Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Ο πολλαπλασιασμός των άρτων-”Ενός εστι χρεία”

Ο πολλαπλασιασμός των άρτων-”Ενός εστι χρεία”

ΘΕΟΛΟΓΙΑ
images (51)
Κυριακή Η’ Ματθαίου: Ο πολλαπλασιασμός των άρτων (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς) (Ματθ. ιδ’ 14-22)
.
Όλα όσα κάνει ο Ύψιστος, είναι απαραίτητα. Δεν κάνει τίποτα άσκοπο, τίποτα υπερβολι­κό, τίποτα που να μη χρειάζεται. Γιατί μερικοί άνθρωποι περιφέρονται τόσο άσκοπα και κάνουν τόσο αδιάφορα πράγματα; Επειδή δεν είναι βέβαιοι για το σκοπό της ζωής τους, για τον προορισμό τού επίγειου ταξιδιού τους. Γιατί μερικοί άνθρωποι υπερ­φορτώνονται με άσκοπες υποχρεώσεις, προβαίνουν σε υπερβολικές ενέργειες, σε σημείο που να μην μπορούν να κινούνται ελεύθερα κάτω από τέτοιο βάρος υποχρεώσεων; Επειδή δε γνωρίζουν το ένα πράγμα, «ού εστι χρεία».
.
Για να βοηθήσει ο Κύριος τον άνθρωπο να μαζέψει το διασκορπισμένο νου του, να θεραπεύσει τη διχα­σμένη καρδιά του και να συγκροτήσει την ανεξέλεγκτη δύναμή του, αποκάλυψε τον ένα και μοναδικό στόχο που είναι απαραίτητος: τη Βασιλεία του Θεού. Πόσο άσκοπη είναι αλήθεια η ζωή τού ανθρώπου που αγω­νίζεται να επιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο αναί­σθητη είναι η διχασμένη καρδιά! Πόσο αδύναμη είναι η θέληση, όταν η δύναμή της κατακερματίζεται!
.
Ενός εστι χρεία. Μόνο ένα πράγμα μας χρειάζεται: η Βασιλεία τού Θεού. Ο θαυματουργός Χριστός προ­σπάθησε να στρέψει τα μάτια και την προσοχή όλων των ανθρώπων προς αυτόν τον προορισμό. Όποιος σκέφτεται έτσι, έχει ένα μόνο στόχο: το Θεό. Ένα αίσθημα: την αγάπη. Μια νοσταλγία: να πλησιάσει το Θεό. Μακάριος είναι εκείνος που έφτασε σ’ αυτό το μέτρο. Ο άνθρωπος αυτός έχει γίνει σαν το φακό που συγκεντρώνει τις ακτίνες τού ήλιου για να δημι­ουργήσει φωτιά.
.
Τα λόγια που είπε ο Χριστός στη Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία» (Λουκ. ι’ 41, 42), ήταν στην πραγματικό­τητα ένας έλεγχος, μια προειδοποίηση στον κόσμο ολόκληρο. Κι αυτό το ένα που έχουμε πραγματική ανάγκη, είναι η Βασιλεία τού Θεού (βλ. Ματθ. στ’ 33). Για όλα όσα είπε και έκανε ο Κύριος, είχε στο νου του το στόχο αυτό. Εκεί είχε συγκεντρωθεί όλη η φλόγα που φωτίζει τους ταξιδιώτες εκείνους που περιφέρονται γύρω από τις χαράδρες και τους ανε­μοστρόβιλους της πρόσκαιρης αυτής ζωής.
.
Όλα όσα κάνει ο Ύψιστος, είναι απαραίτητα. Τα πάντα γίνονται μ’ αυτόν τον ύψιστο, το μοναδικό στό­χο. Όλα είναι απαραίτητα, τόσο τα λόγια που λέει όσο και τα έργα που κάνει. Δεν υπάρχει ούτε ένας αργός λόγος, ούτε ένα αχρείαστο έργο. Και πόσο καρποφόρα ήταν τα λόγια και τα έργα Του! Πόσα εκατομμύρια φορές έχει καρποφορήσει κάθε λόγος και κάθε Του πράξη, ως τις μέρες μας! Πόσο γλυκός, ευωδιαστός και ζωογόνος είναι ο καρπός αυτός!
.
Γιατί ο Κύριος δε μετέτρεψε τις πέτρες σε ψωμιά όταν του το ζήτησε ο σατανάς; Σε δυο μεταγενέστερες περιπτώσεις, όταν γύρω του υπήρχε ένα πεινασμένο πλήθος, πολλαπλασίασε το λίγο ψωμί σε μια τεράστια ποσότητα, ώστε μετά τη διατροφή τού πλήθους, πε­ρίσσεψε περισσότερο ψωμί απ’ όσο ήταν αρχικά. Το πρώτο θαύμα όμως (η μετατροπή των λίθων σε ψωμί), ήταν κάτι αδόκιμο, ανάρμοστο, άτοπο. Το δεύτερο θαύμα (ο πολλαπλασιασμός των άρτων) ήταν κατάλ­ληλο, απαραίτητο και ταιριαστό.
.
Γιατί ο Κύριος δεν έδωσε «σημείον εκ του ουρα­νού» στους Φαρισαίους, όταν του το ζήτησαν; Δεν έδωσε τέτοια σημεία από τον ουρανό σε αμέτρητες περιπτώσεις, όπως σε θαύματα-θεραπείες άρρωστων, λεπρών, δαιμονισμένων, δεν ανέστησε νεκρούς; Κάθε σημείο από τον ουρανό στους φθονερούς Φαρισαίους όμως θα ήταν ανάρμοστο, ακατάλληλο και υπερβο­λικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν κατάλληλο, απαραίτητο και ταιριαστό.
.
Γιατί ό Κύριος δε μετακίνησε όρη από ένα σημείο σε άλλο ή δεν τα έριξε στη θάλασσα; Θα μπορούσε να το κάνει κι αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία. Γιατί λοιπόν δεν το έκανε; Εκείνος που μπορούσε να διατάξει την τρικυμισμένη θάλασσα και να γαληνέψει, τους ανέμους και να ηρεμήσουν, σίγουρα θα μπορούσε να μετακι­νήσει όρη και να τα ρίξει στη θάλασσα. Ποιό σκοπό όμως θα είχε υπηρετήσει έτσι; Κανέναν. Γι’ αυτό κι ο Κύριος δεν έκανε τέτοιο θαύμα. Υπήρχε όμως μεγάλη ανάγκη να γαληνέψει η θάλασσα και να ηρεμήσει ο άνεμος, γιατί υπήρχαν άνθρωποι που έκραζαν για βοήθεια, επειδή κινδύνευαν να πνιγούν.
.
Μόνο οι δαίμονες κι οι αμαρτωλοί ζητούν από το Χριστό θαύματα που είναι υπερβολικά κι αχρείαστα, όχι απαραίτητα. Προσέξτε τι ανόητα πράγματα ζήτησε ο σατανάς από τον Κύριο: να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά στην έρημο, να πηδήσει κάτω από το πτερύγιο του ναού! Κοιτάξτε τώρα και τους σκληροτράχηλους αμαρτωλούς, τους Φαρισαίους. Είχαν δει πολλά θαύ­ματα του Χριστού, που τά ‘κανε όλα για να βοηθήσει τους ανθρώπους. Και του ζητούσαν έπειτα να κάνει κάποια άσκοπα κι ανώφελα θαύματα, όπως το να ρίξει κάποιο βουνό στη θάλασσα! Ο Κύριος αρνιόταν να κάνει τέτοια θαύματα, να ικανοποιήσει τέτοιες απαι­τήσεις του διαβόλου και των υποκριτών. Ποτέ όμως δεν αρνήθηκε να κάνει θαύματα που ήταν απαραίτητα, επειδή υπηρετούσαν τη σωτηρία των ανθρώπων.
***αρχείο λήψης (45)
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα τέτοιο απαραίτητο και χρήσιμο θαύμα: τον πολλαπλα­σιασμό των άρτων στην έρημο. Αυτή δεν ήταν κάποια ακατοίκητη έρημος, μια έρημος όπου μόνο ο διάβολος κατοικούσε. Ήταν μια έρημος όπου βρέθη­καν πάνω από δέκα χιλιάδες πεινασμένοι άνθρωποι. Το συμπέρασμα για τον αριθμό τους προκύπτει απ’ όσα γράφει ο ευαγγελιστής, πως το πλήθος ήταν πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς να συνυπολογίσει τις γυναίκες και τα παιδιά.
.
«Και εξελθών ο Ιησούς είδε πολύν όχλον, και εσπλαγχνίσθη επ’ αυτοίς και εθεράπευσε τους αρρώ­στους αυτών» (Ματθ. ιδ’ 14). Αυτό έγινε την εποχή που ο βασιλιάς Ηρώδης είχε αποκεφαλίσει τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Κι όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς επιβιβάστηκε σ’ ένα πλοίο κι αναχώρησε «εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν» (Ματθ. ιδ’ 13). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Μερικοί αναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες, άλλοι λιγό­τερες. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Κύριος μπήκε στο πλοίο κοντά στην Τιβεριάδα και πέρασε στο απέναντι μέρος της θάλασσας τής Γαλιλαίας, που ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδας. Ο Λουκάς λέει πως «υπεχώρησε κατ’ ιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλούμενης Βηθσαϊδά» (θ’ 10).
.
Το συνήθιζε ο Κύριος ν’ αποσύρεται συχνά στην έρημο, σε ερημικές τοποθεσίες και σε βουνά. Το έκανε αυτό για τρεις λόγουςΠρώτο, για να κάνει σύντομα διαλείμματα από τις εντατικές και πολυσχιδείς δρα­στηριότητές Του, ώστε να χωνέψουν κι οι άνθρωποι τις διδαχές Του και τα θαύματα που είχε κάνειΔεύτερογια να δώσει το παράδειγμα στους αποστόλους και σε μας πως είναι απαραίτητο ν’ αποσυρόμαστε, να εισερχόμαστε στο ταμιείο μας(Ματθ. στ’ 6), για να παραμένουμε στην προσευχή μόνοι μας με το ΘεόΗ ησυχία κι η σιωπή καθαρίζουν τον άνθρωπο, τού δι­δάσκουν την υποταγή στο Θεό και τού χαρίζουν πνευ­ματική διαύγεια και δύναμηΤρίτο, για να μας δείξει πως ο καλός και χρήσιμος άνθρωπος δεν μπορεί να κρυφτεί - «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε’ 14). Έτσι έδειξε κι επισήμανε ποιος είναι ο πραγματικός τόπος για τους ερημίτες και τους μοναχούς.
.
Η εκκλησιαστική ιστορία το έχει αποδείξει αυτό χιλιάδες φορές. Δεν υπάρχει ούτε ένας μοναδικός ερη­μίτης, άνθρωπος της προσευχής και θαυματουργός, που να κατόρθωσε να κρυφτεί από τους ανθρώπους.Πολλοί ρωτάνε αναιτιολόγητα: Τί κάνει ο μοναχός στην έρημο; Δε θά ‘ταν καλύτερα ο μοναχός να μένει στον κόσμο, ανάμεσα στους ανθρώπους, και να τους υπηρετεί; Πώς όμως μπορεί να φωτίσει ένα κερί που δεν είναι αναμμένο; Ο μοναχός κουβαλάει την ψυχή του στην έρημο σαν κερί άκαφτο. Τη φέρνει στην έρημο για να την ανάψει με προσευχή, με νηστεία, με περισυλλογή και άσκησηΑν κατορθώσει να την ανάψει, το φως Του θα λάμψει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο κόσμος θα τον ακολουθήσει και θα τον βρει, ακόμα κι αν αυτός κρυφτεί στην έρημο, σε απομακρυσμένα βουνά ή σε απρόσιτες σπηλιές. Όχι, ο μοναχός δεν είναι άχρηστος. Είναι ικανός να γίνει πολύ πιο χρήσιμος στους άλλους από οποιονδήποτε άλλον. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά σ’ αυτήν την περίπτωση από τον Κύριο Ιησού. Μάταια κρυβόταν από τους ανθρώπους στην έρημο, γιατί τα πλήθη τον έβρισκαν και τον ακολουθούσαν.
.
Ο Κύριος τους κοίταξε και «εσπλαχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρό­βατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Κάτω στις πόλεις οι συναγωγές ήταν γεμάτες από αυτόκλητους ποιμένες, που στην πραγματικότητα ήταν λύκοι με εμφάνιση προβάτων. Οι άνθρωποι το ήξεραν αυτό, το ένιωθαν, όπως ήξεραν κι ένιωθαν την αμέτρητη ευσπλαχνία και αγάπη τού Χριστού γι’ αυτούς. Οι άνθρωποι ήξεραν και ένιωθαν πως ο Χριστός ήταν ο μόνος Καλός Ποιμένας, πως η μέριμνά Του γι’ αυτούς ήτανγνήσια, στοργική. Γι’ αυτό και τον ακολουθούσαν στην έρημο. Κι ο Κύριοςεθεράπευσε τους αρρώστους αυτών. Οι άνθρωποι ένιωθαν πως τον χρειάζονταν το Χριστό, δεν του ζητούσαν να θαυματουργήσει από μάταιη περιέργεια, αλλ’ από μεγάλη ανάγκη. Κι ο Μάρκος μας λέει πως εκεί άρχισε να τους διδάσκει.
.
«Οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες· έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα» (Ματθ. ιδ’ 15). Ο Ματθαίος δε μας λέει τι τον κρατούσε τόσο πολύ με τους ανθρώπους. Γράφει μόνο πως θεράπευσε τους αρρώστους. Ο Μάρκος το συμπληρώνει αυτό και λέει πως τους δίδασκε πολλά πράγματα. Προσέξτε πόσο όμορφα συμπληρώνουν ο ένας ευαγγελιστής τον άλλο! Ο Κύριος συνέχισε να διδάσκει τους όχλους για πολλές ώρες, ωσότου άρχισε να νυχτώνει. Όλες αυτές τις ώρες ο Κύριος δίδαξε τόσο πολλά στο λαό, που θα μπορούσε να γεμίσει ολόκληρο ευαγγέλιο. Αυτό το είπε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν έγραψε πως «ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βι­βλία» (Ιωάν. κα’ 25).
.
Παρατηρούμε όμως και την αγάπη των μαθητών: Έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν. Το πλήθος πεινάει κι είναι αργά πια για να φύγουν και να πάνε στον τόπο του ο καθένας. Τα σπίτια τους είναι μακριά. Δες, εδώ έχουμε και πολλές γυναίκες, έχουμε και παιδιά. Πρέπει να βρουν τροφή όσο πιο σύντομα γίνεται. Ας τους λοιπόν να πάνε στα γύρω χωριά για να βρουν κάτι να φάνε.
.
Ο Χριστός σίγουρα είναι πιο εύσπλαχνος και πιο στοργικός από τους μαθητές Του. Μήπως δεν ένιωθε κι ο ίδιος, όπως οι μαθητές Του, πως οι άνθρωποι πει­νούσαν κι η νύχτα ήταν κοντά; Και βέβαια ο Χριστός ήταν περισσότερο ελεήμων και στοργικός από τους μαθητές Του. Τις ανάγκες των ανθρώπων τις ένιωθε πριν από εκείνους. Στην αρχή, όπως λέει ο ευαγγελι­στής Ιωάννης, «επάρας ουν ο Ιησούς τους οφθαλμούς και θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται προς αυτόν, λέγει προς τον Φίλιππον πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι;» (Ιωάν. στ’ 5). Η συζήτηση με το Φίλιππο όμως τέλειωσε κι οι άνθρωποι μαζεύτη­καν γύρω από τον Κύριο με τους ασθενείς τους. Ο Κύριος θεράπευσε πρώτα όλους τους αρρώστους κι έπειτα άρχισε να διδάσκει τους όχλους. Η διδασκαλία κράτησε ως το βράδυ. Και τότε μόνο σκέφτηκαν οι απόστολοι πως οι άνθρωποι θα πεινούσαν κι έπρεπε να φάνε.
.
Ο Κύριος το είχε προβλέψει αυτό από την αρχή. Δε μίλησε όμως, σκόπιμα. Περίμενε τους αποστόλους να θέσουν το πρόβλημα. Κι αυτό το έκανε για δυο λόγους: πρώτα για να τους διεγείρει την ευσπλαχνία και τη συμπάθεια και δεύτερο για ν’ αποδείξει πόσο αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον. Τους είπε ο Χριστός: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν· δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. ιδ’ 16). Γνώριζε πως αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν, ήταν αδύνατο ανθρωπίνως να γίνει. Το είπε όμως για να συνειδητοποιήσουν πλήρως και να ομολογήσουν την αδυναμία τους. Γι’ αυτό και του είπαν: «ουκ έχομεν ώδε ει μη πέντε άρτους και δύο ιχθύας» (Ματθ. ιδ’ 17). Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τα λιγοστά αυτά τρόφιμα δεν ήταν δικά τους, ανήκαν σε κάποιο μικρό παιδί που βρισκόταν εκεί. Γράφει ο ευαγγελιστής: «Έστι παιδάριον εν ώδε, ος έχει πέντε άρτους κριθίνους και δυο όψάρια΄ αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους;» (Ιωάν. στ 9). Στον Κύριο αυτό το είπε ο Ανδρέας. Παρά το γεγονός ότι ο πρωτόκλητος των αποστόλων ζούσε τόσο καιρό μαζί Του, ακόμα δεν είχε εδραιωθεί στην πίστη, δεν είχε τελειοποιηθεί. Αυτό είναι φανερό από εκείνο που είπε: αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους; Το ψωμί ήταν κρίθινο. Κι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό. Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, απ’ αυτό μαθαίνουμε πως πρέπει να ικανοποιούμαστε με απλές τροφές, να μην είμαστε απαιτητικοί. «Η λαιμαργία κι η πολυ­φαγία είναι μητέρες της αρρώστιας», συμπληρώνει ο άγιος πατέρας.
.
«Ο δε είπε· φέρετέ μοι αυτούς ώδε» (Ματθ. ιδ’ 18). Τώρα είχε έρθει η δική Του ώρα. Οι όχλοι δεν μπορούσαν να βρουν τρόφιμα για να φάνε. Οι απόστο­λοι ομολόγησαν την αδυναμία τους, δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Τότε και μόνο τότε ήρθε η δική Του ώρα. Το κλίμα ήταν ώριμο για να γίνει το θαύμα.
.
«Και κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί τους χόρτους, λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις» (Ματθ. ιδ’ 19)Γιατί κοίταξε πρώτα στον ουρανό ο Κύριος; Όταν έκανε πολλά από τ’ άλλα θαύματά Του δεν το είχε κάνει, δεν είχε ξανακοιτάξει στον ουρανό. Δεν το έκανε όταν άνοιγε τα μάτια των τυφλών, όταν θεράπευε τους λεπρούς, έβγαζε δαιμόνια από τους ανθρώπους, γαλήνευε τη θά­λασσα, έκανε το νερό κρασί κι όταν ακόμα ανάσταινε νεκρούς. Γιατί λοιπόν στη συγκεκριμένη αυτή περί­πτωση έστρεψε τα μάτια Του προς τον ουρανό, προς τον ουράνιο Πατέρα Του; Πρώτο, για να κάνει σαφή στους ανθρώπους την ταυτότητα της θέλησής Του μ’ εκείνην του Πατέρα Του, να καταρρίψει την άποψη και κατηγορία των Φαρισαίων, πως τα θαύματα τα έκανε με τη συνεργεία τών δαιμόνων. Δεύτερο, για να δώσει ως άνθρωπος στον κόσμο το παράδειγμα της ταπεί­νωσης ενώπιον του Θεού, καθώς και της ευχαριστίας για κάθε αγαθό που προέρχεται από το Θεό. Ένα παρόμοιο παράδειγμα μας έδωσε και στο Μυστικό Δείπνο: «Λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε…» (Ματθ. κστ’ 26). Ευχαρίστησε τον ουράνιο Πατέρα Του κι ύστερα ευλόγησε το ψωμί, ως δώρο Θεού. Κι εμείς πρέπει να ευχαριστούμε και να υμνούμε το Θεό για τα δώρα Του σε κάθε γεύμα, όσο λιτό κι αν είναι. Τρίτο, ως Θεός, με τον πολλαπλασια­σμό των άρτων – μια πράξη που μοιάζει πολύ με νέα δημιουργία – να εκφράσει την ενότητα δύναμης της Αγίας Τριάδας: του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της ομοούσιας και αδιαίρετης Τριάδας, του Δημιουργού των πάντων.
.
Ο Κύριος Ιησούς «έκλασε», έκοψε τον άρτο με τα ίδια Του τα χέρια. Γιατί; Γιατί δεν έδωσε εντολή στους αποστόλους Του να το κάνουν; Για να δείξει πως επιθυμούσε να λογαριάσει τους ανθρώπους ως φιλοξενούμενούς Του, να τονίσει τη μεγάλη αγάπη Του γι’ αυτούς και να διδάξει έτσι κι εμάς πως, όταν δίνουμε ελεημοσύνη και δώρα, πρέπει να το κάνουμε με αγάπη και ιλαρότητα, όπως κι Εκείνος.
.
«Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλή­ρεις· οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. ιδ’ 20,21). Αυτό είναι το θαύμα των θαυμάτων, η δόξα που ξεπερνάει κάθε άλλη δόξα! Για να πάρουν πέντε χιλιάδες άνθρω­ποι (χωρίς να συνυπολογιστούν οι γυναίκες και τα παιδιά) από μια μπουκιά ψωμί, όπως το αντίδωρο που παίρνουμε στην εκκλησία, τα πέντε ψωμιά δε θα έφταναν με τίποτα. Εδώ όμως έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και μάλιστα περίσσεψαν και δώδεκα κοφίνια. Αν αυτή ήταν κάποια οφθαλμαπάτη, δε θα έγραφε ο ευαγγελιστής πως εχορτάσθησαν.Αν κά­ποιος άνθρωπος μπορούσε να εξαπατήσει έναν άλλο ότι έφαγε, δε θα μπορούσε όμως να πείσει έναν πει­νασμένο ότι χόρτασε. Αν πράγματι ήταν αυτό κάποια οφθαλμαπάτη, από πού προέκυψαν τα περισσεύματα, πού γέμισαν δώδεκα κοφίνια ψωμιά;
.
Όχι! Μόνο άνθρωποι που η καρδιά τους είχε νε­κρωθεί από την αμαρτία μπορούν να το αποκαλέσουν οφθαλμαπάτη αυτό. Ήταν πραγματικό γεγονός, όπως πραγματικός είναι κι ο Θεός. Πρέπει να προσέξετε όμως πως για το θαύμα αυτό δεν ξεσηκώθηκαν φω­νές εναντίον Του, δεν του έδωσαν κάποιες ανόητες ερμηνείες, όπως έκαναν οι Φαρισαίοι σε πολλά άλλα από τα θαύματά Του. Κι όχι μόνο δεν το αμφισβήτη­σε κανένας, αλλά «οι άνθρωποι, ιδόντες ο εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτος εστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον (Ιωάν. στ’ 14). Κι οι όχλοι ήθελαν«αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα» (αυτ. στίχ. 15). Τέτοια απήχηση είχε στο λαό το καταπληκτικό αυτό θαύμα!
.
Πότε προσπάθησε κάποιος να μετατρέψει μια απά­τη σε βασιλιά; Αυτό όμως ήταν πραγματικό γεγονός. Οι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν από την αλήθεια και ήθελαν να κάνουν το Χριστό βασιλιά με το ζόρι. Κι αυτό θα είχε γίνει, αν ο Χριστός δεν είχε απομακρυνθεί μόνος Του. Κι έτσι ματαιώθηκε το σχέδιο του πλήθους που ριγούσε από ενθουσιασμό.
.
«Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ου απολύση τους όχλους» (Ματθ. ιδ’ 22)Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι ο Χριστός ανάγκασε τους μαθητές Του να μπουν σε πλοίο και να φύγουν πριν από τον ίδιο; Γιατί το έκανε αυτό; Πρώτο, γι’ αυτό που είχε γίνει. Και δεύτερο, γι’ αυτό που επρόκειτο να γίνει.Τούς άφησε ν’ απομακρυν­θούν από το πλήθος όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να συλλογιστούν και να συζητήσουν μεταξύ τους το μεγάλο θαύμα τού πολλαπλασιασμού των άρτων. Τους άφησε να ταξιδέψουν με το πλοίο, όπου ο Κύριος θα τους επισκεπτόταν σύντομα μ’ ένα καινούργιο κι ανήκουστο θαύμα: θα τους πλησίαζε περπατώντας πάνω στο νερό, όπως περπατάει κανείς σε στέρεο έδαφος. Ο Κύριος γνώριζε εκείνο που επρόκειτο να γίνει και τι θα έκανε ο ίδιος. Οι μαθητές Του, που δεν έβλεπαν τίποτα, ένιωσαν έκπληξη που ο Χριστός τούς έστειλε πριν απ’ Αυτόν. Τον άφησαν όμως μόνο Του με το πλήθος, κατέβηκαν από το όρος στη θάλασσα και ξεκίνησαν το ταξίδι.
.
Ένας άλλος αναμφισβήτητος λόγος για τη σπουδή που έδειξε ο Κύριος να προπέμψει τους μαθητές Του, να τους απομακρύνει από τα πλήθη των ανθρώπων, ήταν επειδή ο ίδιος ήθελε να τους προφυλάξει από την υπερηφάνεια στα μάτια των ανθρώπων, από τα εγκώμιά τους και την αυτοεκτίμηση που θα ένιωθαν επειδή ήταν μαθητές τέτοιου Θαυματουργού. Ήθελε να τους διδάξει πως πρέπει να είναι ταπεινοί, γι’ αυτό και τους είχε πει: «δότε αυτοίς υμείς φαγείν». Και τώρα τους έδιωξε επειδή ήθελε να τους προφυλάξει από την υπερηφάνεια και την υψηλοφροσύνη, επειδή είχαν τέτοια σχέση μαζί Του, με το Διδάσκαλό τους. Και τελικά ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να τούς κάνει να γνωρίσουν την απεριόριστη ταπείνωσή Του ενώπιον του Θεού: μετά από ένα τόσο καταπληκτικό θαύμα, αποσύρθηκε στην ησυχία για να προσευχηθεί.
Οι μαθητές Του ήταν εξοικειωμένοι με τη συνή­θειά Του ν’ αποσύρεται συχνά στην έρημο για να προσευχηθεί. Εκείνη την ημέρα όμως μήπως αποσύρ­θηκε σκόπιμα στην έρημο, για να μείνει μόνος Του, μετά τη φοβερή είδηση για το θάνατο του Ιωάννη τού Βαπτιστή; Ας ξεχάσουν οι μαθητές Του για ποιο λόγο πήγε στην έρημο· ας συνειδητοποιήσουν πως το μεγάλο θαύμα που τόσο ξαφνικά έκανε, καθώς κι όλοι οι έπαινοι κι ο θαυμασμός των ανθρώπων, δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την εσωτερική γαλήνη και την ταπείνωσή Του, ούτε και να τον κάνουν ν’ αλλάξει την απόφασή Του να πάει στην έρημο για να προσευχηθεί.
***αρχείο λήψης (46)
Ολόκληρο το περιστατικό αυτό της διανομής των άρτων και των ψαριών στους ανθρώπους, ο αριθμός των ψαριών και των άρτων, καθώς και ο αριθμός των κοφινιών με τα περισσεύματα, όλα μαζί έχουν κι ένα εσωτερικό, ένα βαθύτερο νόημα. Λίγο πριν από το θάνατό Του ο Κύριος ονόμασε τον άρτο Σώμα Του. Στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι αλή­θεια πως δε λέει κάτι τέτοιο με λόγια, το κάνει όμως με τον αριθμό των άρτων.Οι πέντε άρτοι σημαίνουν τις πέντε αισθήσεις· κι οι πέντε αισθήσεις αντιπροσω­πεύουν όλο το σώμαΤο ψάρι σημαίνει τη ζωή. Τους πρώτες αιώνες της χριστιανικής ζωής το Χριστό τον απεικόνιζαν με τη μορφή ψαριού. Το σύμβολο αυτό μπορεί να το δει ακόμα και σήμερα κανείς στις αρχαίες χριστιανικές κατακόμβες. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Χριστός έδωσε το σώμα και τη ζωή Του στους ανθρώ­πους για να τραφούνΚαι γιατί ήταν δύο τα ψάρια; Επειδή ό Κύριος έδωσε και δίνει τον εαυτό Του θυσία τόσο όσο διάστημα κράτησε η επίγεια διαδρομή Του, όσο και στην Εκκλησία μετά την Ανάστασή Του, ως τη σημερινή μέρα. Ποιά σημασία έχει το γεγονός ότι έκοψε μόνος του τους άρτους; Αυτό σημαίνει πως Εκείνος, με την ελεύθερη βούλησή Του, παραδόθηκε να θυσιαστεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. Γιατί έδωσε τα ψωμιά και τα ψάρια στους αποστόλους, για να τα μοιράσουν αυτοί μετά στο λαό; Επειδή εκείνοι ήταν που έπρεπε να μεταφέρουν το Χριστό σ’ ολό­κληρο τον κόσμο και να τον δώσουν στους ανθρώπους και τα έθνη ως τροφή ζωής. Τί σημαίνουν τα δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των άρτων; Την άφθονη καρποφορία τού έργου των αποστόλων. Κάθε θερισμός των αποστόλων θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από το σπόρο που έσπειραν, όπως κάθε καλάθι είχε περισσότερο ψωμί από τους άρτους που έφαγαν και χόρτασαν οι πεινασμένοι άνθρωποι. (Το περιστατικό τού θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων που έγινε με τη δύναμη του Χριστού μνημονεύεται κάθε φορά σε μια ωραία ευχή, στην τελετή της αρτοκλασίας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους εν τη ερήμω και εξ αυτών πεντακισχιλίους άνδρας χορτάσας, ευλόγησον και τους άρτους τούτους, τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους Σου αγίασον»).
.
Όλ’ αυτά τα μυστήρια έχουν μεγάλο βάθος, δυσθε­ώρητο. Ποιός τολμά να κοιτάξει τόσο βαθιά, στα απύθ­μενα βάθη τους; Ποιός θα τολμούσε στην πρόσκαιρη ζωή μας να διεισδύσει στα βάθη αυτά; Ίσως πληροφο­ρηθούν αρκετά εκείνοι που τους αρέσει να διαβάζουν και ν’ ακούνε το ευαγγέλιο. Οι άγγελοι απολαμβάνουν μέχρι κορεσμού τη γλυκύτητα του ευαγγελίου. Όσο περισσότερο το διαβάζει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο τρέπεται σε σκέψεις πνευματικές και σε προσευχήΌσο περισσότερο καθοδηγεί τη ζωή του σύμφωνα μ’ αυτό, τόσο η ανάγνωση θ’ ανοίγει τα βάθη των νοημάτων του και θα τον ικανοποιεί με το άρωμά του. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν.
.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012) alopsis
Νικόλαος Βελιμιροβιτς

αγαπίου Λάνδου: Περί εκείνου που είδε την Παναγία να κοινωνεί τους κοπιώντες αδελφούς ουράνιο άρτο (από το Αμαρτωλών Σωτηρία) (για πρώτη φορά στο διαδίκτυο)

αγαπίου Λάνδου: Περί εκείνου που είδε την Παναγία να κοινωνεί τους κοπιώντες αδελφούς ουράνιο άρτο (από το Αμαρτωλών Σωτηρία) (για πρώτη φορά στο διαδίκτυο)


Τον καιρό του αγίου Σάββα ζούσαν στην Λαύρα του πολλοί και ενάρετοι μοναχοί και υπηρετούσαν τον Κύριο. Πήγε, λοιπόν, και ένας άρχοντας ευγενής και πλούσιος να μονάσει, τον οποίο υποδέχτηκε με χαρά ο άγιος.
Και επειδή δεν ήταν μαθημένος στον κόπο, τον φρόντιζε και δεν τον άφηνε να πηγαίνει με τους άλλους στις βαριές γεωργικές εργασίες. Εκεί δούλευαν μέχρι την ενάτη ώρα, και τότε έρχονταν και διάβαζαν από κοινού την ακολουθία, και μετά τον εσπερινό έτρωγαν, μία φορά τη μέρα κοινοβιακά.
Επειδή αυτός δεν μπορούσε να τα κάνει αυτά, γιατί ήταν αρχάριος, τον πρόσταξε να αγωνίζεται στο μοναστήρι όσο μπορεί και να νηστεύει ωσότου επιστρέφουν όλοι οι αδελφοί, και να τρώνε μαζί σύμφωνα με την τάξη.
Αυτός όμως ούτε καν αυτή την εντολή δεν τηρούσε αλλά έτρωγε στο κελί του, γιατί του έφερναν οι συγγενείς του διάφορα φαγητά.
Ο Άγιος το ήξερε, αλλά επειδή ο μοναχός εκείνος ήταν αρχάριος, δεν τον επιτίμησε, για να μην τον στενοχωρήσει, μόνο παρακαλούσε το Θεό να τον διορθώσει.
Ήρθε, λοιπόν, η εορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου στις δεκαπέντε του Αυγούστου, και το πρωί της παραμονής, όταν πήγαν οι αδελφοί να δουλέψουν, τους είπε ο Άγιος να επιστρέψουν νωρίς για να ψάλλουν· και σ’  εκείνον τον αρχάριο είπε να πάει στην εκκλησία την ώρα του εσπερινού και να τον ειδοποιήσει όταν συγκεντρωθούν όλοι οι αδελφοί. Έτσι λοιπόν έκανε. 
Και όταν ήρθαν οι πατέρες, είδε ο αρχάριος μια θαυμαστή οπτασία, όχι κοιμώμενος αλλά ξύπνιος. Δηλαδή, είδε μια ωραιότατη γυναίκα ανάμεσα σε δύο αγγέλους που άστραπτε περισσότερο από τις ακτίνες του ήλιου. και ο μεν ένας κρατούσε ένα ποτήρι γεμάτο ουράνιο άρτο και ο άλλος ένα λεπτό μαντήλι. Και εκείνη η ωραία γυναίκα, η οποία ήταν η Δέσποινά μας, κρατούσε μια χρυσή λαβίδα και προσερχόταν ο κάθε αδελφός με τη σειρά του και σκούπιζε το πρόσωπό του ο άγγελος με το μαντήλι. έπειτα προσκυνούσε την Παναγία και αυτή έπαιρνε την λαβίδα και του έδινε τον ουράνιο άρτο.
Βλέποντάς τα αυτά ο αρχάριος θαύμαζε και όταν πλησίασε για να αξιωθεί και αυτός τη δωρεά, δεν κατόρθωσε το ποθούμενο. Γιατί ούτε ο άγγελος τον σκούπισε ούτε η Παναγία τον κοινώνησε.
Αλλά του είπε: “Αυτή η τροφή είναι το Σώμα του Υιού μου και το παίρνουν όσοι νηστεύουν μέχρι αυτή την ώρα και καθαρίζονται· όμως εσύ δε νηστεύεις. Πώς, λοιπόν, θα κοινωνήσεις από αυτόν τον Άρτο;”.
Και αυτός είπε: “Ας με σκουπίσει τουλάχιστον ο άγγελος με αυτό το ιερό μαντήλι”.
Και αυτή του αποκρίθηκε: “Εάν θέλεις να σκουπίζεσαι με αυτό, τότε να κοπιάζεις και εσύ μαζί με τους άλλους, γιατί αυτοί ήταν ιδρωμένοι από τον κόπο και γι’  αυτό σκουπίζονται, αλλά από σένα ποιον ιδρώτα να σκουπίσει ο άγγελος;”.
Ακούγοντάς τα αυτά τρόμαξε και έτρεξε προς τον ηγούμενο και είπε:
“Είδατε μήπως την οπτασία που είδα εγώ ο ανάξιος;”.
Και ο Άγιος του αποκρίθηκε:
 
 
 
 
 
“Αυτό που είδες ήταν για την διόρθωσή σου. Οι αδελφοί είναι πληροφορημένοι ότι η Παναγία τους αγιάζει ώστε να είναι άξιοι σε κάθε πανήγυρη να κοινωνούν τα θεία Μυστήρια”.
Από τότε, λοιπόν, και στο εξής κοπίαζε και αυτός περισσότερο και έτρωγε λιγότερο, και ζώντας έτσι, με μακάρια υπακοή, αξιώθηκε την ουράνια μακαριότητα.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Περί του ότι όλη η καινή διαθήκη είναι αποτέλεσμα της παράδοσης και περί της τιμής στην υπεραγια Θεοτόκο

Περί του ότι όλη η καινή διαθήκη είναι αποτέλεσμα της παράδοσης και περί της τιμής στην υπεραγια Θεοτόκο


Περί του ότι   όλη  η καινή  διαθήκη  είναι αποτέλεσμα  της  παράδοσης  και  περί  της  τιμής  στην  υπεραγια  Θεοτόκο 
Πότε  γράφτηκαν  τα 4 ευαγγέλια και  ποιος  τα καθιέρωσε??? Διότι ευαγγέλια  γράφτηκαν  πολλά  τα οποία όμως δεν  τα αναγνωρίζει  η εκκλησία  εκτός  από αυτά τα 4α που  γνωρίζουμε  , ποιος  απέρριψε και καταδίκασε  σαν αιρετικά  τα υπόλοιπα??
Μέχρι τον 3ο  αιώνα  κυκλοφορούσαν  πολλά  ευαγγέλια  ,του  Θωμά, Νικοδήμου, Ιούδα, Βαρνάβα, κ.α.  ποιος  τα καταδίκασε αυτά  σαν ψευδεπίγραφα  και  αιρετικά  και  καθιέρωσε  τα  4α  που  δεχόμαστε  όλοι σήμερα ??

Ευαγγελιστής Λουκάς
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Λουκάς, πορτρέτο απ' τον Αντρέα Μαντένια (1431).
Ο Λουκάς ήταν Χριστιανός του 1ου αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, βιβλία τα οποία περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή.
Ο Λουκάς ήταν ιατρός[1], πιθανότατα ελληνικής καταγωγής. Έγινε χριστιανός προερχόμενος από τους Εθνικούς. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Παύλου και τον συνόδεψε σε πολλές από τις περιοδείες του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις κήρυξε στη Νότια Ευρώπη και μαρτύρησε στην Ελλάδα.
Δεν είναι γνωστά με ακρίβεια τα γεγονότα της ζωής του Λουκά μετά το μαρτύριο του Παύλου. Είναι πιθανό ότι λόγω του διωγμού των χριστιανών, θα πρέπει να εγκατέλειψε τη Ρώμη. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο Λουκάς συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων μαρτύρων της Εκκλησίας. Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο, ο Λουκάς υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον κρέμασαν σε ένα ελαιόδενδρο στην Έφεσο[2] σε ηλικία 80 ετών, ενώ σύμφωνα με τον Ιερώνυμο πέθανε στη Θήβα της Βοιωτίας σε ηλικία 84 ετών. Ευαγγελιστής Μάρκος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάρκος, ο Ευαγγελιστής
Ευαγγελιστής, Μάρτυρας
Γέννηση               περ. 20
Παλαιστίνη
Θάνατος              68
Αλεξάνδρεια
Ευαγγελιστής Μάρκος
Ο Μάρκος (20 - 68) ήταν Χριστιανός του 1ου αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του ομώνυμου Ευαγγελίου, το οποίο περιλαμβάνεται στην Αγία Γραφή.
Το αρχικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Το Ρωμαϊκό όνομα Μάρκος, του δόθηκε αργότερα [1]. Ήταν γιος της Μαρίας, μιας Χριστιανής από την Ιερουσαλήμ, στης οποίας το σπίτι συναθροίζονταν Χριστιανοί για να προσευχηθούν[2]. Ήταν ανιψιός του Βαρνάβα[3]. Ο Πέτρος, τον αποκαλεί γιο του[4], κάτι που δείχνει τη σχέση που είχαν μεταξύ τους.
Ο Μάρκος συνόδεψε τον Παύλο και τον Βαρνάβα στην αρχή του πρώτου τους ιεραποστολικού ταξιδιού[5], μέχρι την Πέργη της Παμφυλίας απ' όπου επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ[6]. Αργότερα, στο δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι, υπήρξε διαφωνία μεταξύ του Βαρνάβα και του Παύλου σχετικά με το αν θα έπρεπε να πάρουν μαζί τους τον Μάρκο. Ως αποτέλεσμα της διαφωνίας οι δύο απόστολοι χωρίστηκαν, με τον Βαρνάβα να πηγαίνει στην Κύπρο με τη συνοδεία του Μάρκου, και τον Παύλο μαζί με το Σίλα να ξεκινούν περιοδεία η οποία κατέληξε στη Μακεδονία[7]. Αργότερα στη Ρώμη, ο Παύλος κατά τη διάρκεια της πρώτης φυλάκισής του, βρέθηκε πάλι μαζί με το Μάρκο[8]. Αργότερα ο Παύλος ζήτησε από τον Τιμόθεο να φέρει το Μάρκο στη Ρώμη[9]. Επίσης, ο Μάρκος ήταν μαζί με τον Πέτρο στη Ρώμη όταν έγραφε την πρώτη επιστολή του[4].
Κατά την παράδοση ο Μάρκος αργότερα κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα, ιδρύοντας την εκκλησία της Αλεξάνδρειας, την οποία ποίμανε από το 43 μέχρι το 68 μ.Χ.. Είχε μαρτυρικό θάνατο. Το λείψανό του φυλασσόταν στην Αλεξάνδρεια μέχρι το 828, οπότε μεταφέρθηκε από δύο εμπόρους[10] στη Βενετία και έκτοτε φυλάσσεται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Έχει εκφρασθεί η άποψη πως ο Μάρκος ο συνοδός του Πέτρου στη Ρώμη και ο Μάρκος ο συνοδός του Βαρνάβα στην Κύπρο είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, που όμως δεν έχει αποδειχθεί.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει ότι ο Μάρκος μετέβη από τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης και εκεί μαρτύρησε αφού τον διαπόμπευσαν στους δρόμους της πόλης.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 25 Απριλίου. Θεωρείται επίσης άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 18 Οκτωβρίου. Θεωρείται επίσης άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Απόστολος Ματθαίος
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ματθαίος ο Τελώνης
Απόστολος, Ευαγγελιστής, Άγιος
Γέννηση              
Γαλιλαία
Εορτασμός         16 Νοεμβρίου
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ένας από τους αποστόλους, μαθητής του Ιησού Χριστού. Καταγόταν από την Γαλιλαία και εργαζόταν ως τελώνης, δηλ. φοροεισπράκτορας. Κάποια ημέρα που ο Ιησούς περνούσε από την Καπερναούμ, όπου ο Ματθαίος κατοικούσε, τον είδε και γνωρίζοντας την εσωτερική του ψυχή του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε την εργασία του και από τότε ήταν δίπλα Του.
Η πορεία του Αποστόλου Ματθαίου ήταν μεγάλη αφού κήρυττε για δώδεκα χρόνια μετά την Πεντηκοστή στην Παλαιστίνη και έπειτα κήρυξε σε άλλα έθνη για την διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Απόστολος Ματθαίος είναι ο συγγραφέας του φερόμενου πρώτου Ευαγγελίου που φέρει και το όνομά του.
Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή και τη δράση του Ματθαίου. Αν και μεταγενέστερες παραδόσεις μιλούν για μαρτυρικό θάνατο στην πυρά ή εκτέλεση με ξίφος, η πιθανότερη εκδοχή είναι αυτή του Ηρακλείωνα την οποία παραθέτει ο Κλήμης Αλεξανδρείας και αναφέρει ότι ο Ματθαίος πέθανε από φυσικό θάνατο[1].
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 16 Νοεμβρίου. Θεωρείται άγιος από την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Γιατί τιμούμε την Μητέρα του Κυρίου.
Εμείς οι Ορθόδοξοι χριστιανοί τιμούμε την Παναγία Παρθένο Μαρία πιό πολύ απ’ όλους τους αγίους και αγγέλους του ουρανού, διότι αυτή καταξιώθηκε να γεννήσει τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου, διά της επισκιάσεως του Αγίου Πνεύματος. Η τιμή την οποία αποδίδουμε στην Μητέρα του Κυρίου είναι εξαιρετική, τιμιωτέρα ή ευλαβεστέρα, επειδή αυτή δεν είναι μια μόνο «φίλη Του», όμοια με τους άλλους αγίους, αλλά είναι υπέρ-αγία (Παναγία) απ’ όλους τους αγίους και τους αγγέλους.
Γι’ αυτό, τόσο οι άγγελοι όσο και οι άνθρωποι την προσκυνούν και την τιμούν με προσευχές, άσματα, ακολουθίες και εγκώμια. Τοιουτοτρόπως χαιρέτησε αυτήν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ευαγγελισμό (Λουκ. 1,28-29) και η Αγία Ελισάβετ, η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού (Λουκ. 1, 40-43).
Η ίδια η Παναγία Παρθένος Μαρία προφητεύει διά του Αγίου Πνεύματος: «ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός…» ( Λουκ. 1, 48-49). Απ’ αυτά τα λόγια καταλαβαίνουμε, ότι η εξαιρετική τιμή της Μητέρας του Κυρίου είναι ηθελημένη και ορισθείσα από τον Ίδιον τον Θεό. Αυτή την εξαιρετική τιμή την οποία προσδίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία στην Παρθένο Μαρία συγκροτεί τη λατρεία της Μητέρας του Κυρίου.
Στα πλαίσια της λατρείας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αναφέρουμε κατά πρώτον τις μεγάλες Θεομητορικές εορτές οι οποίες είναι: Το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, Τα Εισόδια, ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Κατόπιν οι ακολουθίες οι οποίες γίνονται στις Εκκλησίες και τα μοναστήρια προς τιμήν της, οι χαιρετισμοί, οι παρακλητικοί κανόνες, οι αγιογραφημένες εικόνες και στολισμένες τόσο όμορφα, προ πάντων οι θαυμαστές και πολλές άλλες προσευχές διά των οποίων ζητούμε την βοήθεια της Μητέρας του Κυρίου όλες τις ημέρες της ζωής μας.
Τιμούμε την Θεομήτορα διότι αυτή είναι η μητέρα η οποία εγέννησε τον Υιόν του Θεού και η πρώτη η οποία πρεσβεύει υπέρ του κόσμου εμπρός στην Παναγία Τριάδα. Αυτή μας βοηθά πιό πολύ στην κατάκτηση της σωτηρίας διά των αγίων της προσευχών.
Όμως, κατά την μακραίωνα ιστορία εμφανίσθηκαν και μερικοί βλάσφημοι τόσον εναντίον του Σωτήρος και του Ευαγγελίου Του, όσον και εναντίον της Μητέρας του Κυρίου, τους οποίους ονομάζουμε αιρετικούς η οπαδούς άλλων ομολογιών (νεοπροτεστάντες).
Ο Άγιος Απόστολος Παύλος στις επιστολές του δείχνει ότι στις έσχατες ημέρες θα εμφανισθούν άνθρωποι οι οποίοι δεν θα ανέχονται τη διδασκαλία της ορθής πίστεως, αλλά θα θέσουν διδασκάλους κατά τα έργα των, παρεκκλίνοντας προς τα παραμύθια. Δηλαδή, έχοντας την όψη της αληθινής πίστεως, θα αρνούνται την δύναμή της, συνεχώς διδάσκοντες και μη μπορώντας να φθάσουν στην αλήθεια της πίστεως, «Όν τρόπον δε Ιαννής Ιαμβής αντέστησαν Μωϋσεί, ούτω και ούτοι ανθίστανται τη αληθεία, άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν αδόκιμοι περί την πίστιν. Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι». (Β’ Τιμ. 3,8 και 13).
Εμείς από την αρχή της πλάσεως αυτού του έθνους, έτσι γνωριζόμαστε, ρουμάνοι και ορθόδοξοι χριστιανοί. Έτσι γεννηθήκαμε και έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε αγνό και πλήρες ό,τι κληρονομήσαμε από τους προγόνους, ως από τον Ίδιον τον Θεό. Διότι λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β’ Θες. 2, 15)
Οι Προτεστάντες (Διαμαρτυρόμενοι) και μαζί με αυτούς οι αιρετικοί νεοπροτεστάντες – οπαδοί των άλλων σύγχρονων ομολογιών – των ημερών μας, ονομαζόμενοι και «μεταμελημένοι», μεταξύ των πολλών τους συσκοτίσεων του νου τους και των ψευδών διδασκαλιών τους, βλασφημούν πιο πολύ την Παναγία Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία. Λένε αυτοί οι βλάσφημοι της Μητέρας του Κυρίου ότι δεν πρέπει να της αποδίδουμε μεγάλη τιμή διότι ούτε ο Ίδιος ο Υιός της Ιησούς Χριστός δεν την ετίμησε. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του Σωτήρος: «είπε δε τις αυτώ, ιδού η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ζητούντές σε ιδείν, ο δε αποκριθείς είπε τω λέγοντι αυτώ, τις εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου; και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη, ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου, όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» (Ματθ. 12, 47-50). Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Παρθένος Μαρία του ήταν μητέρα δεν έχει καμία σημασία έμπροσθέν του, οι εξ αίματος σχέσεις Του ή η σαρκική συγγένεια δεν έχουν καμία αξία ούτε προτίμηση εμπρός στις πνευματικές Του σχέσεις με εκείνους οι οποίοι κάνουν το θέλημα του Πατρός, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Επίσης προσθέτουν ακόμη αυτοί, ότι αυτό, φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίον της απευθύνεται ο Σωτήρας και με άλλες ευκαιρίες, την ονομάζει γύναι, το οποίο σημαίνει ότι ήταν νυμφευμένη, δηλαδή όχι παρθένος, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον επαληθεύεται ο λόγος της Γραφής: « Ιησούς ουν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού, γύναι, ιδού ο υιός σου…» (Ιωάν. 19,26). Επίσης την ονομάζει περιφρονητικά και στο γάμο της Κανά της Γαλιλλαίας: «Λέγει αυτή ο Ιησούς, τι εμοί και σοί γύναι;» (Ιωαν. 2,4). Έτσι, λοιπόν, εμείς σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε υπέρ-άνω (Υπεραγία) και δεν μπορούμε να της προσάγουμε μια λατρεία διαφορετική.
Αλλά δεν είναι έτσι όπως πιστεύουν όλοι αυτοί οι πλανεμένοι από την αλήθεια την οποία ερμηνεύουν κατά το δικό τους αρρωστημένο μυαλό και γεμάτο εγωισμό, διότι κατά την πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για άλλο και ειδικά ότι, εκτός από τη σαρκική συγγένεια, υπάρχει και μια άλλη συγγένεια με τον Χριστό, πολύ πιο μεγάλη και πιο σημαίνουσα, η ψυχική συγγένεια, η οποία συνίσταται στο να γίνεται το θέλημα του Θεού. Αυτή η συγγένεια όμως, δεν καταργεί και δεν μικραίνει τη σαρκική. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι την ψυχική συγγένεια μπορεί να την κερδίσει ο οποιοσδήποτε, εκτελώντας το θέλημα του Πατρός. Συγγένεια σημαίνει όχι μόνο μία σχέση σαρκικής συγγένειας, αλλά και μια σχέση αγάπης και ψυχικής ενότητας. Εκείνος ο οποίος κάνει το θέλημα του Θεού, εκείνος γίνεται ψυχικά συγγενής με τον Θεό. Τοιουτοτρόπως, διά των λεγομένων πιο πάνω λόγων, ο Σωτήρας όχι μόνο δεν παραμέρισε τη σαρκική Του συγγένεια με τη Μητέρα Του, ούτε εμίκραινε την τιμή η οποία ήρμοζε σε μια μητέρα από τον υιό της, αλλά μόνο προσπάθησε να τονίσει ότι η άλλη συγγένεια με Αυτόν, η ψυχική, αν και είναι μεγάλης αξίας, μπορεί ωστόσο να την επιτύχει ο οποιοσδήποτε πιστός.
Συνεπώς, ήταν ένας λόγος προτρεπτικός και ενθαρρυντικός προς την μεριά του πλήθους, και όχι ένας περιφρονητικός προς τη Μητέρα Του. Ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, όσο βρισκόταν με τη Μητέρα Του στη γη, συνεχώς την άκουγε και την αγαπούσε και ήταν υποταγμένος προς αυτή (Λουκ. 2,51), και όταν του ζητούσε κάτι δεν έδειχνε ανυπάκουος προς αυτή. Έτσι, στο Γάμο της Κανά της Γαλιλαίας, στη ζήτηση της Μητέρας Του, Εκείνος έκανε το πρώτο θαύμα, μετατρέποντας το νερό σε κρασί (Ιωάν. 2,3-10). Κατόπιν είχε μεγάλη φροντίδα για την Μητέρα Του και ακόμη όταν ήταν κρεμάμενος στο σταυρό, της συμπεριφερόταν με φροντίδα και δίδοντας να την φροντίζει ο πιό αγαπημένος μεταξύ των μαθητών Του - ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής – κατά τις γραφές: «Ιησούς ούν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα όν ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού, γύναι, ίδε ο υιός σου. Είτα λέγει τω μαθητή, ιδού η μήτηρ σου, και απ’ εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιωάν. 19, 26-27). Βλέπεις ότι ο Σωτήρ εδώ, τον καιρό των πιο μεγάλων δοκιμασιών Του επί του σταυρού, δεν αμέλησε να δείξει φροντίδα προς το πρόσωπο της Μητέρας Του, η οποία τον γέννησε και τον ανέθρεψε; Και πώς θα ήταν δυνατόν να περιφρονήσει την Μητέρα Του, όταν ο Ίδιος ο Θεός έδωσε εντολή να τιμούμε τους γονείς, καθώς είναι γραμμένο: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου …» (Δευτ. 5, 16).
Κατά δεύτερο δεν υπάρχει λόγος περιφρονήσεως, αλλά, τουναντίον, φαίνεται πως την εφρόντησε εμπιστεύοντάς την στην φροντίδα του Αποστόλου Ιωάννη – ξέροντας ότι Εκείνος δεν θα βρίσκεται πλέον στη γη για να την φροντίζει στο υπόλοιπο της ζωής της, καθώς δείξαμε και πιο πάνω. Αυτό το γεγονός δεν είναι μία ανεντιμότητα, αλλά αληθινά, μια μεγάλη τιμή και σεβασμός προς το πρόσωπο της Μητέρας Του, για την οποία ούτε στα βάσανα επί του σταυρού δεν ξεχνά να την φροντίζει, επακόλουθο της πιο μεγάλης αγάπης, την οποία είχε προς το πρόσωπό της, ως μητέρα. Εάν όμως την ονομάζει «γύναι», σε καμιά περίπτωση με την έννοια της παντρεμένης γυναίκας η με τον σκοπό της περιφρονήσεως, αλλά μόνο με την έννοια του γένους, του φύλου. Διότι κατά τον ίδιο τρόπο απευθύνθηκαν και οι δύο άγγελοι στον τάφο στη Μαρία την Μαγδαλινή: «Γύναι, τι κλαίεις;» (Ιωάν. 20, 12-13). Ενώ οι δύο άνδρες οι οποίοι παρέστησαν στην Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, είπαν προς τους Αποστόλους: Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν;» (Πράξ. 1,11). Ούτε οι άγγελοι, ούτε οι δύο άνδρες δεν απηύθυναν τα λόγια «γύναι» η «άνδρες» περιφρονητικά, αλλά τουναντίον κατά τρόπο θωπευτικό.
Ακόμη μας ερωτούν εκείνοι, που υπάρχει στην Αγία Γραφή ότι η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, ήταν Παρθένος και Αειπάρθενος, έτσι όπως την ονομάζουμε εμείς. Ότι γέννησε όντως παρθένος, η Αγία Γραφή μας το δείχνει κατ’ αυτό τον τρόπο: Όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ απεστάλη στη Ναζαρέτ και της ανήγγειλε ότι θα γεννήσει τον Υιόν του Θεού (Λουκ. 1,35), εισερχόμενος σ’ αυτήν την ονόμασε «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη συ εν γυναιξίν» (Λουκ. 1,28). Φαίνεται πως ο Αρχάγγελος προσκύνησε (τίμησε) την Παρθένον Μαρία, ονομάζοντάς την «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» και ότι βρήκε μεγάλη χάρη από τον Θεό, πως δύναμη υψίστου την είχε επισκιάσει, και ότι συνέλαβε και γέννησε εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν του Θεού. Αν και ήταν Παρθένος, μη γνωρίζοντας άνδρα, ο άγγελος Κυρίου δεν της είπε «ευλογημένη είσαι συ μεταξύ των παρθένων», αλλά «ευλογημένη συ εν γυναιξίν», με αυτό δεν δείχνει την περιφρόνηση προς την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι «κεχαριτωμένη», αλλά αποκαλύπτει ένα παλαιό μυστήριο: «την συντριβή της κεφαλής του φιδιού διά της γυναικός» (Γεν. 3,15), και ότι αυτή θα είναι η μυστική και πνευματική Εύα η οποία θα γεννήσει τον νέον Αδάμ, Χριστό, ο Οποίος θα φέρει τη ζωή στον κόσμο.
Οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι ο Χριστός ονομάστηκε το σπέρμα της γυναικός (Γεν. 3,15), καθότι Αυτός δεν γεννήθηκε εκ σπέρματος ανδρός, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου και από τα αμόλυντα αίματα της Υπεραγίας Παρθένου και έλαβε Σώμα.
Κατά την ημέρα της μεγάλης κρίσεως (Δευτέρας Παρουσίας), αυτή η Βασίλισσα και Παρθένος Μαρία, θα κάθεται εκ δεξιών του θρόνου του Υιού της, με μεγάλη και απερίγραπτη δόξα, καθώς μας φανερώνει ο ψαλμωδός, λέγοντας: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44,10 – 12,18)
Επειδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την ονόμασε και αυτή γυναίκα, όταν είπε: «ευλογημένη σύ εν γυναιξίν», κατόπιν αυτού, σημαίνει, ότι η Παρθένος Μαρία ήταν γυναίκα νυμφευμένη;
Γιατί άραγε είπε αυτή στον χαιρετισμό του αγγέλου ότι «άνδρα ου γινώσκω» (δηλαδή είμαι παρθένος); Ή όταν ο Θεός έπλασε την Εύα από την πλευρά του Αδάμ (Γεν. 2,21 – 22) και την έφερε προς αυτόν, ενώ εκείνος την ονόμασε «γυνή», μήπως και τότε η Εύα ήταν γυναίκα νυμφευμένη, διότι ο Αδάμ την ονόμασε γυναίκα; Άραγε δεν ήταν τότε η Εύα παρθένος πλασμένη εκ της πλευράς του αγνού Αδάμ, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει γυναίκα;
Συνεπώς, αν η Εύα ήταν πλασμένη από τον Θεό παρθένος, και ενώ ο ίδιος ο Θεός και ο Αδάμ, αυτή την παρθένο, την ονομάζουν «γυνή», κατόπιν την ονομάζει αυτή γυναίκα με την έννοια της νυμφευμένης γυναίκας – πώς λανθασμένα καταλαβαίνουν όλοι οι νεοπροτεστάντες και οι αιρετικοί; Διότι καθώς η Εύα ήταν παρθένος, τότε όταν την είπε γυνή, έτσι, και η μυστική και πνευματική Εύα, η Άχραντος Παρθένος Μαρία, η οποία γέννησε τον Νέο Αδάμ, Χριστό, Παρθένος είναι στους αιώνας των αιώνων αν και η Αγία Γραφή την ονομάζει γυνή, δεικνύοντας με αυτό μόνο το φύλο η το γυναικείο γένος.
Τότε ο Αδάμ, διά της ενέργειας του Θεού γέννησε από το παρθένο του σώμα, γυναίκα, χωρίς γυναίκα (δηλ. χωρίς να γνωριστεί με γυναίκα), ενώ στο πλήρωμα του χρόνου, η γυναικεία φύση, διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, γέννησε άνδρα χωρίς τον άνδρα, στην παρθενία γεννώντας η Παρθένος και μένοντας παρθένος καθώς και στην αρχή γέννησε ο Αδάμ μέσα στην παρθενία. Έτσι ευαρεστήθηκε ο Θεός, όπως διά της Παρθένου Μαρίας να δανείσει τη φύση του παλαιού Αδάμ διά του Νέου Αδάμ, γεννήθηκε εκ Παρθένου, και ο οποίος ήλθε στον κόσμο και ντύθηκε τη φύση μας από το απερίγραπτό Του έλεος και την αγαθωσύνη, για να λυτρώσει τον παλαιό Αδάμ με όλο το γένος του από την καταδίκη και το θάνατο. «Διότι καθώς διά του Αδάμ όλοι πεθαίνουν, έτσι διά του Χριστού, όλοι ανασταίνονται» (Ρωμ. 6,5 – Ιωάν. 3,16 5,24 εξής).
Λοιπόν αναλογίσου, άνθρωπε πλανεμένε – συ και οι όμοιοί σου _ ότι η Αγία Γραφή δεν ονομάζει την Μητέρα του Κυρίου «γυνή» με την έννοια της νυμφευμένης γυναίκας όπως το καταλαβαίνετε εσείς αλλά διά της λέξεως «γυνή», η Αγία Γραφή δείχνει μόνο το θηλυκό γένος της Αγίας Παρθένου Μαρίας και ταυτόχρονα δείχνει κατά τρόπο σκιερό και μυστικό ότι είναι η γυναίκα της οποίας ο απόγονος (Χριστός) θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού και διά του Οποίου θα έλθει η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους.
Στα προαναφερθέντα πρέπει να προσθέσουμε:
- όντως Μητέρα του Σωτήρος, η Παρθένος Μαρία δέχθηκε την πιο μεγάλη τιμή την οποία μπορεί να έχει ένα πλάσμα.
- Συλλαμβάνοντας εκ Πνεύματος Αγίου τον Σωτήρα, καθαρίστηκε ολοκληρωτικά από την αμαρτία, όσο κανείς άλλος άνθρωπος, όσο και άγιος να ήταν,
- Επειδή είχε προλεχθεί από τον Θεό η εξαιρετική τιμή της – όπως καμιάς άλλης τιμής κάποιου ανθρώπου – η Αγία Παρθένος Μαρία πρέπει να λογαριάζεται η πρώτη μεταξύ των αγίων, έτσι όπως και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ο μεγαλύτερος μεταξύ των προφητών (Μαλαχ. 3. Ησαΐα 40,3).
Για όλα αυτά, της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας της αξίζει μια τιμή μεγαλύτερη από τους άλλους αγίους (εξαιρετική τιμή) επειδή είναι η βασίλισσα και η κορώνα όλων των αγίων. Ενώ πως και μετά την γέννηση έμεινε παρθένος διάβασε και βλέπε τα προφητευμένα γι’ αυτήν από τον προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-3).
Προσθέτουν ακόμη αυτοί οι πλανεμένοι ότι δεν πρέπει να της δίδουμε πάρα πολύ τιμή της Παρθένου Μαρίας και ούτε να την ονομάζουμε Αειπάρθενο, διότι είχε περισσότερα παιδιά, τα οποία ονομάζονται από την Αγία Γραφή «αδελφοί και αδελφαί» του Ιησού ενώ ο Ιησούς ονομάζεται «πρωτότοκος» (Ματθ. 1,25), απ’ όπου συνεπάγεται ότι κατόπιν είχε και άλλα παιδιά.
Αληθινά, η Αγία Γραφή μας μιλά για μερικούς αδελφούς του Κυρίου και επίσης για τις αδελφές Του, όταν αποδίδει τα λόγια των Ιουδαίων, εκπλησσόμενοι από το θαυμαστό πρόσωπο του Κυρίου: «Ουχ ούτος εστιν ο του τέκτονος υιός; Ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; Και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισί;» (Ματθ. 13,55-56. Μαρκ.6,3). Αλλά στο χωρίο αυτό διά της φράσεως «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πάραυτα ότι πρέπει να υποθέσουμε και την ύπαρξη άλλων γεννηθέντων μεταγενέστερα (δεύτερος, τρίτος…). Αυτός είναι ένας τρόπος ομιλίας στην Παλαιά Διαθήκη, «πρωτότοκος» ονομάζεται εκείνος ο οποίος διανοίγει πρώτος την μήτραν, ανεξάρτητα αν θα έχει και άλλους αδελφούς η όχι (Έξοδ. 13,2) και όπου πολλές φορές το απόλυτο αριθμητικό (1, 2, 3…) αντικαθίσταται η χρησιμοποιείται ανακατεμένο με τον τακτικό (πρώτος, δεύτερος).
Αυτός ο Εβραϊσμός εισήλθε και στη χρήση του λόγου της Καινής Διαθήκης. Επί του παρόντος «πρωτότοκος» σημαίνει «ο μονογενής», με την έννοια «ο μοναδικός γεννηθείς». Άλλη ερμηνεία απορρίπτεται διότι εάν αληθινά ο Ιησούς είχε και άλλους κατά σάρκα αδελφούς (παιδιά της Μαρίας), δεν θα άφηνε την Μητέρα Του στη φροντίδα κάποιου Αποστόλου, αλλά στη φροντίδα κάποιου υιού της.
Στο δεύτερο χωρίο γίνεται λόγος στα αλήθεια για τους «αδελφούς» και τις «αδελφές» του Κυρίου. Οι αδελφοί αναφέρονται ακόμη με το όνομα και είναι τέσσεροι, ενώ οι αδελφές, πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο. Αυτοί όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να ήταν φυσικοί αδελφοί του Ιησού Χριστού και υιοί της Μαρίας, της Μητέρας του Ιησού, διότι:
- Κατά μια παλαιά και ομόφωνη παράδοση, η Μαρία, η Μητέρα του Ιησού, έμεινε μετά την γέννηση παρθένος, έτσι καθώς ήταν προεικονισμένη στο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ (44, 1-3),
- Η μητέρα αυτών των έτσι λεγομένων αδελφών του Κυρίου είναι ένα άλλο πρόσωπο από την Παρθένον Μαρία, διότι ονομάζεται στη Αγία Γραφή «Μαρία» ή «η άλλη Μαρία» ή «η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά», όντως αναφερομένη ακόμη στο πλευρό της Μητέρας του Κυρίου και κοντά της (Ματθ. 27, 55-56. 28,1. Μαρκ. 15,40-47 Ιωαν. 19,25),
- Οι «αδελφοί» του Κυρίου ούτε εκείνοι οι ίδιοι δεν ονομάζονται αδελφοί αλλά «δούλοι» (Ιακ. 1,1) και «δούλοι - υπηρέτες» (Ιουδ.1,1) του Κυρίου, οι συγγραφείς των δύο καθολικών επιστολών. Ή εκεί εκείνοι ονομάζονται «δούλοι» (Ιακ. 1,1. Ιουδ. 1,1) του Κυρίου, και όχι αδελφοί.
- Εάν ήταν φυσικοί αδελφοί Του, ο Χριστός θα τους είχε κάνει αποστόλους. Αν και μερικοί υποθέτουν ότι αυτοί οι δύο από τους «αδελφούς του Κυρίου», ονόματι Ιάκωβος και Ιούδας, είναι ταυτόσημοι με τους αποστόλους οι οποίοι φέρνουν αυτό το όνομα (ο Ιάκωβος όντως ταυτίζεται με τον μικρότερο «αδελφό του Κυρίου» - σ’ όλους τους καταλόγους των Αποστόλων – ενώ ο Ιούδας, «ο αδελφός του Κυρίου», ίσως είναι ο Ιούδας ο Θαδδαίος). Ωστόσο, αυτό είναι μιά απλή υπόθεση, μια αρκετά θεμελιωμένη, προπάντων ότι οι ίδιοι δεν αυτοαποκαλούνται απόστολοι, όπως δεν αυτοαποκαλούνται «αδελφοί του Κυρίου». Για τον Ιάκωβο – «τον αδελφόθεο» - γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων και έχαιρε της πιο μεγάλης εκτιμήσεως έμπροσθεν των πιστών όσο και των αποστόλων (Πράξ. 12,17. 15,13), αφού ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου είχε φονευθεί (Πράξ. 12,2).
- Ο Χριστός θα είχε εμπιστευθεί στη φροντίδα του την Παρθένο Μαρία, και όχι του αποστόλου Ιωάννη, ο οποίος οπωσδήποτε θα ήταν πιο ξένος αυτής παρά ένας υιός η θυγατέρα της,
- Λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι σ’ όλη την Ανατολή, αλλά ειδικά στην Ιουδαία, η έννοια «αδελφός» χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, του εξαδέλφου η για άλλους συγγενείς πιο κοντινούς η πιο μακρυνούς, όπως για παράδειγμα στη Γένεση (13,8), όπου ο Αβραάμ ονομάζει τον Λώτ αδελφό, αν και ήταν ανεψιός από αδελφό (Γεν.11,27), πρέπει να δεχθούμε ότι «οι αδελφοί του Κυρίου» ήταν εξαδέλφια του Ιησού. Αλλά όχι πρώτα εξαδέλφια, διότι αν και η μητέρα των ονομάζεται αδελφή της Μητέρας του Κυρίου (Ιωάν. 19,257), αυτή δεν μπορεί να ήταν αδελφή της, από τον ίδιο πατέρα, διότι έφερε το ίδιο όνομα με την Μαρία, αλλά η λέξη αδελφή, πρέπει να έχει εδώ επίσης την έννοια της κουνιάδας, διότι η Παρθένος Μαρία είναι μοναχοπαίδι. Θα μπορούσε να σημαίνει κουνιάδα από τον Ιωσήφ, ο οποίος δεν αποκλείεται να είχε κάποια αδελφή νυμφευμένη. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα αγόρια της, ονομαζόμενα οι αδελφοί του Κυρίου, θα μπορούσαν να είναι το πολύ δεύτερα ξαδέλφια του Ιησού Χριστού.
Αν και δεν έχουν τι να συμπληρώσουν (να πουν) για την παρθενία της Θεομήτορος και μετά την γέννηση, αυτοί προσθέτουν και αυτό το χωρίο της Αγίας Γραφής: «Και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν» (Ματθ. 1,25), εννοώντας αυτοί ότι κατόπιν η Παρθένος Μαρία θα μπορούσε να έχει και άλλα παιδιά.
Αλλά να λάβουμε υπ’ όψη και να καταλάβουμε ότι στην Αγία Γραφή η φράση «έως ου», σημαίνει αιωνιότητα. Επειδή είπεν ο Κύριος: «Και ιδού εγώ μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28.20). Άραγε αυτό σημαίνει ότι θα μας εγκαταλείψει μετά το τέλος αυτού του αιώνος; Μήπως δεν λέγει ο Θείος Απόστολος Παύλος: «Και ούτω (μετά την κοινή ανάσταση) πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα»; (Α’ Θες. 4,17). Σε άλλο χωρίο της Αγ. Γραφής είναι γραμμένο: « Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (Ψαλμ. 109,1). Μήπως αυτό σημαίνει ότι μετά απ’ αυτό ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δεν θα καθίσει εκ δεξιών του Πατρός Του για να κυβερνήσει μαζί Του εις άπαντα τον αιώνα, καθότι ξέρουμε πολύ καλά ότι «της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος»; (Λουκ. 1,33).
Πάλι σε άλλο χωρίο της Αγίας Γραφής λέγεται ότι ο Νώε απέστειλε τον κόρακα και εξελθών ο κόρακας δεν επέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ από της γης (Γεν. 8,7), αυτό σημαίνει ότι επέστρεψε στο πλοίο κάποτε;
Πάλι είναι γραμμένο στη Θεία Γραφή ότι η Μελχόλ, η θυγατέρα του Σαούλ, η γυναίκα του Δαυίδ, δεν έκανε παιδί «έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6,23). Μήπως αυτό σημαίνει ότι εγέννησε παιδιά αφού πέθανε, γιατί λέγει «έως της…»;
Λοιπόν, ας ανοίξουν τα μάτια της ψυχής τους όλοι αυτοί οι βλάσφημοι της αληθείας, έναντι αυτών των μαρτυριών που έχουν ληφθεί οι περισσότερες από την Αγία Γραφή και να καταλάβουν ότι η φράση «έως ου» στην Αγία Γραφή σημαίνει αιωνιότητα, καθώς και Σωτήρας αιώνια θα υπάρχει με τους αποστόλους Του, και με όλους εκείνους που εκπληρώνουν τι εντολές Του, καθώς εκείνος αιώνια θα κάθεται εκ δεξιών του Πατρός βασιλεύοντας στη Βασιλεία Του της οποίας ουκ έσται τέλος, καθώς ο κόρακας στους αιώνας δεν επέστρεψε στο πλοίο του Νώε, και καθώς η Μελχόλ στους αιώνας, η θυγατέρα του Σαούλ, δεν έκανε παιδιά μετά την ημέρα του θανάτου, κατά τον ίδιο τρόπο ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ, αιωνίως (στον αιώνα) δεν την γνώρισε αυτήν που ήταν παρθένος πριν από την γέννηση, έμεινε παρθένος κατά την γέννηση και εις αεί Παναγία και Άσπιλη Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος και Μητέρα του Φωτός, η βασίλισσα των αγγέλων και των ανθρώπων, μετά την γέννηση.
Μετά απ’ όλα αυτά, οι εχθρικώς κείμενοι προς την Θεομήτορα λέγουν ότι δεν πρέπει να απευθυνόμαστε στις προσευχές μας προς αυτή με τις παρακλήσεις: «Μη έχοντας άλλη προστασία – Δεν έχουμε άλλην βοηθόν εκτός από σε» και «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», όντως ένα μεγάλο λάθος, διότι θέτουμε τη Θεομήτορα όπως και τον Σωτήρα, μεσίτρια της σωτηρίας μας, καθότι ένας είναι ο μεσίτης μας, ο Ιησούς Χριστός.
Όσον αφορά την παράκλησή μας προς τη Θεομήτορα, κατ’ αυτόν τον τρόπο: « μη έχοντας άλλη προστασία», δι’ αυτού εμείς δεν αρνούμαστε την μοναδικότητα του Ιησού Χριστού ως μεσίτη της αντικειμενικής μας σωτηρίας, αλλά δεν παραμελούμε ούτε την ωφέλεια κάθε βοήθειας σε σχέση με την υποκειμενική μας σωτηρία. Η σημασία αυτής της παρακλήσεως είναι η ακόλουθη: « Συ μπορείς να μας δώσεις τη μεγαλύτερη βοήθεια στην υποκειμενική μας σωτηρία, κάποια άλλη βοήθεια πιο μεγάλη δεν βρίσκουμε σε κανέναν άγιο, η δεν έχουμε κάποιον άλλον, ο οποίος να μπορεί να μας βοηθήσει τόσο πολύ όσο μπορείς να μας βοηθήσεις εσύ, ως Μητέρα του Σωτήρος μας». Ενώ τα λόγια της παρακλήσεως που της απευθύνουμε: «Υπέρ Αγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», σημαίνουν : «Πρέσβευε τον Υιόν σου να μας σώσει!» η: «να μας λυτρώσει». Στην Ελληνική γλώσσα, όπου ήταν γραμμένα περίπου όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως και τα βιβλία της Ορθοδόξου λατρείας, το ρήμα «σώζω» σημαίνει και λυτρώνω (απαλλάσσω) εκ του κακού, του πειρασμού, των αμαρτημάτων, της στενοχωρίας, της οικονομικής δυσχέρειας. Άρα: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», σημαίνει: «βοήθησέ μας με τις ικεσίες σου να λυτρωθούμε εκ του κακού, της στενοχωρίας, των έργων του διαβόλου, από τα πάθη μας».
Τοιουτοτρόπως, διά «το σώσον ημάς» δεν εννοούμε «συγχώρησε τις αμαρτίες μας», αλλά, «πρέσβευε εις τον Υιόν σου για την σωτηρία μας». Είναι αδύνατον διότι διά της ευλαβείας (σ. μτφ. οφειλομένης τιμής) της Θεομήτορος να λυπήσουμε τον Υιόν της, του Οποίου κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν ελαττώνουμε με τίποτα την προς Αυτόν οφειλομένη λατρεία, αλλά, τουναντίον, όλη η υπέρ – ευλάβεια («εξαιρέτως») της Θεομήτορος περνά στον Υιόν της, ο Οποίος την διάλεξε και την καθαγίασε για να γίνει Μητέρα Του.
Όσον αφοράμε τα λεχθέντα μέχρι εδώ δείξαμε με μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, την τιμή, την δόξα και τα δώρα που έδωσε ο Θεός της Παναγίας Μητέρας Του, διότι:
Ο Θεός, ακόμη μια φορά μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, προανήγγελε για την Θεομήτορα ότι αυτή θα είναι εκείνη η γυναίκα – παρθένος η οποία διά του Υιού της θα συντρίψει το κεφάλι του φιδιού (Γεν. 3,15). Κατόπιν προφήτευσαν γι’ αυτή ότι θα είναι εκείνη η παρθένος η οποία θα γεννήσει τον Εμμανουήλ – Θεό (Ησαΐα 7,14), αυτή θα είναι η μεσίτρια της εισόδου στον κόσμο του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Ιερεμ. 31, 2-23), σ’ αυτή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήλθε τιμώντας και την ονόμασε «κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. 1,28), αυτήν ασπάσθηκε η Ελισάβετ η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ονομάζοντάς την «ευλογημένη εν γυναιξί» και «Μήτηρ του Κυρίου μου» (Λουκ. 1,40-45), Μακαρία η κοιλία και οι μαστοί της διότι εβάσταξε και εθήλαξε τον Σωτήρα του κόσμου, Χριστό (Λουκ. 11, 27-28), ο Σωτήρας ως Υιός της, την άκουγε και της ήταν υποτασσόμενος (Λουκ. 2,51), το πρώτο θαύμα το έκανε ο Σωτήρας στο γάμο της Κανά της Γαλιλαίας, κατά παράκλησή της (Ιωάν. 2, 3-10), ο Σωτήρας φρόντισε γι’ Αυτήν ακόμη και τότε, όταν υπέφερε τους τρομακτικούς πόνους στο σταυρό, εμπιστεύοντάς την για παροχή φροντίδας στον πιο αγαπημένο Του απ’ όλους τους αποστόλους Του (Ιωάν. 19,26-27), η Ίδια διά του Αγίου Πνεύματος προφήτευσε ότι πάσαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν και θα την υμνούν για την δόξα με την οποία την αξίωσε ο Θεός για την ταπείνωσή της (Λουκ. 1,48-49), το ίδιο το όνομα της Θεομήτορος στην εβραϊκή γλώσσα ερμηνεύεται «Κυρία, Δέσποινα».
Αυτή η Κυρία και Παρθένος Βασίλισσα, θα καθίσει εκ δεξιών του θρόνου του Υιού της την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας (Ψαλμ. 44, 10), Αυτή συνέλαβε και εγέννησε εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν του Θεού (Λουκ. 1,35), καθότι επισκιάστηκε διά της δυνάμεως του Υψίστου και έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση (Ιεζεκιήλ 44, 1-3), αυτή είναι τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφίμ, μη έχοντας και άλλα παιδιά εκτός του Ιησού Χριστού, του Σωτήρος του κόσμου. Η μητέρα των λεγομένων «αδελφών του Κυρίου» δεν είναι Θεομήτορ, αλλά η Μαρία του Κλωπά (Ματθ. 27, 55-56. Μαρκ. 15, 40-47. Ιωάν. 19,25), ενώ «οι αδελφοί» του Κυρίου είναι μόνο συγγενείς με Αυτόν, και όχι φυσικοί αδελφοί Του, διότι τα παλαιά χρόνια στους Ιουδαίους, οι στενοί συγγενείς ονομάζοντο «αδελφοί» (Γεν. 13, , Η μητέρα των αδελφών του Κυρίου, η Μαρία η του Κλωπά, ονομάζεται αδελφή με τη Μητέρα του Κυρίου, κατ’ αυτήν την έννοια της στενής συγγενείας (Ιωάν. 19,25 εξ.).
Αφού είδαμε τις μαρτυρίες της Αγίας Γραφής γι’ αυτές τις αλήθειες που αναφέρονται στη μητέρα του Κυρίου, εάν είχατε καθαρό νου από το σκοτάδι της αιρέσεως και των αμαρτημάτων, θα μπορούσατε να κατανοήσετε πολύ καθαρά (φωτεινά), για ποιά αιτία εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί από την Εκκλησία του Χριστού την δεδοξασμένη αποδίδουμε υπέρ – ευλάβεια (εξαιρετική τιμή) στην Παναγία Παρθένον Μαρία. Παρακαλώντας την, την θέτουμε μεσίτρια στον Υιό της και Θεό μας, να μας βοηθήσει διά της μεσιτείας των πρεσβειών της, τις οποίες αναπέμπει πάντοτε προς τον Θεό για όλο το ανθρώπινο γένος και ειδικά για τους ευσεβείς χριστιανούς.
Γιατί εσείς δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου όταν η ίδια η Θεία Γραφή σας αποκαλύπτει ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την τίμησε με τον ασπασμό; (Λουκ. 1,29)…
Γιά ποια αιτία σεις δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου, η οποία, κατά τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής και του ευαγγελιστού Αρχαγγέλου Γαβριήλ, είναι «κεχαριτωμένη»; (Λουκ. 1,28-30). Γιά ποια αιτία είσαστε τόσο σκληρόκαρδοι και τυφλοί στην κατανόηση και δεν τιμάτε την Μητέρα του Κυρίου την οποία διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος η Ελισάβετ ομολόγησε ότι είναι η Μήτηρ του Κυρίου και ευλογημένη εν γυναιξί (Λουκ. 1,40- 43);
Αν εσείς λέτε ότι πιστεύετε στα γραφόμενα της Αγίας Γραφής, γιατί λοιπόν δεν τιμάτε και σέβεστε την Μητέρα του Κυρίου, όταν η Γραφή σας αποκαλύπτει ότι αυτήν θα την μακαρίζουν πάσαι αι γενεαί, για την τιμή που της έκανε ο Θεός;
Για ποιά αιτία σεις φθάσατε σε τέτοιο σκοτάδι αγνωσίας, ώστε αντί να τιμάτε και να σέβεστε την Μητέρα του Κυρίου, σεις την βλασφημείτε και στην παραζάλη σας (τρέλα) την θεωρείτε σαν μιά κοινή γυναίκα; Το Άγιο Πνεύμα την φανέρωσε στους ψαλμούς ως την βασίλισσα των αγγέλων και όλης της κτίσεως, καθήμενη εκ δεξιών του Υιού της εν ιματισμώ διαχρύσω και πεποικιλμένη (Ψαλμ. 44,10) και σεις την ονομάζετε ότι είναι μια κοινή γυναίκα, όπως όλες οι άλλες;
Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει στην Αγία Γραφή, ότι θα μνημονεύεται εν πάση γενεά και γενεά και όλοι οι λαοί θα την ανυμνούν απαύστως εις τον αιώνα του αιώνος (Ψαλμ. 44,18), ενώ σεις δεν θέλετε να την υμνείτε και να την ευλαβείστε την Μητέρα του Κυρίου. Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει ότι «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως ( της Θεομήτορος) έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, και πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44,14). Διά της έσωθεν δόξης δείχνει ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, άχραντος, ενώ σεις την βλασφημείτε την Μητέρα του Κυρίου και δεν την τιμάτε.
Η Μητέρα του Κυρίου είναι εκείνη η Παρθένος η οποία γέννησε τον Εμμανουήλ – Θεό (Ησαΐα 7,14) και σεις λέτε ότι είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα όπως όλες οι γυναίκες. Το Άγιο Πνεύμα διά του στόματος του προφήτου Ιεζεκιήλ προεικονίζει, την Μητέρα του Κυρίου, σαν «πύλη κεκλεισμένη» διά της οποίας κανείς δεν θα εισέλθει παρά μόνο ο Θεός του Ισραήλ, και μετά την διέλευση, κεκλεισμένη θα μείνει (Ιεζεκιήλ 44, 1-3), δηλαδή παρθένος θα είναι πριν από τη γέννηση, κατά τη γέννηση και αειπάρθενος θα μείνει μετά τη γέννηση, και σεις λέτε ότι η Μητέρα του Κυρίου είχε και άλλα παιδιά εκτός από τον Υιόν του Θεού, τον Οποίον εγέννησε.
Καλύτερον είναι σε σας να κρεμάσετε από μια πέτρα γύρω από τον τράχηλο και να πέσετε στη θάλασσα (Ματθ. 18,6-7. Μάρκ. 9,42. Λουκ. 17, 1-2) από το να σκανδαλίσετε τις ψυχές των αγαθών χριστιανών με τα ψέματα και τις σατανικές και καταραμένες σας βλασφημίες. Πως θα μπορούσε ο δίκαιος και θεοφοβούμενος τον Θεό Ιωσήφ (Ματθ. 1,19) να τολμήσει να αγγίξει την Παναγία Παρθένον μετά την γέννηση, προ πάντων αφού έλαβε την αποκάλυψη – διά του αγγέλου Του – «το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου» (Ματθ. 1,20) και ότι ο συλληφθείς διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος θα είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός (Ματθ. 1,21);
Άραγε ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ – στον οποίον αποκαλύφθηκε από τον Θεό ότι η Παρθένος Μαρία, η μνηστή του, συνέλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και κατενόησε ότι δι’ αυτής ο Θεός θα εργαστεί τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, διά της συντριβής της κεφαλής του φιδιού (Γεν. 3,15) και ότι είναι η Παρθένος η προφητευθείσα διά Αγίου Πνεύματος διά του Προφήτου Ησαΐα, η οποία θα γεννήσει τον Εμμανουήλ, τον Θεό και Σωτήρα του κόσμου (Ησαΐα 7,14) – να μπορεί να συλλογίζεται ανθρωπίνως επ’ αυτής; Ακριβώς γι’ αυτό ο δίκαιος και θεοφοβούμενος Ιωσήφ αποδείχθηκε τόσο ζηλωτής και υπάκουος και υπηρέτησε με τόσο μόχθο το θείο Βρέφος , από τη γέννηση, στη φυγή στην Αίγυπτο και την επιστροφή (Λουκ. 2,4-5. Ματθ. 2,13-14. 20,21-23), καθώς και στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, μέχρι της ηλικίας των 30 ετών του Σωτήρος, διότι καταλάβαινε τέλεια το κάλεσμα που έχει να υπηρετήσει την Παναγία Παρθένον, διά της οποίας ο Θεός ήλθε στον κόσμο με το Σώμα, να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος.
Λοιπόν, βουβά να μείνουν τα στόματα όλων των αιρετικών και των νεοπροτεσταντών οι οποίοι βλασφημούν κατά της Βασίλισσας των αγγέλων και Μητέρας του Θεού και του δικαίου και Θεοφοβούμενου Ιωσήφ όσον αφορά τους κακούς και τρελλούς συλλογισμούς ότι θα μπορούσε να είχε και άλλα παιδιά η Παναγία και Άχραντος Παρθένος Μαρία, η Θεοτόκος, η «Κεχαριτωμένη».
Αρνούμενοι όλες τις άλογες βλασφημίες των αιρετικών, εμείς τα παιδιά της Εκκλησίας του Χριστού να έχουμε την Μητέρα του Θεού παντοτινή ικέτρια και μεσίτρια για τη σωτηρία έμπροσθεν του Θεού. Το όνομά της να τιμούμε αδιαλείπτως ως Μητέρα του Υιού του Θεού. Οι παρθένες να την υμνούν ως μία Αειπάρθενο μητέρα. Οι ιερείς και οι μοναχοί, ως την μητέρα του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού, ενώ εμείς οι ευλαβείς χριστιανοί, με μια φωνή με τους αγγέλους και τους αγίους, να ψέλνουμε καθημερινά τον Ακάθιστο και τον Παρακλητικό κανόνα της Μητέρας του Θεού, επαναλαμβάνοντας όλοι τον ιερόν ύμνο (υπακοή): «Χαίρε, Νύμφη, Ανύμφευτε!».
Αταλάντη 13-10-1991
Εισαγωγή – μετάφραση
Γεώργιος Δημ. Αποστόλου
Θεολόγος
Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

 
 
 
 
 
 
Από την αρχή της ύπαρξής του ο άνθρωπος εκστασιάζεται από την εικόνα. Η εικόνα είναι ένα σημείο, ένα σύμβολο που πληροφορεί, κατατοπίζει, δηλώνει. Ένα σύμβολο είναι μια σχέση εξάρτησης και κοινωνίας ουσίας με το συμβολιζόμενο, το οποίο είναι παρόν μέσα στο σύμβολό του.
Η εικόνα, ως σημείο ή σύμβολο, αποτελεί για τους Ορθόδοξους χριστιανούς λατρευτικό μέσο του ενός και μοναδικού Θεού. Είναι αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού, γιατί βεβαιώνει ότι το πρωτότυπο υπάρχει αληθινά. Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Με τον τρόπο αυτό φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου.
Η εικόνα αποτελεί λατρευτικό μέσο. Αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού. Οι εικόνες βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση και συμφωνία με τα αναγραφόμενα στις άγιες Γραφές, έχουν στενή σχέση με την εκκλησιαστική υμνογραφία, αποτελούν εικονογραφικά συναξάρια και εικονιστικά υπομνήματα πατερικού λόγου, εκφράζουν πλήρως τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η οποία μας «μορφώνει» προβάλλοντάς μας ένα συγκεκριμένο και ενσαρκωμένο θεοπρεπές ήθος, οδηγούμενοι, με τον τρόπο αυτό, στην «εν Χριστώ» ζωή. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζεται (όσον αφορά τις εικόνες) ένα περιεχόμενο υπερβατικό, γιατί η Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για τα πνευματικά ιδεώδη και την εκτός του κόσμου τούτου πραγματικότητα. Έτσι, κάθε εικόνα συγκλίνει στην μόνη υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει ζωή εκτός του Χριστού και της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι η εικόνα της «εν Χριστώ Βασιλείας».
Η εικόνα δοξάζεται από το πρωτότυπο. Είναι στη φύση της εικόνας η ομοιότητα με το πρωτότυπο. Ο άνθρωπος, η ζωντανή εικόνα του Θεού, προέρχεται από το πρωτότυπο και ολοκληρώνεται στο πρωτότυπο, αφού η ύπαρξή μας στην ιστορία είναι εικόνα της αιώνιας ύπαρξης. Έτσι, η εικόνα καθαγιάζει την όραση και τη μετασχηματίζει ήδη σε οπτασία, διότι ο Θεός δε γίνεται μόνο ακουστός, γίνεται και ορατός, αφού η δόξα της Αγίας Τριάδας αποκαλύφθηκε μέσα από τη «σάρκα» του Υιού του Ανθρώπου. Γεννήθηκε από Πατέρα Απερίγραπτο και φυσικά δε θα μπορούσε να έχει μορφή. Όμως, από τη στιγμή που γεννήθηκε από μητέρα περιγραπτή, έχει φυσικά μορφή που μοιάζει με αυτή της μητέρας. Κι αν δεν ήταν δυνατό να απεικονιστεί μέσω της τέχνης, αυτό θα σήμαινε ότι γεννήθηκε μόνο από τον Πατέρα και δεν Ενσαρκώθηκε. Αυτό, όμως θα ήταν αντίθετο προς τη θεία Οικονομία της σωτηρίας μας, αφού η εικόνα είναι ένας τόπος συνάντησης και επικοινωνίας. Συνάντησης, επειδή η εικόνα φέρνει το πρότυπο στο παρόν του θεατή και επικοινωνίας γιατί, κατά τη γνωστή ρήση του Μεγάλου Βασιλείου «η της εικόνος η τιμή επί/προς το πρωτότυπον ανα/διαβαίνει». Έτσι, η απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης άρθηκε από και για το Χριστό, όπως επίσης και για τη μητέρα Του και για τους φίλους Του (αγίους), και εν τέλει για όλους αυτούς, που, «εν Πνεύματι Αγίω», συμμετέχουν στη θεοποιημένη σάρκα Του.
Οι πρώτοι χριστιανοί, ακολουθώντας τη μη απεικονιστική παράδοση των Ισραηλιτών, δεν παρουσίασαν εικονογραφικές παραστάσεις του Κυρίου, παρά μόνο συμβολικές, λόγω και του κλίματος τρομοκρατίας και διωγμών, που είχε ξεκινήσει, αρχικά από τους Ιουδαίους και κατόπιν από τους Ρωμαίους.
Οι χριστιανοί Απολογητές, Αποστολικοί Πατέρες του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ, αυτοί δηλαδή που ανέλαβαν την υπεράσπιση και στήριξη του χριστιανισμού απέναντι στις κατηγορίες των εθνικών φιλοσόφων και των Εβραίων, ακολούθησαν, επηρεασμένοι από τη Γραφή και τους Έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, την άποψη ότι δεν μπορείς να εικονίσεις τον άφατο και αόρατο Θεό, με αποτέλεσμα η χρησιμότητα των απεικονιστικών τεχνών να υποβαθμιστεί πλήρως, αν και στα Ευαγγέλια γίνεται συχνά αναφορά όχι μόνο στο Λόγο, ως κατεξοχήν μέσο γνώσης του Θεού, αλλά και σε αυτά που οι άνθρωποι βλέπουν και παρατηρούν με τα ίδια τους τα μάτια (θαύματα, θεραπείες). «Υμίν δέ μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι, καί τά ώτα υμίν οτι ακούουσιν. Αμήν γάρ λέγω υμίν οτι πολλοί προφήται καί δίκαιοι επεθύμησαν ἰδεῖν ό βλέπετε, καί ούκ είδον, καί ακούσαι ό ακούετε, καί ούκ άκουσαν». Πολλοί είναι εκείνοι οι Αποστολικοί Πατέρες, που θεωρούν ειδωλολατρικό έθιμο το να υπάρχουν εικόνες (Ευσέβιος Καισαρείας). Αρκετά χρόνια αργότερα, στους Καππαδόκες Πατέρες και στα κείμενα, που αποδίδονται στον Διονύσιο, θα παρουσιαστεί η άποψη ότι η θεία πρόνοια, παρέχει στον άνθρωπο αισθητές εικόνες της θείας νοητής αλήθειας, ώστε να μπορεί, μέσω των αισθητών εικόνων και συμβόλων, να κατανοήσει και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, ανάμεσα στο αισθητό και το νοητό.
Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο, χωρίζουμε τη σάρκα Του από τη θεότητά Του, αρνούμενοι έτσι την ανθρώπινη φύση του, γιατί η ενσάρκωση στηρίζει την εικόνα και η εικόνα αποδεικνύει την ενσάρκωση.
Η Ορθοδοξία, όμως, «ως αψευδής περί Θεού και κτίσεως υπόληψις», που δεν περιορίζεται στην ορθή θεώρηση του Θεού ή του πνευματικού κόσμου, αλλά περιλαμβάνει και την ορθή θεώρηση του κόσμου, επιβεβαίωσε τη χριστολογική βάση της εικόνας και την αυστηρά προσωπική της αξία, αφού οι εικόνες, φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου. Δεν τιμούμε και προσκυνούμε την ύλη, αλλά το δημιουργό της ύλης, Αυτόν που καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία τη δική μας και της κτίσης ολόκληρης, μέσω της ύλης. Είναι ένα πέρασμα που πρέπει να το περάσουμε και να το υπερβούμε, ώστε να φτάσουμε στο θείο Πρωτότυπο της εικόνας. Σε αυτή την εικονογραφική σχέση με το Απόλυτο, ο κόσμος, ο άνθρωπος βρίσκει την ίδια πραγματικότητα, να είναι δηλαδή εικόνα πανόμοια και ομοίωση με τον Κτίστη του.
Η εικόνα, λοιπόν για την Εκκλησία, δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, ούτε ακόμη και μια απλή εικονογράφηση της Γραφής. Είναι το μέσο για να γνωρίσουμε το Θεό και να ενωθούμε μαζί Του. Είναι η αντανάκλαση της θείας δόξας, η προ-θεωρία της Βασιλείας.
Αλέξανδρος Γκίκας Καθηγητής ΠΕο1
Περισσότερα για το θέμα μπορείτε να αναζητήσετε στο: http://professeur-alex.blogspot.com

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ


ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ


Κάθε αναπαράσταση η ομοίωμα ενός υλικού αλλού αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση της ζωγραφικής, της πλαστικής, της τέχνης του κεντήματος λέγεται εικόνα του αντικειμένου. Ο όρος όμως εικόνα έχει επικρατήσει για την αναπαράσταση στιγμών της ζωής και της δράσης των μεγάλων εκκλησιαστικών μαρτυριών και αγίων, καθώς και η απεικόνιση με την τέχνη της προσωπογραφίας τους. Η ύπαρξη εικόνων και η κατασκευή τους χάνετε στα βάθη των αιώνων. Ο πρωτόγονος άνθρωπος απεικόνιζε με τα λιγοστά μέσα που είχε στην διάθεση του, διάφορες παραστάσεις της καθημερινής του ζωής που τον είχαν εντυπωσιάσει. Από αυτήν την προσπάθεια του ξεκίνησε και ένα από τα πρώτα είδη γράφεις, η εικονογραφική γραφή. Πάρα πολλές εικόνες της εποχής εκείνης έχουν σωθεί ως τα σήμερα στο εσωτερικό των σπηλαίων τον πρωτόγονων οικισμών. Η πρώτη όμως προσπάθεια αλλαγής της υφής της τέχνης του σχεδιασμού εικόνων, από απλή περιγραφική εργασία σε τέχνη έγινε στους αρχαίους ελληνικούς χρόνους, για να γνωρίσει την ολοκλήρωση της στης απλές και λιτές εικόνες της βυζαντινής περιόδου.
Με τον όρο εικόνα στη βυζαντινή τέχνη περιλαμβάνονται όλοι οι φορητοί πίνακες που ήταν σύνηθες ξύλινοι και αποτελούσαν ζωγραφικές αναπαραστάσεις αγίων η συνθέσεων που είχαν παρθεί από την καινή και παλαιά διαθήκη η και από τους βίους των αγίων. Η βυζαντινή εικόνα με την αισθητική ευλαβικότητα της και τα συμπαθητικότατα χρώματα αποτελούσε και αποτελεί την έκφραση, με τρόπο σαφή και λιτό του δογματικού περιεχομένου της βυζαντινής εικόνας που εξελίσσεται σε αριστούργημα τέχνης και αποτελεί ιερό κειμήλιο και φυλαχτό των οικογενειών που κατόρθωσαν να το διαδώσουν με πολλή προσοχή μέσα από της μεγάλες περιπέτειες που πέρασε το έθνος μας.
Οι εικόνες αυτές από την πρώτη κιόλας εποχή των βυζαντινών χρόνων βρήκαν θέση στους ναούς ιδιαίτερα στο τέμπλο, που για αυτό ακριβός το λόγο ονομάστηκε εικονοστάσιο. Τις πιο πολλές φορές τις συναντάμε σαν ανεξάρτητους πίνακες αλλά δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις που συναντάμε με τη μορφή δίπτυχων τρίπτυχων, κυρίως μετά την περίοδο της εικονομαχίας και έχει μεγάλη σχέση με το θρίαμβο της Ορθοδοξίας σ’ αυτή την περίπτωση γιατί ευνοήθηκε η παραγωγή τους σε μεγάλη κλίμακα. Η νίκη αυτή αποτέλεσε κι άλλον ένα θρίαμβο της Ορθοδοξίας γιατί έδωσε στις εικόνες την πραγματική τους υπόσταση σαν αναπαραστάσεις γεγονότων και αγίων και όχι σαν αντικείμενα ειδωλολατρικής στάσης.
Χαρακτηριστικό της λατρείας που έτρεφε ο λαός για τις βυζαντινές εικόνες, ήταν οι λεγόμενες «αχειροποίητες» εικόνες, που σύμφωνα με την παράδοση δεν είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινο χέρι καθώς και οι εικόνες των οποίων κατασκευαστής αναφέρεται ο Ευαγγελιστής Λουκάς Στην λειτουργική η βυζαντινή εικόνα κατέχει σπουδαία θέση. Είναι έργο που προσπαθεί να φέρει σ’ επικοινωνία τον άνθρωπο με Θεό, να τον κινήσει να προσευχηθεί. Η εικόνα αποτελεί το δρόμο και το μέσο με το οποίο οδηγούμαστε στο Θεό. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν λέμε εικόνα στη βυζαντινή εκκλησιαστική ζωγραφική δεν εννοούμε μια θρησκευτική ζωγραφιά. Ωραιότατες συνθέσεις με ψηφίδες αποτελούν τμήμα της βυζαντινής εικονογραφίας.
Ακόμη και η γλυπτική θα είχε θέση στη δημιουργία εικόνων, αν η ορθόδοξη Εκκλησία δεν απόρριπτε την τέχνη αυτή σαν κατ’ εξοχή ειδωλολατρική τέχνη. Ανάλογα με τον προορισμό τους, οι βυζαντινές εικόνες χωρίζονται σε 3 βασικές κατηγορίες:
α) βυζαντινές εικόνες του τέμπλου
β) βυζαντινές εικόνες του προσκυνηταριού και
γ) αφιερωματικές βυζαντινές εικόνες
Σε αυτές ανήκουν οι 4 μεγάλες εικόνες που συναντάμε σε κάθε ναό και είναι της Παναγίας και του Χριστού, του Ιωάννη του Προδρόμου και η τέταρτη ανήκει αντίστοιχα στον άγιο που στο όνομα του είναι κτισμένη η εκκλησία. Οι δεύτερες είναι πιο πολλές απ΄ τις πρώτες και περιλαμβάνουν προσωπογραφίες αγίων καθώς και παράστασεις απ’ τη ζωή τους, ενώ οι τρίτες έχουν θέματα ανάλογα με τις προτιμήσεις των αφιερωτών τους. Στην σημερινή ορθόδοξη Εκκλησία οι άγιες εικόνες χρησιμοποιούνται τόσο στην Εκκλησία όσο και στα σπίτια των πιστών που αποδίνεται σ’ αυτές τιμητική προσκύνηση που, αν και γίνεται προς τους αγίους και τους αγγέλους που απεικονίζουν, ανάγεται έμμεσα στο Θεό. Είναι φανερό ότι με την ορθή λατρεία των εικόνων διεγείρεται η πίστη και ζωογονείται η ευλάβεια των χριστιανών.
Βιβλιογραφία
Εγκυκλοπαίδεια: Ευρώπη -Ελλάδα- κόσμος και Θεόδωρος Χριστόπουλος