόνι (!) και άλλοι (παγανιστές αναρχικοί στο
διαδίκτυο), βλέποντας τις διάφορες θεωρήσεις των ανθρώπων
για τον Χριστό, τον παρουσίασαν σαν Χαμαιλέοντα (!).
Ο Συμεών ο Θεοδόχος
έχει προφητέψει ότι ο Χριστός, τον οποίο υποδέχθηκε ως
Σωτήρα του κόσμου, «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών
εν τω Ισραήλ και εις σημείoν
αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Η προφητεία του αγίου Συμεών
βρίσκει πλήρη εφαρμογή στις διάφορες «βιογραφίες» του
Χριστού. Δηλαδή σε παρουσιάσεις της ζωής του Χριστού, και
του προσώπου του Χριστού, βασιζόμενες όχι στην ιστορική
αλήθεια των ευαγγελίων αλλά σε προσωπικές ιδέες και βιώματα
και φαντασιώσεις διαφόρων συγγραφέων.
Στο ερώτημα του Χριστού «τίνα με λέγουσι οι άνθρωποι είναι;»
ο καθένας μας δίνει και μια απάντηση.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις απαντήσεις υπάρχει μια αυθεντική
απάντηση· η απάντηση της Εκκλησίας μας.
Και η απάντηση αυτή βασίζεται στα γραπτά ιστορικά κείμενα
που είναι οι πηγές της θεολογίας μας και της πίστεώς μας,
στα ευαγγέλια. Όχι στις αυθαιρεσίες του ενός ή του άλλου·
ούτε στις φαντασίες των μοντέρνων θεολόγων του
προτεσταντισμού, που προσπαθούν ν’ απομυθοποιήσουν δήθεν τα
ευαγγέλια.
Και η απάντηση αυτή είναι ότι ο Χριστός, «ο ένας της
Τριάδος», είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος
σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος,
για να κάνει τον άνθρωπο θεό και για να καταργήσει οριστικά
το κράτος του διαβόλου, της φθοράς και του θανάτου, στο
οποίο βρισκόταν ο άνθρωπος μετά την παρακοή και την πτώση
του. Ο Χριστός, ως άνθρωπος, είναι ο νέος Αδάμ, που
αναδημιουργεί και ανακαινίζει τον ανθρώπινη φύση ριζικά,
αυθεντικά, οντολογικά. Είναι αυτός που συνδέει στο πρόσωπό
του θεία και ανθρώπινη φύση
«αχωρίστως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως»
όπως δογμάτισε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Είναι αυτός που με
την ανάληψή του φέρνει την ανθρώπινη φύση δίπλα στο θρόνο
του Θεού.
Λένε πολλοί ότι ο Χριστιανισμός έχει κοινά σημεία με τις
μονοθεϊστικές θρησκείες –Ιουδαϊσμό και Μουσουλμανισμό- και
πρέπει να κάνει διάλογο μ’ αυτές, να τα βρούνε κατά το
κοινώς λεγόμενο. Κι όμως δεν υπάρχει καμμία σύγκριση. Ο
Χριστιανισμός έχει το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα
της ενανθρωπήσεως του Υιού. Το δόγμα του Θεανθρώπου Ιησού
Χριστού.
Εδώ θα κάνουμε μία διευκρίνιση.
Οι προτεστάντες ισχυρίζονται ότι ο Χριστός έσωσε τον άνθρωπο
με τη σταυρική του θυσία. Εμείς οι ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι
ο Χριστός έσωσε το ανθρώπινο γένος με όλη τη ζωή του. Με τον
ευαγγελισμό του, με τη γέννησή του, με την υπαπαντή του, με
τη βάπτισή του, την επι γης δράση του, τη μεταμόρφωσή του,
και τέλος με τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψή του.
Γι’ αυτό και στην Εκκλησία μας γιορτάζουμε όλες τις στιγμές
του Χριστού.
Οι παπικοί δεν τις εορτάζουν όλες, ενώ οι προτεστάντες τον
παρουσιάζουν κυρίως σαν σταυρωμένο.
* * *
«ΤΟΥ ΓΝΩΝΑΙ ΑΥΤΟΝ»
Ο ουρανοβάμων Παύλος, το στόμα του Χριστού, στην προς
Φιλιππησίους επιστολή του (3,10),
αφήνοντας όλους τους τίτλους ευγενίας που είχε σαν Εβραίος
και θεωρώντας τους ως απλή κοπριά (σκύβαλα) του δένδρου της
προσωπικότητάς του (!) παρουσιάζει ένα μεγάλο πόθο του.
Θέλει να γνωρίσει τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και τη δύναμη
της αναστάσεώς του, αλλά και πως θα έχει κοινωνία με τα
παθήματά του και συμμετοχή στο θάνατό του, ώστε κι αυτός να
πετύχει την κατά Θεό ανάσταση των νεκρών.
«Του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού
και την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού,
ει πως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών».
και την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού,
ει πως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών».
Ο Παύλος λοιπόν θέλει να γνωρίσει το Χριστό και Σωτήρα του·
να γνωρίσει την προσωπικότητα του, τη ζωή του, το έργο του,
τη προσφορά του. Και θέλει να τον γνωρίσει, γιατί είναι το
ίνδαλμά του· και θέλει να τον αντιγράψει, να τον μιμηθεί, να
τον ακολουθήσει, κατ’ άνθρωπον βέβαια. Θέλει ν’ αποκτήσει το
φρόνημά, τη διάθεση, τη σκέψη, το θέλημα, την επιθυμία του
Χριστού· να ταυτιστεί πλήρως με την προσωπικότητα του.
Και το κατορθώνει σε τέτοιο βαθμό, που να γράφει στους
Γαλάτες (2,20)
«Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί
Χριστός».
«ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΑΥΤΟΥ»
Η δύναμη της αναστάσεως είναι πολύπλευρη και πολυποίκιλη.
Έχει «υπερβάλλον μέγεθος». Ο Παύλος εύχεται και προσεύχεται
να την γνωρίσουν όλοι οι Χριστιανοί (πρβλ. Εφεσ. 1,19-20).
Αποκαλύπτει τη θεία φύση του Χριστού αλλά και την δυναμική
που χαρίζει στους Χριστιανούς.
Ας δούμε μερικές πλευρές της.
Α΄. Η δύναμη της ζωής που νικά το θάνατο.
Λέμε εν Χριστώ έχουμε αιώνια ζωή. Ο θάνατος δεν είναι πια
ένας αήττητος εχθρός. Δεν είναι μια κατάσταση που σε κάνει
να παραλύεις. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο θάνατος έχει
μια γροθιά, που συντρίβει όλα τα όνειρα και τις επιδιώξεις
του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο προχριστιανικός κόσμος είχε
τραγωδία. Διότι δεν υπήρχε ανάσταση. Η ζωή του ανθρώπου είχε
μια εμπλοκή συνεχή με το κακό και την απελπισία και
παρουσιαζόταν ο από μηχανής θεός για να δώσει μία λύση, μία
κάθαρση και να μη φαίνεται το κακό ή ο θάνατος ότι νικά τον
άνθρωπο. Ο θάνατος όμως για τον χριστιανό αποχτά μια άλλη
όψη.
Στον χριστιανισμό δεν έχουμε τραγωδία, αλλά έχουμε θείο
πάθος, θείο δράμα.
Το πάθος του Χριστού το διαδέχεται η ανάσταση. Πουθενά δεν
υπάρχει χώρος για την τραγωδία.
Κάποιος φιλόσοφος λέγει ότι η φρικαλεότητα του θανάτου μόνο
μέσα στην Εκκλησία μπορεί να γαληνέψει και να ημερέψει. Κι
έτσι ο άνθρωπος να κοιτάξει το θάνατο με άλλη ματιά. Όχι
τρέμοντας, όχι δειλιώντας, όχι με πρόσωπο ωχρό· αλλά
τραγουδώντας το τραγούδι της Εκκλησίας μας·
«Που σου θάνατε το κέντρο; Που σου Άδη το νίκος;
Ηγέρθη Χριστός…». Που είναι θάνατε το κεντρί, που κεντούσες
και φαρμάκωνες τους ανθρώπους; Που είναι Άδη τα λάφυρά σου,
τα τρόπαιά σου, οι νεκροί σου; Ήρθε ο Χριστός και σε μάδησε,
σε λαφυραγώγησε, δεν σε άφησε τίποτα. Κατεπόθη ο Άδης.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας λέγεται Εκκλησία της αναστάσεως.
Αν μέναμε στη Μ. Παρασκευή, θα πρέπει να είχαμε απελπισθεί.
Γιατί νικητής θα ήταν ο θάνατος. Ήρθε όμως το Μ. Σάββατο,
ήρθε η μία των Σαββάτων, η Κυριακή, η κλητή και αγία ημέρα.
Τα πάντα πεπλήρωται φωτός· ουρανός τε η γη και τα
καταχθόνια. Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ, η Εκκλησία.
Γι’ αυτό και ο λαός μας την ημέρα αυτή την ονομάζει και την
θεωρεί «Λαμπρή», φωτεινή δηλαδή, γεμάτη λάμψη. Το σκοτάδι
του θανάτου νικήθηκε για πάντα.
Β΄. Η δύναμη της αγάπης που νικά το μίσος.
Η ανάσταση σου δίνει τη δύναμη ν’ αγαπάς τους πάντας ακόμη
και τους εχθρούς σου. Ο άπιστος άνθρωπος ο οποίος δεν ζει
μέσα στο φως της αναστάσεως του Χριστού, δεν μπορεί να έχει
αυτή τη δύναμη. Να έχει μια καρδιά πλατειά που να συγχωρεί
τους πάντες, να προσεύχεται για το καλό τους και την πρόοδό
τους.
Ο άπιστος ή άθεος ή φυσικός άνθρωπος δύο δρόμους γνωρίζει.
Τον δρόμο της εκδικήσεως και, αν είναι καλλιεργημένος και
όχι πολύ εμπαθής, το δρόμο της δικαιοσύνης.
Εκδίκηση·
Μ’ έκανες κακό δεν θα σ’ αφήσω σε χλωρό κλαδί. Μόνο η
εξόντωση και η κακοποίησή σου θα με ικανοποιήσει. «Θα σας
συγχωρήσω όταν σας δω κρεμασμένους, να σπαρταράτε κάτω από
τα κλαδιά του δένδρου μου και στο πρόσωπό σας να έχετε την
επιθανάτιο αγωνία» λέγει κάποιος ξένος ποιητής. Ας θυμηθούμε
τον «Κόμη Μοντεχρίστο» του
Alexandre
Dumas
(1802-1870) του πρεσβυτέρου ή «Τα ανεμοδαρμένα ύψη» της
Emily
Bronte
(1818-1848), που ζωγραφίζουν τόσο παραστατικά τον δρόμο αυτό
της εκδικήσεως.
Δικαιοσύνη·
«Με πνίγει το δίκαιό μου. Δεν θα ησυχάσω αν δεν το βρω. Θα
πάω μέχρι τον Άρειο πάγο. Να βρεθεί ο ένοχος απαιτώ». Είναι
φράσεις που συχνά ακούμε ή και εμείς οι ίδιοι τις λέμε. Η
δικαιοσύνη μας φαίνεται κάτι το σωστό και ωραίο. Κι όμως για
το ευαγγέλιο δεν είναι. Ο απόστολος Παύλος απαγορεύει την
προσφυγή στα δικαστήρια (Α΄ Κορ. 6, 1-11). Επιτρέπει, γι’
αυτούς που έχουν «βιωτικά κριτήρια», να προσφεύγουν στον
προεστό της Εκκλησίας ή σε κάποιο συνετό και άγιο αδελφό,
για να δώσει λύση στην αντιμαχία. Μόνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, όχι για ικανοποίηση του εγώ αλλά προς
παραδειγματισμό κάποιων, μπορούμε να εφαρμόσουμε το του
Παύλου «Καίσαρα επικαλούμαι» (Πραξ. 25,12).
Για το χριστιανό υπάρχει και ο τρίτος δρόμος· ο δρόμος της
συγγνώμης.
Με την ανάσταση βρίσκουμε τη δύναμη να συγχωρούμε.
«Αναστάσεως ημέρα» ψάλλει η Εκκλησία μας και προτρέπει· «ας
λαμπρυνθούμε κι ας συγχωρήσουμε όλους, λόγω και χάρη της
αναστάσεως του Χριστού». «Άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι
ποιούσι» είπε ο Χριστός πάνω στο σταυρό και ζητά και εμείς
να το λέμε και να βρίσκουμε ελαφρυντικά στους εχθρούς μας
και να τους δικαιολογούμε. Η γραμματική μας λέγει· «εγώ,
εσύ, αυτός». Η χριστιανική γραμματική μας λέγει· «αυτός,
εσύ, εγώ». Το εγώ υποτάσσεται στην αγάπη, τη συγγνώμη.
Γ΄. Η δύναμη της ελπίδας που νικά την απελπισία και το φόβο.
Πολλές φορές η ζωή μας είναι γεμάτη από σκοτάδι· γεμάτη από
ζόφο. Υπάρχουν άνθρωποι βασανισμένοι, τυραννισμένοι,
κουρασμένοι, που ζουν μέσα στο αδιέξοδο, στο χάος, στην
απελπισία. Ο χριστιανός όμως και μέσα στις μεγαλύτερες
αντιξοότητες και δυσκολίες βλέπει φως, έχει ελπίδα.
Βλέπει τα σύννεφα, δεν τρέφει αυταπάτες, αλλά υψώνεται πάνω
απ’ αυτά και βλέπει τον ήλιο.
Έτσι μπορεί και στέκεται στα πόδια του μέσα στη μεγαλύτερη
καταιγίδα, στη πιο φοβερή θύελλα. Ξέρει «όποιου του μέλλει
ανάσταση, τον Γολγοθά περνάει». Και πιστεύει ότι η πιο
μεγάλη θλίψη, η πιο φοβερή απελπισία «νεφύδριον εστίν και
θάττον παρελεύσεται». Πιστεύει ότι υπάρχει η πρόνοια του
Θεού, που συντηρεί τη δημιουργία και προνοεί για το κάθε τι.
Αναφέρεται στη βιογραφία του Λουθήρου (1483-1546),
του ιδρυτού του προτεσταντισμού, ότι μια μέρα που ήταν στο
έπακρο απελπισμένος και λυπημένος χωρίς να παρηγορείται με
τίποτα, η γυναίκα του φόρεσε μαύρα. Τότε τη ρώτησε γιατί τα
φόρεσε και ποιόν πενθεί. Και κείνη απάντησε· «τα φορώ διότι
πέθανε ο Θεός». «Μη βλασφημείς», φώναξε ο Λούθηρος, «δε
πεθαίνει ο Θεός». Και κείνη απάντησε έξυπνα· «Μα βλέποντας
σε τόσο λυπημένο, είπα ότι πέθανε».
«Χριστός ανέστη χαρά μου» ήταν ο μόνιμος χαιρετισμός του
αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ (1759-1833).
Σ’ αυτό το χαιρετισμό φαίνεται η σύνδεση και η εξάρτηση και
η αλληλοπεριχώρηση, που υπάρχει μεταξύ χαράς και αναστάσεως.
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός και η γη και τα
καταχθόνια» ψάλλει η Εκκλησία μας. Πουθενά δεν υπάρχει χώρος
για λύπη και απελπισία.
Δ΄. Είναι η δύναμη του αγαθού, που νικά το κακό.
Οι χριστιανοί πάντοτε είναι σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους.
Κι όμως τα πρόβατα νικούν τους λύκους. Είναι το αιώνιο θαύμα
του χριστιανισμού. Ας αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.
Ο φανατικός Ιουδαίος Παύλος
είναι επικεφαλής των Ιουδαίων που λιθοβολούν τον άγιο
Στέφανο. Εκείνος ατάραχος προσεύχεται γι’ αυτούς. «Κύριε μη
στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. 7,60).
Προσευχόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον βρίσκει ο θάνατος. Ο
Παύλος συνεχίζει με πνεύμα απειλητικό και φονικό να κυνηγά
τους χριστιανούς, έως ότου πέφτει στην ενέδρα στο δρόμο προς
τη Δαμασκό (Πραξ. 9ο κεφ.), που του έστησε ο Θεός με την
παράκληση του αγίου Στεφάνου… Έτσι ο Στέφανος νικά τον Παύλο
και τον σέρνει δυναμικά στο στρατόπεδο του Χριστού. Τώρα οι
πρώην αντίπαλοι αγάλλονται μαζί στη βασιλεία του Θεού.
Στην Αλβανία, από το 1944
μέχρι τη πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έγιναν
50 διωγμοί εναντίον της Εκκλησίας.
Κι όμως η Εκκλησία διασώθηκε και σήμερα ανθεί και προοδεύει
εκ νέου. Είναι το μόνο κράτος στον κόσμο που γίνονται
χριστιανοί ακόμη και μουσουλμάνοι.
Το ίδιο συνέβη και στη Ρωσία
με την Οκτωβριανή επανάσταση, στο Βυζάντιο με την
τουρκοκρατία, στους ρωμαϊκούς χρόνους με τους φρικτούς
διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Το αγαθό νίκησε το κακό
και αυτό θα συμβαίνει πάντοτε.
* * *
«ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΤΩΝ ΠΑΘΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥ»
«Όποιος του μέλλει ανάσταση τον Γολγοθά περνάει» αναφέραμε
πιο πάνω. Δηλαδή για να φθάσουμε στην ανάσταση πρέπει
αναγκαστικά να περάσουμε από τον Γολγοθά.
Δεν υπάρχει χριστιανική ζωή χωρίς Γολγοθά, χωρίς θλίψη.
Η χριστιανική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Αντίθετα είναι
πολύ δύσκολη. Έχεις να κάνεις με πολλούς πειρασμούς και
εξωτερικούς και εσωτερικούς. Οι σχέσεις με το Χριστό δεν
είναι εμπορικές, συμφεροντολογικές. Μη νομίσεις ότι επειδή
πιστεύεις και αγωνίζεσαι να ζήσεις το ευαγγέλιο όλα θα πάνε
ρολόι. Μη νομίσεις ότι δεν θα υπάρχει δάκρυ και πόνος. Αυτά
είναι γνωρίσματα του παραδείσου και της βασιλείας του Θεού.
Αν θέλουμε κοινωνία δόξης θα πρέπει να έχουμε και κοινωνία
παθημάτων.
Ο Παύλος λοιπόν θέλει να μάθει για την κοινωνία που πρέπει
να έχει στα παθήματα του Χριστού. Και πράγματι έμαθε και την
γνώση του αυτή την αποτυπώνει σε πολλά χωρία των επιστολών
του, κι αυτός και ο απόστολος Πέτρος.
Ας δούμε και μερικά από αυτά τα χωρία.
«Καθώς περισσεύει τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω δια
το Χριστού περισσεύει και η παράκλησις ημών…΄Ωσπερ κοινωνοί
εστέ των παθημάτων, ούτω και της παρακλήσεως» (Β΄ Κορ.
1,5·7).
Παράκληση εδώ είναι η παρηγοριά, η ανακούφιση, η ανάπαυση, η
ανταμοιβή.
Όσο μεγαλύτερα είναι τα παθήματα τόσο μεγαλύτερη και η
παρηγοριά και η δύναμη που παίρνουν οι χριστιανοί.
«Αγαπητοί, μη ξενίζεσθε (μη παραξενεύεστε) τη εν υμίν
πυρώσει (φλογερή δοκιμασία) προς πειρασμόν υμίν γινομένη, ως
ξένου (παράξενου) ημίν συμβαίνοντος, αλλά καθό κοινωνείτε
τοις του Χριστού παθήμασι, χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει
της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» Α΄ Πέτρ. 4,12-13). Μη
παραξενεύεστε για τις θλίψεις και τους πειρασμούς που
αντιμετωπίζετε και το θεωρείτε σαν κάτι αφύσικο και
ακατανόητο αλλά να χαίρεστε γι’ αυτή τη συμμετοχή σας στα
παθήματα του Χριστού, ώστε όταν αποκαλυφθεί η δόξα του να
χαρήτε γεμίζοντας από αγαλλίαση.
«Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ ημών και ανταναπληρώ τα
υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του
σώματος αυτού, ο εστίν η εκκλησία» (Κολ. 1,24). Δηλαδή
«χαίρομαι για όσα παθαίνω για χάρη σας, γιατί έτσι
αναπληρώνω στον εαυτό μου αυτά που δεν πρόλαβε να πάθει ο
Χριστός χάριν του σώματός του, που είναι η εκκλησία».
«ΣΥΜΜΟΡΦΟΥΜΕΝΟΣ ΤΩ ΘΑΝΑΤΩ ΑΥΤΟΥ»
Λέγει στην Β΄ προς Κορινθίους (4,10-11) επιστολή του ο
απόστολος Παύλος. «Πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν
τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του Ιησού εν τω σώματι
ημών φανερωθή. Αεί γαρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον
παραδιδόμεθα διά Ιησούν, ίνα και η ζωή του Ιησού φανερωθή εν
τη θνητή σαρκί ημών». Στο χωρίο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα πως
συμμορφωνόταν οι απόστολοι με το θάνατο του Χριστού.
Πεθαίνανε ως προς την αμαρτία και σταύρωναν τη σάρκα τους
«συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Ο κόσμος
σταυρωνότανε γι’ αυτούς και αυτοί για τον κόσμο.
«ΕΙ ΠΩΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΩ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»
Εδώ μιλά με ταπεινό φρόνημα ο Παύλος και λέγει ότι κάνει όλα
αυτά, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού, μήπως και
κατορθώσει
να πετύχει την «εξανάστασιν» δηλαδή την κατά Θεό ανάσταση
των δικαίων.
Διότι άλλοι θ’ αναστηθούν εις ανάσταση ζωής και άλλοι θ’
αναστηθούν εις ανάσταση κρίσεως. Άλλοι θα βλέπουν το Θεό
αιωνίως σαν φως και άλλοι σαν φωτιά.
Ας γνωρίσουμε λοιπόν το Χριστό και τη δύναμη της αναστάσεως
αυτού όλοι μας.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου