Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
Από την αρχή της ύπαρξής του ο άνθρωπος
εκστασιάζεται από την εικόνα. Η εικόνα είναι ένα σημείο, ένα σύμβολο που
πληροφορεί, κατατοπίζει, δηλώνει. Ένα σύμβολο είναι μια σχέση εξάρτησης
και κοινωνίας ουσίας με το συμβολιζόμενο, το οποίο είναι παρόν μέσα στο
σύμβολό του.
Η εικόνα, ως σημείο ή σύμβολο, αποτελεί για τους Ορθόδοξους χριστιανούς λατρευτικό μέσο του ενός και μοναδικού Θεού. Είναι αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού, γιατί βεβαιώνει ότι το πρωτότυπο υπάρχει αληθινά. Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Με τον τρόπο αυτό φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου.
Η εικόνα αποτελεί λατρευτικό μέσο. Αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού. Οι εικόνες βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση και συμφωνία με τα αναγραφόμενα στις άγιες Γραφές, έχουν στενή σχέση με την εκκλησιαστική υμνογραφία, αποτελούν εικονογραφικά συναξάρια και εικονιστικά υπομνήματα πατερικού λόγου, εκφράζουν πλήρως τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η οποία μας «μορφώνει» προβάλλοντάς μας ένα συγκεκριμένο και ενσαρκωμένο θεοπρεπές ήθος, οδηγούμενοι, με τον τρόπο αυτό, στην «εν Χριστώ» ζωή. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζεται (όσον αφορά τις εικόνες) ένα περιεχόμενο υπερβατικό, γιατί η Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για τα πνευματικά ιδεώδη και την εκτός του κόσμου τούτου πραγματικότητα. Έτσι, κάθε εικόνα συγκλίνει στην μόνη υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει ζωή εκτός του Χριστού και της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι η εικόνα της «εν Χριστώ Βασιλείας».
Η εικόνα δοξάζεται από το πρωτότυπο. Είναι στη φύση της εικόνας η ομοιότητα με το πρωτότυπο. Ο άνθρωπος, η ζωντανή εικόνα του Θεού, προέρχεται από το πρωτότυπο και ολοκληρώνεται στο πρωτότυπο, αφού η ύπαρξή μας στην ιστορία είναι εικόνα της αιώνιας ύπαρξης. Έτσι, η εικόνα καθαγιάζει την όραση και τη μετασχηματίζει ήδη σε οπτασία, διότι ο Θεός δε γίνεται μόνο ακουστός, γίνεται και ορατός, αφού η δόξα της Αγίας Τριάδας αποκαλύφθηκε μέσα από τη «σάρκα» του Υιού του Ανθρώπου. Γεννήθηκε από Πατέρα Απερίγραπτο και φυσικά δε θα μπορούσε να έχει μορφή. Όμως, από τη στιγμή που γεννήθηκε από μητέρα περιγραπτή, έχει φυσικά μορφή που μοιάζει με αυτή της μητέρας. Κι αν δεν ήταν δυνατό να απεικονιστεί μέσω της τέχνης, αυτό θα σήμαινε ότι γεννήθηκε μόνο από τον Πατέρα και δεν Ενσαρκώθηκε. Αυτό, όμως θα ήταν αντίθετο προς τη θεία Οικονομία της σωτηρίας μας, αφού η εικόνα είναι ένας τόπος συνάντησης και επικοινωνίας. Συνάντησης, επειδή η εικόνα φέρνει το πρότυπο στο παρόν του θεατή και επικοινωνίας γιατί, κατά τη γνωστή ρήση του Μεγάλου Βασιλείου «η της εικόνος η τιμή επί/προς το πρωτότυπον ανα/διαβαίνει». Έτσι, η απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης άρθηκε από και για το Χριστό, όπως επίσης και για τη μητέρα Του και για τους φίλους Του (αγίους), και εν τέλει για όλους αυτούς, που, «εν Πνεύματι Αγίω», συμμετέχουν στη θεοποιημένη σάρκα Του.
Οι πρώτοι χριστιανοί, ακολουθώντας τη μη απεικονιστική παράδοση των Ισραηλιτών, δεν παρουσίασαν εικονογραφικές παραστάσεις του Κυρίου, παρά μόνο συμβολικές, λόγω και του κλίματος τρομοκρατίας και διωγμών, που είχε ξεκινήσει, αρχικά από τους Ιουδαίους και κατόπιν από τους Ρωμαίους.
Οι χριστιανοί Απολογητές, Αποστολικοί Πατέρες του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ, αυτοί δηλαδή που ανέλαβαν την υπεράσπιση και στήριξη του χριστιανισμού απέναντι στις κατηγορίες των εθνικών φιλοσόφων και των Εβραίων, ακολούθησαν, επηρεασμένοι από τη Γραφή και τους Έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, την άποψη ότι δεν μπορείς να εικονίσεις τον άφατο και αόρατο Θεό, με αποτέλεσμα η χρησιμότητα των απεικονιστικών τεχνών να υποβαθμιστεί πλήρως, αν και στα Ευαγγέλια γίνεται συχνά αναφορά όχι μόνο στο Λόγο, ως κατεξοχήν μέσο γνώσης του Θεού, αλλά και σε αυτά που οι άνθρωποι βλέπουν και παρατηρούν με τα ίδια τους τα μάτια (θαύματα, θεραπείες). «Υμίν δέ μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι, καί τά ώτα υμίν οτι ακούουσιν. Αμήν γάρ λέγω υμίν οτι πολλοί προφήται καί δίκαιοι επεθύμησαν ἰδεῖν ό βλέπετε, καί ούκ είδον, καί ακούσαι ό ακούετε, καί ούκ άκουσαν». Πολλοί είναι εκείνοι οι Αποστολικοί Πατέρες, που θεωρούν ειδωλολατρικό έθιμο το να υπάρχουν εικόνες (Ευσέβιος Καισαρείας). Αρκετά χρόνια αργότερα, στους Καππαδόκες Πατέρες και στα κείμενα, που αποδίδονται στον Διονύσιο, θα παρουσιαστεί η άποψη ότι η θεία πρόνοια, παρέχει στον άνθρωπο αισθητές εικόνες της θείας νοητής αλήθειας, ώστε να μπορεί, μέσω των αισθητών εικόνων και συμβόλων, να κατανοήσει και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, ανάμεσα στο αισθητό και το νοητό.
Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο, χωρίζουμε τη σάρκα Του από τη θεότητά Του, αρνούμενοι έτσι την ανθρώπινη φύση του, γιατί η ενσάρκωση στηρίζει την εικόνα και η εικόνα αποδεικνύει την ενσάρκωση.
Η Ορθοδοξία, όμως, «ως αψευδής περί Θεού και κτίσεως υπόληψις», που δεν περιορίζεται στην ορθή θεώρηση του Θεού ή του πνευματικού κόσμου, αλλά περιλαμβάνει και την ορθή θεώρηση του κόσμου, επιβεβαίωσε τη χριστολογική βάση της εικόνας και την αυστηρά προσωπική της αξία, αφού οι εικόνες, φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου. Δεν τιμούμε και προσκυνούμε την ύλη, αλλά το δημιουργό της ύλης, Αυτόν που καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία τη δική μας και της κτίσης ολόκληρης, μέσω της ύλης. Είναι ένα πέρασμα που πρέπει να το περάσουμε και να το υπερβούμε, ώστε να φτάσουμε στο θείο Πρωτότυπο της εικόνας. Σε αυτή την εικονογραφική σχέση με το Απόλυτο, ο κόσμος, ο άνθρωπος βρίσκει την ίδια πραγματικότητα, να είναι δηλαδή εικόνα πανόμοια και ομοίωση με τον Κτίστη του.
Η εικόνα, λοιπόν για την Εκκλησία, δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, ούτε ακόμη και μια απλή εικονογράφηση της Γραφής. Είναι το μέσο για να γνωρίσουμε το Θεό και να ενωθούμε μαζί Του. Είναι η αντανάκλαση της θείας δόξας, η προ-θεωρία της Βασιλείας.
Η εικόνα, ως σημείο ή σύμβολο, αποτελεί για τους Ορθόδοξους χριστιανούς λατρευτικό μέσο του ενός και μοναδικού Θεού. Είναι αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού, γιατί βεβαιώνει ότι το πρωτότυπο υπάρχει αληθινά. Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Με τον τρόπο αυτό φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου.
Η εικόνα αποτελεί λατρευτικό μέσο. Αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού. Οι εικόνες βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση και συμφωνία με τα αναγραφόμενα στις άγιες Γραφές, έχουν στενή σχέση με την εκκλησιαστική υμνογραφία, αποτελούν εικονογραφικά συναξάρια και εικονιστικά υπομνήματα πατερικού λόγου, εκφράζουν πλήρως τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η οποία μας «μορφώνει» προβάλλοντάς μας ένα συγκεκριμένο και ενσαρκωμένο θεοπρεπές ήθος, οδηγούμενοι, με τον τρόπο αυτό, στην «εν Χριστώ» ζωή. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζεται (όσον αφορά τις εικόνες) ένα περιεχόμενο υπερβατικό, γιατί η Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για τα πνευματικά ιδεώδη και την εκτός του κόσμου τούτου πραγματικότητα. Έτσι, κάθε εικόνα συγκλίνει στην μόνη υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει ζωή εκτός του Χριστού και της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι η εικόνα της «εν Χριστώ Βασιλείας».
Η εικόνα δοξάζεται από το πρωτότυπο. Είναι στη φύση της εικόνας η ομοιότητα με το πρωτότυπο. Ο άνθρωπος, η ζωντανή εικόνα του Θεού, προέρχεται από το πρωτότυπο και ολοκληρώνεται στο πρωτότυπο, αφού η ύπαρξή μας στην ιστορία είναι εικόνα της αιώνιας ύπαρξης. Έτσι, η εικόνα καθαγιάζει την όραση και τη μετασχηματίζει ήδη σε οπτασία, διότι ο Θεός δε γίνεται μόνο ακουστός, γίνεται και ορατός, αφού η δόξα της Αγίας Τριάδας αποκαλύφθηκε μέσα από τη «σάρκα» του Υιού του Ανθρώπου. Γεννήθηκε από Πατέρα Απερίγραπτο και φυσικά δε θα μπορούσε να έχει μορφή. Όμως, από τη στιγμή που γεννήθηκε από μητέρα περιγραπτή, έχει φυσικά μορφή που μοιάζει με αυτή της μητέρας. Κι αν δεν ήταν δυνατό να απεικονιστεί μέσω της τέχνης, αυτό θα σήμαινε ότι γεννήθηκε μόνο από τον Πατέρα και δεν Ενσαρκώθηκε. Αυτό, όμως θα ήταν αντίθετο προς τη θεία Οικονομία της σωτηρίας μας, αφού η εικόνα είναι ένας τόπος συνάντησης και επικοινωνίας. Συνάντησης, επειδή η εικόνα φέρνει το πρότυπο στο παρόν του θεατή και επικοινωνίας γιατί, κατά τη γνωστή ρήση του Μεγάλου Βασιλείου «η της εικόνος η τιμή επί/προς το πρωτότυπον ανα/διαβαίνει». Έτσι, η απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης άρθηκε από και για το Χριστό, όπως επίσης και για τη μητέρα Του και για τους φίλους Του (αγίους), και εν τέλει για όλους αυτούς, που, «εν Πνεύματι Αγίω», συμμετέχουν στη θεοποιημένη σάρκα Του.
Οι πρώτοι χριστιανοί, ακολουθώντας τη μη απεικονιστική παράδοση των Ισραηλιτών, δεν παρουσίασαν εικονογραφικές παραστάσεις του Κυρίου, παρά μόνο συμβολικές, λόγω και του κλίματος τρομοκρατίας και διωγμών, που είχε ξεκινήσει, αρχικά από τους Ιουδαίους και κατόπιν από τους Ρωμαίους.
Οι χριστιανοί Απολογητές, Αποστολικοί Πατέρες του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ, αυτοί δηλαδή που ανέλαβαν την υπεράσπιση και στήριξη του χριστιανισμού απέναντι στις κατηγορίες των εθνικών φιλοσόφων και των Εβραίων, ακολούθησαν, επηρεασμένοι από τη Γραφή και τους Έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, την άποψη ότι δεν μπορείς να εικονίσεις τον άφατο και αόρατο Θεό, με αποτέλεσμα η χρησιμότητα των απεικονιστικών τεχνών να υποβαθμιστεί πλήρως, αν και στα Ευαγγέλια γίνεται συχνά αναφορά όχι μόνο στο Λόγο, ως κατεξοχήν μέσο γνώσης του Θεού, αλλά και σε αυτά που οι άνθρωποι βλέπουν και παρατηρούν με τα ίδια τους τα μάτια (θαύματα, θεραπείες). «Υμίν δέ μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι, καί τά ώτα υμίν οτι ακούουσιν. Αμήν γάρ λέγω υμίν οτι πολλοί προφήται καί δίκαιοι επεθύμησαν ἰδεῖν ό βλέπετε, καί ούκ είδον, καί ακούσαι ό ακούετε, καί ούκ άκουσαν». Πολλοί είναι εκείνοι οι Αποστολικοί Πατέρες, που θεωρούν ειδωλολατρικό έθιμο το να υπάρχουν εικόνες (Ευσέβιος Καισαρείας). Αρκετά χρόνια αργότερα, στους Καππαδόκες Πατέρες και στα κείμενα, που αποδίδονται στον Διονύσιο, θα παρουσιαστεί η άποψη ότι η θεία πρόνοια, παρέχει στον άνθρωπο αισθητές εικόνες της θείας νοητής αλήθειας, ώστε να μπορεί, μέσω των αισθητών εικόνων και συμβόλων, να κατανοήσει και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, ανάμεσα στο αισθητό και το νοητό.
Έτσι οι εικόνες του Χριστού είναι απόδειξη αλλά και ομολογία της ενανθρώπησής Του. Αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο, χωρίζουμε τη σάρκα Του από τη θεότητά Του, αρνούμενοι έτσι την ανθρώπινη φύση του, γιατί η ενσάρκωση στηρίζει την εικόνα και η εικόνα αποδεικνύει την ενσάρκωση.
Η Ορθοδοξία, όμως, «ως αψευδής περί Θεού και κτίσεως υπόληψις», που δεν περιορίζεται στην ορθή θεώρηση του Θεού ή του πνευματικού κόσμου, αλλά περιλαμβάνει και την ορθή θεώρηση του κόσμου, επιβεβαίωσε τη χριστολογική βάση της εικόνας και την αυστηρά προσωπική της αξία, αφού οι εικόνες, φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου. Δεν τιμούμε και προσκυνούμε την ύλη, αλλά το δημιουργό της ύλης, Αυτόν που καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία τη δική μας και της κτίσης ολόκληρης, μέσω της ύλης. Είναι ένα πέρασμα που πρέπει να το περάσουμε και να το υπερβούμε, ώστε να φτάσουμε στο θείο Πρωτότυπο της εικόνας. Σε αυτή την εικονογραφική σχέση με το Απόλυτο, ο κόσμος, ο άνθρωπος βρίσκει την ίδια πραγματικότητα, να είναι δηλαδή εικόνα πανόμοια και ομοίωση με τον Κτίστη του.
Η εικόνα, λοιπόν για την Εκκλησία, δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, ούτε ακόμη και μια απλή εικονογράφηση της Γραφής. Είναι το μέσο για να γνωρίσουμε το Θεό και να ενωθούμε μαζί Του. Είναι η αντανάκλαση της θείας δόξας, η προ-θεωρία της Βασιλείας.
Αλέξανδρος Γκίκας Καθηγητής ΠΕο1
Περισσότερα για το θέμα μπορείτε να αναζητήσετε στο: http://professeur-alex.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου