Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΟΚΛΕΦΤΗ ΚΙ Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΟΚΛΕΦΤΗ ΚΙ Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Μια νύχτα, που ήταν πανσέληνος, ο Άγιος Ευθύμιος,μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς του ύμνους στον Θεό και όπως συνήθιζε,έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς.Ξαφνικά, βλέπει σ' έναν υπαίθριο χώρο,δύο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες.Ο ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι,ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω σακιά και τα πήγαινε... σε μια γωνιά,όπου δεν θα τα έβλεπε κανείς.Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον Άγιο,το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας τον σύντροφό του στον λάκκο.Τότε,ο θείος Ευθύμιος,επειδή θεώρησε,πως θα έκανε μεγάλο κακό, αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι,και μάλιστα σε μια εποχή που το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο,όσο και το χρυσάφι,αποφάσισε, να πάρει την θέση αυτού, που έφυγε.Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι,χωρίς να ξέρει τίποτε,ενώ ο Άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε.Όταν πια, ο άνθρωπος εκείνος έβγαλε αρκετό σιτάρι και θέλησε ν' ανέβει πάνω,ο Άγιος μέσα στο σκοτάδι,σκύβει και του λέει,,,Τί,θα φύγουμε και θ' αφήσουμε εκείνα τα τυριά,,,και του έδειχνε συνάμα με το δάκτυλο τον τόπο,,,Και πού το ξέρεις εσύ αυτό;,,,Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο,να το λέει,απάντησε ο Άγιος.Τότε ο άλλος βρήκε τον τόπο και πήρε, όσα τυριά ήθελε και τα παρέδωσε στον Άγιο.Έπειτα πιάνοντας το χέρι που του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω.Και μόλις κατάλαβε,ποιός ήταν,έλιωσε από την ντροπή και την τρομάρα.Παραλυμένος από φόβο κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του Αγίου.Μα εκείνος,τον χάιδεψε με καλοσύνη,τον σήκωσε από την γη,τον αγκάλιασε και είπε,,,Μην στεναχωριέσαι παιδί μου,νομίζοντας,πως έκανες κάτι τρομερό.Γιατι τα πράγματα αυτά είναι δικά σου και του Θεού.Κι αν πήρες κάτι,από τα δικά σου τα πήρες και όχι από τα ξένα.Μα και πάλι, αν θελήσεις,έλα να πάρεις, ότι χρειάζεσαι!Κι εκείνος,ο σιτοκλέφτης μετανόησε κι έγινε υπόδειγμα στους άλλους χριστιανούς.


* Αγίου Ευθυμίου του νέου

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

†. Κυ 17-10-2010, ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ!


Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΣΕ  ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΜΟΛΥΝΤΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΥΣ . ΖΟΥΣΕ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΜΕ ΑΥΣΤΗΡΑ ΝΗΣΤΕΙΑ , ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ , ΟΤΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΕΥΔΟΚΗΣΕ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΘΗΚΕ ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΗΙΓΗΘΗΚΕ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΔΙΩΓΜΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ , ΔΕΝ ΠΤΟΗΘΗΚΕ ΟΜΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΚΑΛΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ  ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ !! ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΟΥΜΑΙ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ , ΔΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΜΑΡΚΟ ΕΥΓΕΝΙΚΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΕ ΟΥΤΕ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΑΝ ΣΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΤΟΤΕ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΑΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!!





ΝΟΥΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
Ἐξ Ἁγίου Ὅρους. Πρὸς ἄπαντα τὰ Πνευματικά του τέκνα Ἀθηνῶν καὶ Πειραιῶς.

Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας ὁρθοδόξους Χριστιανούς, πάνυ νουθετική καὶ κατανυκτική καὶ λίαν ὡφέλιμος, τοῖς θέλουσι σωθήναι.


Ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς παρακλήσεως ὡς καὶ ἀγάπης εἴη μεθ' ὑμῶν. Ὁ μένων ἐν τῆ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. Ἐν τούτῳ γνώσεται ὁ κόσμος, λέγει ὁ Χριστὸς ἐν Ἱερῷ Εὐαγγελίῷ, ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην πρὸς ἀλλήλους ἔχετε. Δώη ἡμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν... ὠς καὶ εἴη μεθ' ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς Ζωῆς ἡμῶν μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν. Ἀδελφοί ἐν Κυρίῷ ἀγαπητοί καὶ περιπόθητά μας ἐν Κυρίῳ τέκνα, πατρικῶς τε καὶ ἐγκαρδίως ὀλοψύχως ἐπευχανασπαζόμενος ἐν Ἁγίω φιλήματι, πνευματικῶς οἱ ἐλάχιστοι εὐλογοῦμεν. Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκα ὅτι διὰ τῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου Παναγίας μας Π. ἀκοίμητων Πρεσβειών, ὑγιαίνομεν, τὸ αὐτὸ δὲ καί δι' ὑμᾶς ποθοῦμεν, μᾶλλον πνευματικῶς ἀδιαλείπτως εὐχόμεθα ἐνθέρμως πρὸς Φιλάνθρωπον Κύριον, καὶ ἡμερονυκτίως δεόμεθα ὑπέρ τῆς πολυτίμου ἀθανάτου ψυχῆς ὐμών σωτηρίας, ὡς καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ τῆς ὁρθοδόξου ἡμῶν ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως, τῆς Μητρός μας Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς μιᾶς, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς, ἴνα ἐμμένετε στερεοί καὶ ἀκλόνητοι, μέχρι τέλους τῆς Ζωῆς ἠμῶν, ἔστω καὶ διὰ μυρίων κακώσεων, καὶ φυλακίσεων λέγω καὶ ἐξοριῶν καὶ παντοδαπῶν ἄλλων θλίψεων, ὡς καὶ αὐτού τοῦ διὰ σταυροῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, παρὰ νὰ δεχθήτε τὸ κακόδοξον, παρὰ τῶν σημερινῶν μισθωτῶν ποιμένων μᾶλλον προβατοσχήμων λατινοφράγκων, ἂς εἴπωμεν, ἱερέων καὶ ἀρχιερέων, τῶν βιαζόντων σήμερον τοὺς ὁρθοδόξους Χριστιανούς, ὅπως ἀφήσουν τὰ πάτρια αὐτῶν τῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἀκολουθήσουν τὰ τῶν αἰρετικῶν δεινῶν Φράγκων κακοδόξων οἵτινες διὰ τῆς ἀπατηλῆς, μᾶλλον διαβολικῆς αὐτῶν πλάνης τε καὶ ἀπάτης, διὰ τῆς τοῦ νέου ἡμερολο-γίου ἐφαρμογῆς, ἐξηπάτησαν πολλούς, σχεδόν ἅπαντας. Ἀλλὰ ἂς ἀκούσουν τὴν τοῦ Δεσπότου φωνήν : «Σύ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτη τῇ πέτρα οἱκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι Ἅδου, οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Καὶ ἂς ἀκούσουν τὴν τοῦ Θ. Παύλου, Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν, «εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν, παρ' ὅ ὑμῖν εὐηγγελισάμην, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἀνάμεθα ἔστω». Ὡς καὶ τὸ τῆς ἁγίας Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Ὁστις ἀθετεῖ ἔγγραφον ἢ ἄγραφον παράδοσιν, ἐκκλησιαστικήν, ἀνάθεμα ἔστω». Καὶ ἀπόβλητος οὗτος νὰ γίνεται τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ὁμηγύρεως. Καὶ μετὰ τοῦ διαβόλου συγκαταδικασθήσεται. Ὅμως μάθετε καὶ τοῦτο. Ὅτι μόνη ἡ πίστις οὐ σώζει τὸν ἄνθρωπον ἄνευ τῶν ἔργων. «Πίστις ἐκτὸς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστί». Διότι καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίττουσι, καὶ δημοσίως τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κηρύττουσιν. «Τί ἐμοί καὶ Σύ Ἰησοῦ, Ὑιὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» Ἀλλὰ ἡ πίστις μᾶλλον πρὸς περισσοτέραν αὐτῶν κατάκρισιν καὶ καταδίκην. Οὕτω πως, πολλῲ μᾶλλον πρὸς κατάκρισιν γίνεται καὶ αἰώνιαν κόλασιν τοῦ βαπτισθέντος ὁρθοδόξου Χριστιανοῦ, τοῦ μὴ φυλάττοντος τὰς συνταγὰς καὶ συνθήκας τοῦ ἁγίου αὐτοῦ βαπτίσματος. Ὅπου ἀπεδοκίμασε τὸν Σατανᾶν καὶ ἀπε-τάξατο αὐτῶ, καὶ πάλιν κάμνει τὰ ἔργα του, χορούς, θέατρα, μαγείας κλπ. Ἐπίσης τοῦ μὴ φυλάττοντος τὰς 10 τοῦ Θεοῦ Ἁγίας Ἐντολάς, ὡς καὶ τὰς ἐν Ἱερῷ Εὐαγγελίῷ συμβουλὰς καὶ παραγγέλματα, ὡς καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Θ. Πατέρων τοὺς κανόνας, ἀλλ' ἀθετούντος καὶ καταφρονοῦντος αὐτάς. Οὖτος ὡς ὁ ἐθνικὸς καταφρονεῖ καὶ ἄπιστος λογισθήσεται, κατὰ τὴν τοῦ προφήτου Ἡσαΐου φωνήν (ὅταν ὁ ἀσεβής φθάσει εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ). Καὶ : Εἰς ἀσύνετου καρδίαν πνεῦμα Θεοῦ οὐκ εἰσελεύσεται· εἰ δὲ καὶ εἰσελεύσεται, ταχέως ἐξελεύσεται.
Καὶ διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην, τῆς πρὸς τὰ θεῖα καταφρονήσεως, ἀπιστούντες τινές, καὶ μὴ παραδεχόμενοι τὰ ἐπτά δόγματα τῆς Ὁρθοδόξου Μεγάλης μας Χριστοῦ Ἐκκλησίας, (ἅτινα εἰσίν : α) Ἡ προσκύνησις τῆς Ἁγ. Τριάδος, β) Ἡ Θεότης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γ) Ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία, δ) Ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου (πρὸ τόκου, ἐν τόκῳ μετὰ τόκον Παρθέντος μείνασα). ε) Ἡ προσκύνησις τῶν Ἁγίων εἰκόνων, στ) Ἡ Ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ ζ) Ἡ μέλλουσα ζωή), θεία ἐγκαταλείψει ἀλεί αὐτοκτονοῦσιν. Οἱ ἀπιστοῦντες ὁμως καὶ μὴ παραδεχόμενοι τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς -6ον δόγμα- ἂς ἀκούσουν : «Οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαύλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». Καὶ περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς -7ον δόγμα- ἂς ἀκούσουν: «Καὶ ἀπελεύσονται οἱ μὲν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ εἰς ζωήν αἰῶνιον». Ἀλλ' ἄραγε ὁ βαπτισθείς ὁρθόδοξος χριστιανός, δικαιοῦται καὶ σώζεται ἄνευ ἔργων; Οὐχί. Διὰ τοῦτο ὀφείλει : α) Νὰ κράτη τὴν πίστιν τὴν ὁρθόδοξον καθῶς τὴν παρέλαβεν, (οὐχί ὥς νῶν, οἴμοι, μὲ τὸ τῶν Φράγκων πορευόμενος λεγόμενον Νέον ἡμερολόγιον τῶν σχισματικῶν καὶ κακοδόξων, ὡς ἐξακολουθοῦν νὰ πράττουν πολλοὶ ἀρνηθέντες τὰ πάτρια τῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας). β) Νὰ φυλάττη τὰς νομοθετημένας νηστείας ὑπὸ τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων καὶ Θεῖων Πατέρων, τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων 39 καί 69 λεγόντων: «Ὁ καταλύων τὰς Τετράδας καὶ Παρασκευάς ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ ὥς καὶ τὰς ἀγίας 4 Τεσσαρακοστάς, εἰ μὲν κληρικὸς καθαιρείσθω, εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω, ἐκτὸς μόνον σωματικῆς ἀσθενείας». Ὡς γὰρ καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Πατριάρχης Ἀλεξα-νδρείας λέγει : «Ὅτι διὰ τοὺς καταπατοῦντας τοὺς ἀνωτέρω Ἀποστολικοὺς κανόνας, καὶ καταφρονητικῶς ἄνευ ἀσθενείας καταλύοντας κρέας καὶ ὁψάριον, ἡ καταδίκη καὶ ἡ κόλασις εἶναι αἰώνιος, ἐν τῆ Β΄ φρικτῆ Χριστοῦ παρουσία καὶ ἡ μερίς αὐτῶν θὰ εἶναι ὡρισμένως μετὰ τῶν θεοκτόνων καὶ σταυρωσάντων, τὸν Κύριον». γ) Νὰ ἐξομολογήται τὰς ἀμαρτίας του καὶ νὰ συγχωρῇ τοὺς ἀδελφούς του. Οἱ μὴ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν πνευματικοῖς πατράσιν (ἀλλ' ὡς οἱ διαμαρτυρόμενοι - προτεστάντες - λέγουσιν ὅτι εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐξομολογοῦνται) καὶ ἀνεξομολόγητοι τολμῶσιν, ὅπως μετάσχωσι τῶν Ἄχραντων Χριστοῦ Μυστηρίων, Ἀγίας Κοινωνίας, ὡς καὶ ἄνευ τῆς διαλλαγῆς καὶ συγχωρήσεως τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, κατὰ τὸ : «πρώτον καταλάγηθι τοῖς σὲ λυποῦσιν, ἔπειτα θαρρῶν, μυστικὴν βρώσιν φάγε», καὶ τὸ ἔτερον περὶ συγχωρήσεως : «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὁφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὁφειλέταις ἡμῶν». Οὕτω πως, ὅστις ἀφήση τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ τὰ παραπτώματα, ἀφήσει αὐτῷ καὶ ὁ Πατὴρ ὁ Οὑράνιος τὰ παραπτώματα αὐτοῦ. δ) Νὰ μὴ κατακρίνη : «Μὴ κρίνετε καὶ οὐ μὴ κριθῆτε». ε) Νὰ μὴν ορκίζεται : «Μὴ ὁμνύετε μήτε τὸν οὐρανόν, μήτε τὴν γήν, μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἥτω ὑμῖν τὸ ναί, ναὶ καὶ τὸ οὐ, οὐ, τὸ δὲ περισσὸν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστί». Ἐν γένει ὅσα ἐν Ἰερῶ Εὐαγγελίῷ καὶ Θεοπνεύστῳ γραφῆ φαίνονται αὐτὰ ἀκριβῶς νὰ τηρῆ καὶ φυλάττη καὶ οὐτῳ δυνηθῇ νὰ σώση τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. «Διότι εἰ ὁ δίκαιος μόλις σώζεται, ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ φανεῖται;» Καὶ ὡς ἐν Ἰερῷ Ἐυαγγελίῷ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς λέγει : «Τὶ γὰρ ὡφελήσει ἄνθρωπος, ἐὰν ὅλον τὸν κόσμον κερδήση καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Καὶ τὶ δώσῃ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» Ὁ γὰρ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου γεννηθέντος ἐν κόσμῳ οὖτος ἐστί : νὰ σώση τὴν πολυτίμητον καὶ ἀθάνατον ψυχήν του, ἦς καὶ ὅλος ὁ κόσμος οὐκ ἐστίν ἀντάξιος. Ὅμως, διὰ τῆς μεγάλης αὐτοῦ βίας, («ἡ γὰρ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ οἱ βιασταί αὐτὴν ἀρπάζουν») καὶ διὰ τῆς τηρήσεως καὶ ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ θὰ σώση τὴν πολυτίμητον ψυχή του. Καὶ πάλιν τονίζω, διὰ τῆς πολλῆς καὶ μεγάλης βίας, διότι ὁ Κύριος μᾶς λέγει : «Βιασθήτε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης, εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν στενὴ γὰρ ἡ ὁδὸς ἠ εἰς οὐρανούς ἀνάγουσα, καὶ ὁλίγοι δι' αὐτῆς. Πολλοὶ γὰρ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί. Πλατεία δὲ καὶ εὐρύχωρος ἡ εἰς ἀπώλειαν, καί πολλοὶ δι' αὐτῆς». Διὰ τοῦτο «γρηγορείτε», ἀκούομεν πολλάκις... Διότι γεννηθέντος μὲν τοῦ ἀνθρώπου διὰ δὲ τῆς ἐπαράτου ἀκηδείας, & θανάσιμου ἁμαρτίας, ἀμελείας τε καὶ ραθυμίας κολασθέντος, (ὅπερ μὴ γένοιτο! Χριστὲ Βασιλεῦ!), καλύτερον μυριάκις νὰ μὴ ἐγεννᾶτο, ἵνα μὴ αἰωνίως κολάζεται. «Προσεύχεσθε, ἵνα μὴ πειρασθήτε», ὡς καὶ «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστείτε, τοῦτο γὰρ τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ ἐν ὑμῖν, ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ. Ἀδελφοί, τὸ πνεύμα μὴ σβέννυτε, πάντα δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε». Ὅμως τὰ πάντα διὰ τῆς ὑπομονῆς : «Ἐν τῇ ὑπομονῆ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή, καὶ ἐν τῷ νόι, καὶ ἐν τῇ καρδία καὶ ἐν τῆ γλώσση, ἠμέραν καὶ νύκτα, ὥραν τε καὶ στιγμὴν νὰ μελετάται καὶ νὰ εὐρίσκεται ἔκαστος ὁρθόδοξος χριστιανὸς ἀείποτε προσευχόμενος μετὰ μεγάλης εὐλάβειας καὶ ἀγάπης τοῦ γλυκυτάτου Παναγίου ὀνόματος τῆς κατανυκτικωτάτης καὶ ἀγιωτάτης εὐχῆς ταύτης. «Κύριε ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Ὑιὲ καὶ λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζώντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἀγίων ἐλέησόν με τὸν ἀμαρτωλόν». Ἢ καὶ συνοπτικώτερον; «Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Πάντες γὰρ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ Θείοι Πατέρες λέγουσιν, ὅτι διὰ ταύτης τῆς ἀκαταπαύστου Παναγίας αὐτῆς εὐχῆς, οὐ μόνον τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου θανατώνονται, καὶ τελείως ἐξαλείφονται, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἁγιά­ζεται. Ὡς ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρειοπαγίτης λέγει : «Ἐκτὸς τοῦ θεωθήναι σωθήναι, ἀδύνατον». Ὠς καὶ Δαβίδ ὁ Προφήτης : «Ἐγὼ εἴπα, Θεοί ἐστέ καὶ ὑιοί Ὑψίστου πάντες (κατὰ χάριν), ἡμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε καὶ ὡς εἶς τῶν ἀρχόντων πίπτετε» (ἐννοεῖ τὸν ἐωσφόρον πεσόντα δι' ὑπερηφανείαν)· καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος περὶ τῆς εὐχῆς λέγει : «Μνημονευτέον Θεοῦ, μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας: «Ὁνόματι Ἰησοῦ, μάστιζε πολεμίους» (δέρνετε τοὺς δαίμονας). Ὁ δὲ τῶν ἐθνῶν κήρυξ, Θεῖος Παύλος Ἀπόστολος, λέγει : Ἐν τῷ ὁνόματι αὐτοῦ, πὰν γόνυ κάμψει, ἐπουρανίων, καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθόνιων καὶ πάσα γλώσσα ἐξομολογήσεται, ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ὁ δὲ Χρυσορρήμων Ἅγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει (ταπεινούμενος) : Ἕκαστος τῶν Χριστιανῶν, ὡς ἤκουσα παρὰ τῶν πατέρων, εἴτε ἐργάζεται, εἴτε περιπατει, ἢ ὁμιλεῖ, ἢ τρώγει καὶ εἴ τὶ ἄλλο ἔργον ποιεῖ, ἡμέραν τε καὶ νύκτα, ἀκαταπαύστως νὰ λέγη τὴν παναγίαν εὐχήν : Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ. Ἄλλως – φοβερὸς καὶ φρικτὸς ὁ τοῦ Ἁγίου λόγος - δὲν εἶναι Χριστιανός. Ἡ σημερινὴ ὅμως ἐλεεινή, ἀξιοθρήνητος καὶ ἀξιοδάκρυτος κατάστασις τῶν χριστιανῶν, προέρχεται ἐκ πολλῶν αἰτιῶν, καὶ μᾶλλον ἐκείνης τῆς τοῦ φιλοσόφου Πλουτάρχου λέγοντος : «Δεινόν γε ἡ ἄγνοια καὶ πολλῶν κακῶν αἰτίαν ἀνθρώποις γίνεται». Πρὸ πάντων δηλ. ἐκ τῆς στερήσεως τῶν θείων θρησκευτικῶν Ἐκκλησίας μας Ὁρθοδόξων Ἰερῶν βιβλίων, πρὸς νουθεσίαν καὶ ὑποστήριξιν, ὡς καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ λέγει : «Ἐρευνάτε τὰς γραφάς, ὅτι ἐν αὐταῖς (Θ. Γραφαῖς) εὐρήσετε ζωὴν αἰώνιον». Λοιπὸν ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μὴ παρίδητε, πάνυ ἐκλιπαρῶ καὶ δέομαι, τὰς τοῦ ἐλαχίστου πνευματικοῦ σας Πατρὸς πνευματικὰς ψυχοσωτηρίους συμβουλὰς καὶ δι' ἀγάπην τοῦ δι' ἡμᾶς Σταυρὸν καὶ θάνατον ὑπομείναντος καὶ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἐκχέοντος τὸ πολυτίμητον αὐτοῦ αἶμα, ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Φροντίσατε, ζητήσατε καὶ ἀγοράσατε τὰ 2 θεία καί θεόπνευστα ὡφελιμώτατα καὶ κατανυκτικώτατα βιβλία θρησκευτικά. Τὰ α) Θύρα Μετανοίας καὶ τὸ β) Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία.
Καὶ ἂν τοῦτο ποιήσητε, διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους ὑπακοὴν (ὑπακοὴ γὰρ ζωή, παρακοὴ δὲ θάνατος), διὰ τῆς ἐπιμελουμένης καθημερινῆς μελέτης τε καὶ προθυμοποιουμένης, μετὰ θείου ζήλου καὶ πόθου ἀδιάλειπτου ἀναγνώσεώς σας, οὐ μόνον ἐλπίζω εἰς τὴν μεγάλην καὶ ἄκραν φιλανθρωπίαν τοῦ Παναγάθου καὶ Φιλανθρώπου Θεοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγοντος : («Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», καὶ «χαρὰ μεγάλη γίνεται ἐν τῷ Οὐρανῷ ἐπὶ ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Καὶ «οὺ θελήσει θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψει καὶ ζῆν αὐτόν». Καὶ «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες Ἰατροῦ, ἀλλ' οἱ κακῶς ἔχο­ντες») πιστεύω ἀκραδάντως καὶ ἀδιστάκτως, ὅτι ὅς τὰς ἐμᾶς συμβουλὰς τοῦ ταπεινοῦ ἀκούσει, ἀλλὰ καὶ ταχέως, διὰ τῆς θείας χάριτος, καὶ Παναγίων πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου Παναγίας μας, καὶ Ἁγίων Πάντων, ἐκ παλαιοῦ ἀνθρώπου νέος θὰ ἀναγεννηθῇ, καὶ τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν, ἐν ταὐτῷ θὰ ἴδη, μετ' ἐκπλήξεως καὶ θαυμασμοῦ, καὶ μετὰ μεγάλης εὐχαριστήσεως ὡς καὶ δοξολογίας ἀγαλλόμενος καὶ ἐκθαμβούμενος γονυκλινῶς καὶ μετὰ δακρύων θὰ προσκυνῇ τὸν ἐν Τριάδι Ἕνα Θεόν, κραυγάζων : «Αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιάς τοῦ Ὑψίστου».
Ἢν ἀείποτε εὐχόμενος, δεόμεθα ἐπιτυχεῖν, καὶ ἀξιωθήναι ἅπαντας τῆς οὐρανίου δόξης καὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὦ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας τῶν αἰῶνων. Ἀμήν. Γένοιτο! Αὐτὰ ἐν συνόψει καὶ πολλὴ σπουδὴ καὶ μεγάλη βία γράφω καὶ αὗθις ἐπευχανασπαζόμενος ἅπαντας.
Ὁ ὑμέτερος Πνευματικὸς Πατήρ ὁ ἐν Ἰερομονάχοις ἐλάχιστος ΜΑΤΘΑΙΟΣ. Ἁγιορείτης Ἐν Ἁγίω Ὄρει τῆ 16η Δεκεμβρίου 1925

Ερμηνεύοντας το «Και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησία» (Κύριλλος Ιεροσολύμων)

Ερμηνεύοντας το «Και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησία» (Κύριλλος Ιεροσολύμων)

Ερμηνεύοντας το «Και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησία» (Κύριλλος Ιεροσολύμων)
Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος, χαρακτηρίζει τον άγιο Κύριλλο ως «κατηχητή» (Β’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 482), του οποίου το έργο και η δράση «ερμηνεύονται από το έντονο ενδιαφέρον του για την κατήχηση των πιστών και την ανάγκη επιβιώσεως στον εκκλησιαστικό χώρο» (ίδιο έργο, σελ. 482). Ο καθηγητής πατρολογίας Π. Χρήστου, αναφέρει για τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων·
«Ο Κύριλλος υπήρξε ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480).



Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, γνωστός από τις Κατηχήσεις του, μεταξύ των άλλων αναπτύσσει και το θέμα της Εκκλησίας, δίδοντας διαχρονικές απαντήσεις που αφήνουν έκθετους όσους αμφισβητούν την μοναδικότητα της Εκκλησίας, και όσους πιστεύουν στην πλάνη του δήθεν «αδογματισμού».

Ερμηνεύοντας το Ιεροσολυμιτικό Σύμβολο της Πίστεως (παρόμοιο με αυτό της Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως), και την φράση του «Και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησία», αναφέρει:
«[…] Απομένει τώρα να μιλήσουμε και για το υπόλοιπο τμήμα αυτού του άρθρου που αναφέρεται στη «Μια, Αγία, Καθολική Εκκλησία», για την οποία θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά θα τα εκθέσουμε συνοπτικά.

Η Εκκλησία, λοιπόν, ονομάζεται «Καθολική», επειδή είναι απλωμένη σε όλη την οικουμένη, από τη μια ως την άλλη άκρη της γης, και επειδή διδάσκει πλήρη και αδιάκοπα όλα τα δόγματα που πρέπει να γνωρίζουν οι άνθρωποι, σχετικά με όσα είναι ορατά και αόρατα, επουράνια και επίγεια, ακόμη και γιατί οδηγεί στην ευσεβή ζωή όλο το γένος των ανθρώπων, άρχοντες και υπηκόους γραμματισμένους και αγράμματους, και επί πλέον γιατί γιατρεύει και θεραπεύει κάθε είδος αμαρτίας που έχει διαπραχθεί με την ψυχή, ή με το σώμα. Τέλος, γιατί κατέχει όλες τις αρετές που εκφράζονται με έργα, με λόγια και γενικά με κάθε είδους πνευματικά χαρίσματα.

«Εκκλησία» πάλι ονομάζεται γιατί, όπως δηλώνει και η λέξη, συγκαλεί σε μία σύναξη όλους τους ανθρώπους, καθώς ο Κύριος λέει στο βιβλίο του Λευιτικού: «Όλους τους Ισραηλίτες εκκλησίασε, δηλαδή συγκέντρωσέ τους μπροστά στις θύρες της Σκηνής του Μαρτυρίου» (Λευιτ. η 3). Πρέπει να σημειωθεί ότι το ρήμα «εκκλησίασε» αναφέρεται για πρώτη φορά σε αυτό το σημείο της Αγίας Γραφής, όταν ο Κύριος εγκαθιστούσε τον Ααρών αρχιερέα. Στο Δευτερονόμιο επίσης, λέει ο Θεός στον Μωυσή: «Εκκλησίασε», δηλαδή συγκέντρωσε «μπροστά μου το λαό και ας ακούσουν τα λόγια μου, για να μάθουν να με φοβούνται» (Δευτ. δ 10). Η λέξη «εκκλησία» αναφέρεται πάλι, όταν γίνεται λόγος για τις πλάκες του Νόμου: «Επάνω σε αυτές ήταν γραμμένα όλα τα λόγια που είπε σε εσάς ο Κύριος, επάνω στο όρος Σινά, μέσα από τη φωτιά, κατά την ημέρα της εκκλησίας» (Δευτ. θ 10), σαν να ήθελε με αυτό να πει πιο καθαρά «κατά την ημέρα που ο Θεός σας κάλεσε και σας σύναξε». Ο Ψαλμωδός επίσης λέει: «Θα Σε δοξολογήσω, Κύριε, μέσα σε μεγάλη εκκλησία, ανάμεσα σε πυκνό πλήθος θα Σε υμνήσω» (Ψαλμ. λδ 18).

Παλαιότερα, λοιπόν, έψαλε ο Ψαλμωδός: «Μέσα στην εκκλησία να δοξολογείτε τον Θεό, τον Κύριο, όλοι οι απόγονοι του Ισραήλ» (Ψαλμ. ξζ 27). Αφού όμως οι Ιουδαίοι έχασαν τη Χάρη του Θεού, εξαιτίας της εχθρικής στάσης τους εναντίον του Σωτήρα, ο Σωτήρας οικοδόμησε δεύτερη Εκκλησία από εθνικούς, την αγία Εκκλησία των Χριστιανών. Για αυτήν είπε ο Κύριος στον απόστολο Πέτρο: «Επάνω σε αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, και δεν θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του Άδη» (Ματθ. ιστ 1. Προφητεύοντας για αυτές τις δύο Εκκλησίες έλεγε ξεκάθαρα ο προφήτης Δαβίδ. Για την πρώτη που αποκλείστηκε: «Μίσησα την εκκλησία των πονηρών ανθρώπων» (Ψαλμ. κε 5), ενώ για την δεύτερη, που επρόκειτο να ανοικοδομηθεί, στον ίδιο Ψαλμό έλεγε: «Κύριε, αγάπησα την ευπρέπεια του οίκου Σου» (Ψαλμ. κε . Και αμέσως, στη συνέχεια: «Μέσα στην εκκλησία θα Σε δοξολογώ, Κύριε» (Ψαλμ. κε 12). Από τη στιγμή, λοιπόν, που η μία, η Ιουδαϊκή Εκκλησία αποκλείστηκε, οι Εκκλησίες του Χριστού πληθύνθηκαν και γέμισαν όλη την οικουμένη. Για αυτές τις Εκκλησίες είναι γραμμένο στους Ψαλμούς: «Ψάλατε στον Κύριο καινούριο ύμνο. Η δοξολογία Του ας αντηχήσει στην εκκλησία των αφοσιωμένων σ’ Αυτόν» (Ψαλμ. ρμθ 1). Σχετικά με αυτά τα λόγια του Ψαλμού είναι κι εκείνα που είπε προς τους Ιουδαίους ο προφήτης: «Δεν ευαρεστούμε πλέον με εσάς, λέει ο Κύριος, ο Παντοκράτορας» (Μαλαχίας α 10) και αμέσως συνεχίζει: «Διότι από τα χαράματα μέχρι την δύση του ηλίου το Όνομά μου δοξάζεται από τα έθνη». Για αυτήν την Αγία, Καθολική Εκκλησία γράφει ο Παύλος στον Τιμόθεο: «Για να γνωρίζεις πως πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς μέσα στον οίκο του Θεού, που είναι η Εκκλησία του ζωντανού Θεού, ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας» (Ά Τιμ. γ 15).

Η λέξη όμως εκκλησία σημαίνει διάφορα πράγματα, ώστε και για τον όχλο των Εφεσίων, που ήταν συγκεντρωμένος στο θέατρο, να γράφεται: «Αφού είπε αυτά, απέλυσε την εκκλησία» (Πράξ. ιθ 40). Κατά κυριολεξία θα μπορούσε κανείς πραγματικά να ονομάσει «εκκλησία πονηρευομένων» τις συνάξεις των αιρετικών, εννοώ τις συγκεντρώσεις των Μαρκιωνιστών και Μανιχαίων και όλων των άλλων αιρέσεων, για αυτό και το Σύμβολο της Πίστεως, για να είσαι σίγουρος σου παρέδωσε και το: «Εις Μίαν Αγίαν, Καθολικήν Εκκλησίαν», ώστε να αποφεύγεις τις μιαρές συγκεντρώσεις των αιρετικών και να παραμένεις ισόβια στην Αγία, Καθολική Εκκλησία, στους κόλπους της οποίας ξαναγεννήθηκες. Κι αν καμία φορά βρεθείς σε ξένη πόλη, να μη ρωτάς απλώς που είναι ο ναός- διότι και οι άλλοι ασεβείς αιρετικοί τολμούν να αποκαλούν τις σπηλιές τους εκκλησίες- ούτε να ρωτάς απλώς, που είναι η Εκκλησία, αλλά που βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία, γιατί αυτό είναι το ιδιαίτερο όνομα αυτής της αγίας Μητέρας όλων μας, η οποία είναι Νύφη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Μονογενή Υιού του Θεού. Διότι έχει γραφεί: «Καθώς και ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη της» (Εφεσ. ε 25), και όλα τα παρακάτω- και είναι τύπος και ομοίωμα της άνω Ιερουσαλήμ, «η οποία είναι ελεύθερη και μητέρα όλων μας» (Γαλ. δ 26), εκείνη που «προηγουμένως ήταν στείρα, τώρα όμως, είναι πολύτεκνη»( Γαλ. δ 27).

Εφόσον η πρώτη Εκκλησία, των Ιουδαίων, έχασε τη Χάρη, στη δεύτερη Εκκλησία, την Καθολική, καθώς μας λέει ο Παύλος: «ο Θεός τοποθέτησε πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτες, τρίτον διδασκάλους, έπειτα σε άλλους έδωσε δύναμη να κάνουν θαύματα, σε άλλους να έχουν χαρίσματα να θεραπεύουν, να προστατεύουν, να διοικούν την Εκκλησία, και να μιλούν διάφορες γλώσσες» (Α Κορ. ιβ 28). Ακόμη ο Θεός χάρισε κάθε αρετή, δηλαδή σοφία και σύνεση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ελεημοσύνη και φιλανθρωπία, και αδάμαστη υπομονή στους διωγμούς. Αυτή λοιπόν, η Εκκλησία «με τα όπλα της δικαιοσύνης τα επιθετικά και τα αμυντικά, δοκιμάζοντας δόξα και ατίμωση» (Β Κορ. στ 7-8), παλαιότερα στους καιρούς των διωγμών και των θλίψεων, στεφάνωσε με τα ποικίλα και τα πολυάνθιστα στεφάνια της υπομονής τους αγίους μάρτυρες, και τώρα, στους καιρούς της ειρήνης, με τη Χάρη του Θεού, απολαμβάνει την τιμή που της πρέπει, από βασιλείς και άρχοντες και από ανθρώπους κάθε καταγωγής και προελεύσεως. Και ενώ οι βασιλείς εξουσιάζουν τον λαό μιας μόνο περιοχής, μόνο η Αγία, Καθολική Εκκλησία έχει απεριόριστη δύναμη και εξουσία σε ολόκληρη την οικουμένη. Διότι σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: «ο Θεός έθεσε στα σύνορά σου ειρήνη» (Ψαλμ. ρμζ 3). Για αυτήν την Εκκλησία, αν ήθελα να τα πω όλα, θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερες ώρες, για να τα διηγηθώ.

Σε αυτήν, λοιπόν, την Αγία, Καθολική Εκκλησία έχοντας τη σωστή διδασκαλία και τη σωστή ζωή, θα κληρονομήσουμε τη Βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ζωή, για την οποία κάνουμε τα πάντα, για να την απολαύσουμε, από τον Κύριο. Γιατί ο σκοπός μας δεν αποβλέπει σε μικρά πράγματα, αλλά ο αγώνας μας γίνεται για την αιώνια ζωή. Για αυτό, σύμφωνα με την υπόσχεση του Συμβόλου της Πίστεως, μετά από το σημείο που αναφέρεται στην ανάσταση του σώματος, δηλαδή για την ανάσταση από τους νεκρούς, διδασκόμαστε να πιστεύουμε «και στην αιώνια ζωή», για την οποία αγωνιζόμαστε εμείς οι Χριστιανοί […]».

(Κατηχήσεις αγίου Κύριλλου Ιεροσολύμων, απόσπασμα από την 18η Κατήχηση, Γ. Β. Μαυρομάτης, τόμος Β’).

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ





Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΡΕΠΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΠΑΙΔΩΝ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ *



Παπαδοπούλου Γεωργίου

Φιλολόγου



Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στὶς 31/1/1776 στὴν Κέρκυρα καὶ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννιὰ παιδιὰ μιᾶς πολυμελοῦς οἰκογένειας. Πατέρας του ἦταν ὁ ξακουστὸς δικηγόρος τοῦ νησιοῦ Ἀντώνιος-Μαρίας Καποδίστριας. Μητέρα του ἦταν ἡ Διαμαντίνα Γονέμη, θυγατέρα τοῦ κόμη καὶ γιατροῦ Χριστόδουλου Γονέμη ἀπὸ τὴν Κύπρο. Βέβαια οἱ ρίζες καταγωγῆς τῆς οἰκογένειας Καποδίστρια φθάνουν στὴν Ἴστρια τῆς Δαλματίας τὸ 14ο αἰώνα (1375 μ.Χ.). Τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τῆς οἰκογένειας ποὺ πιθανὸν ἦταν Victorio Victori, ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς πόλης Capo d’ Istria (Caput Histriae= Ἰουστινόπολις).

Ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία στὸ νησί του καὶ μετὰ πῆγε στὴν Padova τῆς Ἰταλίας ὅπου σπούδασε κυρίως ἰατρική, ἀλλὰ καὶ φιλοσοφία καὶ νομική.


Ἄσκησε ἀρχικὰ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ προσφέροντας τὶς ὑπηρεσίες του καὶ θέτοντας τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀνακούφιση τοῦ ἀνθρώπινου πόνου χωρὶς διακρίσεις, ἐξίσου σὲ φτωχοὺς καὶ πλούσιους, ἀφιλοκερδῶς καὶ μὲ προθυμία. Δὲν ἦταν τυχαῖο ποὺ οἱ φτωχοὶ ἀσθενεῖς ἀποκαλοῦσαν τὸν γιατρὸ Καποδίστρια ‘’παρήγορον ἰατρόν, εὐεργέτην πατέρα’’.

Οἱ ἀπρόσμενες ὅμως ἐξελίξεις στὰ Ἰόνια νησιὰ θὰ ἀλλάξουν τὴν τροχιὰ στὰ σχέδια τοῦ γιατροῦ Ἰωάννη Καποδίστρια. Στὶς 21 Μαρτίου 1800 ἀναγνωρίσθηκε ‘’ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἑπτανησιακῆς Δημοκρατίας’’, τοῦ πρώτου ἔστω καὶ βραχύβιου ἑλληνικοῦ κράτους. Ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια Ἀντώνιος Καποδίστριας ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς Ἑπτανησιακῆς Ἐπιτροπῆς ὑπεύθυνης γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ‘’βυζαντινοῦ’’ συντάγματος σὲ ὅλα τὰ Ἑπτάνησα. Διαβλέποντας ὅμως τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφυΐα καὶ τὶς ποικίλες ἱκανότητες τοῦ γιοῦ του ἀποσύρθηκε ὁ ἴδιος καὶ παραχώρησε τὴ θέση του στὸν γιό του Ἰωάννη Καποδίστρια. Ἀπὸ τότε ἄνοιξε ὁ πλατὺς καὶ συνάμα τραχὺς δρόμος τῆς διπλωματικῆς καὶ πολιτικῆς διαδρομῆς του.

Ὡς γνωστὸν μεγάλωσε καὶ ἀνατράφηκε σὲ ἀριστοκρατικὸ περιβάλλον, ἀλλὰ εἶχε ἰδέες ἀρκετὰ φιλελεύθερες καὶ δημοκρατικές. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ μετέπειτα πορεία τῆς ζωῆς του, ὅταν κατέχοντας ὑψηλὲς διπλωματικὲς θέσεις σὲ μιὰ πολὺ ἰσχυρὴ δύναμη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὴ Ρωσία, ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ γιὰ νὰ ἐπηρεάσει ἀλλὰ καὶ νὰ καταφέρει νὰ προβάλλει καὶ νὰ κάνει πραγματικότητα γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης ἀρχὲς καὶ ἀξίες ὅπως εἶναι ἡ ἐλευθερία, δημοκρατία, ἰσότητα, αὐτοδιάθεση καὶ αὐτονομία τῶν μικρῶν λαῶν-κρατῶν κ.α. Εἶναι ὁ πρῶτος Εὐρωπαῖος διπλωμάτης ποὺ συνέλαβε τὸ μήνυμα τῆς ‘’Ἑνωμένης Εὐρώπης’’. Μάλιστα ὅλα αὐτὰ σὲ ἕνα Εὐρωπαϊκὸ διπλωματικὸ κλίμα ἐντελῶς ἀντίθετο καὶ ἀρνητικὸ ἀπὸ τὶς ἰδέες τοῦ Καποδίστρια, σὲ μιὰ αὐταρχικὴ καὶ δεσποτικὴ διπλωματικὴ σκηνὴ ποὺ εἶχε ὡς ἐκφραστή της τὸν πανοῦργο Μεττερνιχ. Ὁ Μεττερνιχ ἦταν ὑπέρμαχος τοῦ συντηρητισμοῦ, εἶχε δὲ βάλει ὡς σκοπό του νὰ καταστείλει κάθε ‘’ἐπαναστατικὸ κίνημα’’ ὅπως χαρακτήριζε τὶς λαϊκὲς ἐξεγέρσεις, ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἤθελε μὲ λίγα λόγια νὰ ἰσχύσει σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη ‘’τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυρότερου’’ δηλαδὴ ὁ νόμος τῆς ζούγκλας σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ‘’τὸ μεγάλο ψάρι τρώει τὸ μικρό’’. Καὶ μολονότι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Μεττερνιχ ἔγραφε σὲ μιὰ ἐπιστολή του, τὸ 85% τῆς νίκης ἦταν δικό του στὸ συνέδριο τοῦ Τροπάου, ὅμως μὲ τὸ ὑπολειπόμενο 15% ὁ Καποδίστριας κέρδιζε τελικὰ τὰ πάντα. Γὶ΄ αὐτὸ ὅπως ἔγραφε σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τὴ φίλη του Δωροθέα Lieven (Λίβεν) ‘’μόνον τότε θὰ μπορέσω νὰ κοιμηθῶ ἥσυχα, ὅταν ὁ Καποδίστριας θὰ ἔχει θανατωθεῖ. Ἐνόσω ζεῖ, θὰ εἶναι πάντοτε ἐπικίνδυνος.’’. Σὲ ἄλλη δὲ ἐπιστολὴ ἔγραφε ὅτι ‘’ ὁ μόνος ἀντίπαλος ποὺ δύσκολα ἡττᾶται εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἔντιμος ἄνθρωπος καὶ τέτοιος εἶναι ὁ Καποδίστριας.’’ Παρατηροῦμε ὅτι ἢ ἐντιμότητα τοῦ Καποδίστρια ἀναγνωριζόταν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ὁρκισμένους του ἐχθρούς.

Μέσα σ΄ αὐτὸ τὸ ἀνθελληνικὸ καὶ ἄκρως ἐχθρικὸ κλίμα τόσο στὴν Εὐρώπη ὅσο καὶ μέσα στὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ Κράτος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἔθεσε δυὸ βασικοὺς στόχους, δυὸ ἐξίσου σπουδαίους σκοπούς, γιὰ τοὺς ὁποίους πάλεψε γιὰ νὰ ἐπιτύχει μέχρι ποὺ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ προσφέρει γιὰ τὴν εὐόδωσή τους καὶ τὴν ἴδια του τὴ ζωή.

Οἱ δυὸ βασικοὶ ἄξονες τῆς πολιτικῆς καὶ διπλωματικῆς δραστηριότητας ποὺ ἔστρεψε ὅλη του τὴν προσοχὴ γιὰ τὴν ἐπίτευξή τους ἦταν:

1) ἡ ἀνεξαρτησία καὶ ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ

2) ἡ μόρφωση ὅλων τῶν Ἑλληνοπαίδων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδας.

Ὁ πρῶτος βασικὸς ἄξονας - στόχος ἐπιτεύχθη καὶ ἐξυπηρετήθηκε ἀφενὸς μὲν μέσα ἀπὸ τοὺς διπλωματικοὺς ἀγῶνες στὰ Εὐρωπαϊκὰ συνέδρια ἐνάντια στὴν ἐχθρότητα ποὺ ἐκπροσωποῦσε κυρίως ὁ Μάττερνιχ, ἀφετέρου δὲ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας, θέση ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ γιὰ τὶς ἐξαιρετικές του ἱκανότητες ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ ὁ Καποδίστριας ἔδωσε σκληροὺς διπλωματικοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν κατοχύρωση τοῦ δικαιώματος τῆς αὐτονομίας τῶν μικρῶν λαῶν καὶ γιὰ νὰ πείσει τοὺς Εὐρωπαίους διπλωμάτες ὅτι ἡ ἐξέγερση τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων δὲν ἦταν μιὰ ἐξέγερση ἀγυρτῶν, ἀλλὰ ἦταν ἕνας ἀγώνας ζωῆς καὶ θανάτου, ἕνας ἀγώνας γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας του ὕστερα ἀπὸ τετρακόσια χρόνια σκληρῆς σκλαβιᾶς, ἕνας ἀγώνας ἑνὸς λαοῦ ποὺ ὁ πολιτισμός του ἀποτέλεσε τὴ βάση τοῦ πολιτισμοῦ ὅλης τῆς Εὐρώπης, ὅλου γενικότερα τοῦ κόσμου.

Ὅμως δὲν χρειάστηκε νὰ ἀντιμετωπίσει μόνο τὴν ἐχθρότητα τῶν Εὐρωπαίων, γιατί εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὴν ἐχθρότητα καὶ τὸ μίσος τῶν ‘’ἀδελφῶν’’ μέσα στὸ ἴδιο τὸ νεοσύστατο κράτος. Εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ γίνουν τύραννοι τῶν ἴδιων τῶν Ἑλλήνων διώχνοντας τοὺς Τούρκους τυράννους, ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ μὴν χάσουν τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν καὶ ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ ἐξαργυρώσουν ἀκριβὰ τὴ συμμετοχή τους καὶ τὴ συμβολή τους στὸν ἀγώνα τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλλάδας. Αὐτὴν τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν μικρότητα τὴν πλήρωσε τελικὰ ὁ Καποδίστριας μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή του πέφτοντας ἀπὸ βόλια ἀδελφῶν, διότι δὲν ἔπαιρνε μέτρα προστασίας, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χέρι ἀδελφικὸ ποὺ θὰ ἔφθανε σ΄ αὐτὸ τὸ σημεῖο, νὰ ἀφαιρέσει τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἀφιέρωσε ὅλη του τὴ ζωή, ὅλη του τὴν καριέρα στὸ διπλωματικὸ Εὐρωπαϊκὸ στερέωμα, πού ἀρνήθηκε τὴν παραμονή του στὸ ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας γιὰ νὰ μὴν βλάψει τὴν ὑπόθεση τῆς Ἑλλάδας, δηλαδὴ τὴν κατάκτηση τῆς ἀνεξαρτησίας σὲ διπλωματικὸ ἐπίπεδο, γιατί παραμένοντας σ΄ αὐτὴν τὴ θέση πίστευε ὅτι θὰ ἐξόργιζε τὶς ἄλλες μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Θυσίασε καὶ τὴν προσωπική του ζωή, τὰ προσωπικά του αἰσθήματα, δεδομένου ὅτι δὲν παντρεύτηκε ἐσκεμμένα, διότι ἤθελε νὰ εἶναι ἀνεξάρτητος καὶ ἀδέσμευτος ἀπὸ ἄλλες μέριμνες γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλόκληρου στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ ἀνόρθωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἔδωσε τὰ πάντα, ὅλη του τὴν περιουσία, ἀκόμη καὶ τὰ ἔπιπλά του πούλησε, πρόσφερε ὅλο τὸν μισθό του γιὰ νὰ βοηθήσει τὰ πενιχρότατα οἰκονομικά τοῦ πάμφτωχου νεοϊδρυθέντος Ἑλληνικοῦ κράτους, ζώντας ὁ ἴδιος μὲ ἐλάχιστα χρήματα, λιτότατα καὶ ἁπλοϊκά, χωρὶς αὐτὸ νὰ θέλει νὰ τὸ ἐξαργυρώσει μὲ τὸ ἀξίωμά του, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἄσπονδοι ἀντίπαλοί του, δεδομένου ὅτι δὲν ἐπιδίωξε ποτὲ νὰ καταλάβει τὴ θέση αὐτή, ἀπεναντίας ἀρνήθηκε ὅταν καὶ πιὸ μπροστὰ οἱ Ἕλληνες τοῦ πρόσφεραν τὴ θέση αὐτή, ἀλλὰ τότε θεώρησε ὅτι δὲν ἦταν ἡ κατάλληλη εὐκαιρία ἀπὸ διπλωματικῆς ἄποψης γιὰ τὰ συμφέροντα τῆς Ἑλλάδας νὰ ἀναλάβει τὴ θέση αὐτή.

Ὁ ἄλλος βασικὸς ἄξονας – στόχος τῆς τιτάνιας προσπαθείας τοῦ Καποδίστρια, ἦταν ἡ μόρφωση ὅλων τῶν Ἑλληνοπαίδων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδας, ποὺ τὸν ἀπασχόλησε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρὶν ἀκόμη γίνει Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, γιατί πίστευε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ ἂν πρῶτα δὲν προετοίμαζαν μιὰ κατάσταση πνευματικῆς ἐλευθερίας, γιατί πίστευε πὼς οἱ φιλελεύθερες ἰδέες, ἐὰν δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, παραμένουν ἀφηρημένες ἔννοιες, ποὺ εἴτε δὲν φέρνουν κανένα ἀποτέλεσμα εἴτε παραμένουν τὸ ὄργανο τῆς φιλοδοξίας καὶ τοῦ προσωπικοῦ συμφέροντος. Ἂν δὲν προηγηθεῖ ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία, ἔλεγε, θὰ κινδυνεύσει ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια σκλαβιᾶς, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπαιδευσίας του, νὰ γίνει θύμα δημαγωγῶν. Γὶ΄ αὐτὸ θεωροῦσε ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ μποροῦσε νὰ συμβάλει μὲ τὴ διδασκαλία της στὴ σωτηρία τοῦ Ἔθνους. Ἐπίσης σημαντικὴ βοήθεια μποροῦσαν νὰ προσφέρουν οἱ μορφωμένοι Ἕλληνες τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε καὶ ἡ πατρίδα νὰ τοὺς ἀξιοποιήσει. Πίστευε, λοιπόν, ἀκράδαντα ὅτι «οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε πρῶτα νὰ μορφωθοῦν καὶ ἔπειτα νὰ ἱδρυθεῖ Ἑλλάς.»

Αὐτὸς ὁ στόχος, ἡ μόρφωση τῶν νέων τῆς Ἑλλάδας, ἀπασχόλησε τὸν Καποδίστρια ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν Γραμματέας τῆς Ἐπικράτειας τῶν Ἑπτανήσων. Τότε ὑπέβαλε προτάσεις στὴν Ἰόνιο Γερουσία σχετικὲς μὲ τὴ μόρφωση τῶν νέων, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπαλλήλων καὶ τοῦ κλήρου. Προσκαλεῖ, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς Γερουσίας, τὸν σεβάσμιο ἱερέα Ἀνδρέα Ἱδρωμένο νὰ ἀναλάβει τὴ μόρωση τῶν Ἑπτανησίων νέων. Ἔγραφε στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἱερέα Ἀνδρέα Ἱδρωμένο: «Ἡ πατρίς, πολίτα ἱερώτατε καὶ λογιώτατε,… ζητεῖ μὲ τὰς ἀγκάλας ἀνοικτάς νὰ σᾶς ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ σᾶς ἐμπιστευθεῖ τὸν πλέον πολύτιμον θησαυρὸν ὁπού ἔχει, τουτέστι τοὺς νέους τῆς Ἑπτανήσου Ἐπικράτειας, τῶν ὁποίων ἡ καλὴ ἀγωγὴ θέλει εἶναι ἡ γωνιαία πέτρα τῆς τιμῆς καὶ τῆς εὐτυχίας τοῦ γένους μας…»

Ἵδρυσε στὰ Ἑπτάνησα 40 σχολεῖα ὅπου μποροῦσαν νὰ σπουδάζουν ἀδιακρίτως τὰ παιδιὰ τῶν ἀγροτῶν μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τῶν πλούσιων καὶ τῶν εὐγενῶν. Παράλληλα ὅμως προβαίνει καὶ στὴν ἀπαραίτητη διαφώτιση τῶν γονιῶν ὥστε νὰ κατανοήσουν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μόρφωσης τῶν παιδιῶν τους, διότι ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν παιδεία μέσα στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας εἶχε ἀτονίσει γιὰ εὐνόητους λόγους.

Τὸ 1814, ὅταν βρισκόταν στὴ Βιέννη ἀγωνιζόμενος διπλωματικὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει ὅσο γινόταν πιὸ εὐνοϊκὴ συνθήκη γιὰ τὴν ἐπικυριαρχία τῶν Ἄγγλων στὰ Ἰόνια νησιά, ὑπέβαλε ὑπόμνημα, τὸ 1/3 τοῦ ὁποίου ἀναφερόταν στὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοστεῖ στὴ νεοσύστατη Ἑπτανήσιο Πολιτεία. Ὁ ἱστορικὸς Χιώτης, καταγόμενος ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα, γράφει σχετικά: «Δία τοῦ ὑπομνήματος τούτου ὁ Καποδίστριας ἔσπειρε τὸν σπόρον ἐκ τοῦ ὁποίου ἐβλάστησεν ἡ Ἰόνιος Ἀκαδημία. Αὐτὸς ὑπῆρξεν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, διὰ τῆς ἀόκνου ἐκπαιδευτικῆς δράσεώς του, ἔθεσε τὰ θεμέλια τῆς ἱδρύσεως ἐπιστημονικοῦ Πανδιδακτηρίου τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος».

Στὸ ἴδιο ὑπόμνημά του στὶς 10/22 Νοεμβρίου 1815 ἔγραφε: «Ἡ πολιτεία τῆς Βενετίας φοβοῦνταν τὴν ἀνωτερότητα τοῦ φυσικοῦ χαρίσματος τῶν ἀτόμων. Προσπαθοῦσε νὰ τὸ καταβάλει μὲ τὴν ἀμάθεια. Ἡ βενετικὴ Γερουσία δὲν ἐπέτρεψε ποτὲ τὴ σύσταση δημόσιων σχολείων στὰ Ἑπτάνησα. Οἱ Ἑπτανήσιοι ὄφειλαν νὰ πηγαίνουν στὴν πρωτεύουσά τους, στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πάδουας, γιὰ νὰ μορφωθοῦν…». Γὶ΄ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Καποδίστριας πρότεινε νὰ ἱδρυθεῖ στὴν Ἰθάκη ἕνα μεγάλο ἵδρυμα δημόσιας καὶ ἐθνικῆς ἐκπαίδευσης, γιὰ νὰ στέλνουν οἱ γονεῖς τὰ παιδιά τους στὸ Ἐκπαιδευτήριο τῆς Ἰθάκης ἀντὶ τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Γερμανίας.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία ἵδρυσε καὶ τὴν ἀνώτερη σχολὴ τῆς Τενέδου στὴν Κέρκυρα.

Κατοχύρωσε συνταγματικὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ὡς ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους ἀντὶ τῆς Ἰταλικῆς καὶ ἡ Ἑπτανησιακὴ Γερουσία γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὅλη προσπάθειά του γιὰ τὴν παιδεία τὸν διόρισε Ἐπιθεωρητὴ τῆς δημόσιας Ἐκπαίδευσης.

Δὲν ἔχανε καμιὰ εὐκαιρία πού εἶχε σχέση μὲ τὴ μόρφωση τῶν νέων. Γὶ΄ αὐτό, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀγωνιζόταν γιὰ νὰ προστατεύσει τὴ Λευκάδα ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς διαθέσεις τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, παράλληλα δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸν μητροπολίτη Ἄρτης Ἰγνάτιο (μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας), μὲ τὸν ὁποῖο θὰ διατηρήσει σχέσεις καὶ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ συνεργάζεται τόσο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὅσο καὶ γιὰ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων, ἐξυπηρετώντας ἔτσι καὶ τοὺς δυὸ βασικοὺς του στόχους, τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ τὴν μόρφωση τῶν νέων του.

Ὁ Καποδίστριας, λειτουργοῦσε ὡς Προμηθέας καὶ ὄχι ὡς Ἐπιμηθέας, δηλαδὴ πάντα προνοοῦσε καὶ ἐκμεταλλευόταν κάθε εὐκαιρία ποὺ τοῦ δινόταν προκείμενου νὰ βοηθήσει τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ τσάρος τὸν ἔστειλε, ἐκτιμώντας τὶς ἐξαιρετικές του διπλωματικὲς ἱκανότητες, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οὐδετερότητα τῆς Ἐλβετίας, προσπάθησε, στὰ διαλείμματα τῶν πολιτικῶν του ἀγώνων, νὰ γνωρίσει τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ποὺ ἐφάρμοζαν οἱ μεγάλοι ἐλβετοὶ παιδαγωγοί, καθὼς καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργοῦσαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα τῆς χώρας των. Ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὰ περίφημα ἐκπαιδευτήρια τοῦ διάσημου παιδαγωγοῦ Fellenberg (Φέλλενμπεργκ). Ἐρχόταν συχνὰ προσωπικὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἴδιο τὸ δάσκαλό του, τὸν μεγάλο παιδαγωγὸ Pestalozzi (Πεσταλότσι). Ἐπειδὴ θαύμαζε τὸ ἐκπαιδευτικό τους σύστημα καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτό, προσπάθησε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ νὰ τὸ ἐφαρμόσει ὡς Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας.

Ἀπευθύνεται στοὺς Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς γιὰ νὰ βοηθήσουν οἰκονομικά τὸν ἀγώνα λέγοντάς τους «Σῶστε τὴν Ἑλλάδα», καὶ καλώντας τους νὰ σώσουν «τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς προσφυγιᾶς ποὺ ἀνέστια καὶ ἀλίμενα περιπλανοῦνταν στὴν Εὐρώπη καὶ κινδύνευαν ν΄ ἀφομοιωθοῦν στὶς ξένες πατρίδες.» Μὲ τὰ χρήματα δὲ ποὺ συγκέντρωνε ἵδρυε σχολεῖα καὶ ἐκκλησίες ὡς ἄλλος Πατροκοσμᾶς. Πολλὰ ὀρφανὰ παιδιὰ ἀγωνιστῶν, ὅπως τὸν Δημήτρη Μπότσαρη, γιὸ τοῦ ἐνδόξου ἀγωνιστῆ Μάρκου Μπότσαρη, τὰ σπούδασε μὲ δικά του χρήματα, παρακολουθώντας ὁ ἴδιος προσωπικὰ τὴν πρόοδό τους στὶς σπουδές.

Στὶς συχνὲς ἐπαφὲς ποὺ εἶχε μὲ τὴν Ρωξάνδρα Στούρτζα, φίλη του, ποὺ ἡ οἰκογένειά της ἔμεινε στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ συνδεόταν μὲ τὸ περιβάλλον τοῦ τσάρου, τῆς ἐμπιστευόταν τὶς ἀνησυχίες καὶ τοὺς προβληματισμούς του γιὰ τὰ Ἑλληνόπουλα ποὺ ἦταν σκορπισμένα σὲ ξένες χῶρες. Ἡ ἴδια μαρτυρεῖ «Δώσαμε τὰ χέρια καὶ ὑποσχεθήκαμε στὸ Θεὸ ὅτι θὰ συνεχίσουμε νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τοὺς δυὸ μεγάλους σκοποὺς τῆς ζωῆς μας: τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας μας τῆς Ἑλλάδος!»

Ὁ Καποδίστριας προκείμενου νὰ δημοσιοποιήσει τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα ἱδρύει σὲ διάφορα μέρη τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ρωσίας φιλελληνικὰ κομιτάτα. Ἔτσι στὸ Παρίσι ἡ φιλελληνικὴ Ἐπιτροπὴ φροντίζει μὲ δικά της ἔξοδα γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν Ἑλληνοπαίδων. Μέσα στὰ ἄλλα Ἑλληνόπουλα εἶναι καὶ τὰ παιδιὰ γνωστῶν ἀγωνιστῶν καὶ ἡρώων, ὅπως τοῦ Κανάρη, τοῦ Τσαμαδοῦ, τοῦ Βισβίζη, τοῦ Νέγρη, τοῦ Μαυρομιχάλη κ.ἂ.. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅμως ὅτι ὁ Καποδίστριας δολοφονεῖται ἀπὸ μέλη τῆς οἰκογένειας Μαυρομιχάλη.

Θεωροῦσε ὅτι ἡ ἔλλειψη χρημάτων δὲν τοῦ ἔδινε τὴ δυνατότητα νὰ χτίσει σχολεῖα, γιὰ νὰ μορφώσει τοὺς νέους τῆς ἀναγεννημένης ἀπὸ τὴν τέφρα Ἑλλάδας.

Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του διαφαίνονται τὰ δυὸ ὁράματα τῆς ζωῆς του: ἡ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων καὶ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας». «Χωρὶς πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα των καὶ διατήρησιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης χάνονται ἐν τῇ ξένῃ οἱ Ἑλληνόπαιδες». Τὴν ἀγωνία του γιὰ τοὺς Ἑλληνόπαιδες «τὸ ροδόχρουν ὄνειρό του» ὅπως τοὺς χαρακτηρίζει, τὴν ἐκφράζει στὴν πιστή του φίλη Ρωξάνδρα Στούρτζα, ἡ ὁποία ἀρχικὰ συμπαρίσταται ἠθικὰ καὶ στὴ συνέχεια ἐμπράκτως ἀναλαμβάνοντας ἡ ἴδια τὴν περίθαλψη τῶν παιδιῶν τῶν ἑλλήνων μεταναστῶν στὴ Ρωσία καὶ στὴ Γερμανία. Γράφει στὸ ἡμερολόγιό της: «…Ὅταν μοῦ μιλοῦσες γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς πατρίδας μας, τὰ Ἑλληνόπουλα, ἢ γιὰ τὸ λαό της, ποὺ τοὺς βασάνιζαν οἱ Τοῦρκοι, μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν ἐπιδοκιμασία τῶν Ἄγγλων καὶ Αὐστριακῶν καὶ τῶν Γάλλων, τὰ ὡραῖα μάτια σου θόλωναν ἀπὸ δάκρυα καὶ ἡ θεσπέσια φωνή σου ἔπαιρνε δραματικοὺς τόνους».

Σὲ ἐπιστολές του ποὺ ἀποστέλλει μὲ τὴ μορφὴ τοῦ κατεπείγοντος πρὸς τὸν γιατρὸ Τυπάλδο ποὺ διέμενε στὴν Κρακοβία καὶ στὸν Ἀνδρέα Μουστοξύδη στὴ Ἐνετία (Βερολίνο 27 Ἰουλίου 1827) ἐκφράζει τὴν ἀνησυχία του γιὰ τὴν ἀποεθνοποίηση τοῦ Γένους. Παρακαλεῖ τὸν Τυπάλδο νὰ περιμαζέψει τὰ Ἑλληνόπουλα ποὺ ἐξαιτίας τῶν συμφορῶν τῆς πατρίδας βρίσκονταν διασκορπισμένα στὴ Γερμανία, Ἐλβετία, Γαλλία καὶ κινδύνευαν νὰ χαθοῦν γιὰ πάντα γιὰ τὴν Ἑλλάδα: «…ἄλλα μὲν ἀπὸ τὴν ξένη φιλανθρωπία διατρεφόμενα…ἄλλα δὲ ἀψώμιστα ριγμένα στοὺς κινδύνους τῆς ἀθλιότητας καὶ διαφθορᾶς, χάνονται, ἄξια τῶν δικῶν σου καὶ τῶν δικῶν μου δακρύων».

Ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὴ διπλωματία, κλίνοντας τὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀνδρέα Μουστοξύδη, ἐξομολογεῖται: «Ἡ μόνη μου ἀνακούφιση καὶ χαρὰ εἶναι τὸ ν΄ ἀπασχολοῦμαι μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ σχολεῖα». Τοῦ παραγγέλλει: «Σπούδασον νὰ μὲ προμηθεύσεις ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα κατάλογο ὅλων τῶν παιδιῶν ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν τὰ ὁποῖα οἱ καταστροφὲς ποὺ συνέβησαν στὴν Ἑλλάδα τὰ ἔριξαν στὰ λιμάνια τοῦ Ἀδριατικοῦ, Ἐνετία, Τεργέστη, Φιούμη καὶ Ἀγκώνα».

Χτίζει σχολεῖα, ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ὅπου ὑπάρχουν Ἑλληνόπουλα στὴν Εὐρώπη, καὶ ἀναζητᾶ γιὰ νὰ τὰ ἐπανδρώσει μὲ δασκάλους ποὺ νὰ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὰ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη. Φροντίζει καὶ δημιουργεῖται στὴ Γενεύη εἰδικὸ ταμεῖο, τὸ «Ταμεῖον τῶν ἐπὶ ξένης προσφύγων ὀρφανῶν καὶ πενήτων Ἑλληνοπαίδων». Βασικὸς Συνδρομητὴς τοῦ εἰδικοῦ ταμείου ὕπηρξε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Καποδίστριας.

«Πῶς θὰ συνθέσωμεν τὸ Ἔθνος;» διερωτόταν, ἐκφράζοντας τὸ μεγάλο του ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ παιδιά, πού, βεβαίως, πήγαζε ἀπὸ τὴ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὸ Ἔθνος. Ἤθελε νὰ προφυλάξει τὰ ἑλληνόπουλα ἀπὸ τὶς κακοτοπιὲς τῆς ξενιτιᾶς, τῆς ἀνέχειας, τῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς διαφθορᾶς, τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ.

Θεωροῦσε τοὺς νέους ὡς ἐκείνους ποὺ θὰ κατοικοῦσαν, θὰ διοικοῦσαν καὶ θὰ ἐκπροσωποῦσαν πολιτικά, στρατιωτικὰ καὶ διπλωματικὰ τὸ κράτος ποὺ θὰ ὀνομαζόταν Ἑλλάδα. Πίστευε ὅτι προστατεύοντας τὰ παιδιά, προστάτευε τὰ θεμέλια τοῦ Ἔθνους καὶ ἐξασφάλιζε τὴν ἱστορική του συνέχεια.

Ὅμως, τὸν καιρὸ ποὺ ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς Ἑλλάδας, ἡ γενικότερη κατάσταση τῆς χώρας ἦταν ἄθλια. Ὁ βαβαρὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου στὸ βιβλίο του «Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Καποδίστρια» γράφει: «Ἡ χώρα, ὅση εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή, ἒμοιαζε μ΄ ἕνα σωρὸ ἐρείπια ποὺ καπνίζουν ὕστερα ἀπὸ μιὰ καταστρεπτικὴ πυρκαγιά. …Κράτος δηλαδὴ καὶ στὴν ὑποτυπώδη του ἔννοια δὲν ὕπηρχε».

Ἡ μὴ ὕπαρξη ὀργανωμένου ἔστω καὶ ὑποτυπωδῶς κράτους, σήμαινε καὶ μὴ ὕπαρξη ὀργανωμένης οἰκονομίας. Αὐτὴ ἡ οἰκονομικὴ ἐξαθλίωση δημιουργοῦσε στὸν Καποδίστρια μεγάλη στενοχώρια, διότι δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ὀργανώσει τὴν ἐκπαίδευση, δεδομένου ὅτι δὲν ὕπηρχε ὑλικοτεχνικὴ ὑποδομή, οὔτε χρήματα, οὔτε βιβλία, οὔτε ἐποπτικὰ μέσα, οὔτε μποροῦσε νὰ διαθέσει μισθοὺς γιὰ τοὺς δασκάλους.

Στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Τρίτη Ἐθνοσυνέλευση τῶν Ἑλλήνων ποὺ μὲ τὴν ψῆφο της τὸν καλοῦσε νὰ ἀναλάβει τὴ διοίκηση τοῦ κράτους, γράφει: «Μετὰ χαρᾶς ἀποδέχομαι τὸν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντά μοι Σταυρόν, ψήφῳ τῆς Τρίτης τῶν Ἑλλήνων Ἐθνικῆς Συνελεύσεως… Εἶμαι ἕτοιμος νὰ προσφέρω καὶ τὴν τελευταίαν ρανίδα τοῦ αἵματός μου, ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ συντελέσει εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῶν δυὸ μεγάλων σκοπῶν τῆς ζωῆς μου: τὴν μόρφωσιν τῶν Ἑλληνοπαίδων καὶ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος». Παρατηροῦμε ὅτι καὶ πάλι ὁ Καποδίστριας ἀναφέρεται στοὺς δυὸ σκοποὺς τῆς ζωῆς του γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ταυτόχρονα παρατηροῦμε ὅτι προτάσσει «τὴν μόρφωσιν τῶν Ἑλληνοπαίδων» γεγονὸς ποὺ καταδεικνύει τὸ πόσο σπουδαία καὶ πόσο ἀπαραίτητη θεωροῦσε τὴ μόρφωση ὁ Καποδίστριας γιὰ τὴν πραγματικὴ ἀνόρθωση τῆς Ἑλλάδας, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὸ μεγάλο του ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ νέα γενιά.

Οἱ νέοι προσβλέποντας στὸ πρόσωπό του καὶ ἀναγνωρίζοντας τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τοὺς ἴδιους τὸν ὑποδέχονται στὶς 6/18 Ἰανουαρίου στὸ Ναύπλιο ἔχοντας στολισμένα τὰ μέτωπά τους μὲ δάφνες καὶ προσφέροντας συμβολικὰ στὸν Κυβερνήτη ἕνα στεφάνι ἐλιᾶς. Ἡ παρουσία τοῦ Καποδίστρια ἐνέπνεε σεβασμὸ καὶ ἐμπιστοσύνη, ἐνθουσιασμὸ ἀλλὰ καὶ ἐλπίδα.

Ἵδρυσε τὸ Κεντρικὸ Σχολεῖο, ποὺ ἦταν δωρεὰ τοῦ φιλέλληνα Ἐϋνάρδου καὶ τὸ Πρότυπο Σχολεῖο στὴν Αἴγινα. Ὀργάνωσε τὰ Ἀλληλοδιδακτικὰ Σχολεῖα τὰ ὁποῖα πρόσφεραν ἴσες εὐκαιρίες γιὰ μόρφωση σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς νέους. Λόγῳ δὲ ἔλλειψης δασκάλων ἐφαρμόσθηκε ἡ ἀλληλοδιδακτικὴ μέθοδος, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ μεγαλύτεροι μαθητὲς γίνονταν δάσκαλοι στοὺς μικρότερους. Ἐξίσου μεγάλο ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ γιὰ τὰ ὀρφανὰ παιδιά, γιὰ τὰ ὁποῖα ἵδρυσε τὸ Ὀρφανοτροφεῖο τῆς Αἴγινας, προσφέροντάς τα μόρφωση καὶ ἐφόδια γιὰ ἐπαγγελματικὴ ἀποκατάσταση. Ὁλόκληρη ἡ Αἴγινα ἔγινε «σχολειούπολη».

Φρόντισε τὰ παιδιὰ τῶν ἀγωνιστῶν νὰ σπουδάσουν στὰ σχολεῖα τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ δείξει τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τοὺς ἀγωνιστὲς ποὺ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας.

Ἡ μόρφωση τῶν νέων τῆς Ἑλλάδας ἦταν γιὰ τὸν Κυβερνήτη ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Ὁ πλέον πολύτιμος θησαυρὸς ὅπου ἔχει ἡ πατρὶς εἶναι οἱ νέοι, τῶν ὁποίων ἡ καλὴ ἀγωγὴ θέλει εἶναι ἡ γωνιαία πέτρα τῆς τιμῆς καὶ τῆς εὐτυχίας τοῦ γένους μας». Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση στὸ Ἄργος (13 Ἰουλίου 1829) ἔγραφε: «Ἂφ΄ ὅτου ἤρθαμε στὴν Ἑλλάδα ἀσχοληθήκαμε μὲ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν Ἑλληνοπαίδων».

Ὀργάνωσε τὴν παιδεία στοὺς δυὸ ἄξονες: Χριστὸς καὶ Ἑλλάδα, γιατί ὁ Καποδίστριας ἦταν ὑπέρμαχος τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς παράδοσης. Στὸ ὑπόμνημά του μὲ θέμα «Μέσα βελτίωσης τῶν Ἑλλήνων» ἐμπεριέχονται οἱ ἰδέες του γιὰ τὴν παιδεία. Ἡ ἐλευθερία, ἔλεγε, μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετική, μόνο ἂν ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλιῶς καταντᾶ δυναστικὴ ἀγχόνη ποὺ καταπνίγει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δικαιοσύνη.

Ἐπὶ ἐποχῆς Καποδίστρια ἡ παιδεία δὲν ἀποτελοῦσε προνόμιο τῶν λίγων, ἀφοῦ προσφερόταν δωρεὰν σὲ ὅλους, χωρὶς νὰ λαμβάνεται ὑπόψη τὸ φύλο, ἡ κοινωνικὴ θέση, ἐνῷ γιὰ πρώτη φορὰ γινόταν ἡ μόρφωση ὑποχρεωτική.

Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κοραὴ τοῦ ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία του γιὰ τὰ Ἑλληνόπουλα τοῦ ἐξωτερικοῦ: «Κρίνω ἀναγκαιότατο νὰ συλλέξουμε καὶ νὰ ἐπαναφέρουμε στὴν Ἑλλάδα τοὺς νέους Ἕλληνας ποὺ μὲ πρόφαση τὴ μάθηση διαφθείρονται στὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ οἰκήματα γιὰ νὰ τοὺς βάλουμε». Ἐπιπλέον τὸν παρακαλεῖ νὰ στείλει ὅσο πιὸ πολλὰ βιβλία μπορεῖ.

Τὰ σχολεῖα ποὺ ἵδρυσε ὁ Καποδίστριας κάλυπταν τὴ στοιχειώδη καὶ μέση ἐκπαίδευση, ἐνῷ προβλεπόταν καὶ ἡ ἵδρυση Πανεπιστημίου. Στὴν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση ἀναφερόμενος στὸ ἔργο ποὺ ἀφοροῦσε τὴν Παιδεία ἔλεγε: «…ὅταν αὐτὴ τοποθετηθεῖ σὲ σταθερὰ θεμέλια, τότε χρέος τῆς Κυβέρνησης πρέπει νὰ εἶναι τὸ νὰ συστήσει χωρὶς ἀναβολὴ κεντρικὰ σχολεῖα σὲ διάφορες ἐπαρχίες τῆς ἐπικράτειας, ὅπου οἱ μαθητὲς ποὺ ἔχουν τελειοποιηθεῖ στὴν ἀλληλοδιδακτικὴ νὰ μποροῦν νὰ ἐπιδοθοῦν σὲ ἀνώτερες σπουδές, καὶ στὴ φιλολογία καὶ στὶς ἐπιστῆμες καὶ στὶς τέχνες» (Ἄργος, 13 Ἰουλίου 1829).

Βέβαια, οἱ ἀντίπαλοί του θέλοντας νὰ μειώσουν τὸ ἔργο του καὶ τὸν ἴδιο, τὸν κατηγόρησαν ὅτι δὲν ἵδρυσε Πανεπιστήμιο, τὸν ἀποκάλεσαν δὲ «φωτοσβέστη». Ἡ κατηγορία ὅμως αὐτὴ ἦταν τόσο ἀβάσιμη ὅσο καὶ ἄδικη, ἀφοῦ ὁ Καποδίστριας ἀναλώθηκε ὅσο ἐλάχιστοι σὲ θέματα παιδείας. Ἐξάλλου ἡ παιδεία πρέπει νὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρωτοβάθμια καὶ νὰ συνεχίζεται στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὕστερα δὲ ἀπὸ δώδεκα χρόνια σπουδῶν ὁρισμένοι προχωροῦν καὶ στὴν τριτοβάθμια. Μιὰ ἀντίστροφη πορεία, δηλαδὴ δημιουργία πρῶτα Πανεπιστημίου καὶ ὕστερα σχολείων πρωτοβάθμιας καὶ δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, θὰ ἦταν μιὰ παγκόσμια πρωτοτυπία, διότι δὲν θὰ προλάβαιναν οἱ μαθητὲς τῶν σχολείων μέσα σὲ τριάμισυ χρόνια νὰ γίνουν φοιτητές, ἀφοῦ δὲν θὰ εἶχαν τὴν κατάλληλη ὑποδομή. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο ἦταν ἀβάσιμη ἡ κατηγορία τῶν ἀντίπαλών του. Ἤξεραν πολὺ καλὰ ὅτι τὰ ταμεῖα τοῦ κράτους ἦταν ἐντελῶς ἄδεια καὶ τὰ Πανεπιστήμια δὲν χτίζονται μόνο μὲ ὡραῖα λόγια.

Τελικὰ τὰ σχέδια γιὰ τὴν ἀνώτατη ἐκπαίδευση πραγματοποίησαν δυὸ φίλοι του, ὁ Ἰωάννης Δομπόλης καὶ ὁ φιλέλληνας λόρδος κόμης F. North Guilford (Γκίλφορντ). Ὁ μὲν Ἰωάννης Δομπόλης, ἠπειρώτης τραπεζίτης, διέθεσε τὴ μεγάλη του περιουσία γιὰ τὴν ἀνέγερση Πανεπιστημίου στὴν Ἀθήνα, ποὺ ὀνόμασε πρὸς τιμὴν τοῦ Καποδίστρια «Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο», ὁ δὲ ἑλληνολάτρης λόρδος Γκίλφορντ διέθεσε τὴν περιουσία του γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Ἰόνιου Ἀκαδημίας, ποὺ σημειωτέον λειτουργεῖ μέχρι σήμερα.

Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ζοῦσε πολὺ λιτὰ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθήσει καὶ νὰ ἐνισχύσει τὰ οἰκονομικά τοῦ κράτους. Ὁ καθηγητὴς Oliver Reverdin (Ὀλιβιὲ ρεβερντέν), ἀπόγονος τὸ Ἐϋνάρρδου, σὲ μιὰ ὁμιλία του γιὰ τὸν Καποδίστρια ἀνέφερε ὅτι οἱ μισθοί του ἀνέρχονταν σὲ περισσότερα ἀπὸ 700.000 φράγκα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ξόδευε ἐτησίως συνολικὰ μόλις 2.500 φράγκα. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ διέθετε σὲ τρόφιμα καὶ πολεμοφόδια γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ἐλευθερίας καὶ σὲ τροφεῖα γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν Ἑλληνοπαίδων του. Ζοῦσε τόσο φτωχὰ ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς κακουχίες καὶ τὸν κόπο εἶχε ἀδυνατίσει φοβερά. Ὅμως ἔλεγε στὸ γιατρό του: «Τότε μόνο θὰ βελτιώσω τὴν τροφή μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει».

Ὑποστήριζε ὅτι ἡ μόρφωση τῶν παιδιῶν ἔπρεπε νὰ εἶναι χριστιανική. Τὶς ἡμέρες τῆς ἁγίας Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνέθεσε στὸν εὐλαβῆ κληρικὸ τὴ θρησκευτικὴ ἐνημέρωση τῆς στρατιωτικῆς νεολαίας καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν λατρευτικῶν τους ἀναγκῶν. Ἐπιπλέον ὑποσχόταν νὰ διανείμει προσευχητάρια σὲ ὅλους τοὺς στρατιῶτες (Ναύπλιο, 28 Φεβρουαρίου 1829).

Ἡ μεγάλη ἀγάπη καὶ φροντίδα τοῦ Καποδίστρια γιὰ τοὺς Ἑλληνόπαιδες ἀντανακλῶνται καὶ στὶς συγκλονιστικὲς ἐπιστολὲς τῶν μικρῶν μαθητῶν ποὺ ἔζησαν ἀπὸ πολὺ κοντὰ τὸ πατρικό του ἄγγιγμα. Σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἀναγράφεται: «Ἀγαπημένε μας, τρυφερὲ Πατέρα! Μὲ τὸ θάνατό σου σκοτείνιασαν ὅλα γύρω μας. Τὰ λουλούδια μαράθηκαν. Τὰ πουλιὰ σώπασαν. Ὅλα βουβάθηκαν ἀπὸ τὶς δικές μας παιδικὲς καὶ νεανικὲς κραυγές, ποὺ τὶς στέλνουμε στὸν οὐρανό, μαζὶ μὲ τοὺς λυγμούς μας. Ἐκεῖνοι ποὺ σὲ σκότωσαν θὰ εἶναι γιὰ πάντα καραραμένοι. Γιατί σκότωσαν τὴν ἐλπίδα μας. Σκότωσαν τὴν παρηγοριά μας. Τὴ δύναμη. Τὸ φῶς γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο. Γιατί σκότωσαν Ἐσένα, ἀγαπημένε μας Κυβερνήτη-Πατέρα!».

Ὁ μεγάλος ποιητὴς Γκαῖτε πληροφορούμενος τὸν θάνατο τοῦ Καποδίστρια θὰ πεῖ χαρακτηριστικά: «Ἀπὸ σήμερα παύω νὰ εἶμαι φιλέλληνας».

Ὁ ἀείμνηστος σοφὸς πολιτικὸς Κωνσταντῖνος Τσάτσος σημειώνει: «Ἂν κυβερνοῦσε τὴν Ἑλλάδα ὁ Καποδίστριας μερικὰ χρόνια ἀκόμα – ὅταν πέθανε δὲν ἦταν οὔτε 56 ἐτῶν – θὰ ἦταν ἄλλη ἡ μοίρα τοῦ τόπου καὶ πολλὰ δεινὰ ποὺ ἀκολούθησαν θὰ εἶχαν ἀποτραπεῖ. Ἴσως λίγοι τότε νὰ ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναμετρήσουν τὸ μέγεθος τῆς ἐθνικῆς συμφορᾶς. Μόνο ἡ ἀπόσταση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὴ δοῦμε σήμερα ὁλόκληρη, σὲ ὅλες της τὶς συνέπειες».

Ὁ Γέρων Παΐσιος εἶπε σχετικὰ μὲ τὴν ἐπιβαλλόμενη προσοχὴ ποὺ πρέπει νὰ μᾶς διακρίνει στὴν ἐπιλογὴ τῶν κυβερνητῶν μὲ ὀρθὰ πολιτικὰ κριτήρια: «Εἶναι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη προβολῆς ἑνὸς ἰδανικοῦ προτύπου, πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες ἀλλὰ καὶ γιὰ ὑποβοήθηση τοῦ λαοῦ»….

΄΄Ἀπολαμβάνοντας΄΄ σήμερα τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἄδικης δολοφονίας τοῦ Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, ἲσως εἶναι καιρός νά μελετήσουμε μέ τή δέουσα προσοχή τόσο τόν ΄΄Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια΄΄ ὃσο καί τὸ ἔργο ποὺ ἄφησε πίσω του.



*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2010

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ



Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ



Οἱ σύγχρονοι Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι πολεμοῦν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ μέ τήν διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπιχειρεῖ τήν εἰκόνισιν τῆς Θείας φύσεως.


Αἱ εἰκόνες ὅμως, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἰκονίζουν τήν φύσιν ἤ οὐσίαν, ἀλλά εἶναι ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ἀπεικονίσεις τῆς ὑποστάσεως τοῦ εἰκονιζομένου. μήπως δύνται νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία καί φύσις τῶν Ἀγγέλων ἤ τῶν ψυχῶν ἤ καί τῶν δαιμόνων, ἤ τοῦ Παραδείσου καί τῆς κολάσεως; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλά τόσαι εἰκόνες ὑπάρχουν μέ Ἀγγέλους καί ψυχάς καί δαίμονας. Τήν οὐσίαν ἤ φύσιν των εἰκονίζουν; Ὄχι βεβαίως. Πόσον μᾶλλον ἀδύνατον εἶναι νά εἰκονισθῇ ἡ Ἄκτιστος καί Ἄπειρος καί Ἀπερίγραπτος καί Ἀμέθεκτος ΘΕΪΚΗ Οὐσία ἤ Φύσις.

Ἄς ἰδοῦμε τί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικῶς μέ τάς ἀποδεκτάς ἀπεικονίσεις:

«Λέγουσι γάρ [οἱ Χριστιανοκατήγοροι] ὅτι τήν πρέπουσαν τῷ Θεῷ προσκύνησιν καί λατρείαν ταῖς σεπταῖς εἰκόσι προσφέρουσιν οἱ Χριστιανοί, καί ὅτι τήν ἀκατάληπτον φύσιν περιγράφουσι. Ὦ τῆς παρεκτροπῆς καί ἠλιθιότητος... Οἱ γάρ Χριστιανοί οὔτε τήν ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκύνησιν ταῖς Εἰκόσι ἀπένειμαν, οὔτε τῆς Ἀοράτου καί Ἀκαταλήπτου Φύσεως εἰκόνα ποτέ πεποιήκασιν».1

«Οὐδέ γάρ τῆς Ἀοράτου Θεότητος Εἰκόνα ἤ ὁμοίωμα ἤ σχῆμα ἤ μορφήν τινά ἀποτυποῦμεν».2

«Οἱ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς τέκνα γνήσια γεννηθέντες . . . τάς σεπτάς Εἰκόνας ἀποδεχόμεθα, εἰκόνας μόνον καί οὐδέν ἕτερον αὐτάς γινώσκοντες, καθό τοῦ πρωτοτύπου τό ὄνομα μόνον ἐχούσας καί οὐχί τήν οὐσίαν».3

Ὅποιος, λοιπόν προσκυνεῖ καί τιμᾶ τήν Εἰκόνα, προσκυνεῖ τοῦ εἰκονιζόμενου τήν ὑπόστασιν, κατά τήν Ἁγίαν 7ην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, καί ὄχι τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου.

Ἀρκετοί Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γράφουν πολύ ξεκάθαρα ὅτι δέν εἰκονίζομε τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου, ἀλλά τήν ὑπόστασίν του. Οὕτω ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει: «Παντός εἰκονιζομένου οὐχί ἡ φύσις ἀλλά ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται».4

Ὁ δέ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μεγάλος αὐτός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁποῖος ἐπολέμησε μέ σφοδρότητα τούς Εἰκονομάχους, λέγει:

«Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ, οὔτε ψυχῆς, οὔτε δαίμονος δυνατόν θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ᾽ ἐν μετασχηματισμῷ τινί θεωροῦνται ταῦτα, τῆς Θείας Προνοίας τύπους καί σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις…

»Μή θέλων οὖν ὁ Θεός παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τά ἀσώματα, περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους, καί σχήματα, καί εἰκόνας κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἠμῶν, σχήματα σωματικά ἐν ἀΰλῳ ὁράσει νοός ὁρώμενα· καί ταῦτα σχηματίζομεν καί εἰκονίζομεν. Ἐπεί, πῶς ἐσχηματίσθη καί εἰκονίσθη τά Χερουβίμ; ἀλλά καί Θεοῦ σχήματα καί εἰκόνες ἡ Γραφή ἔχει».5

Ἐπίσης καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει:

«Ἡ εἰκών ἔχει ὁμοιότητα πρός τήν ὑπόστασιν, ἀπεικονίζουσα ἐξωτερικά τινα σχήματα καί χρώματα τῆς ὑποστάσεως. Δέν ἔχει ὅμως ὁμοουσιότητα μέ τό εἰκονιζόμενον διότι διαφέρει εἰς τήν οὐσίαν».6

Ὅπως βλέπομεν, εἶναι φύσει ἀδύνατον διά τήν εἰκόνα νά εἰκονίσῃ τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου. Εἶναι φύσει ἀδύνατον νά εἰκονισθῇ ἡ φύσις οἱουδήποτε ὄντος.

Ἡ ἄποψις λοιπόν ὅτι ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιχειρεῖ νά περιγράψῃ τήν Θεϊκήν Φύσιν εἶναι λανθασμένη. Ὅσοι χρησιμοποιοῦν τήν ἄποψιν αὐτήν ὡς ἐπιχείρημα ἐναντίον τῆς Εἰκονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἐάν μέν τό κάνουν ἀφελῶς ἁπλῶς σφάλλουν, ἐάν ὅμως τό κάνουν σκοπίμως εἶναι ἐχθροί τῆς Ἀληθείας καί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ.

Ὄχι μόνον εἰς τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά εἰς οὐδεμίαν εἰκόνα δέν εἶναι δυνατόν νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία ἤ φύσις τοῦ εἰκονιζομένου.

Ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ΔΕΝ εἶναι περιγραφή τῆς Θεότητος. Εἶναι μία συμβολική εἰκών τῶν Τριῶν Προσώπων.

Εἰς αὐτήν ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΣ εἰκονίζεται ὁ ΠΑΤΗΡ ὡς Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ὅπως συγκαταβατικῶς ἐμφανίσθηκε εἰς τά ὁράματα τῶν Προφητῶν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, καί ὁ ΥΙΟΣ, ὅπως τόν γνωρίζομεν ἀπό τήν Ἐνσάρκωσίν του, καί τό ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, ὅπως ἐμφανίσθηκε εἰς τήν βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή εἶναι μία ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ εἰκών καί δέν εἶναι οὔτε ἀπεικόνισις οὔτε προσπάθεια ἀπεικονίσεως τῆς ἀπείρου Φύσεως ἤ τῆς ἀμεθέκτου Οὐσίας τοῦ Θεοῦ.

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟ-ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Θά ἐξετάσωμε κατωτέρω μερικάς ἀπό τάς δικαιολογίας καί τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοεικονομάχοι ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Δέν θά ἀναφερθῶμεν εἰς τάς βλασφημίας των, ὅπως, λόγου χάριν, ὅτι εἶναι εἴδωλον, ὅτι διδάσκει εἰδωλολατρίαν, ἀρειανισμόν, πολυθεΐαν, καί λοιπά.

Τά βασικά ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τά ἑξῆς:

1.- Εἶναι αἱρετική καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν.

2.- Ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τήν Σύνοδον τῆς μόσχας τό 1666.

3.- Ἀπαγορεύεται βάσει τῶν ἀποφάσεων τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

4.- Δέν εἶναι κανονική καί Ὀρθόδοξος διότι εἰκονίζει τόν Θεόν Πατέρα τόν ὁποῖον κανείς δέν ἔχει ἰδεῖ ποτέ, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν Α´ 18).

5.- Ὅλαι αἱ προφητικαί ὁράσεις εἶναι «Χριστοκεντρικαί».

Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι λανθασμένοι καί θά ἰδοῦμε διά ποίους λόγους, ἐξετάζοντες τόν κάθε ἕνα ἰσχυρισμόν ξεχωριστά.

1.- Εἶναι Αἱρετική καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν.

Ἄς ἰδοῦμε ἐάν πράγματι αἱ εἰκονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός εἰσῆλθον ἀπό τήν Δύσιν ἤ ἐάν ὑπῆρχον καί πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054, διότι πρίν τό 1054 δέν ὑπῆρχε Ἐκκλησία Δύσεως καί Ἀνατολῆς.

Θά ἰδοῦμε ὄντως ὅτι ὑπῆρξαν εἰκονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός παλαιότεραι ἀπό τό Σχίσμα τῶν καθολικῶν τό ὁποῖο συνετελέσθη τό ἔτος 1054. Θά ἰδοῦμε μέ παραδείγματα ὅτι ὁ ἰσχυρισμός, «Εἶναι αἱρετική καί εἰσῆλθε εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν», εἶναι λανθασμένος, ἀνιστόρητος καί παραπλανητικός.

Θά παρουσιάσωμε μόνον δύο παραδείγματα ἀπό τό 9ον αἰῶνα μέ συμβολικάς ἀπεικονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἔτσι συντρίβεται ἡ πρόφασις τῶν Νεοεικονομάχων.

α) Τό πρῶτον παράδειγμα εἶναι ἀπό τό χειρόγραφον Ψαλτήριον τοῦ 820-840 μ.Χ, φυλασσόμενον εἰς τό Πανεπιστήμιον τῆς Οὐτρέχτης.

Εἰς αὐτό, ὁ Ψαλμός ΡΘ´ (κεφάλαιον 109 καί κατά τό μασ. 110), Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, «ΕΙΠΕΝ ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου», διακοσμεῖται μέ μικρογραφίαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπομε τόν Υἱόν νά κάθεται ἐκ Δεξιῶν τοῦ Πατρός.7

β) Τό δεύτερον παράδειγμα προέρχεται ἀπό χειρόγραφον τοῦ 9ου αἰῶνος εὑρισκόμενον εἰς τήν Ἐθνικήν βιβλιοθήκην τῶν Παρισίων. Πρόκειται διά μίαν μικρογραφίαν ἡ ὁποία διακοσμεῖ τά Ἱερά Παράλληλα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅπου παριστάνεται τό ὅραμα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου. Ἐκεῖ ἀπεικονίζεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τοῖς δεξιοῖς τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Ὁ Θεός Πατήρ, ὁ ἄσαρκος καί ἀσχημάτιστος, σχηματίζεται συμβολικῶς ὡς Παλαιός Ἡμερῶν, ὡς συγκαταβατικῶς ὁ ἴδιος ἐνεφανίσθη εἰς τόν λιθοβολούμενον Πρωτομάρτυρα (Πράξ. Ζ´ 55-56).

Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός περίπου δύο αἰῶνας πρίν ἀπό τό Σχίσμα τῆς Δύσεως, πῶς εἶναι δυνατόν νά εἶναι αἱρετικαί αἱ εἰκόνες αὐταί καί νά εἰσῆλθον εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Παπικήν Ἐκκλησίαν;

Ἐπί πλέον, ἡ ὕπαρξις τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός χρονολογεῖται καί πολύ πρίν ἀπό τόν 9ον αἰῶνα. μαρτυρεῖται καί εἰς τούς κώδικας κοσμᾶ τοῦ Ἰνδικοπλεύστου, γράφοντος τόν 6ον αἰῶνα, καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἁγίας μαρίας τῆς μείζονος τό 432 μ.Χ., κατά τόν ἱστορικόν Γκαροῦτσι.

Συνεπῶς, ὁ ἀνωτέρω ἰσχυρισμός τῶν Νεο-εικονομάχων εἶναι ψευδής, ἀνιστόρητος καί προκατειλημένος.

2.- Ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τήν Σύνοδον τῆς μόσχας τό 1666.

Ἐδῶ θά ἰδοῦμε ὅτι καί αὐτός ὁ ἰσχυρισμός δέν εἶναι καθόλου ὑπολογίσιμος.

Ὁ κύριος σκοπός τῆς Συνόδου τῆς μόσχας τό 1666 ἦτο ἡ καθαίρεσις τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος.

Ἕνα ἀπό τά ἐνεργά μέλη τῆς Συνόδου τοῦ 1666 ἦτο ὁ μητροπολίτης Γαζαίων Παΐσιος Λιγαρίδης 8 ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως. Ὅπως ἀπεδείχθη, ὁ ἐν λόγῳ ἦτο κρυπτοπαπικός Ἰησουΐτης, χειροτονημένος ἱερεύς τό 1639 εἰς τήν Ρώμην ἀπό τόν Οὐνίτην μητροπολίτην Raphael Korsak. Ὁ Παΐσιος λιγαρίδης κατώρθωσε νά χειροτονηθῇ μητροπολίτης Γάζης τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1652 καί ἀργότερα, μεταξύ 1662-1678, νά παρουσιασθῇ εἰς τήν Ρωσσίαν ὡς σύμβουλος τοῦ τσάρου Ἀλεξίου μιχαήλοβιτς. Ἐκεῖ ἐνεφανίσθη ὡς ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ συγχρόνως διετήρει τήν ἀλληλογραφίαν του μέ τούς καθολικούς! Ὁ Παΐσιος λιγαρίδης καθῃρέθη ὡς λατινόφρων ἀπό τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων τόν Μάϊον τοῦ 1671 ἐπί πατριάρχου Δοσιθέου.9

Αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς μόσχας τό 1666 ἀμφισβητοῦνται καί ὑπό τῶν ἰδίων τῶν Ρώσσων. μέχρι σήμερον οἱ Ρῶσσοι προσκυνοῦν καί τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἄλλας εἰκονικάς παραστάσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Διακεκριμένον παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ θαυματουργός εἰκών τῆς Παναγίας τοῦ KURSK , ἡ ὁποία εἰκονίζει τόνΘεόν ΠΑΤΕΡΑ, ὡς ΠΑλΑΙΟΝ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, ἄνωθεν τῆς βρεφοκρατούσης Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἄλλο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπό τό 1676, δέκα χρόνια μετάτήν ἐν λόγῳ Σύνοδον τῆς μόσχας τό 1666. κατά τήν παράδοσιν τῆς μονῆς ὅπου εὑρίσκεται, χορηγός τῆς ἁγιογραφίας αὐτῆς τῆς εἰκόνος ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος Ἀλέξιος.

Πολλαί εἰκόνες τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐκυκλοφόρησαν μετά τό 1666, καί αὐταί ἀποτελοῦν ἁπτήν ἀπόδειξιν πώς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀπεδέχθη τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 1666.

Πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς μόσχας τό 1666-1667 θεωρεῖται ἀντικανονική διότι ἀντιτίθεται κατά τῶν ἀποφάσεων προηγουμένων Ὀρθοδόξων Συνόδων, ὅπως τῆς Συνόδου τοῦ 1553-1554, συγκληθείσης ὑπό τοῦ μητροπολίτου μακαρίου, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται Ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας.

Ἡ προηγούμενη Σύνοδος τῆς μόσχας, τοῦ 1553-1554, ἀπεφάσισεν ὅτι ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι προσκυνητή καί ὅτι εἶναι σύμφωνος μέ τάς Ἀποστολικάς διδαχάς καί τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά προσκυνῆται. Ἐκεῖνοι δέ οἱ ὁποῖοι δέν τήν προσκυνοῦν νά τιμωροῦνται. Ἡ αὐτή Σύνοδος ἐτιμώρησε μέ τρία χρόνια ἀποφυγῆς τῆς Θείας κοινωνίας τόν Ivan Mihailovitch Viskovaty, ὁ ὁποῖος ἐπολέμει τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἐάν δέν συνεμορφοῦτο θά κατεδικάζετο ὡς αἱρετικός.

Ἐάν πάλιν ὑποθέσωμεν ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς μόσχας τό 1666 ἦτο κανονική, καί τότε δέν δύνανται οἱ Νεοεικονομάχοι νά τήν χρησιμοποιήσουν διά τά ἐπιχειρήματά των ἐναντίον τῆς συμβολικῆς παραστάσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἡ ἀπόφασις αὐτῆς τῆς Συνόδου δέντούς ὑπερασπίζει, διότι ὅπως βλέπομεν εἰς τά πρακτικά της, τήν εἰκονογράφησιν τοῦ Θεοῦ Πατρός τήν ἀπαγορεύει ἐπειδή ὁ Πατήρ δέν ἐσαρκώθη. Συγκεκριμένως γράφουν: «Ὁρίζομεν δέ ἀπό τοῦ νῦν τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ πλέον μή ζωγραφίζεσθαι, οὔτε εἰκονίζεσθαι, διότι τόν Κύριον Σαβαώθ (ἤγουν τόν Πατέρα) οὐδείς εἶδε ποτέ φανέντα ἐν σαρκί…»10

Ἡ βάσις ὅμως διά τήν εἰκονογράφησιν τοῦ Θεοῦ Πατρός δέν ὑπῆρξε ποτέ εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὁ βλάσφημος ἰσχυρισμός ὅτι δῆθεν ἐσαρκώθη ὁ Θεός Πατήρ. Ἡ βάσις ἐπί τῆς ὁποίας εἰκονίζεται συμβολικῶς ὁ Θεός Πατήρ, ἔγκειται εἰς τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν τάς ὁποίας ἡ Ἁγία Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐντέλλεται νά εἰκονίζωνται.

Ἡ ἐν μόσχᾳ Σύνοδος τοῦ 1666 δέν ἀναφέρεται καθόλου εἰς τήν πραγματικήν βάσιν τῆς εἰκονογραφήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός, εἰς τάς ὁράσεις τῶν Ἁγίων Προφητῶν, καί διά τοῦτο εἶναι λανθασμένο καί αὐτό τό ἐπιχείρημα τῶν Νεοεικονομάχων.

3.- Ἀπαγορεύεται βάσει τῶν ἀποφάσεων τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἐδῶ θά ἀσχοληθοῦμε ὀλίγον μέ τούς φανατικούς Νεοεικονομάχους, τούς αὐτοαποκαλουμένους νεοφωτίστους εἰς τό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. «Εἴμεθα καί ἡμεῖς κάποτε ἐν τῆ πλάνῃ!» («Ὀρθόδοξος Πνοή», Τεῦχος 187) - Ἔτσι γράφουν τώρα οἱ Νεοεικονομάχοι κ.κ. Κύρηκος κοντογιάννης, «ἐπίσκοπος», καί Ἐλευθέριος Γκουτζίδης, θεολόγος, ἀναφερόμενοι εἰς τά προηγούμενα Ὀρθόδοξα δημοσιεύματά των περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Δέν θά σχολιάσωμε τάς πλάνας των, ἀλλά μόνον θά ρίξωμε μίαν ματιάν, εἰς τό πῶς διαστρέφουν τά Ἁγιοπατερικά κείμενα, πῶς τά ἀλλάζουν καί πῶς τά παρεξηγοῦν μέ πολύ πονηρόν τρόπον, διά νά περάσουν τό πονηρόν μήνυμά των. Ἔτσι δικαιολογοῦν τήν ὕπαρξίν των καί τήν κατά καιρούς Ἐκκλησιαστικήν των κατάστασιν. Καταπραΰνουν τάς συνειδήσεις τῶν ἁπλῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι διερωτῶνται διατί πρίν μερικά χρόνια ἔγραφον καί ἐδημοσίευον ἐντελῶς διαφορετικά καί ἄκρως ἀντίθετα μέ αὐτά τά ὁποῖα διδάσκουν σήμερον.

Γράφουν λοιπόν εἰς τό περιοδικόν των, «Ὀρθόδοξος Πνοή» Τεῦχος 187: «Τί λέγει ὅμως ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος περί τῆς εἰκονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός ἤ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποίαν σεῖς ΑΣΕΒΩΣ μορφοποιεῖτε καί εἰκονίζετε εἰδωλικῶς, καί δή διαιρετήν καί ἑτερουσίαν!.. Διατί ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἐθεσμοθέτησεν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός καί κατ' ἐπέκτασιν εἰκόνα τῆς Ὁμοουσίου ἀλλά καί ὑπερουσίου τρισυποστάτου Μιᾶς Θεότητος; Εἰς τήν πρός τόν εἰκονομάχον Λέοντα Ἐπιστολήν του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ρώμης γράφει: «…ἰδόντες τόν Κύριον, καθώς εἶδον, ἱστορήσαντες ἐζωγράφησαν. Ἰδόντες Ἰάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου, καθώς εἶδον, αὐτόν ἱστορήσαντες ἐζωγράφησαν. Ἰδόντες τόν πρωτομάρτυρα Στέφανον, καθώς εἶδον, αὐτόν ἱστορήσαντες ἐζωγράφησαν, καί κατ' ἔπος, ἰδόντες τά πρόσωπα τῶν μαρτύρων τῶν ἐκχυσάντων τό αἷμα ὑπέρ Χριστοῦ, ἐζωγράφησαν, καί θεωρήσαντες λοιπόν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ οἱ ἄνθρωποι, ἀφέντες τάς προσκυνήσεις τοῦ διαβόλου, ταύτας προσεκύνησαν, οὐ λατρευτικῶς, ἀλλά σχετικῶς, ποῖόν σοι φαίνεται, βασιλεῦ, δίκαιον, ταύτας τάς εἰκόνας προσκυνεῖσθαι, ἤ τάς τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου;» (Αὐτόθι [Πρακτικά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων] 713/211).

Ἐδῶ εἶναι καθαρά ἡ παραπληροφόρησις τήν ὁποίαν ἐπιχειροῦν. Τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Πάπα Ρώμης δέν ἀναφέρεται καθόλου εἰς τόν Θεόν Πατέρα ἤ εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα. Πῶς λοιπόν εἰς τήν εἰσήγησίν των γράφουν; «Τί λέγει ὅμως ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος περί τῆς εἰκονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός ἤ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποίαν σεῖς ΑΣΕΒΩΣ μορφοποιεῖτε καί εἰκονίζετε εἰδωλικῶς, καί δή διαιρετήν καί ἑτερουσίαν»;

Συνεχίζοντες οἱ νεοφώτιστοι Νεοεικονομάχοι γράφουν: «Εἰς τήν ἰδίαν ἐπιστολήν του ἀντιμετωπίζει τούς κατηγόρους, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον εἴδωλα τάς εἰκόνας καί ὅτι εἰκονίζομεν τήν ἀόρατον θείαν φύσιν. «Διά τί τόν Πατέρα τοῦ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐχ ἱστοροῦμεν καί ζωγραφοῦμεν; Ἐπειδή οὐχ οἴδαμεν τίς ἐστιν, καί Θεοῦ φύσιν ἀδύνατον ἱστορῆσαι καί ζωγραφῆσαι, καί εἰ ἐθεασάμεθα καί ἐγνωρίσαμεν, καθώς τόν υἱόν αὐτοῦ, κἀκεῖνον ἄν εἴχομεν ἱστορῆσαι καί ζωγραφῆσαι, καί ἴνα κἀκείνου τόν χαρακτῆρα εἴδωλον ἀποκαλῆς. Μαρτυρόμεθά σοι ὡς ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, εἴσελθε πάλιν εἰς τήν ἀλήθειαν, ὅθεν ἐξῆλθες, ἀπόρριψον τήν ὑψηλοφροσύνην, καί τό πεῖσμά σου κατάργησον, καί γράψον παντί καί πανταχοῦ, καί ἀνάστησον οὕς ἐσκανδάλισας καί ἀπετύφλωσας» (Αὐτόθι σελ. 211/718).

Ἡ ἀνωτέρω παράθεσις εἶναι τό δυνατότερον ἴχνος ἐρείσματος τό ὁποῖον θά ἠδύναντο νά ἀνεύρουν οἱ Νεοεικονομάχοι εἰς τά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τί τό μεμπτόν ὅμως κάνουν; Δημιουργοῦν τεχνιέντως λάθος ἐντύπωσιν διά νά στηρίξουν τήν ἀστήρικτον Αἵρεσίν των καί πολεμικήν.

Πρῶτον, τήν Ἐπιστολήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ρώμης πρός τόν Αὐτοκράτορα λέοντα τήν ἀναβαθμίζουν ὡς Φωνήν τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ τό νά τήν παραθέτουν μετά τό ἐρώτημα, «Τί λέγει ὅμως ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος περί τῆς εἰκονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός ἤ τῆς Ἁγίας Τριάδος»; Τό ὅτι ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου εἶναι καταχωρημένη εἰς τά Πρακτικά τῆς Συνόδου δέν σημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ μέρος τῶν Ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας αὐτῆς Συνόδου. Εἰς τά Πρακτικά καταχωρῶνται ὅλα τά διαθέσιμα κατά τήν συνεδρίασιν κείμενα, ἀκόμη καί τῶν ἐναντίων. Διά νά ἀποφεύγεται λοιπόν ἡ ἐπιχειρουμένη παραπλάνησις μέσῳ τῆς δημιουργίας ἐντυπώσεων, καλόν εἶναι νά γίνῃ κατανοητόν ὅτι ἡ διατύπωσις τοῦ Ἁγίου δέν ἀποτελεῖ εἰς τήν παροῦσαν περίπτωσιν διατύπωσιν Συνοδικοῦ Ὅρου.

Δεύτερον, ἡ ἐν λόγῳ Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ρώμης πραγματεύεται τήν προσκύνησιν τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων ἐν γένει καί μόνον ἐν παρόδῳ ἀναφέρεται εἰς τήν εἰκονογράφησιν τοῦ Θεοῦ Πατρός, χωρίς νά παρουσιάζῃ ἐνδελεχῆ μελέτην ἐπ᾽ αὐτῆς. Θέμα του δέν εἶναι τό ἐρώτημα ἐάν εἰκονίζεται ὁ Θεός Πατήρ, ἀλλά τό ἐάν προσκυνοῦνται αἱ εἰκόνες ἤ εἶναι εἴδωλα καί πρέπει νά πολεμοῦνται.

Τρίτον, τό σκεπτικόν τῆς διατυπώσεως ἔχει ὡς ἄξονα περιστροφῆς τό ὅτι «Θεοῦ φύσιν ἀδύνατον ἱστορῆσαι καί ζωγραφῆσαι». Αὐτό ἐγείρει ἐρωτηματικά. Διατί ἐπιχειρηματολογεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπον ὁ Ἅγιος; Ποῖον ἐρώτημα ἀπαντᾶ; Τό ἐάν εἰκονίζεται ἡ Θεϊκή Φύσις ἤ τό ἐάν εἰκονίζεται τό πρῶτον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Πατήρ; Ἱστορικῶς ἐξετάζοντες τό θέμα προκύπτει ὅτι τό ἐρώτημα τῆς ἐποχῆς ἦτο τό πρῶτον καί ὄχι τό δεύτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντιμετώπιζε τό ἐρώτημα τοῦ ἐάν εἰκονίζεται ὁ Θεός Πατήρ. Ἡ Ἐκκλησία τήν ἐποχήν ἐκείνην ἐκατηγορεῖτο ὅτι εἰκονίζει τήν Θείαν Φύσιν.

Ὅμως, ἐπειδή ὁ Θεός Πατήρ, ὡς ὁ πρῶτος καί μόνος Αἴτιος τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ καί τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ πηγή τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί τῆς Θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συμβαίνει νά προσωποποιῇ ὁ Ἅγιος τό ἐρώτημα τῆς Θείας φύσεως εἰς τόν Ἀναίτιον Θεόν Πατέρα. καί ἐνῶ γράφῃ, «Διά τί τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐχ ἱστοροῦμεν καί ζωγραφοῦμεν;» ἀπαντᾶ τό ἐρώτημα, «Διά τί τήν Θείαν Φύσιν καί Οὐσίαν οὐχ ἱστοροῦμεν καί ζωγραφοῦμεν;» Ἐπειδή δέν τήν γνωρίζομεν, οὐχ οἴδαμεν καί οὐκ ἐθεασάμεθα.

Εἶναι ἐντυπωσιακή λοιπόν καί ὄχι ἀληθής ἡ ἐκ μέρους τῶν Νεο-εικονομάχων χρῆσις τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Πάπα Ρώμης.

Παρομοία ἦτο καί ἡ τῶν μονοφυσιτῶν χρῆσις τῆς διατυπώσεως τοῦ Ἁγίου κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», τόν ἐξ ἴσου πονηρόν σκοπόν εἶχε, τήν πλάνην, καί εἰς τό ἴδιον τέλος κατέληγε, τήν ἀπώλειαν.

Εἰς τήν συνέχειαν, οἱ νεοφώτιστοι Νεοεικονομάχοι, ἀφήνοντες τόν Ἅγιον Γρηγόριον Ρώμης καί ἀναλαμβάνοντες τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς τήν ἔγγραφον Ἀπόφασιν, γράφουν:

«Καί πάλιν ἐν τῆ Ε΄ Πράξει τῆς ἰδίας Ἁγίας Συνόδου, ρητῶς κηρύσσεται ὅτι ἡ θεία φύσις δέν περιγράφεται καί δέν ζωγραφίζεται, ἀλλά μόνον ἡ ἀνθρωπότης τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου: «…τοῦ δέ Θεοῦ εἰκόνας ποιοῦμεν, λέγω δή τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς ὤφθη ἐπί τῆς γῆς, καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη, τοῦτον γράφοντες, καί οὐχ ὡς νοεῖται φύσει Θεός, ποία γάρ ὁμοίωσις, ἤ ποῖον σχῆμα τοῦ ἀσωμάτου καί ἀσχηματίστου Λόγου τοῦ Πατρός; Πνεῦμα γάρ ὁ Θεός, ὡς γέγραπται, τουτέστιν ἡ τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος φύσις, ἀλλ' ἐπεί εὐδοκίᾳ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός κατελθών ὁ Μονογενής αὐτοῦ Υἱός καί Θεός Λόγος ἐξ οὐρανῶν, ἐσαρκώθη διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί τῆς ἀχράντου Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας, τήν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ γράφομεν, οὐχί τήν ἀσώματον Θεότητα» (Αὐτόθι σελ. 814/314).

Τί λοιπόν καταφέρουν νά ἀποδείξουν ἐδῶ, «Ὀρθόδοξος Πνοή» Τεῦχος 187, διά τῆς ἐπικλήσεως τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ τῆς Νεοεικονομαχίας νεοφώτιστοι;

Ὅτι ΔΕΝ εἰκονίζεται ὁ Θεός Πατήρ;

Ὅτι ΔΕΝ εἰκονίζεται ἡ Ἁγία Τριάς; κάθε ἄλλο μόνον τό αὐτονόητον:

Ὅτι ΔΕΝ εἰκονίζεται ἡ Θεϊκή Φύσις. Ὅτι ΔΕΝ εἰκονίζεται ἡ τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος Φύσις.

Μήπως ἀποδεικνύουν ὅτι ἐκ τῶν Τριῶν Θεαρχικῶν Προσώπων ΜΟΝΟΝ ὁ Χριστός δύναται νά εἰκονίζεται; κάθε ἄλλο. μόνον τό αὐτονόητον: Ὅτι τόν Χριστόν εἰκονίζομεν κατά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν καί ὄχι κατά τήν Θεϊκήν.

Τό ἀνωτέρω κείμενον τῆς Ε´ Πράξεως τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν ἔχει οὐδεμίαν σχέσιν μέ τήν Αἱρετικήν ἐπιδίωξιν τῶν Νεοεικονομάχων οἱ ὁποῖοι μάχονται κατά τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός καί κατά τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Εἶναι πασιφανές ὅτι τό κείμενον ἀπευθύνεται ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν τάς εἰκόνας ὡς περιγραφάς τῆς Θείας Φύσεως καί ὄχι ὡς συμβολικάς παραστάσεις τῶν ὁράσεων τῶν Προφητῶν.

Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἐδέχθη τάς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς περιγραφάς τῆς Θείας Φύσεως, ὅπως εἴδομεν καί εἰς τήν ἀρχήν.

Πρέπει νά τονισθῇ ὅτι ἡ Ἁγία καί μεγάλη 7η Οἰκουμενική Σύνοδος μακαρίζει αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέχονται καί εἰκονίζουν τάς προφητικάς ὁράσεις. Κάθε χρόνο διαβάζομε τήν κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας:

«Τῶν τάς προφητικάς ὁράσεις, ὡς αὐτό τό Θεῖον αὐτάς ἐσχημάτισε καί διετύπου, εἰδότων καί ἀποδεχομένων καί πιστευόντων, ἅπερ ὁ τῶν Προφητῶν χορός ἑωρακότες διηγήσαντο, καί τήν τῶν Ἀποστόλων καί εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφον καί ἄγραφον παράδοσιν κρατυνόντων, καί διά τοῦτο εἰκονιζόντων τά Ἅγια καί τιμώντων, αἰωνία ἡ μνήμη».11

Ἡ ἰδία Ἁγία Σύνοδος Ἀναθεματίζει ἐπίσης αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται νά εἰκονίσουν τάς Προφητικάς ὁράσεις:

«Τοῖς τάς μέν προφητικάς ὁράσεις, κἂν μη βούλοιντο, παραδεχομένοις, τάς δ’ ὀφθείσας αὐτοῖς εἰκονογραφίας, ὦ θαῦμα! καί πρό σαρκώσεως τοῦ Λόγου μή καταδεχομένοις, ἀλλ’ ἢ αὐτήν τήν ἄληπτόν τε καί ἀθέατον οὐσίαν ὀφθῆναι τοῖς τεθεαμένοις κενολογοῦσιν, ἢ εἰκόνας μέν ταῦτα τῆς ἀληθείας, καί τύπους, καί σχήματα ἐμφανισθῆναι τοῖς ἑωρακόσι συντιθεμένοις, εἰκονογραφεῖν δέ ἐνανθρωπήσαντα τόν Λόγον, καί τά ὑπέρ ἡμῶν αὐτοῦ πάθη οὐκ ἀνεχομένοις, Ἀνάθεμα α΄ ».12

Ἄραγε ὄχι μόνον δέν ἀπαγορεύει ἡ Ἁγία Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος τήν εἰκόνα τοῦ Συνθρόνου τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τόν Πατέρα ὡς Παλαιόν τῶν Ἡμερῶν, ὅπως ἔχει ἐμφανισθῆ εἰς τούς Προφήτας, ἀλλά ἀναθεματίζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τήν εἰκονογράφησιν τῶν προφητικῶν ὁράσεων καί μακαρίζει αὐτούς οἱ ὁποῖοι τάς δέχονται.

4.- Δέν εἶναι κανονική καί Ὀρθόδοξη διότι εἰκονίζει τόν Θεόν Πατέρα τόν ὁποῖον κανείς δέν ἔχει ἰδεῖ ποτέ. «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε» (Ἰωάν. ι-18).

Οἱ νέο-εικονομάχοι διαδίδουν μεταξύ ἄλλων καί τήν προπαγάνδα ὅτι ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀντιτίθεται ἀκόμη καί εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν. Ἄς ἰδοῦμε ὅμως τί μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν 15ην Ὁμιλίαν του, ἀκριβῶς ἐπάνω εἰς τήν σχετικήν περικοπήν τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὁποίαν χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοεικονομάχοι:

«Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· ὁ Μονογενὴς Υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. . . . Τί οὖν ἐροῦμεν τῷ μεγαλοφωνοτάτῳ Ἠσαΐᾳ λέγοντι· Εἶδον τόν Κύριον καθήμενον ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου; Τί δέ τῷ Ἰωάννῃ προσμαρτυροῦντι αὐτῷ ὅτι ταῦτα εἶπεν, ὃτε εἶδε τήν δόξαν αὐτοῦ; Τί δέ τῷ Ἰεζεκιήλ; Καί γάρ καί αὐτός ἐπί τῶν Χερουβίμ καθήμενον αὐτόν ὁρᾷ. Τί δέ καί τῷ Δανιήλ; καί γάρ αὐτός φῃσιν· Ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν ἐκάθητο…. Καί ἕτεροι δέ αὐτόν ἑωράκασι. Πῶς οὖν ὁ Ἰωάννης εἶπεν, Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε; Δηλῶν ὃτι πάντα ἐκεῖνα συγκαταβάσεως ἦν, οὐκ αὐτῆς τῆς οὐσίας ….. Καί τοῦτο διά προφήτου τινός ὁ Θεός καί Πατήρ ἐμφαίνων ἔλεγεν· Ἐγώ ὁράσεις, φησίν, ἐπλήθυνα, καί ἐν χερσί Προφητῶν ὡμοιώθην, τουτέστι, συγκατέβην, οὐ τοῦτο ὅπερ ἤμην ἐφάνην».13

Ἐδῶ μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος τό τί σημαίνει «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς ἐξηγεῖ τό τί ἀκριβῶς γράφει ὁ Εὐαγγελιστής. Γράφει διά τήν Θεϊκήν οὐσίαν καί ὄχι διά τάς συγκαταβατικάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν εἰς τάς ὁποίας στηρίζεται ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος, «πάντα ἐκεῖνα συγκαταβάσεως ἦν, οὐκ αὐτῆς τῆς οὐσίας».

Ἀποστομώνει ὁ Ἅγιος ἐπίσης αὐτούς οἱ ὁποῖοι διαδίδουν ὅτι μόνον ὁ Υἱός ἐμφανίσθη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην καί ποτέ ὁ Πατήρ. «Καί τοῦτο διά Προφήτου τινός ὁ Θεός καί Πατήρ ἐμφαίνων ἔλεγεν· Ἐγώ ὁράσεις, φησίν, ἐπλήθυντα…».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει:

«Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἐβρ. Α´, 1-2).

Μέ πολλούς τρόπους καί πολλάς φοράς ὁ Θεός Πατήρ ἔχει φανερωθῆ εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην διά μέσῳ τῶν Προφητῶν καί εἰς τήν καινή Διαθήκη διά μέσῳ τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ, τοῦ κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί ἄλλο χρειάζονται οἱ Νεοεικονομάχοι διά νά σταματήσουν νά παρασύρουν τούς ἁπλοϊκούς; Ἤ μᾶλλον μέχρι πότε θά τούς κοροϊδεύουν.

5.- Ὅλαι αἱ Προφητικαί Ὁράσεις εἶναι «Χριστοκεντρικαί».

Ἡ ὀνομασία «Παλαιός τῶν Ἡμερῶν» ὅπως καί τό ὄνομα «Θεός» ἀνήκει καί εἰς τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τόν υἱόν ὅπως διαδίδουν οἱ Νεοικονοκλάστες. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τό 1994 ἀνέθεσε εἰς τούς θεολόγους νά προσφέρουν τήν γνώμη τους εἰς τά δύο τμήματα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, σχετικά μέ τούς μακαρισμούς, Αἰωνία ἡ μνήμη εἰς ὅσους δέχονται καί εἰκονογραφοῦν τας ὁράσεις τῶν προφητῶν καί μέ τό Ἀνάθεμα εἰς ὅσους δέν τούς δέχονται. μετά ἀπό μελέτην μερικῶν μηνῶν, τήν 19-03-1995, γράφουν πέντε (5) ἀπό αὐτούς:

«καί τά δύο αὐτά τμήματα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουν χαρακτῆρα καθαρῶς Χριστοκεντρικόν».

Δηλαδή, ὅταν οἱ Προφῆται διηγοῦνται τάς ὁράσεις των εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, ὅλαι αἱ Θεοφάνειαι εἶναι τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Παλαιός τῶνἩμερῶν εἰς τάς προφητικάς ὁράσεις ἦτο πάντοτε ὁ Χριστός καί πουθενά δέν ἦτο ὁ Θεός Πατήρ.

Οἱ πέντε οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν τό κείμενο εἶναι: Ἀρχιμανδρίτης κήρυκος κοντογιάννης, Ἱερομόναχος Νεόφυτος Τσακίρογλου, μοναχός Μάξιμος Τσακίρογλου, Ἀνέστης Χατζῆς, Δημήτριος Κάτσουρας.

Αὐτοί οἱ πέντε κύριοι ἀνήκουν εἰς τήν ὁμάδα τῶν Νεοεικονομάχων καί ἀρνοῦνται τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι, ὅπως λέγουν, ὁ Θεός δέν εἰκονίζεται καθώς «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε». Διδάσκουν ὅτι εἰς ὅλας τάς Θεοφανείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦτο μόνον ὁ Υἱός. κατ᾽ αὐτούς, ὅταν ὁ Θεός ἐμφανίσθηκε εἰς τούς Προφήτας καί εἰς τούς Πατριάρχας καί ἐμίλησε μαζί τους, ἡ ἐμφάνισις αὐτή ἦτο τοῦ Υἱοῦ καί ΟΧι τοῦ Πατρός.

Ἄς ἰδοῦμε ὅμως, τί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν Ἁγίων της:

1.- Ἄς ἀρχίσωμεν ἀπό τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην, ὁ ὁποῖος εἰς τό Πηδάλιον γράφει εἰς τά προλεγόμενα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:

«ὅτι καί ὁ Ἄναρχος Πατήρ πρέπει νά ζωγραφίζεται καθώς ἐφάνη εἰς τόν προφήτην Δανιήλ ὡς Παλαιός ἡμερῶν».14

2.- Ἡ Ἁγία Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, εἰς τήν Η´ Πρᾶξιν αὐτῆς λέγει:

«Πιστεύοντες εἰς ἓνα Θεόν ἐν Τριάδι ἀνυμνούμενον, τάς τιμίας αὐτοῦ εἰκόνας ἀσπαζόμεθα».15

3.- Ὅ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν σχολιάζῃ τό ὅραμα τοῦ Προφήτου Δανιήλ λέγει:

«Πατέρα καί Υἱόν οὗτος καί πρῶτος καί μόνος ὁρᾶ, ὡς ἐν ὂψει».16

4.- Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος περί τοῦ Ὁράματος τοῦ Δανιήλ λέγει:

«Καί ὡς ὁ Δανιήλ, εἶδεν τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν, τοῦτο ὀπτασία τοῦ ΠΑΤΡΟΣ».17

5.- Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περί τοῦ αὐτοῦ Ὁράματος τοῦ Δανιήλ λέγει:

«Ἀλλά καί πατέρα τόν Δαβίδ οὗτος ἔχει, . . . ὡς εἶναι τόν τεχθησόμενον Θεόν ὁμοῦ καί ἄνθρωπον, υἱόν τε ἀνθρώπου καί υἱόν Θεοῦ, παρά Θεοῦ καί Πατρός ὡς ἄνθρωπος τήν ἀδιάδοχον Βασιλείαν λαμβάνοντα, ὡς εἶδε καί προανεκήρυξεν ὁ Δανιήλ· «ἐθεώρουν γάρ», φησίν, «ἕως οὗ θρόνοι ἐτέθησαν καί Παλαιός Ἡμερῶν ἐκάθισε· καί ἰδού ὡς υἱός ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ καί μέχρι τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν ἔφθασε, καί αὐτῷ ἐδόθη ἡ τιμή καί ἡ ἐξουσία».18

Ὑπάρχουν καί ἄλλαι πολλαί πατερικαί καί λειτουργικαί μαρτυρίαι αἱ ὁποῖαι μᾶς διδάσκουν ὅτι ἐφανερώθη καί ὁ Πατήρ εἰς τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν, ὄχι μόνον ὁ Υἱός, ὅπως προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν οἱ Νεοεικονομάχοι. Ἡ 7η Οἰκουμενική Σύνοδος μακαρίζει αὐτούς οἱ ὁποῖοι παραδέχονται καί εἰκονίζουν τάς προφητικάς ὁράσεις, Εἰς τάς ὁράσεις τῶν Προφητῶν περιέχονται καί ὁράσεις τοῦ Πατρός, καί αὐτή εἶναι ἡ βάσις τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τόν Πατέρα ὡς Παλαιόν Ἡμερῶν εἶναι Ὀρθόδοξος καί προσκυνητή. Εἶναι ἑδραιομένη εἰς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί εἰς Διδαχάς Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων. Ὅσοι διώκουν τήν εἰκόνα αὐτήν καί δέν τήν προσκυνοῦν, ὅπως οἱ Νεοεικονομάχοι τοῦ 20οῦ αἰῶνος οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν εἰς τό ση-μεῖον νά δημιουργήσουν καί σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τό 1995, καθώς καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς, κουβαλοῦν μαζί τους τό Ἀνάθεμα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί φυσικά εὑρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας.

Εὐχόμεθα εἰλικρινῶς ὁ Τριαδικός Θεός νά φωτίσῃ τούς πρώην ἀδελφούς μας οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύθηκαν τούς Νεοεικονομάχους να μήν τούς ἐνθαρρύνουν μέ τό νά τούς ἀκολουθοῦν.

Μέ αὐτά τά λίγα νομίζω πῶς ἀπερρίφθησαν τά ἐπιχειρήματα τῶν Νεοεικονομάχων.

Ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι Ὀρθόδοξος και προσκυνητή, Ἡ προσκύνησίς της ἀποτελεῖ παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, Ἡ ὕπαρξίς της εἶναι θεμελιωμένη εἰς πάρα πολύ στερεά θεμέλια, αὐτά τῶν Ἀποφάσεων Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

____________________________________________________________________________

1 (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 347/847).

2 (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 297/797).

3 (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 342/842).

4 Θεοδώρου Ἡγουμένου τοῦ Στουδίτου, Ἀντιρρητικός, P.G. 99, 405A.

5 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, P.G. 94, 1344-1345.

6 Θεοδώρου Ἡγουμένου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, 1640).

7 Ἡ ἀνωτέρω μαρτυρία εἶναι προσβάσιμος εἰς τόν διαδικτυακόν τόπον: http://psalter.library.uu.nl/images/FOL_064V.JPG

8 Ἡ Δράση τοῦ Καθολικισμοῦ στίς Ἑλληνικές Χῶρες στά 1600-1700, Α. βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τόμ. Γ´, Θεσσαλονίκη 1968.

9 Κώδιξ τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ Α.Μ., σελ. 90-91.

101ΝΑ ΄ Πρακτικόν τῆς ἐν Μοσχοβίᾳ Συνόδου ἐπί Καθαιρέσει τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος 1666-67.

11 Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας.

12 Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας.

13 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, P.G. 59, 97-98

14 Πηδάλιον, ἔκδοσις Ἀστήρ, σελίς 320.

15 Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 383/883.

16 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, P.G. 56, 233.

17 Ἁγίου Ἐπιφανίου

181Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ιΔ´, 11.

περί της δημιουργίας του κόσμου αγίου Νεκταρίου Τι καλείται κόσμος;

περί της δημιουργίας του κόσμου
αγίου Νεκταρίου

Τι καλείται κόσμος;


—Κόσμος καλείται το σύνολον της δημιουργίας, ένεκα της τάξεως και αρμονίας της επικρατούσης εν αύτη. Διαιρείται δε η δημιουργία εις τον ορατόν και τον αόρατον κόσμον, και ορατός μεν κόσμος εστίν η ένυλος φύσις• αόρατος δε κόσμος εστίν η άυλος φύσις, ήτοι οι άγγελοι και η ψυχή του ανθρώπου (1).

Τι διδάσκει η Εκκλησία περί της δημιουργίας του κόσμου;

—Ότι ο Θεός(2) έκτισε τον κόσμον εις εξ ημέρας (3) εκ του μηδενός (4) εξ υπερβολής της αυτού αγαθότητας και βουλήσεως (5) και μόνω τω λόγω (6), επειδή είπε και εγένετο• ώστε ο κόσμος εστίν έργον μόνης της θείας δυνάμεως και σοφίας (7).

Εις πόσον χρόνον λέγει η Άγ. Γραφή ότι έκτισεν ο Θεός τον κόσμον;

—Η Π. Δ. λέγει, ότι ο Θεός έκτισε τον κόσμον εις εξ ημέρας (Γεν. κεφ. α'), ότι την μεν πρώτην εποίησεν ο Θεός τον ουρανών και την γην. Η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος, και είπεν ο Θεός «Γενηθήτω φως και εγένετο φως». Την δε δεύτερον το στερέωμα ήτοι το έκταμα του ουρανοί «και εκάλεσεν ο Θεός το στερέωμα ουρανόν» (Γεν. α' 14). Την τρίτην διεχώρισεν ο Θεός τα ύδατα εις συναγωγήν μίαν και ώφθη η ξηρά, ήτις εβλάστησε τα φυτά και τα δένδρα. Την δε τετάρτην έκτισε τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας (8). Την πέμπτην έκτισε τους ιχθύας της θαλάσσης και τα πετεινά του ουρανού και πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών κατά γένος αυτών. Την δε έκτην τα τετράποδα και τα ερπετά και τα θηρία της γης κατά γένος. Μετά δε την δημιουργίαν υλών ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον. (9)

Τι λέγει η αγία Γραφή περί της δημιουργίας;
—Ότι τα πάντα εποίησεν ο Θεός καλά λίαν.

Που έθετο ό Θεός τον Αδάμ και την Εύαν;
—Εν τω παραδείσω. (ίδε σημ. παραρτ. Ια.)




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1) Ο Δαμασκηνός λέγει τα εξής- «ο Θεός εκ του μη όντος εις το είναι παράγει και δημιουργεί τα σύμπαντα, αόρατα τε και ορατά και τον ες αοράτου και ορατού συγκείμενον ανθρωπον». (Έκδ. Όρθ. Πίστ. βιβλ. β', κεφ. ιζ'.).
(2) Γεν. α'. 1, ψαλμ. ρμε'. 5, 6, Ησαί. β'. 5 με'. 18. Ιερεμ- θ'. 12, Μάρκ. ιγ', Πραξ. δ'. 24, ιζ', 24, Αποκάλ. ι'. 6, ιδ'. 7, Εβρ. γ'. 4. Ρωμ. α'. 19, α'. Κορ. ια'. 12, Εφεσ. γ'. 9, Δαμασκ. έκθ. πίστ. α'. 3. August Confess. XI. 4 de civ. Dei XI, 4.
(3) Γεν. α'. 1, Ψαλμ. ιζ'. 5, πη'. 2, ρα'. 26, Μάρκ. α'. 6, Ιωάν. α'. 1, Έφεσ. α'. 34, Κολ. α'. 17, Εβρ. α'. 2, Αθηναγόρ. πρεσβ. ιζ'. Κυριλλ. Αλεξανδρείας εις Ιωάν.ζ', August Confess. XI. 4 XII. 15, Confess. XI. 10.
(4) β'. Μακκαβ. ζ'. 28, Ίωάν. α. 3, Ρωμ. δ'. 17, Έβρ. ία•. 3, Τατιαν. προς Ελλην ε', Αθηναγ. πρεσβ. δ'. ιε', ιθ', Είρην, adv.Haer Ιiν 10, IV. 20. ΤertullΙ. De praescript haeret. 13, Εφραίμ ο Σύρ. εις Γένεσ. α. 1, Χρυσόστ. είς Γένεσ. όμ. β', Lactant. Divin insit. II. 9. Οι περί τον Ερμογένη εδόξαζον, ότι ο κόσμος εκτίσθη εκ της ύλης προυπαρχούσης αιωνίως (Τertull. Adv. Hermogenem II, Ευσέβ. εκκλ. ίστορ. ε'. 21). Σιμών δε ο Μάγος, Μένανδρος, Βασιλείδης, Καρποκράτης και άλλοι εδίδασκον, οτι εκ της προαιωνίου ταύτης ύλης διέπλασαν τον κόσμον οι άγγελοι (Τertull.de praescr. haeret 46, Είρην. κατά αίρ. α'. 24, Ευσεβ. έκκλ. ίστ. δ'. 7), ο Κήρινθος, ότι ο κόσμος επλάσθη υπό κατωτέρας δυνάμεως εν αγνοία του Θεού (Είρην. adv.Haer. III. 11, August .Haer. 8), οι Οφίται, Μανιχαίοι και Πρισκιλλιανοί, ότι επλάσθη υπό του δαίμονος. Ο Ωριγένης εθεώρει τον κόσμον ως συνέπειαν αναγκαίαν και αναπόφευκτον αυτής της παντοδυναμίας του Θεού, όθεν και έλεγεν αυτόν προαιώνιον. Άπασαι αυταί αι κακοδοξίαι κατεδικάσθησαν έκπαλαι υπό της εκκλησίας. Άλλα και κατά τους μέσους αιώνας ανεφάνησαν οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι, αποδίδοντες την δημιουργίαν του κόσμου εις τον δαίμονα ή Σαταναήλ (Φώτιος κατά Μανιχ. β'. 5, Ευθύμ. Ζιγαβην. πανοπλ. κζ'.).
(5) Ψαλμ.ργ'.11,ρλδ•.6,Αποκ.δ.11,Ειρ. Haer.II. 1. Θεοδώρ. απορ. Γενές.γ. Δαμασκην.εκθ. β'. 2.
(6) Γεν. α'. 3, 6.7,9. Ψαλμ. ρμζ'. 5, Άποκ. α'. 11. Ίερεμ. λβ', 17, Κλήμ.
(7) Ψαλμ. ρλδ'. 5, παροιμ. γ'. 19, η'. 23 -30. Ιερεμ. ι'. 12, Ειρην. Adv haer II. 2, Ωριγ. περί αρχών α'. 2, Ευσέβ. Εύαγγ. προπαρ. ια'. 10, Κύριλλ. Αλεξ. εις Ιω. ιζ'. Δαμασκ. εκθ. όρθ. πίστ. α', 9.
(8) Ο Δαμασκηνός λέγει• «Τοις φωστήρσι τούτοις το πρωτόκτιστον φως ο δημιουργός εναπέθετο, ούχ ως απορών άλλου φωτός, αλλ' ίνα μη αργόν εκείνο μείνη το φως. Φωστήρ γαρ εστίν ουκ αυτό το φως, αλλά φωτός δοχείον». (Έκθες. Ορθ. Πίστ. β'. κβ'.).
(9) Πολλοί, και πάλαι (οίον οι γνωστικοί, οι Μανιχαίοι, οι περί τον Μαρκίωνα κλπ.) και νυν, εθεώρουν τον κόσμον ως άκρως ατελή και πλήρη ελλείψεων και κακών, και απέδιδαν την αιτίαν τούτου ή εις τον Θεόν ή εις άλλην τινά αντίθετον και αντίπαλον αρχήν του κακού• δόξα, ην κατεδίκασεν αείποτε η Εκκλησία. Άλλοι πάλιν εθεώρησαν και θεωρούσι τον κόσμον τόσον καλόν και τέλειον, ώστε λησμονούντες και αρνούμενοι τον Κτίστην θεοποιούσι την κτίσιν, και μάλιστα την υλικήν. Αμφότερα τα αντίθετα ταύτα άκρα εισίν εσφαλμένα, διό ο ορθόδοξος χριστιανός οφείλει ν' αποπτύη εξ ίσου τας βλασφημίας αμφοτέρων των υλοφρόνων (materialistes) και των ψευδοπνευματοφρόνων (Pseudospiritualistes). Πρβλ. Ι. Χρυσόστ. είς την β'. προς Κορ. όμ. ια'.