Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Προσευχή Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


Προσευχή Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε!
Προσευχή του Αγίου Επισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει μέσα στην αγκάλη Σου περισσότερο, από ό,τι οι φίλοι μου. Οι φίλοι με έχουν προσδέσει στην γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από την γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο.
Οι εχθροί με αποξένωσαν από τις εγκόσμιες πραγματικότητες και με έκαναν έναν ξένο και άσχετο κάτοικο του κόσμου. Όπως ακριβώς ένα κυνηγημένο ζώο βρίσκει ασφαλέστερο καταφύγιο από ένα μη κυνηγημένο, έτσι και εγώ, καταδιωγμένος από τους εχθρούς, έχω εύρει το ασφαλέστερο καταφύγιο, προφυλασσόμενος υπό το σκήνωμά Σου, όπου ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν να απωλέσουν την ψυχή μου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Αυτοί μάλλον, παρά εγώ, έχουν ομολογήσει τις αμαρτίες μου ενώπιον του κόσμου.
Αυτοί με έχουν μαστιγώσει, κάθε φορά που εγώ είχα διστάσει να μαστιγωθώ.
Με έχουν βασανίσει, κάθε φορά που εγώ είχα προσπαθήσει να αποφύγω τα βάσανα.
Αυτοί με έχουν επιπλήξει, κάθε φορά που εγώ είχα κολακεύσει τον εαυτό μου.
Αυτοί με έχουν κτυπήσει, κάθε φορά που εγώ είχα παραφουσκώσει με αλαζονεία.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου σοφό, αυτοί με αποκάλεσαν ανόητο.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου δυνατό, αυτοί με περιγέλασαν σαν να ήμουν νάνος.
Κάθε φορά που θέλησα να καθοδηγήσω άλλους, αυτοί με έσπρωξαν στο περιθώριο.
Κάθε φορά που έσπευδα να πλουτίσω, αυτοί με εμπόδισαν με σιδηρά χείρα.
Κάθε φορά που είχα σκεφθεί ότι θα κοιμόμουν ειρηνικά, αυτοί με ξύπνησαν από τον ύπνο.
Κάθε φορά που προσπάθησα να κτίσω σπίτι για μία μακρά και ήρεμη ζωή, αυτοί το κατεδάφισαν και με έβγαλαν έξω.
Στ' αλήθεια, οι εχθροί με έχουν αποσυνδέσει από τον κόσμο και άπλωσαν τα χέρια μου στο κράσπεδο του ιματίου Σου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Ευλόγησέ τους και πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους και κάνε τους ακόμη πιο σκληρούς εναντίον μου!
Ώστε η καταφυγή μου σε Σένα να μην έχει επιστροφή.ώστε κάθε ελπίδα μου στους ανθρώπους να διαλυθεί ως ιστός αράχνης.ώστε απόλυτη γαλήνη να αρχίσει να βασιλεύει στην ψυχή μου.ώστε η καρδιά μου να γίνει ο τάφος των δύο κακών διδύμων μου αδελφών: της αλαζονείας και του θυμού.ώστε να μπορέσω να αποθηκεύσω όλους τους θησαυρούς μου εν ουρανοίς.
α!  ώστε να μπορέσω για πάντα να ελευθερωθώ από την αυταπάτη, η οποία με περιέπλεξε στο θανατηφόρο δίχτυ της απατηλής ζωής.
Οι εχθροί με δίδαξαν να μάθω -αυτό που δύσκολα μαθαίνει κανείς- ότι ο άνθρωπος δεν έχει εχθρούς στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του!...
Μισεί κάποιος τους εχθρούς του μόνον όταν αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι δεν είναι εχθροί, αλλά σκληροί και άσπλαχνοι φίλοι!...
Είναι πράγματι δύσκολο για μένα να πω ποιος μου έκανε περισσότερο καλό και ποιος μου έκανε περισσότερο κακό στον κόσμο: οι εχθροί ή οι φίλοι.
Γι' αυτό, ευλόγησε, ω Κύριε, και τους φίλους μου και τους εχθρούς μου...   
 Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"    

Ψυχή - Νους - Νοερά προσευχή



Ψυχή - Νους - Νοερά προσευχή
Πνευματικές ανταύγειες από το Άγιον Όρος
Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής
εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη
και ελεγχομένη υπό του φωτός του νοός.
Η ψυχή είναι ζώσα ύπαρξις, απλή και ασώματος, αόρατος με τους σωματικούς οφθαλμούς κατά την φύσιν της, αθάνατος, λογική και πνευματική, άμορφος, που κατοικεί εις οργανικόν σώμα και παρέχει εις αυτό την ζωήν και την αύξησιν και την αίσθησιν. Η ψυχή έχει τον νουν, ο οποίος δεν είναι κάτι διαφορετικόν από τον εαυτόν της, αλλά ωσάν το καθαρώτερον στοιχείον της1. Όπως είναι ο οφθαλμός εις το σώμα, έτσι είναι και ο νους εις την ψυχήν. Είναι η ψυχή ελευθέρα, έχει θέλησιν και ενέργειαν, είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται κατά την θέλησίν της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει κατά φυσικήν τάξιν από την Χάριν του δημιουργού της, από την οποίαν έχει λάβη και την ύπαρξιν και την φυσικήν κατάστασιν2.

Ας κατέλθωμεν ψυχή μου εις τα βάθη σου, εις τον οίκον σου, δια να θεωρήσωμεν το κατάλυμά σου. να ίδωμεν πως έχει η κατάστασις αυτού. να επιβλέψωμεν εις την επιμέλειαν και την φροντίδα που επέδειξες δια να αρέσης εις τον Νυμφίον και Κύριόν σου.

Ας κατέλθωμεν και ας εισέλθωμεν δια του καθαρού νοός εις τα βάθη σου ψυχή μου, κατευθυνόμενοι και στηριζόμενοι δια της ευχής και ας γίνωμεν θεωροί των τραυμάτων και του σκότους που υπάρχει εκεί και ας θρηνήσωμεν δια την κατάστασίν σου.

Ο Νυμφίος Σου κρούει την θύραν και θέλει να εισέλθη εντός σου, δια να μείνη μόνος εκεί, δια να ανακλιθή εκεί. δια να δειπνήση μαζί σου. δια να ενωθή πλήρως μαζί σου και να σου χαρίση δια της ενώσεως αυτής την αιώνιαν μακαριότητα και αγάπην. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω...» (Αποκ. γ' 20).

Αλλά πώς θέλει να εισέλθει; Θέλει να είναι εκεί αυτός μόνος. Να μη μολύνη άλλος τον τόπον σου. Εάν δεν εύρη έτσι την ψυχήν σου, ο Άγιος Κύριος ο δορυφορούμενος και ανυμνούμενος υπό των Χερουβείμ, δεν εισέρχεται.

Μπορείς να ειπής μαζί με τον προφήτην Δαβίδ: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και, πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Ανταποκρίνεσαι εις την αγάπην του Κυρίου, όπως ο ίδιος παραγγέλει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. κβ' 37). Αγαπάς και αναζητείς τον Νυμφίον σου Χριστόν όπως η ασματίζουσα Νύμφη, η οποία διακαώς επιποθεί αυτόν και λέγει: «εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου. εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον μητρός μου και εις ταμείον συλλαβούσης με» ('Ασμα γ' 4) 3.

Ψάλλε τον αναβαθμόν και σκίρτα από χαρά: «Η καρδία μου προς σε Λόγε υψωθήτω. και ουδέν θέλξει με των του κόσμου τερπνών, προς χαμαιζηλίαν» (αντίφωνον γ' του δ' ήχου). Ω ενυπόστατε Λόγε και Υιέ του Θεού, εις εσένα ας υψωθή η καρδία μου. Τούτο θα γίνη όταν μελετάς το άπειρον ύψος της μεγαλειότητος του Θεού, το ακατάληπτον της σοφίας του, το μέγεθος της δυνάμεώς του, το απεριόριστον της αγαθότητός του, την υπέρ νουν ωραιότητά του και το γλυκύτατον και υπερούσιον φως του. Εάν τούτο πράξης δεν θα γλυκαίνεται η επιθυμία σου εις τα τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε θα αγαπάς την ματαιότητα, αλλά θα ανάψης από τον πόθον και την αγάπην του θεού. Ποίος το βεβαιοί αυτό; Ο Μέγας Βασίλειος. «Μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες» (Ερμηνεία εις τον μδ' Ψαλμόν).

Όσον περισσότερον αγαπάς τον Άγιον Θεόν, τόσον περισσότερον γνωρίζεις αυτόν, και τότε ψυχή μου, ελκομένη εκ της θεϊκής αυτής ηδονής, θα αποστρέφεσαι ευκόλως και θα καταφρονής κάθε ηδονήν του κόσμου τούτου. Δια τούτο και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είπε: «Ο γευσάμενος των άνω, ευχερώς των κάτω καταφρονεί, ο δε εκείνων άγευστος, επί προσκαίροις αγάλλεται» (Λόγος ιστ' 15). Δια τούτο φρόντιζε να εξαλείψης από την φαντασίαν σου τις εικόνες και τα είδωλα του κόσμου τούτου. να εκριζώσης από τα βάθη σου τις προλήψεις και τις αμαρτωλές επιθυμίες και δια της επιστροφής του νοός σου εις τον οίκον σου και της λειτουργίας της νοεράς και αδιαλείπτου προσευχής να αρχίζης να τρέφεσαι από τα κάλλη του ουρανού.

Καθώς τώρα παρατηρώ τα βάθη σου ψυχή μου, βλέπω ότι πολύ απέχεις από την πρώτη εικόνα σου που σου εδώρησε ο Τριαδικός Θεός και εμόλυνες την καλλονήν σου. Σπεύσον τώρα να ευπρεπίσης και να καλλωπίσης αυτήν. Ετοιμάσου λοιπόν και λέγε μαζί με την Νύμφην: «Έχω βγάλει τον χιτώνα της αμαρτίας, πώς να τον φορέσω πάλιν; Έπλυνα τους πόδας μου, πώς να τους λερώσω πάλιν;» (Άσμα ε' 3).

Γνωρίζεις, ψυχή μου, ποίος είναι ο καλύτερος στολισμός σου; Μη νομίσης πως είναι άλλος από την ελευθερία του νοός σου. Όταν αυτός είναι ελεύθερος, τότε αποφασίζει μόνος του και ελέγχει τον οίκον σου και δεν αφήνει να εισέλθη κανείς εις αυτόν.
Τί σημαίνει ελευθερία του νοός;
Σημαίνει την απομάκρυνσιν εξ αυτού παντός νοήματος. Τότε μόνον ο νούς είναι ελεύθερος, όταν δεν έχει κανένα λογισμό και κατευθύνεται ορμητικά προς τον θεό και προσκυνεί και δοξολογεί το Άγιον Όνομα Αυτού. Αποτέλεσμα της ελευθερίας του νοός είναι η κάλυψις της ψυχής υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο πραγματικός στολισμός της ψυχής.
Όταν όμως υπάρχουν άλλοι ένοικοι μέσα σου ψυχή μου, τότε αυτοί αποκτούν δικαιώματα και σε αποσπούν από την ενότητά σου και σε κατευθύνουν όπου θέλουν. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Νικήτας ο Στηθάτος λέγων: «Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε αξιώθηκε να ελευθερωθή από την δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την ειρήνη» (Φιλ. Τόμος Γ', Β' εκατοντάδα των φυσικών κεφαλαίων, 65).
Τί πρέπει να επιδιώκουμε κατά την ώραν της προσευχής;
Τούτο άριστα μας το υποδεικνύει ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος λέγων: «Αν θέλωμε πραγματικά να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν και να συνάψωμεν μαζί του την τρισμακάριστη φιλία, ας παρουσιάσουμε τον νουν μας γυμνόν εις αυτόν, χωρίς να σέρνουμε μαζί μας κανένα πράγμα του αιώνος τούτου, ούτε τέχνη, ούτε νόημα, ούτε δικαιολογία, ακόμη και αν γνωρίζουμε όλην την σοφίαν του κόσμου» (Φιλοκ. Τόμ. Α', σελ. 286, μθ').

Κατά τον Άγιο Νείλο, είναι μακάριος ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής έχει αποδιώξει τις μορφές και τα σχήματα. «Μακάριος είναι ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής απέκτησε τελείαν αμορφίαν» (Φιλοκ. Τόμος Α', σελ. 187).

Αυτή η γυμνότης του νοός ή η αμορφία είναι η πραγματική ελευθερία του νοός και δια εσένα ψυχή μου είναι ο ωραιότερος στολισμός και αγιασμός. Όταν το επιτύχη αυτό ο νους τότε κατατρυφά απερισπάστως και ακορέστως το θείον κάλλος. «Μακάριος ο νους, ο πάντα τα όντα περάσας και της αιωνίου μακαριότητος κατατρυφών» (Φιλ. Τόμος Β', σελ. 5. Μαξίμου του Ομολογητού, περί αγάπης κεφάλαια, Εκατοντάς Πρώτη, ιθ').
Ποίον είναι το άριστον φάρμακον δια να επιτύχη
κανείς αυτήν την κατάστασιν;
Είναι ο εγκλεισμός του νοός εις το βάθος της ψυχής. Ποίοι μας το εδίδαξαν και το εφήρμοσαν αυτό;

Πρώτον μας το εδίδαξεν ο Κύριος: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου» (Ματθ. στ' 6). Ταμείον βέβαια εδώ εννοεί ο Κύριος το δωμάτιον, αλλά πολύ περισσότερον και το ενδότερον της καρδίας.

Την επιστροφήν αυτήν του νοός την διδάσκουν όλοι οι Νηπτικοί Πατέρες και λέγουν ότι πρέπει να γίνεται με την κλίσιν της κεφαλής και την κάμψιν του σώματος προς τα εμπρός. Ονομάζεται δε η επιστροφή αυτή υπό του Διονυσίου του Αεροπαγίτου κυκλική και απλανής κίνησις του νοός4.
Όπως η περιφέρεια του κύκλου έχει μια αρχή, αλλά επιστρέφει πάλι εις τον εαυτό της και ενώνεται, έτσι και ο νους, λέγοντας την ευχήν νοερώς, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, δια της κυκλικής αυτής κινήσεως ο νους επιστρέφει εις την καρδίαν και ενώνεται μετ' αυτής5. Δια τούτο και ο εξοχώτατος Διονύσιος είπε: «Ψυχής δε κίνησις εστι κυκλική, η εις εαυτήν είσοδος από των έξω και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις ώσπερ εν τινι κύκλω το απλανές αυτή δωρουμένη» (Κεφ. δ' περί θείων ονομάτων).

Και ο Μέγας Βασίλειος δια την επιστροφήν αυτήν του νοός και τον εγκλεισμόν εις τα βάθη της ψυχής λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια: «Νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται από τας αισθήσεις εις τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτόν του και δια του εαυτού του αναβαίνει εις την έννοιαν του Θεού. και με εκείνο το κάλλος περιλαμπόμενος και ελλαμπόμενος, λησμονεί ακόμη και την ίδια του την φύσι, δίχως να σύρεται η ψυχή του ούτε εις φροντίδα τροφής μήτε εις μέριμνα ενδυμάτων, αλλά, αφού παύση να ασχολήται με τις γήινες φροντίδες, όλην του την σπουδήν την μεταθέτει εις την απόκτησι των αιωνίων αγαθών» (Μ. Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 67 - Επιστολή προς τον φίλον του Γρηγόριον).
Ο Αββάς Ισαάκ διδακτικώτατα προτρέπει: «Καταδίωξον τον εαυτόν σου και θέλει καταδιωχθή ο εχθρός σου από πλησίον σου. Ειρήνευσον μετά σου και έσεταί σοι ειρηνικός ο ουρανός και η γη. Σπούδασον να εισέλθης εντός του ταμείου της καρδίας σου και θέλεις ιδή το ταμείον το ουράνιον. διότι ένα είναι και τα δύο και δια μιας εισόδου συγχρόνως βλέπονται. επειδή η κλίμαξ εκείνης της Βασιλείας είναι εντός σου κεκρυμμένη» (Ασκητικοί Λόγοι, Αββά Ισαάκ, Λόγος Α', σελ. 110).

Η προσευχή του Αγίου Όρους χθές και σήμερον*

 Η προσευχή του Αγίου Όρους χθές και σήμερον*
Αρχιμ. Αιμιλιανού Καθηγουμένου Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας
Κανείς μας δεν αγνοεί, ότι η προσευχή είναι πρωταρχική ανάγκη κάθε ψυχής, δένδρον ζωής, το οποίον τρέφει τον άνθρωπον και τον αφθαρτοποιεί, διότι τον καθιστά κοινωνόν του αϊδίου και αφθάρτου Θεού. Όπως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ψυχήν, έτσι και δεν νοείται τις ζωντανός εν Χριστώ άνευ προσευχής.

Η νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτος ενέργεια των αγγελικών ταγμάτων, ο άρτος, η ζωή και η γλώσσα των αΰλων αυτών όντων, είναι έκφρασις της αγάπης των προς τον Θεόν. Ούτω και οι μοναχοί, εν σαρκί μιμούμενοι και αγωνιζόμενοι βιούν την αγγελικήν πολιτείαν, ζωπυρούν τον θεϊκόν αυτών έρωτα διά της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.

Διά τούτο, πάλιν και πολλάκις, και μέσα εις την ιστορίαν, βλέπομεν μοναχούς που λησμονούν ακόμη και επί ώρας και ημέρας να φάγουν, ξεχνούν και τον εαυτό τους, αφωσιωμένοι εις την νοεράν ενατένισιν του Κυρίου. Πόσες φορές κτυπούσαν την θύραν αγίων ή ελάλει ο πετεινός και εκείνοι δεν αντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ο νους των ευρίσκετο εις μετάρσιον κοινωνίαν μετά του Θεού! Η προσευχή είναι δι’ αυτούς η πνευματικωτέρα άθλησις, που γίνεται αναφορά εις τον Πατέρα και Κτίστην του κόσμου, είναι θαλπωρή της καρδίας των, ανέβασμα εις τα ουράνια. είναι αγκάλιασμα και τρυφερός ασπασμός του μοναχού προς τον Νυμφίον και Σωτήρα των ψυχών μας.

Η Εκκλησία μας ζη με την προσευχήν. ζη με τας προσευχάς των τέκνων της. Βεβαίως υπάρχουν πολλά είδη προσευχής. Αν όμως θελήσωμεν να ίδωμεν ποία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Εκκλησίας, που αειρρύτως συντηρεί την πνευματικότητά της «εν παντί καιρώ και πάση ώρα», τότε θα πρέπη να ανατρέξωμεν εις τα φωτοφόρα τέκνα της, τα αποτελούντα την μοναχικήν πολιτείαν. Διότι, όπως λέγει ένας Πατήρ της Εκκλησίας, ο άγιος Ισαάκ, αύτη αποτελεί το «καύχημα της Χριστού Εκκλησίας»1 και εκφράζει το σαρκωμένον και βιωμένον Ευαγγέλιον. Είναι ο μοναχισμός το ιερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εις το οποίον διατηρούνται αλώβητα τα δόγματά της, αληθής η ευσέβεια, ακέραιον το μαρτυρικόν φρόνημα, ανόθευτος η πνευματική παράδοσις, δραστική και σωτήριος η αποστολή της, συνεχές το ηδύμολπον τραγούδι της, με το οποίον προκαλεί και εξυπνά τον ηγαπημένον Χριστόν της και θηρεύει την ολόφωτον περιστεράν, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον εκ του Πατρός εκπορεύεται.

Διά να γνωρίσωμεν δε πώς διατηρεί η Εκκλησία μέσα εις τον μοναχισμόν την προσευχήν της, την θεοπρεπή ταύτην φωνήν της, δεν χρειάζεται να τρέξωμεν μακρυά εις την Ανατολήν και Δύσιν. Εδώ, εις την γειτονιά μας, έχομεν το Άγιον Όρος, την πνευματέμφορον ιεροθήκην των παραδόσεών μας, την θεόρριπτον σανίδα, διά της οποίας διαρκώς σώζονται από τον κλύδωνα της αμαρτίας πολλοί και γεμίζουν την βασιλείαν του Θεού.

Την προσευχήν του Αγίου Όρους ποιος δεν την γνωρίζει; Αποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.

Με την βοεράν κραυγήν «Κύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Του, τον βασιλέα του Ισραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, ον φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ.

Με την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Ιησού», μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Χριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον. Με την τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Υιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός.

Εν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας. Και εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου. είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Χριστού, εις την αγίαν Εκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.

Και, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέ­ξιν «τον αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι — πάντες γαρ αμαρτωλοί εσμεν — καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Εξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.

Τί να είπωμεν, λοιπόν, αγαπητοί μου, τώρα διά την νοεράν προσευχήν, αφού εις την εποχήν μας, δόξα σοι ο Θεός, παντού γίνεται λόγος περί αυτής και απειράριθμα βιβλία εκδίδονται αναφερόμενα εις την «ευχήν»; Και τα μικρά παιδάκια πλέον την γνωρίζουν και την λέγουν. μικροί και μεγάλοι σώζονται με αυτήν.

Και είναι καλόν τούτο, ακόμη και διά το γεγονός ότι εις την Ανατολήν τα ψευδώνυμα θρησκεύματα και αι απατηλαί «ιεραποστολαί» των επιδεικνύουν την ιδικήν των δήθεν προσευχήν, που είναι όμως ψυχική, ψευδής και δαιμονική. Είμεθα χρεώσται να ανακαλύπτωμεν τον ιδικόν μας αληθή θησαυρόν, την νοεράν προσευχήν, την μνήμην του θείου ονόματος. Ορθώς λέγει ο ψαλμωδός2, ότι το όνομα του Θεού μας δίδει ζωήν. Και τί ωραία που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ότι η προσευχή είναι «ως πυρ ευφροσύνης, ως φως ευωδιάζον, Αποστόλων κήρυγμα, ευαγγέλιον Θεού, πληροφορία καρδίας, Θεού επίγνωσις, το του Ιησού αγαλλίαμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, ακτίς νοητού ηλίου, χάρις Θεού. Προσευχή εστιν ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι»3.

Ναι, μέσα εις τους αιώνας η Εκκλησία διά της ευχής, αφ’ ενός μεν ομιλεί εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε με αυτήν ενθουσιάζει τα τέκνα της και τα θεοποιεί. Ο απόηχός της γεμίζει ολόκληρον την κτίσιν και η ενέργειά της συνεργεί εις την ανακαίνισιν του κόσμου.
Και τώρα, λοιπόν, τί να είπωμεν διά το θαυμαστόν τούτο δώρημα της θείας Χάριτος, το οποίον έδωσε και εις ημάς;

Δι’ αυτό ας ερμηνεύσωμεν την έννοιαν της ευχής, να ρίψωμεν και μια ματιά εις την ιστορίαν της, να ίδωμεν και μερικάς πνευματικάς προϋποθέσεις αυτής και ωρισμένας κοινωνικάς υποχρεώσεις μας, αναγκαίας διά την προσευχήν.
* * *
Εις την Πάλαιαν Διαθήκην ο Θεός απαιτεί από τους Ισραηλίτας να αγιάζουν το όνομά Του. π.χ. εις τον Ησαΐαν αναφέρει ότι, «δι’ εμέ αγιάσουσι το όνομά μου»4. Οκτακόσια χρόνια προ του Χριστού ο Θεός διά του Προφήτου αυτού λέγει: Θα μου αποδίδουν δόξαν και θα με ομολογούν ως μόνον Άγιον, επικαλούμενοι το άστεκτον και υπερύμνητον όνομά μου. Η θεϊκή αυτή προσφώνησις είναι προσευχή, αγιασμός, δόξα και προσκύνησις του Θεού.

Ακόμη λέγει η Παλαιά Διαθήκη, ότι εν ονόματι αυτού καυχώμεθα5, εξομολογούμεθα Αύτώ6, δι’ Αυτού λυτρούμεθα7, δι’ Αυτού σωζόμεθα8, εν Αυτώ αγαλλιώμεθα9, διότι όπου το όνομα του Κυρίου εκεί και η παρουσία Του.

Και εις την Καινήν Διαθήκην, ο Κύριος εζήτει να κάνωμεν τας αιτήσεις μας προς τον Θεόν εν τω ονόματι Αυτού, του Χριστού10. Ο δε Απόστολος Παύλος, όπως ενθυμείσθε, λέγει, ότι ο Θεός εχάρισεν εις τον Υιόν Του όνομα, το υπέρ παν όνομα, ώστε εν τω ονόματί Του να Τον προσκυνώμεν προσευχόμενοι11. Την δε προ­σευχήν μας την θέλει αδιάλειπτον12.

Ο αποστολικός Πατήρ Ερμάς, θέλων τόσο πολύ να είναι εις τον νουν και εις την καρδίαν μας το όνομα του Ιησού, λέγει, ότι πρέπει να δεθώμεν με το όνομα του Χριστού, ωσάν να το έχωμε φορέσει επάνω μας και δεν το βγάζομε ποτέ13.

Ο Μέγας Βασίλειος εγνώριζε και ωμιλούσε διά την νοεράν προσευχήν, διά των αυτών λέξεων που χρησιμοποιούμεν και σήμερα. και, έλεγεν, ότι είναι η καθολική προσευχή της Εκκλησίας. Και ο ιερός Χρυσόστομος φέρεται λέγων «βοάτε από πρωί έως εσπέρας το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς»14.

Ας μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικούς ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι δεν τονίζουν τίποτε άλλο τόσον, όσον συνιστούν μοναδικώς την ευχήν.

Πολύ γνωστή μας είναι η τριάς των αγίων Ιωάννου του της Κλίμακος του ισαγγέλου, Ισαάκ του Σύρου που σε συνεπαίρνει, και του Συμεών του Νέου Θεολόγου του πνευματοδύτου. Αναλύουν την προσευχήν, και δι’ αυτούς που ζουν εις την έρημον και δι’ εκείνους που είναι εις μοναστήρια και δι’ αυτούς που είναι εις τον κόσμον.

Να ενθυμηθώμεν και τους άλλους αετούς, τον όσιον Νείλον τον υπερβάμονα, τους οσίους Βαρσανούφιον και Ιωάννην τους διακριτικωτάτους, τον Διάδοχον Φωτικής τον θαυμάσιον.

Τί να είπωμεν και διά τον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, ο οποίος μετέφερε από τα μέρη του Σινά την προσευχήν, την εζωοποίησε και την ανέπτυξεν εις το Άγιον Όρος τον ΙΔ’ αιώνα; Ασφαλώς δε, η προσευχή του Ιησού υπήρχε και προηγουμένως εις το Όρος. αλλ’ αυτός εγύρισε γην και ουρανόν, εις το Όρος και παντού διά να την διαδώση και την κατέστησε προσευχήν καθημερινήν. Βεβαίως, το Όρος και πριν ουδέποτε εστερείτο αθλητών της ευχής, κατά πρώτον ζώντων απομεμονωμένως, διότι ο ησυχασμός προεβλήθη ως η τελειοτέρα οδός πνευματικής ζωής.

Και ποιος δεν γνωρίζει ακόμη τον περίφημον Μάξιμον τον Καυσοκαλυβίτην, τον Γρηγόριον τον Παλαμάν τον παμμέγιστον, όστις συνέθεσεν άριστα την δογματικήν και πρακτικήν περί νοεράς προσευχής ορθόδοξον διδασκαλίαν, τον άγιον Κάλλιστον, τον Ισίδωρον και τον Φιλόθεον τους Πατριάρχας, και άλλους πολλούς, όπως οι Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ά., οι οποίοι και θεωρητικώς και πρακτικώς έζησαν, εφήρμοσαν και έγραψαν περί της προσευχής;

Ω, τί να ξεχωρίσωμεν από τα τόσα που έγραψε και έζησεν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νέος αυτός μυσταγωγός εις την προσευχήν και εις το πατερικόν φρόνημα των ανθρώπων και του κόσμου; Το Εγχειρίδιον του και η Φιλοκαλία είναι πλέον κλασσικοί οδηγοί εις όλον τον κόσμον.

Ας υπάγωμεν τώρα και εις μίαν Μονήν.

Γνωρίζομεν ότι εις το Μοναστήρι είναι μία αδιάλειπτος σύναξις της αδελφότητος και ολοκλήρου της καθολικής Εκκλησίας. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπήρχαν Μοναστήρια, αν δεν ήσαν, όντως, μία καθ’ ημέραν και κατά νύκτα σύναξις. Δι’ αυτό και το κέντρον της μοναχικής ζωής είναι η καθημερινή λατρευτική ζωή, και μάλιστα η Θεία Λειτουργία.

Εκεί ο μοναχός προσοικειούται και αφομοιώνει το μαρτυρικόν, ασκητικόν και λειτουργικόν φρόνημα της Εκκλησίας μας. Τα λειτουργικά κείμενα τον διαποτίζουν και γίνονται προσωπικά του βιώματα.

Συναθροίζονται οι μοναχοί εις τον Ναόν γνωρίζοντες, ότι δεν είναι μόνοι, αλλά μεθ’ όλων των αγγέλων και των αγίων, δοξάζοντες τον Θεόν και τιμώντες τον Άγιον ή την εορτήν. Η Θεία Ευχαριστία και η όλη λατρευτική συναγωγή τους προσφέρει μίαν βαθείαν αίσθησιν, ότι ο Θεός είναι παρών και αυτοί κοινωνοί Αυτού μυστηριακώς κατά Θείαν ενέργειαν. Και όσον αόρατος είναι ο Θεός, κατ’ αναλογίαν και τόσον αληθεστέρα είναι η μυστική κοινωνία και η εντρύφησις.

Η του Θεού αύτη κοινωνία, εν τη λατρεία, που είναι πρωταρχική, συνεχίζεται εν τω κελλίω και όπου αλλαχού διά της ευχής. Διότι η ευχή δεν είναι απλώς μία προσευχή. Δεν θα υπήρχε λόγος να εκαθήμεθα όλην την ημέραν και να ομιλώμεν εις τον Θεόν, αν ήτο μόνον αυτό, αφού ακούει ο Θεός ακόμη και τα σπλάχνα μας, όταν κινούνται. Καλόν αυτό, αλλ' έτι πλέον είναι η ευχή βρώσις του Χριστού, του αμνού του Θεού του παρόντος εν τη μνήμη και επικλήσει του Θείου και φρικτού και γλυκυτάτου ονόματός Του. Είναι και πόσις μεθυστικού γλεύκους της Χάριτος, που καθιστά τον άνθρωπον μετάρσιον. Όλος ο Χριστός προσλαμβάνεται και ευρισκόμεθα ημείς αντανακλώντες τας ιδιότητας του Θεού, θεοί εκ Θεού θεούμενοι, φωτιζόμενοι και μυστικώς ενεργούμενοι.

Ο μοναχός διά της νοεράς αυτής «λειτουργίας», ως λέγουν οι όσιοι Πατέρες, «αληθώς μάννα διά παντός εσθίει πνευματικόν»15. Τούτο είναι πλήρωσις, «πλείον ώδε» από το «μάννα», που συμβολικώς και προτυπωτικώς έρριχνε ο Θεός εις τους Ισραηλίτας διά να ζήσουν με αυτό. Το ωνόμασαν «μάννα», που σημαίνει: Δεν καταλαβαίνω τί πράγμα είναι αυτό. Έτσι και ημείς ημπορούμεν να λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονός είναι αυτή η ευχή, η μνήμη του Ιησού, αυτή η μυστική μετάληψις του Χριστού μας ανά πάσαν στιγμήν, όπως τότε έπιπτον εξ ουρανού αι νιφάδες του «μάννα» και ο λαός ήσθιε και ηυφραίνετο.

Επομένως βασική προϋπόθεσις νοεράς προσευχής είναι η πίστις ότι αύτη είναι αληθής Θεού κοινωνία και βάθρον θεώσεως διά των θείων ενεργημάτων του απροσλήπτου Κυρίου, όστις δι’ αυτών κατέρχεται εφ’ ημάς και ενούται μεθ’ ημών των αμαρτωλών. Ο ίδιος ο σαρκωθείς Λόγος, ο βασιλεύς των ουρανών, Αυτός που εις το εν δακτυλάκι του ημπορεί να κρατάη όλον τον ντουνιά, Αυτός κρατείται από ημάς! Και εισέρχεται εν ημίν και συνδιατρίβει και εμπεριπατεί μέσα μας. Όπως εις την θάλασσαν της Τιβεριάδος, όταν ήγρευσαν οι Μαθηταί πλήθος ιχθύων, είπεν ο Ιωάννης εις τον Πέτρον «ο Κύριος εστιν», ούτω και ημείς, όταν απλώνωμεν τα δίκτυα της προσευχής, ημπορούμεν να επαναλαμβάνωμεν «ο Κύριος εστι» μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας το βεβαιοί η Εκκλησία μας, ότι εκεί υπάρχει Αυτός. Νάτος! Παρών, ο ίδιος ο Θεός!

Διά να φωταγωγήται όμως και να λαμπρύνεται διά της παρουσίας του Κυρίου ο πιστός με την ευχήν, πρέπει να προσέχη ο ίδιος να είναι ο βίος του ανάλογος με την ζωήν που αρμόζει εις τον Θεόν. Αφού θέλει τον Θεόν, πρέπει να ζη θεοπρεπώς. Να επιδιώκη να ξεφύγη μέσα από την ανθρωπίνην μιζέρια και την κακομοιριά, να ενδυναμώνη τον εαυτό του διά της θείας δυνάμεως, να ασκήται, να γίνεται σκεύος χωρητικόν των θείων χαρισμάτων. Ακόμη, να επιθυμή την κάθαρσίν του από πάσης αμαρτίας, πληροφορούμενος από τον λόγον της αληθείας, ότι αυτό είναι κατορθωτόν. Με την έμπρακτον θέλησίν του και την ευδοκίαν του Θεού να φέρεται προς την δυνατήν απάθειαν ο ίδιος, και μάλιστα γινόμενος ολονέν θεοειδέστερος.
* * *
Τώρα έχομεν εν πρόβλημα, προκειμένου να αφιερωθώμεν εις την ευχήν. Είμεθα κεκλεισμένοι μέσα εις τας απασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, απογοητευόμεθα, ζώμεν με το άγχος, δεν κατορθώνομεν να είμεθα ελεύθεροι από λογισμούς, από πάθη, από τρικυμίας. Διά να υπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διά να είμεθα χαρούμενοι πρέπει να παίζωμεν κιθάρα ή να εύρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δεν είναι ζωή αυτή! Μας κουράζει και δεν μας αφήνει να προσευχώμεθα όσον και όπως θέλομεν.

Ελεύθερη απόδοση του ιαμβικού κανόνος των Φώτων

Ελεύθερη απόδοση του ιαμβικού κανόνος των Φώτων
Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ
Ὁ Ἰαμβικὸς Κανὼν τῶν Φώτων
σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ.
Εὐσέβιο Βίττη

Ἦχος β᾽ ᾨδὴ α΄
Ὁ Εἱρμὸς
«Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον,
Ἤπειρον αὖθις, Ἰσραὴλ δεδειγμένον.
Μέλας δὲ πόντος, τριστάτας Αἰγυπτίων,
Ἔκρυψεν ἄρδην, ὑδατόστρωτος τάφος,
Ῥώμῃ κραταιᾷ, δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου.»
Βαδίζει τὴν κυματισμένη θάλασσα ὁ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ χάρη του ξανάγινε στεριά! Καὶ ἡ μαύρη θάλασσα ἔκρυψε στὰ  σπλάχνα της τοὺς Αἰγυπτίους ἄρχοντες, θάβοντάς τους ἔτσι σὲ νερόστρωτο τάφο. Καὶ αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Κυρίου.

Ὄρθρου φανέντος τοῖς βροτοῖς σελασφόρου,
Νῦν ἐξ ἐρήμου, πρὸς ῥοὰς Ἰορδάνου
Ἄναξ ὑπέσχες, ἡλίου σὸν αὐχένα,

Χώρου ζοφώδους, τὸν Γενάρχην ἁρπάσαι,
Ῥύπου τε παντός, ἐκκαθᾶραι τὴν κτίσιν.

Ὅταν πρόβαλε ὁ σὰν λαμπρὴ Αὐγὴ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀπὸ τὴν ἔρημο στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, Ἐσύ, Βασιλιὰ Χριστέ, ἔκλινες τὸν αὐχένα σου, ἂν καὶ εἶσαι ὁ ὑπέρλαμπρος πνευματικὸς Ἤλιος. Καὶ τὸ ἔκανες αὐτό, γιὰ νὰ ἁρπάξης ἀπὸ τὸν κατασκότεινο ἅδη τὸν ἀρχηγὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὸν Ἀδάμ, καὶ νὰ καθαρίσης ὅλη τὴν κτίση ἀπὸ κάθε ρύπο.

Ἄναρχε ῥείθροις, συνταφέντα σοι Λόγε,
Νέον περαίνεις, τὸν φθαρέντα τῇ πλάνῃ ,
Ταύτην ἀφράστως, πατρόθεν δεδεγμένος,
Ὄπα κρατίστην• Οὗτος ἠγαπημένος,
Ἴσος τέ μοι Παῖς, χρηματίζει τὴν φύσιν.

Κύριε, Ἐσύ, ποὺ δὲν ἔχεις ἀρχὴ ὡς ἄναρχος, τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μαζί σου θάφτηκε στὰ νερά, τὸν κάνεις καινούργιο, γιατὶ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴ διαβολικὴ πλάνη. Ἄκουσες ἐτούτη τὴ δυνατὴ Πατρικὴ φωνή. Αὐτός, ποὺ βαφτίζεται στὰ νερά, εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου Υἱός, ἴσος μὲ ἐμένα ὡς πρὸς τὴ φύση του, Θεός.

***
ᾨδὴ γ᾽ Ὁ Εἱρμὸς
«Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα βρόχων,
Βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας,
Ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα,
Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν,
ᾯ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων.»

Ὅσοι ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ παλιὰ δεσμά, ἀφοῦ τσακίστηκαν τὰ δόντια τῶν ἀδηφάγων λεονταριῶν, ἂς χαροῦμε κι ἂς κράξουμε μὲ χαρὰ συνθέτοντας μὲ εὐγνωμοσύνη χάριν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὕμνους μελωδικούς, γιατὶ χαίρεται ὑπερβολικὰ χαρίζοντάς μας δῶρα πνευματικά.

Νέκρωσιν ὁ πρίν, ἐμφυτεύσας τῇ κτίσει,
Θηρὸς κακούργου, σχηματισθεὶς εἰς φύσιν,
Ἐπισκοπεῖται , σαρκικῇ παρουσίᾳ·
Ὄρθρῳ φάναντι, προσβαλὼν τῷ Δεσπότῃ,
Φλᾶν τὴν ἑαυτοῦ, δυσμενεστάτην κάραν.

Αὐτός, ὁ πρίν, φύτεψε τὴ νέκρωση στὴ φύση, ὁ διάβολος, ἔχοντας μεταμορφωθῆ σὲ κακοῦργο φίδι, σκοτίζεται τώρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πρόβαλε τὴν αὐγή, γιὰ νὰ συντρίψη τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐχθροῦ, ὅταν αὐτὸς ἔκανε ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ Κυρίου.

Ἕλκει πρὸς αὐτὸν τὴν θεόδμητον φύσιν,
Γαστρὸς τυράννου, συγκεχωσμένην ὂροις.
Γεννᾷ τε αὖθις, γηγενῶν ἀναπλάσει,
Ἔργον φέριστον, ἐκτελῶν ὁ Δεσπότης.
Ἷκται γὰρ αὐτήν, ἐξαλεξῆσαι θέλων.

Ὁ Κύριος τραβάει κοντά του ἀγαπητικὰ τὴ θεοκατασκεύαστη ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἦταν καταχωνιασμένη στὴν κοιλιὰ τοῦ τύραννου. Καὶ ἐκτελεῖ ὁ Κύριος θαυμασιώτατο ἔργο ἀναγεννώντας καὶ ξαναπλάθοντας τὸν ἄνθρωπο.
****

ᾨδὴ δ᾽ Ὁ Εἱρμὸς
 «Πυρσῷ καθαρθεὶς μυστικῆς θεωρίας,
Ὑμνῶν Προφήτης τὴν βροτῶν καινουργίαν,
Ῥήγνυσι γῆρυν, Πνεύματι κροτουμένην,
Σάρκωσιν ἐμφαίνουσαν ἀρρήτου Λόγου,
ᾯ τῶν δυναστῶν τὰ κράτη συνετρίβη».

Ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ φῶς μυστικῆς πνευματικῆς θεωρίας ὁ Προφήτης. Καὶ ὑμνώντας τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει νὰ ἀκουστῆ χαρούμενη κραυγὴ μὲ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ὕμνος αὐτὸς κάνει γνωστὴ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη. Διὰ μέσου αὐτοῦ τοῦ θείου Λόγου συντρίφτηκε ἡ δύναμη ἐκείνων, ποὺ καταδυνάστευαν τὸν ἄνθρωπο.

Πεμφθεὶς ὁ Πατρὸς παμφαέστατος Λόγος,
Νυκτὸς διῶσαι τὴν καχέσπερον σχέσιν,
Ἔκριζον ἥκεις, καὶ βροτῶν ἁμαρτίας,
Υἷας συνελκύσαι τε τῇ σῇ Βαπτίσει,
Μάκαρ φαεινούς, ἐκ ῥοῶν Ἰορδάνου.

Σταλμένος, φωτεινότατε Λόγε τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπωθήσης καὶ νὰ ἀπομακρύνης τὴ σκοτεινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἦρθες, Κύριε, νὰ ξεριζώσης πέρα γιὰ πέρα καὶ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη, νὰ τοὺς τραβήξης κοντά σου ὡς υἱοὺς τοῦ θεοῦ καὶ μὲ τὴ Βάπτισή Σου νὰ τοὺς μεταβάλης σὲ φωτεινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, στὰ ὁποία βαπτίσθηκες κι Ἐσὺ ὁ ἴδιος.

Αὐτὸν προσιδὼν τὸν περίκλυτον Λόγον,
Τρανῶς ὁ κήρυξ ἐκβοᾶται τῇ κτίσει,
Οὗτος προών μου, δεύτερος τῷ σαρκίῳ,
Σύμμορφος ἐξέλαμψεν ἐνθέῳ σθένει,
Ἔχθιστον ἡμῶν ἐξελεῖν ἁμαρτίαν.

Βλέποντας τὸν ἐνδοξότατο Θεὸ Λόγο κράζει μὲ δυνατὴ φωνὴ ὁ Κήρυκας τῆς μετανοίας Ἰωάννης γιὰ ν’ ἀκουστῆ ἀπὸ ὅλη τὴ Δημιουργία. Αὐτός, ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ μένα ὡς Θεός, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ μένα ὡς ἄνθρωπος ἔλαμψε μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ὡς ἄνθρωπος μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ μισητὴ ἁμαρτία.

Νομὴν πρὸς αὐτὴν τὴν φερέσβιον φέρων,
Θηρᾷ δρακόντων φωλεοῖς ἐπιτρέχων.
Ἄπλητα κύκλα καββαλὼν Θεὸς Λόγος,
Πτέρνῃ τε τὸν πλήττοντα παμπήδην γένος,
Τοῦτον καθειργνύς, ἐκσαῴζει τὴν κτίσιν.

Φέρνοντας τὴ ζωοδότρα νομὴ στὸν ἄνθρωπο, κυνηγάει, ἐδῶ κι ἐκεῖ τρέχοντας στὶς φωλιές τους τοὺς ἄγριους πνευματικοὺς δράκοντες, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες. Καὶ αὐτόν, ποὺ κλωτσοῦσε καὶ βασάνεζε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸν τὸν περιορίζει καὶ σώζει ὁλόκληρη τὴν πλάση.

ᾨδή ε΄ Ὁ Εἱρμὸς
  «Ἐχθροῦ ζοφώδους καὶ βεβορβορωμένου,
Ἰὸν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι,
Νέαν προσωρμίσθημεν ἀπλανῆ τρίβον,
Ἄγουσαν ἀπρόσιτον εἰς θυμηδίαν,
Μόνοις προσιτήν, οἷς Θεὸς κατηλλάγη».

Λουσμένοι καὶ καθαρισμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸ δηλητήριο τοῦ σκοτεινοῦ καὶ βουτηγμένου στὸ βόρβορο τῆς κακίας ἐχθροῦ, ὡδηγηθήκαμε σὲ καινούργιο δρόμο, ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πιὰ σὲ πλάνη. Αὐτὸς ὁ δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ χαρὰ ἀπλησίαστη, ποὺ εἶναι ὅμως προσιτὴ καὶ δυνατὸν νὰ τὴ νιώθουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν σημφιλιωθῆ μὲ τὸ Θεό.

Ἀθρῶν ὁ Πλάστης ἐν ζόφῳ τῶν πταισμάτων,
Σειραῖς ἀφύκτοις, ὂν διαρθροῖ δακτύλοις,
Ἵστησιν ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐξάρας ἄνω,
Νῦν ἐν πολυρρύτοισι δίναις ἐκπλύνων,

Αἴσχους παλαιοῦ τῆς Ἀδὰμ καχεξίας.
Βλέποντας ὁ Κτίστης καὶ Πλάστης Θεὸς νὰ εἶναι βυθισμένος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ δεμένος μὲ ἀδιάσπαστα δεσμά, αὐτόν, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἔπλασε, τὸν σηκώνει ψηλὰ παίρνοντάς τον στοὺς ὤμους του. Καὶ τώρα τὸν ξεπλένει στὸν μὲ πολλὰ νερὰ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸ παλιό του αἶσχος καὶ τὴν ντροπὴ τῆς κακιᾶς ἀρρώστιας καὶ ἁμαρτωλῆς καταστάσεως τοῦ Ἀδάμ.

Μετ᾽ εὐσεβείας προσδράμωμεν εὐτόνως,
Πηγαῖς ἀχράντοις ῥεύσεως σωτηρίου,
Λόγον κατοπτεύσοντες ἐξ ἀκηράτου,
Ἄντλημα προσφέροντα δίψης ἐνθέου,
Κόσμου προσηνῶς ἐξακεύμενον νόσον.

Ἂς τρέξουμε γρήγορα μὲ εὐσέβεια στὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγὲς τοῦ ρεύματος ποὺ σώζει, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ Λόγο, ὁ ὁποῖος προσφέρει νερὸ ἀπὸ τὶς ἄχραντες καὶ πεντακάθαρες πηγές. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὴ θεϊκὴ δίψα. Καί, ἀκόμη, μὲ εὐγενικὴ καὶ ἀγαθὴ διάθεση χαρίζει φάρμακο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ κόσμου.
***

ᾨδὴ ς᾽ Ὁ Εἱρμὸς
 «Ἱμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ,
Ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὸς ἐξηρεύξατο.
Ναί φησιν, Οὗτος, συμφυὴς γόνος πέλων,
Φώταυγος ἐξώρουσεν ἀνθρώπων γένους,
Λόγος τέ μου ζῶν, καὶ βροτὸς προμηθείᾳ.

Μὲ καταχαρούμενη φωνὴ καὶ ἀγαλλίαση εἶπε ὁ  Οὐράνιος Πατέρας, ὅτι τοῦ εἶναι ἀγαπητός του Υἱός, αὐτός, ποὺ μὲ τρόπο ἄφραστο καὶ ἀπερίγραπτο ὁ ἴδιος γέννησε. «Ναί, λέει, Αὐτὸς ποὺ εἶναι γέννημά μου ἀπὸ τὴν ἴδια μου φύση, αὐτὸς ὁ ἴδιος πρόβαλε ὁλόφωτος καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, δηλαδὴ καὶ ὡς ἄνθρωπος. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια καὶ δικός μου ζωντανὸς Θεὸς καὶ Λόγος καὶ ταυτόχρονα ἄνθρωπος μὲ θεϊκὴ καὶ στοργικὴ Πρόνοιά μου καὶ φροντίδα».

Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος,
Ξένως Προφήτης ἐγκάτοις φλοιδούμενος,

Αὖθις προῆλθε, τῆς παλιγγενεσίας,
Σωτηρίαν δράκοντος ἐκ βροτοκτόνου,
Πᾶσι προφαίνων, τῶν χρόνων ἐπ᾽ ἐσχάτων.

Θαλασσοβρεγμένος ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς, ποὺ παραδόξως ἔμεινε τρεῖς μέρες σὲ θαλάσσιο κῆτος, βγῆκε πάλι ζωντανὸς ἀπὸ αὐτό. Καὶ ἔτσι δήλωσε προφητικὰ τὴν ἀναγέννηση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρωποκτόνου δράκοντα, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν φανέρωσε, ὅ,τι θὰ γινόταν στὰ τελευταῖα χρόνια.

Ἀνειμένων Πόλοιο παμφαῶν πτυχῶν,
Μύστης ὁρᾷ πρὸς Πατρὸς ἐξικνούμενον,
Μένον τε Πνεῦμα τῷ παναχράντῳ
Λόγῳ, Ἐπελθὸν ὡς πέλειαν ἀφράστῳ τρόπῳ,
Δήμοις τε φαίνει, προσδραμεῖν τῷ Δεσπότῃ.


Καθὼς ἄνοιξαν πάμφωτοι οἱ οὐρανοί, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ τοῦ ἔγινε γνωστὸ τὸ μυστικὸ τοῦ Θεοῦ, βλέπει νὰ ἔρχεται ἐπάνω στὸν πανάχραντο καὶ πεντακάθαρο Λόγο τοῦ Θεοῦ σὰν περιστέρι τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μὲ τρόπο ἀπερίγραπτον. Καὶ φάνηκε στὰ πλήθη γιὰ νὰ τρέξουν στὸν Δεσπότη Χριστό.
*** 
ᾨδὴ ζ' Ὁ Εἱρμὸς
 «Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τάς κάρας,
Ὁ τῆς καμίνου τὴν μετάρσιον φλόγα,
Νέους φέρουσαν εὐσεβεῖς κατευνάσας,
Τὴν δυσκάθεκτον ἀχλὺν ἐξ ἁμαρτίας,
Ὅλην πλύνει δέ, τῇ δρόσῳ τοῦ Πνεύματος».


Ζεμάτισε μὲ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, Αὐτὸς ποὺ ἔκανε ἤρεμη καὶ ἀκίνδυνη τὴν τεράστια φωτιὰ τῆς καμίνου, ὅπου ρίχτηκαν οἱ εὐσεβεῖς Νέοι. Καὶ τὴ σκοτοδίνη τῆς δυσκολοθεράπευτης ἁμαρτίας τὴν ξεπλένει ἐντελῶς μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ζωγραφοῦσαν τὴν Ἀσσύριον φλόγα,
Ἐκστῶσαν ἵστης, εἰς δρόσον μετηγμένην.
Ὕδωρ ὅθεν νῦν ἀμφιέσσαο φλέγον,
Σίντην κάκιστον Χριστὲ προσκεκευθμένον,
Πρὸς τὴν ὄλισθον ἐκκαλούμενον τρίβον.

Ἡ ἀσσυριακὴ φλόγα Ἐσένα ζωγράφισε, Χριστέ. Τὴν μεταβάλλες, ἂν καὶ ἦταν τεράστια, σὲ δροσιά. Τώρα ὅμως ντύθηκες τὸ νερό, ποὺ καταφλέγει τὸν ἄθλιο κακοῦργο, Χριστέ, πού, κρυμμένος, σπρώχνει στὸν γλιστερὸ δρόμο τοῦ κακοῦ.

Ἀπορραγέντος τοῦ Ἰορδάνου πάλαι,
Ἰσθμῷ περᾶται λαός, Ἰσραηλίτης,
Σὲ τὸν κράτιστον ἐμφοροῦντα τὴν κτίσιν,
Ἠπειγμένως νῦν ἐν ῥοαῖς διαγράφων,
Πρὸς τὴν ἄρρευστον καὶ ἀμείνονα τρίβον.

Ὅταν κάποτε κόπηκε στὰ δυὸ ὁ Ἰορδάνης, πέρασε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ περιέγραψε Ἐσένα τὸν Παντοδύναμο Κύριο τῆς Δημιουργίας. Τώρα ὅμως ὁδηγεῖς μὲ δύναμη στὸν ἄρευστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν αἰώνιο καὶ ἄριστο δρόμο, Κύριε.

Ἴδμεν τὸ πρῶτον τὴν πανώλεθρον κλύσιν,
Οἰκτρῶς σε πάντων εἰς φθορὰν παρεισάγειν,
Ὦ τρισμέγιστα χρηματίζων καὶ ξένα.
Νῦν δὲ κλύσαντα Χριστὲ τὴν ἁμαρτίαν,
Δι᾽ εὐπάθειαν, καὶ βροτῶν σωτηρίαν.


Γνωρίζουμε τὸν πρῶτο παγκόσμιο κατακλυσμό, ποὺ ἔφερε τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή. Ἐσὺ Κύριε, ποὺ πραγματοποιεῖς τεράστια καὶ παράδοξα γεγονότα. Τώρα ὅμως προκάλεσες τὸν κατακλυσμὸ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία μὲ σκοπὸ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

ᾨδὴ η' Ὁ Εἱρμὸς
 «Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτίσις γνωρίζεται.
Υἱοὶ δὲ φωτός, οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι.
Μόνος στενάζει, τοῦ σκότους ὁ προστάτης.
Νῦν εὐλογείτω συντόνως τὸν αἴτιον,
Ἡ πρὶν τάλαινα τῶν Ἐθνῶν παγκληρία.

Ἡ κτίση ἔχει γνώρισμά της τὴν ἐλευθερία καὶ  εἶναι παιδιὰ φωτεινά, ποὺ πρὶν ζοῦσαν στὸ σκοτάδι. Ἀπομονωμένος, τώρα στενάζει ὁ ἄρχοντας τοῦ σκοταδιοῦ διάβολος. Τώρα ἂς εὐγογῆ καὶ ἂς δοξάζη μὲ ὅση δύναμη μπορεῖ τὸν αἴτιο αὐτῆς τῆς νέας καταστάσεως ὅλη ἡ ταλαίπωρη ἀνθρωπότητα.

Τριττοὶ θεουδεῖς ἐμπύρως δροσούμενοι,
Αἰγλῆντα τριτταῖς παμφαῶς ἁγιστείαις,
Σαφῶς ἐδήλουν τὴν ὑπέρτατον φύσιν,
Μίξει βροτείᾳ πυρπολοῦσαν ἐν δρόσῳ,
Εὐκτῶς ἅπασαν τὴν ὀλέθριον πλάνην.

Τὰ τρία νέα παιδιά, ποὺ ἦταν θεοφοβούμενα καὶ εἶχαν φρόνημα θεϊκό, δροσίζονταν στὴ φωτιὰ καὶ δήλωναν ἔτσι λατρεία στὴν τριπρόσωπη Θεότητα, τὴν Ὕψιστη Τριαδικὴ φύση, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Τριάδα. Αὐτὴ λοιπόν ἡ Ἁγία Τριάδα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ ἑνὸς Προσώπου της πυρπολοῦσε μὲ δροσιά, δηλαδὴ μὲ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τὴν ὀλέθρια πλάνη, πράγμα ἐπιθυμητό …

Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη•
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.

Ἂς ντυθῆ στὰ λευκὰ κάθε ἡ γήινη φύση, ποὺ τώρα ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὸν ξεπεσμό της ἀπ’ τὸν οὐρανό. Γιατὶ τώρα μέσῳ τοῦ συντηρητὴ τῶν πάντων Θεοῦ Λόγου ἔχει ξεπλυθῆ μὲ τὰ τρεχούμενα νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὰ φταιξίματα καὶ τὶς ἁμαρτίες της. Ἔτσι ξέφυγε πιὰ λουσμένη στὸ φῶς ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατάστασή της.

ᾨδὴ θ'
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
Ψαλλόμενα ἐν τῇ ᾨδῇ ταύτῃ  

Ἕτερα εἰς τὸν Ἰαμβικὸν Κανόνα
Σήμερον ὁ Δεσπότης, κλίνει τὸν αὐχένα, χειρὶ τῇ τοῦ Προδρόμου.
Σήμερον Ἰωάννης, βαπτίζει τὸν Δεσπότην, ἐν ῥείθροις, Ἰορδάνου.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, νάμασιν ἐνθάπτει, βροτῶν τὴν ἁμαρτίαν.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, ἄνωθεν μαρτυρεῖται, Υἱὸς ἠγαπημένος.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, ἦλθεν ἁγιάσαι, τὴν φύσιν τῶν ὑδάτων.
Σήμερον ὁ Δεσπότης, τὸ βάπτισμα λαμβάνει, ὑπὸ χειρὸς Προδρόμου.
Δόξα...
Μεγάλυνον ψυχή μου, τῆς τρισυποστάτου, καὶ ἀδιαιρέτου, Θεότητος τὸ κράτος.
Καὶ νῦν...
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν λυτρωσαμένην, ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας.
Ὁ Εἱρμὸς
 «Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων! 
Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη
Δι᾽ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,

Δῶρον φέροντες ὕμνον εὐχαριστίας.»

Ὤ, πόσο ξεπερνοῦν τὸ νοῦ μας τὰ θαύματα τοῦ Παιδιοῦ Σου, Πάναγνε Νύμφη, Παναγία μας καὶ Μητέρα εὐλογημένη!  Διὰ μέσου Σου βρήκαμε τὴν ὁλοκληρωτική μας σωτηρία. Γι’ αὐτὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη προσφέρουμε στὸν Κύριο καὶ Υἱό σου ὕμνον εὐχαριστίας.

Ἴδμεν τὰ Μωσεῖ τῇ βάτῳ δεδειγμένα,
Δεῦρο ξένοις, θεσμοῖσιν ἐξειργασμένα.
Ὡς γὰρ σέσωσται, πυρφοροῦσα Παρθένος,
Σελασφόρον τεκοῦσα τὸν εὐεργέτην,
Ἰορδάνου τε, ῥεῖθρα προσδεδεγμένα.

Ξέρουμε αὐτά, ποὺ δείχτηκαν στὸ Μωυσή. Εἶναι μὲ παράδοξο καὶ ἀκατανόητο τρόπο καμωμένα καὶ φανερωμένα. Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, σώθηκε ἡ Παρθένος ἔχοντας μέσα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὸν φωτοφόρο Εὐεργέτη. Καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ τὰ δέχτηκαν τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.

Χρίεις τελειῶν, τὴν βρότειον οὐσίαν,
Ἄναξ ἄναρχε, Πνεύματος κοινωνία,
Ῥοαῖς ἀχράντοις, ἐκκαθάρας καὶ σκότους,
Ἰσχὺν θριαμβεύσας τε, τὴν ἐπηρμένην,
Νῦν εἰς ἄληκτον, ἐξαμείβεαι βίον.

Ἀλείφεις μὲ ἱερὸ χρίσμα, δηλαδὴ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἄναρχε Βασιλιά. Καὶ μὲ τὰ ἄχραντα ρεύματα τοῦ νεροῦ χάρισες τὴν κάθαρση καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ταυτόχρονα ντρόπιασες καὶ ξευτίλισες τὴ δύναμη, ποὺ σήκωσε μὲ ἀλαζονεία τὸ κεφάλι της ἔντασί Σου. Καὶ τώρα ἀνταλάσσεις τὴ θνητὴ κατάσταση τοῦ  ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς.

 ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(Ἐξαντλημένο)
 

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους, Δεκεμβρίου 29, 2010 — anaxoriti


Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους, τόσο που όμοιος του, στην καλλιτεχνική εμφάνιση της αγιογραφίας, δεν φάνηκε μετά από τον Εμμανουήλ Πανσέληνο (14 αιών) με το όνομα Ιωαννίκιος Μαυρόπουλος, από την Καισαρεία της Καππαδοκίας.
Την τέχνη της αγιογραφίας, στην αρχή έμαθε από τον Γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αλλά από την πολλή επιμέλεια που έδειξε στην τέχνη αυτή, έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος από το δάσκαλό του.
Όσον όμως επιμελής ήταν στην τέχνη της αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στην χριστιανική πίστη, πολύ δε περισσότερο ήταν αμελής και περιφρονητής της καλογερικής ζωής και Ιδέας. Είχε τόση απιστία που δεν παραδεχόταν τίποτε, ούτε πώς υπάρχει Θεός και γενικά απιστούσε σε όλα της Εκκλησίας τα ιερά και αγία Μυστήρια του χριστιανισμού.
Επομένως δεν νήστευε, δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε προσεύχονταν, ούτε κοινωνούσε τα Άρχαντα Μυστήρια και ειρωνεύονταν τους Μοναχούς τους οποίους αποκαλούσε «φασουλοφάγους» καί πολλές άλλες κατηγόριες εναντίον τους έλεγε.
Με τον Γέροντα μου Ιωακείμ Μοναχόν είχε γνωριμία και μερική φιλία από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων που είχε κάνει κι αυτός από το 1915 – 16 και επειδή του είχε εμπιστοσύνη του έλεγε πολλές φορές τα μυστικά του.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Σύνδεση του δόγματος με την ηθική ασκητική Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη


Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'.

Υπάρχει μια θαυμάσια σχέση μεταξύ δόγματος και ηθικής. Η θεολογία και το δόγμα δεν μπορεί ποτέ να χωρισθούν από την ηθική της Εκκλησίας, που είναι ασκητική.
«Το παράδοξο είναι ότι στην πράξη οι σημερινοί Ορθόδοξοι έχουν χωρίσει την δογματική από την ηθική και έχουμε πάρα πολύ ασχοληθή με ηθικολογία κλπ. Υπάρχει μια τάση ν' ασχολούνται οι μεν με την ηθική και οι άλλοι με την δογματική. Και τα χωρίζουν σαφώς αυτά τα θέματα.
Πάντως, φαίνεται σαφώς από την Ορθόδοξη ασκητική, ότι δεν μπορεί να χωρισθή ποτέ η θεολογία από την ηθική. Η ασκητική έχει καθαρά δογματικό χαρακτήρα, γιατί ασχολείται με την σωστή τοποθέτηση των νοημάτων και πρέπει να ξέρη κανείς ακριβώς ποια είναι αυτά τα νοήματα, τι χαρακτήρα έχουν, τι σχέση έχουν με την πραγματικότητα που συμβολίζουν ή εκφράζουν».
Αυτό το βλέπουμε και στην ιστορία της Εκκλησίας. Πολλοί άνθρωποι αποδέχονται το δόγμα για να σωθούν, αλλά δεν τηρούν την ηθική που συνδέεται με το δόγμα.
«Αλλά τι σχέση έχει το δόγμα αυτό -αγία Τριάδα, ενσάρκωση, όλα αυτά τα πράγματα- τι σχέση έχει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος με την θεραπεία του ανθρώπου;
Επεκράτησε η άποψη ότι υπάρχει το δόγμα, πρέπει να πιστέψουμε το δόγμα για να μην πάμε στην Κόλαση, δηλαδή ο Θεός είναι τέτοιος που αν δεν δεχόμαστε το δόγμα, ας είμαστε καλοί άνθρωποι, αν δεν δεχθούμε κάποιο δόγμα Ορθόδοξο, παπικό, ξέρω εγώ τι, θα πάμε στην Κόλαση. Ο Θεός μάς τιμωρεί που δεν πιστεύουμε σωστά στα δόγματα, δηλαδή.
Εδώ δεν φαινόταν πλέον η σχέση μεταξύ του δόγματος και της πράξεως της Εκκλησίας. Οπότε, άλλο ήταν η ηθική, άλλο το δόγμα. Υπάρχει η ηθική, υπάρχει και το δόγμα. Εκείνο που σώζει, βέβαια, είναι η ηθική, αλλά αν δεν συνδυάζεται η ηθική και με το δόγμα δεν σώζει. Πρέπει να έχουμε και την ηθική και το δόγμα για να σωθούμε».

Ηθικισμός στην Ορθοδοξία; Όχι ευχαριστώ! Η «αλλεργία στο Χριστιανισμό»


Πηγή: «Νεκρός για τον κόσμο»
 
 Έτσι γεννήθηκε ο νεώτερος αθεϊσμός όλων των αποχρώσεων [από τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει Θεός (που συχνά εκφράστηκε επιθετικά, όπως στα κομμουνιστικά καθεστώτα) μέχρι την απλή αδιαφορία για σχέση με το Θεό, άσχετα αν υπάρχει ή όχι]. Γεννήθηκε από τη λανθασμένη ταύτιση του χριστιανισμού με τις νοσηρές δυτικές παραχαράξεις του (καθολικισμό και προτεσταντισμό), που ήταν φανερά αντίθετες στη διδασκαλία του Ιησού, όπως διατυπώνεται στην Καινή Διαθήκη, και συχνά έγιναν αφορμή να φερθούν με σκληρότητα στους ανθρώπους κάποιοι δήθεν «καθαροί», που τιτλοφορήθηκαν «αντιπρόσωποι του Θεού».
Ωστόσο, η «αλλεργία» που πιάνει το σύγχρονο άνθρωπο (και μάλιστα το νέο) όταν ακούει για χριστιανισμό και παπάδες, οφείλεται στην άγνοια στοιχείων του αρχαίου (των πρώτων χιλίων ετών) και του ορθόδοξου χριστιανισμού, όπως:
Ότι σκοπός του χριστιανικού ηθικού αγώνα δεν είναι η αποφυγή αμαρτωλών πράξεων (αφήνοντας την ψυχή να βράζει από καταπιεσμένες επιθυμίες, που γεννούν παθολογικές καταστάσεις και κάποτε εκρήγνυνται), αλλά η «νέκρωση των παθών», δηλαδή των εξαρτήσεων που, ριζωμένες στα βάθη της ψυχοσωματικής μας ύπαρξης (όχι μόνο στο σώμα ή μόνο στην ψυχή), εμποδίζουν τον άνθρωπο να ανοιχτεί με αγάπη προς το Θεό, το συνάνθρωπο και τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας· στην πραγματικότητα, η «νέκρωση» αυτή δεν είναι ακρωτηριασμός της ανθρώπινης προσωπικότητας, αλλά μεταμόρφωση των ψυχοσωματικών δυνάμεων από εμπαθείς σε απαθείς, δηλαδή σε δυνάμεις που προωθούν την αγάπη προς τον άλλο (Θεό, συνάνθρωπο, άλλα όντα) αντί να συστρέφουν τον άνθρωπο προς τον εαυτό του.
Κατά τον άγιο Ιωάννη το Σιναΐτη (6ος αι. μ.Χ.), συγγραφέα της Κλίμακος και κατ’ εμέ πατέρα της επιστήμης της ψυχολογίας, τα πάθη δεν είναι «φυσικά στην ψυχή», αλλά εμείς μεταβάλαμε σε πάθη «τα φυσικά χαρακτηριστικά της». Αυτά δεν είναι κακά από μόνα τους, αφού «ο Θεός δε δημιούργησε τίποτα κακό», αλλά γίνονται κακά όταν χρησιμοποιούνται λάθος. Έτσι η «σπορά» (η εκσπερμάτωση και, κατ’ επέκτασιν, η σεξουαλική πράξη) διαστράφηκε σε πορνεία, ο θυμός, που προορίζεται κατά του όφεως (διαβόλου), στράφηκε κατά του πλησίον, ο ζήλος, αντί για τις αρετές, απευθύνεται στο κακό, η επιθυμία της δόξας, αντί για την ουράνια δόξα («δοξασμός» = μετοχή στο θείο Φως, γιατί «δόξα του Θεού» στη Βίβλο = το θείο Φως, εκ του εβραϊκού νεφές Γιαχβέ), στράφηκε προς την ανθρώπινη δόξα κ.ο.κ. (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Περί διακρίσεως – Β΄, 41). Βλ. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1994, σελ. 318. Βλ. επίσης π. Νικ. Λουδοβίκου,«Να μην χάσουμε τα πάθη. Να τα μεταβάλουμε»Αντί, 13.1.2007.

Η ταυτότητα τού Αγίου π. Γεωργίου Μεταλληνού

 
Οι έννοιες Άγιος και Αγιότητα στην εποχή μας διέρχονται κρίση: ή αποκρούονται, ή χλευάζονται, ή παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά ή μόνιμα διακόψει κάθε σχέση και σύνδεσμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές αξίες, η ευζωία, η υλική ευημερία. Ποιος, ακόμη και χριστιανός, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιος; Ποιος, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτεραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού. «Χριστός και ψυχή σάς χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο Πατροκοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιεραποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι (τα θεωρώ) σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).
Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως! Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση του ανθρώπου, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Άγιοι έσεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α’ Θεσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ’ αυτό «προορίζει» κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). «Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατάσταση, για να μπορεί να προχωρήσει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.
Πώς βιώνεται όμως η αγιότητα στην πράξη της καθημερινότητας; Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (αγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ιατρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λειβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθικό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πάντοτε, με τον τίτλο: «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (sav·ir vivre), αλλά για να οδηγηθεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θείων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.) · «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (ΡG 65, 992). Άλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17, 10).

Οι τύποι θρησκευτικών τρόπων ζωής



 Μία από τις μελέτες που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο Essential Writings: Mother Maria Skobtsova
(Κείμενα Ουσίας: Μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα) του εκδοτικού οίκου Orbis Books.

Η Μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα, μάρτυρας των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί, μοναχή και διανοούμενη των αρχών του 20ου αιώνα, συνέγραψε μια ενορατική μελέτη με τίτλο "Οι τύποι των θρησκευτικών τρόπων ζωής", στην οποία αναλύει τους πέντε τρόπους που θρησκεύεται κανείς, ήτοι: ο "ιδρυματικός", ο προσκολλημένος στα τυπικά, ο αισθητικός, ο ασκητικός, καθώς και ο ιδανικός τρόπος - ο ευαγγελικός (ή, ο τρόπος του Ευαγγελίου). Αν και είναι εύκολο να δείχνει κανείς με το δάχτυλο και να κατηγοριοποιεί ορισμένες εκκλησίες ή ομάδες ως "τάδε" και "δείνα" είδους, αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον (και τρομακτικό!) είναι το πόσο εύκολα η ίδια παραδέχεται πώς είναι να πέσει κανείς σε αυτούς τους ανακριβείς και επικίνδυνους τρόπους με τους οποίους μπορεί να φαντάζεται την Εκκλησία.
Η Μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα απεβίωσε την Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1945, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Ravensbrück, κοντά στο Βερολίνο. Το "έγκλημα" αυτής της Ορθόδοξης μοναχής και Ρωσίδας πρόσφυγος ήταν η προσπάθειά της να σώζει Εβραίους και άλλους που εδιώκοντο από τους Ναζί στην υιοθετημένη πόλη της, το Παρίσι, όπου το 1932 είχε ιδρύσει έναν οίκο φιλοξενίας. Η ακόλουθη μελέτη γράφτηκε το 1937 και ανακαλύφθηκε το 1996 από την Ελένη Klepinin-Arjakovsky, στο αρχείο του S. B. Pilenko. Το Ρωσικό κείμενο δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1998 από το περιοδικό "ΒΕΣΤΝΙΚ" που έχει την έδρα του στο Παρίσι, Φύλλο Νο.176 (II-III 1997), σελ. 5-50, και είναι επίσης αναρτημένο στην ιστοσελίδα Άγιος Φιλάρετος της Μόσχας, στο: http://www.stphilaret.org/types.html.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΟΥ
 Όταν, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1932, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος δέχθηκε τους μοναχικούς όρκους της Ελισαβέτας Σκόμπτσοβα στην εκκλησία του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, πολλοί σκανδαλίσθηκαν. Στο κάτω-κάτω, αυτή η γυναίκα ήταν δύο φορές διαζευγμένη, είχε αποκτήσει ένα νόθο παιδί από άλλον άνδρα, είχε αριστερές πολιτικές συμπάθειες και γενικά, όπως και να το εξέταζε κανείς, ήταν μοναδική περίπτωση. Κατά την ομολογία της, έλαβε το όνομα Μαρία σε ανάμνηση της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας πόρνης που έγινε ερημίτισσα και άκρως ασκητική. Ως θρησκευόμενο πρόσωπο, η Μητέρα Μαρία συνέχισε να σκανδαλίζει, σαν γνήσια "δια Χριστόν Σαλή". Το "αγγελικό σχήμα" της ήταν συνήθως γεμάτο λεκέδες από τα λίπη της κουζίνας και τις μπογιές από το εργαστήρι της. Σύχναζε σε μπαράκια αργά την νύχτα. Φαινόταν να έχει ελάχιστη υπομονή με τις μακροσκελείς Ορθόδοξες λειτουργίες, και τις αυστηρές και συχνές νηστείες έμοιαζε να τις θεωρεί βαρύ φορτίο. Και - τι φρίκη! - κάπνιζε και δημοσίως, φορώντας το ράσο!
 Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της καλής κοινωνίας το 1871 στη Λετονία, της είχε δοθεί το όνομα Ελισαβέτα Πιλένκο. Ο πατέρας της απεβίωσε όταν εκείνη ήταν στην εφηβεία, και έκτοτε ενστερνίστηκε τον αθεϊσμό. Το 1906 η μητέρα της πήρε την οικογένεια στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνδέθηκε με ριζοσπαστικούς κύκλους διανοουμένων. Το 1910 παντρεύτηκε ένα Μπολσεβίκο ονόματι Ντιμίτρι Κουζμίν-Καράβιεφ. Κατά το διάστημα αυτό της ζωής της ασχολήθηκε ενεργά με τους λογοτεχνικούς κύκλους και έγραψε αρκετή ποίηση. Το πρώτο της βιβλίο, "Σκυθικά Θραύσματα", ήταν μια συλλογή ποιημάτων αυτής της περιόδου. Μέχρι να έρθει το 1913, ο γάμος της με τον Ντιμίτρι είχε τελειώσει. Μέσω της μελέτης της ανθρώπινης φύσης τού Ιησού, άρχισε να έλκεται πίσω στον Χριστιανισμό. Μετακόμισε - τώρα πλέον με την κόρη της την Γκαϊάνα - στον Νότο της Ρωσίας, όπου αυξήθηκε και η θρησκευτική της προσήλωση. Το 1918, μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, εξελέγη Αντιδήμαρχος της πόλεως Ανάπα στην Νότια Ρωσία. Όταν ο Λευκός Στρατός κατέλαβε την Ανάπα, ο Δήμαρχος έφυγε εσπευσμένα και εκείνη έγινε Δήμαρχος της πόλεως. Ο Λευκός Στρατός την δίκασε επειδή είχε υπάρξει Μπολσεβίκα. Όμως ο δικαστής ήταν ένας παλιός της καθηγητής, ο Δανιήλ Σκόμπτσοβ, και έτσι απαλλάχθηκε. Σύντομα οι δυο τους ερωτεύθηκαν και παντρεύτηκαν. Σύντομα όμως άρχισε πάλι να αλλάζει το πολιτικό ρεύμα. Για να αποφύγει τον κίνδυνο, η Ελισαβέτα, ο Δανιήλ, η Γκαϊάνα και η μητέρα της Ελισαβέτα, Σοφία, έφυγαν από την χώρα. Η Ελισαβέτα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Ταξίδεψαν πρώτα στην Γεωργία (όπου γεννήθηκε ο γιος της ο Γιούρι) και μετά στην Γιουγκοσλαβία (όπου γεννήθηκε η κόρη της Αναστασία). Τελικά έφθασαν στο Παρίσι το 1923. Σύντομα η Ελισαβέτα αφιερώθηκε σε θεολογικές σπουδές και κοινωνικά έργα. Το 1926, η Αναστασία πέθανε από γρίπη - γεγονός που ράγισε την καρδιά της οικογένειας. Την Γκαϊάνα την έστειλαν σε σχολείο του Βελγίου, εσώκλειστη. Σύντομα μετά, ο γάμος του Δανιήλ και της Ελισαβέτα άρχισε να διαλύεται. Ο Γιούρι κατέληξε να ζει με τον Δανιήλ, ενώ η Ελισαβέτα μετακόμισε στο κέντρο του Παρισιού, για να εργασθεί πιο άμεσα με εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη. Ο επίσκοπός της την ενθάρρυνε να δώσει τους μοναχικούς όρκους για να γίνει μοναχή. Το 1932, με την έγκριση του Δανιήλ Σκόμπτσοβ, εγκρίθηκε η "Εκκλησιαστική Πράξη χωρισμού", και τελικά πήρε τους μοναχικούς όρκους. Το όνομα που πήρε στην κουρά της ήταν Μαρία. Αργότερα, έστειλαν τον π. Δημήτριο Κλεπίνιν να γίνει προϊστάμενος του ιδρύματος εκείνου.
 Στα γραπτά της η Μητέρα Μαρία εκφράζει εκείνο που προσπαθούσε να βιώσει. Έχοντας πάρει τους μοναχικούς όρκους - που τους θεωρούσε ένα μέσον για να προσηλωθεί αμετάκλητα στην κλήση της μέσα στην Εκκλησία - ενοικίασε ένα κτίριο που έγινε το μοναστήρι της, και καταφύγιο για τους απόβλητους της κοινωνίας. Ήταν ένας τόπος με πόρτα ανοιχτή για τους πρόσφυγες, τους ενδεείς και τους μοναχικούς. Σύντομα έγινε και κέντρο για πνευματική και θεολογική συζήτηση. Για την Μητέρα Μαρία, αυτά τα δυο στοιχεία - διακονία των φτωχών και θεολογία - πήγαιναν χέρι-χέρι. Ένας παρατηρητής είχε περιγράψει αυτό το "μοναστήρι" ως "ένα περίεργο πανδαιμόνιο: '...έχουμε νεαρά κορίτσια, τρελούς, εξόριστους, άνεργους εργάτες, και, αυτή τη στιγμή, την χορωδία της Ρωσικής Όπερας και την Γρηγοριανή χορωδία του Dom Malherbe, ενός ιεραποστολικού κέντρου, και τώρα, έχουμε και λειτουργίες μέρα-νύχτα στο παρεκκλήσι....' Το Μοναστήρι φιλοξενούσε ομιλίες και συζητήσεις, με ομιλητές από το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου. Οι πολύ έντονες πνευματικές πεποιθήσεις της Μητέρας Μαρίας δεν την εμπόδισαν να οργανώνει και σε μεγάλη κλίμακα. Ίδρυσε ένα σανατόριο για στερημένους ανθρώπους που υπέφεραν από φυματίωση, και υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την εκκίνηση της "Orthodox Action" (Ορθόδοξη Δράση), μια οργάνωση με πολλαπλές αγαθοεργίες.

Ιησούς και Φαρισαίοι


Ποιος δεν έχει ακούσει τις επιπλήξεις του Κυρίου Ιησού στους Φαρισαίους της εποχής Του; Λες και δεν τα είχε με κανέναν άλλον, παρά μόνο με αυτούς! Γιατί όμως τους επέπληττε; Μήπως ήταν αιρετικοί; Μήπως δεν τηρούσαν τον Νόμο; Μήπως δεν πίστευαν στον Θεό; Μήπως δεν ήταν το Ορθόδοξο δόγμα του Ιουδαϊσμού; Μήπως τελικά το μόνο που έφταιγε ήταν η υποκρισία τους;

1. Σκληρές εκφράσεις και ενδιαφέρον
Μέσα στις σκληρές εκφράσεις του Ιησού προς τους Φαρισαίους, ο προσεκτικός μελετητής της Αγίας Γραφής, διακρίνει το ενδιαφέρον και όχι απλώς την κατάκριση. Την προειδοποίηση, και όχι την απειλή. Τον πόνο, και όχι τον φθόνο. Γιατί δεν μιλάει σε άλλους εναντίον των Φαρισαίων, ώστε να τους συκοφαντήσει ή να τους μειώσει. ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ μιλάει, άμεσα και κατάμουτρα. Τους ίδιους είναι που ταρακουνάει, με έντονο τρόπο, για να τους ξυπνήσει από τον μακάριο ύπνο της υποκρισίας τους. Τους ίδιους προειδοποιεί, για να φροντίσουν να ξεφύγουν τα μελλούμενα. Και τους λέει από πριν τα όσα θα κάνουν στο μέλλον, ώστε να τους προφυλάξει. Και τους προϊδεάζει, ότι το ενδιαφέρον Του προς αυτούς είναι τόσο, που θα τους στείλει προφήτες και δασκάλους, για να τους βοηθήσουν, όμως εκείνοι θα τους δολοφονήσουν. Και τους στέλνει γνωρίζοντας ότι θα πεθάνουν, για χάρη εκείνων των λίγων Φαρισαίων που θα πιστέψουν και θα σωθούν! Δείτε πόσο σκληρά τους μιλάει:
"13. Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· για τον λόγο ότι, κλείνετε τη βασιλεία των ουρανών μπροστά από τους ανθρώπους· επειδή, εσείς δεν μπαίνετε, αλλ' ούτε τους εισερχόμενους αφήνετε να μπουν.
14. Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, κατατρώτε τα σπίτια των χηρών, κι αυτό με την πρόφαση ότι κάνετε μεγάλες προσευχές· γι' αυτό θα λάβετε μεγαλύτερη καταδίκη.
15. Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, περιτριγυρνάτε τη θάλασσα και την ξηρά, για να κάνετε έναν προσήλυτο· και όταν γίνει, τον κάνετε γιο τής γέεννας δυο φορές περισσότερο από σας.
16. Αλλοίμονο σε σας, τυφλοί οδηγοί, που λέτε: Όποιος ορκιστεί στον ναό, δεν είναι τίποτε· όποιος, όμως, ορκιστεί στο χρυσάφι τού ναού, έχει υποχρέωση. 17. Μωροί και τυφλοί, επειδή, ποιος είναι μεγαλύτερος, το χρυσάφι ή ο ναός, που αγιάζει το χρυσάφι; 18. Και: Όποιος ορκιστεί στο θυσιαστήριο, δεν είναι τίποτε· όποιος, όμως, ορκιστεί στο δώρο, που είναι επάνω σ' αυτό, έχει υποχρέωση. 19. Μωροί και τυφλοί, επειδή, τι είναι μεγαλύτερο, το δώρο ή το θυσιαστήριο, που αγιάζει το δώρο; 20. Εκείνος, λοιπόν, που ορκίστηκε στο θυσιαστήριο ορκίζεται και σ' αυτό και σε όλα που είναι επάνω σ' αυτό. 21. Και εκείνος που ορκίστηκε στον ναό ορκίζεται σ' αυτόν, και σ' εκείνον που κατοικεί μέσα σ' αυτόν· 22. και εκείνος που ορκίστηκε στον ουρανό, ορκίζεται στον θρόνο τού Θεού, και σ' εκείνον που κάθεται επάνω σ' αυτόν.
23. Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, αποδεκατίζετε τον δυόσμο, και τον άνηθο και το κύμινο· αφήσατε, όμως, τα βαρύτερα του νόμου: Την κρίση και το έλεος και την πίστη· αυτά έπρεπε να κάνετε, και εκείνα να μη τα αφήνετε. 24. Τυφλοί οδηγοί, που στραγγίζετε το κουνούπι, καταπίνετε όμως την καμήλα. 25. Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, καθαρίζετε το απέξω μέρος τού ποτηριού και του πιάτου, από μέσα όμως είναι γεμάτα από αρπαγή και ακράτεια. 26. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα το εσωτερικό τού ποτηριού και του πιάτου, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό.
27. Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, μοιάζετε με ασβεστωμένους τάφους, που απέξω μεν φαίνονται ωραίοι, από μέσα όμως είναι γεμάτοι από νεκρά κόκαλα, και από κάθε ακαθαρσία. 28. Έτσι κι εσείς: Απέξω μεν φαίνεστε στους ανθρώπους δίκαιοι, από μέσα όμως είστε γεμάτοι από υποκρισία και ανομία.